του Κ. Χατζηαντωνίου, από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002
Η ποιητική εκσκαφή του Δημήτρη Κοσμόπουλου επί του στερεού φλοιού της ζωής δεν είναι τύποις νέα. Ποιήματά του –λίθοι της εκσκαφής– έχουν παρουσιαστεί σε έγκυρες περιοδικές εκδόσεις. Η παρούσα έκδοση είναι η πρώτη συνολική παρουσίαση του έργου του που δημοσιεύθηκε μεταξύ 1999-2001 αλλά έχει μια μακρόχρονη αναφορά και αφετηρία. Στην ποίηση του Δ. Κοσμόπουλου ακρογωνιαίοι λίθοι δεν είναι στοχασμοί ή αισθήματα. Είναι οι άνθρωποι. Με τις εστίες τους, τα ανεξιχνίαστα κυκλόθυμα ρεύματα που κατακλύζουν την εσωτερική τους ζωή, τους αγαπημένους τους και τα γεγονότα – όποια κι αν είναι η ανάγνωση. Όλα συγκλίνουν σε μια πίστη. Γιατί υπάρχει πάντα μνήμη εφέστια, «κατά βάθος υπάρχει πάντα το κατώι. Από το μυρωδάτο μισοσκόταδο που τον χωνεύει δεν έφυγε ποτέ» (Το Κατώι).
Με τον πολύρροο κυματισμό του λόγου του, ο Κοσμόπουλος, σαν παλιός τεχνίτης (υπό εξαφάνισιν είδος στην μικροαστική Ελλάδα) επιστρατεύει πλήθος στοιχείων για να εκφράσει τοπία πρισματικά με αμεριμνησία υπνοβάτη. Πέραν του ρεαλισμού και της ιδεοκρατίας, πέραν της αισθηματικότητας και του εγκεφαλισμού, επιτυγχάνει να μας φέρει σύγκορμους στο ρίγος της μητρικής αυλής και να μας φιλέψει ό,τι ο αιώνας μας στάθηκε ανήμπορος να διασώσει.
«Είδα τη Μάνα να πλένει πέτρες στο ποτάμι
Από τα χέρια της φτερούγιζε ένα σύννεφο.
–Την ημέρα χιονίζει ο ήλιος και τις ψυχές,
θέλουνε πλύσιμο και χάδια για να ξεψυχήσουν είπε»
(Λατομείο)
Στις μέρες που ξεραίνονται, στις νύχτες που κιτρινίζουν η μουσική του Δ. Κ. Δίνει ζωή σε νεκρά πουλιά. Η ελεύθερη και τολμηρή σύλληψη ιδεών και σχημάτων είναι προϊόν γόνιμης παράδοσης και αυστηρής επιλογής. Δεν χρειάζεται ερμηνευτικούς προβολείς. Η ακριβολογία δεν χάνεται σε αποτεμαχίσεις του ποιητικού Εγώ ή σε ενδοσκοπήσεις ατέρμονες. Τονώνοντας τη νοσταλγική φαντασία μας, χαρίζει το κλειδί για κάμαρες υπερπραγματικές, για αντικείμενα με μαγικές ουσίες που εξαγιάζουν την εγκόσμια μνήμη μας. Υαλογραφίες που συγκλονίζουν:
«Πουλί που φεύγεις από της γυναίκας τα κλαδιά
έναν καιρό μου ’χες δανείσει τα φτερά σου.
