του Γ. Πανούση, από το Άρδην τ. 30, Μάιος-Ιούνιος 2001
Η απουσία κοινών οραμάτων σε μια πολυμερισμένη κοινωνία είναι συνηθισμένο φαινόμενο.
Η φτώχια ορίζεται συχνά ως επιδημία, οι φτωχοί χρεώνονται την αποτυχία τους, η αλληλεγγύη και η συμπόνια συνεχώς δυσφημούνται, ο πλουτισμός του ενός γίνεται δράμα για τον άλλο, εντέλει οι απόκληροι είναι καταδικασμένοι μόνο τα “δημόσια κακά” να μοιράζονται μεταξύ τους.
Σ’ ένα περιβάλλον ρίσκου που οι φτωχοί δεν μπορούν να ελέγξουν (αλλά μόνο να υποστούν), είναι χαμένοι από χέρι στα στοιχήματα της κοινωνίας της διακινδύνευσης, αφού κουβαλάνε -εν είδει σταυρού του μαρτυρίου- όλες τις γενικευμένες αβεβαιότητες και ανασφάλειες.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός αποδεικνύει περίτρανα την αντίφαση της αφηρημένης /απατηλής κοινωνίας, η οποία δίνει τα μέσα πραγμάτωσης σε όλα τα μέλη της.
Το στερημένο της εργασίας άτομο βιώνει μια ιδιόρρυθμη κοινωνική περιθωριοποίηση, μια ανενεργή υποδούλωση, μια ανομική κατάσταση που δεν διαφέρουν από τον κοινωνικό θάνατο.
Το “γρανάζι της μηχανής με τη συναφή αλλοτρίωση (alienation), στην οποία οδηγεί η χωρίς νόημα εργασία, μετουσιώθηκε σε μια “αποξενωμένη ενσωμάτωση” μιας άδειας ζωής που δεν πραγματώνεται.
Η αδυναμία (powerlessness), το παράλογο (meaninglessness) και η ανομία (normlessness) σε συνδυασμό με την απομόνωση (isolation) οδηγεί στην αποξένωση του ανθρώπου από τον ίδιο τον εαυτό του (selfestrangement). Η μη πραγμάτωση του Εγώ, ιδίως στον τομέα της εργασίας ή της μη-κατανοητής μη-εργασίας, καταρρακώνει περισσότερο από τη φτώχια.
Η ίδια η ιδιότητα του ανθρώπου προσδιορίζεται από τη φύση, το είδος, τη διάρκεια της εργασίας του. Η οικονομική αδυναμία εξαφανίζει τη νομική ισότητα και περιορίζει την πολιτική. Ακόμη και η αδελφοσύνη (fraternité) αφορά τους ελεύθερους και ίσους πολίτες.
Η ανάγκη επιβίωσης σκοτώνει κάθε όνειρο και το φάντασμα της ανεργίας καθιστά τον καθένα μεροκαματιάρη. Ο φτωχός δεν νοιώθει μόνον απροστάτευτος ή στερημένος αλλά το χειρότερο πιστεύει ότι είναι άχρηστος. Η “ελευθερία” της μηδενικής επιλογής και της μη-αυτοπροστασίας απέναντι στις αβεβαιότητες, καθώς και το χαμηλό αίσθημα αυτοεκτίμησης, οδηγεί αμετάκλητα σε έναν αμυντικό ατομικισμό.
Η εσωτερική αυτο-ενοχοποίηση λόγω του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχιας, και ειδικότερα η συνειδητοποίηση των πολλαπλών κρίκων των αποστερήσεων και της αδυναμίας απόλαυσης δημοσίων αγαθών, όχι μόνο θολώνει την αυτοεικόνα και αφομοιώνει το στίγμα και την ετικέτα “της μειονότητας των χειρίστων” (minority of the worst) αλλά ταυτόχρονα καταργεί την κουλτούρα αλληλεγγύης μεταξύ των φτωχών. Η μη-ρήξη των κοινωνικών σχέσεων, τουλάχιστον στις πληττόμενες κοινωνικές ομάδες, δεν υπάρχει πια. Ο καθένας επιχειρεί να διασώσει τον εαυτό του, να συγκαταλεγχθεί π.χ. στους (λεγόμενους) τυχερούς άνεργους που παίρνουν επιδόματα. Ο εγωιστικός και τεμαχισμένος άνθρωπος είναι ακριβώς αυτός που έχασε την αίσθηση του να “ζούμε μαζί”, της αποδοχής κοινού αγαθού. Οι χαμηλοί δείκτες σχέσεων και αμοιβαιότητας ή και πίστης σε κοινές αξίες, η έλλειψη εμπιστοσύνης στον πλησίον ή στους θεσμούς (που μερικοί τους χαρακτηρίζουν θεσμούς-ζόμπι) απελευθερώνει τον φτωχό και αποκλεισμένο από το κοινωνικό συμβόλαιο. Ακόμα και το μοντέλο μιας Κοινότητας που συγκροτείται από κοινότητες (community of communities) προϋποθέτει ένα συνδετικό ιστό πυρηνικών αξιών. Μπορεί το “κοινό καλό” να προκύπτει διαδικαστικά εκ των υστέρων, η έλλειψη όμως κοινής ηθικής και ενός minimum αρχών κώδικα κοινωνίας πολιτών (civility) δεν πείθουν το φτωχό ότι πράγματι ανήκει στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και, προσθέτοντας στην ένδεια, τη στέρηση και το φόβο, το στίγμα του χωρίς κοινωνική υπόληψη “κατώτερου” και κυρίως το φθόνο και το μίσος μπαίνει -ίσως άθελά του- στον προθάλαμο της βίας και του εγκλήματος. Η αντι-κοινωνία, ο αντι-κοσμος των φτωχών, περιθωριακών, απόκληρων αρχίζει σιγά-σιγά να ζει έξω από το δίκαιο και τους δημοκρατικούς θεσμούς και πολλές φορές αναζητεί τρόπους επιβίωσης στην παρανομία.
*Προδημοσίευση από τη μελέτη του συγγραφέα Το έγκλημα του φτωχού και η φτώχια ως έγκλημα