Τώρα περνάς στο σεληνόφως του ύπνου
στην ερημιά με σκόρπια των φωνών γυαλιά- καρφιά»
(Υαλογραφία)
Γόνος της Μεσσηνίας που θυμάται ακόμη νύχτες του 1825 ο Δ. Κ. είναι υποδειγματικός στον τρόπο που η σύγχρονη ποίησή μας μπορεί να κρατεί ιερά νήματα χωρίς εθνικόφρονες αδυναμίες. «Η διάβασις Θεόδωρου Κολοκοτρώνη» και το «δελτίο νυχτός της 19ης Μαΐου 1825» αποτελούν, χωρίς υπερβολή, δύο ποιήματα που στέκονται ανάμεσα στα πιο βαθιά, τα πιο γνήσια όρια της εθνικής μας μνήμης
Το υλικό υποτάσσεται μοναδικά ώστε να εκβλαστήσει σύγχρονη έκφραση, πολυδιάστατα αρμοσμένη, με πολύτροπη ευλυγισία που θρυμματίζει τη λυρική πέτρα χωρίς παθητικές αναπολήσεις. Αντίθετα. Με σπάταλη ενεργητικότητα ο ποιητής ξεδιπλώνει το σχέδιό του που θεία δωρεά εισέπνευσε. Στην ποίηση του Δ. Κ. υπάρχουν υλικά οικοδομής – κάτι που σπανίζει πια στον καιρό μας καθώς κάποιοι νομίζουν πως με άμμο θα οικοδομήσουν πύργους. Υπάρχει σπουδή της λεπτομέρειας – κι αυτό σπάνιο στην ταραγμένη εποχή μας. Υπάρχει εσωτερίκευση και δράση, φυσιογνωμίες και τύποι, ζωή στο φως του μοραΐτικου ήλιου και όχι σκηνή τεχνητά φωτισμένη σε αθηναϊκό παράδρομο.
«Γονάτισε λοιπόν φωνή μου· μη σκορπίσεις.
Όσο υλικό μάζεψες στο δρόμο
είναι το αλφαβητάρι κι είναι νόμος
ότι θ’ αστράψεις πριν να σβήσεις»
(Στάσιμο)
Εκεί, βέβαια, που ο Δ. Κ. αποδεικνύεται οριστικά μεγάλος ποιητής [δεν φοβούμαι τις λέξεις· ας διαφωνήσουν οι «ποιητές» του 1970 κι οι «κριτικοί» του 1980, εν συνόλω ή μεταπολιτευτική μας ευτέλεια] είναι τα τρία ερωτικά ποιήματα της ενότητας «Κλιμακηδόν Ελένη»:
«Μάτια περσικά. Και δέρμα
λαμπερό σαν πανοπλία.
Εγώ απ’ τα ποντοπόρα πλοία
χωρίς πυξίδα κι έρμα
Σγουρά, θαλασσινά, λεία
δεμένα στο μετάξι
με νεύρο, με ρυθμό, με τάξη
ή από παλιά βιβλία
θα ’θελα λόγια να σου στείλω.
Όμως κιτρινισμένο φύλλο
μέσα στην άμμο κάποιου ονείρου
ράκος ενός παπύρου
γίνεται η γλώσσα μου…»
(Πάπυρος)
Η μουσική ιδέα του Κοσμόπουλου είναι νοσταλγική μα όχι παθητική, στέρεα και τρυφερή, μα καθόλου ρευστή. Τα πράγματα και τα πρόσωπα ακτινοβολούν την καθαρή τους ποιότητα –δεν χωρούν εδώ ρομαντικές μεγαλοστομίες, παρνασσικοί ανεδαφισμοί, συμβολιστικές αλυσίδες. Βέβαια είμαστε πολύ κοντά κι έχουμε έντονη τη γεύση της ποίησης του Κοσμόπουλου. Η αξιολόγηση των μελλόντων ελθείν θα οριστικοποιήσει τις παρατηρήσεις μας; Αρκεί που ανάμεσά στα δάχτυλά μας κύλησε σκόνη χρυσή από τη μυστική ουσία της ποιήσεως. Τελειώνοντας δεν αποφεύγω τον «πειρασμό» να συνεχίσω τα λόγια του Απ. Παύλου που ο Κοσμόπουλος προτάσσει («ει γαρ δοκεί τις είναι μηδέν ων εαυτόν φρεναπατά») στο «Λατομείο» του:
«Το δε έργον εαυτού δοκιμαζέτω έκαστος, και τότε εις εαυτόν μόνον το καύχημα έξει και ουκ εις τον έτερον». (ΓΑΛ. 6, 3-4)
Κώστας Χατζηαντωνίου