του Π. Γεωργίου, από το Άρδην τ. 11, Δεκέμβριος 1997
Μέσα στο πολυεθνικό τουρκικό χάος, η άλλοτε ακμάζουσα ελληνική μειονότητα τηςΚωνσταντινούπολης βρίσκεται σε μια διαρκή φθίνουσα πορεία. 2.500 περίπου άνθρωποι, κληρονόμοι ενός μεγαλειώδους παρελθόντος, προσπαθούν να οργανώσουν τη ζωή τους διατηρώντας, όσο είναι δυνατό, τις παραδόσεις και τις ιδιαιτερότητές τους. Σ’ αυτή τους την προσπάθεια η εκπαίδευση έπαιζε πάντα και εξακολουθεί και σήμερα να παίζει ένα βασικό ρόλο.
Ιστορικά δεδομένα
Μια σύντομη ιστορική αναδρομή τη θεωρούμε αναγκαία, για να γίνει καλύτερα κατανοητή η σημερινή πραγματικότητα.
Οι ιστορικοί σταθμοί εξέλιξης της ομογενειακής εκπαίδευσης της Πόλης, δείχνουν στιγμές τρομακτικής άνθησης, αλλά και μεγάλης παρακμής.
Η απαρχή της εκπαιδευτικής “άνοιξης” χρονικά τοποθετείται στα τέλη του περασμένου αιώνα. Με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, οι Έλληνες της Πόλης άρχισαν να οργανώνουν συστηματικά το σχετικά μικρό υπάρχον σχολικό τους δίκτυο, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που τους δόθηκαν. Η άνοδος της ελληνικής (εμπορικής-τραπεζικής) αστικής τάξης, ήταν τόσο ραγδαία, ώστε λίγο πριν το τέλος του 19ου αιώνα η υπάρχουσα σχολική υποδομή ήταν αδύνατο να εξυπηρετήσει τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες για εκπαίδευση και εξειδίκευση ολοένα και μεγαλύτερου μαθητικού δυναμικού. Αυτή την εποχή, εξέχουσες προσωπικότητες της ελληνικής αστικής τάξης (Ζωγράφος, Ζάππας, Μαρασλής κ.λπ.) στηρίζουν οικονομικά την οικοδόμηση νέων σχολικών κτιρίων (Μεγάλη του Γένους Σχολή, Μαράσλειο, Ζάππειο, Ζωγράφειο κ.λπ.) των οποίων η μεγαλοπρέπεια προκαλεί το δέος ακόμη και σήμερα. Ιστορικά, ο μεγαλύτερος αριθμός μαθητών στα ομογενειακά σχολεία παρατηρείται στις αρχές του 20ού αιώνα, (1919-1922) λίγο πριν τη Μικρασιατική καταστροφή.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, η ομογενειακή εκπαίδευση μπαίνει σε μια νέα φάση σχετικής ανάπτυξης μέχρι το 1955, όπου με τα «Σεπτεμβριανά» διαλύθηκαν οι αυταπάτες ότι θα μπορούσε η ομογένεια να ζήσει αρμονικά και να δημιουργήσει στο πλαίσιο του κεμαλικού κράτους. Οι απελάσεις του 1964 έφεραν καίριο πλήγμα στην εκπαίδευση και η εισβολή στην Κύπρο το 1974 ολοκλήρωσε την καταστροφή. Στη συνέχεια και μέχρι σήμερα, κάθε χρόνο η μείωση του αριθμού των μαθητών είναι συνεχής. Επιβεβαιώνεται έτσι κι εδώ το κοινωνιολογικό αξίωμα ότι στην εκπαίδευση μιας κοινωνικής ομάδας αντανακλώνται όλες οι θετικές ή αρνητικές επιδράσεις πάνω στην ομάδα αυτή. Στον πίνακα 1 που ακολουθεί, φαίνονται καθαρά οι επιπτώσεις δύο πολιτικών γεγονότων στην ομογενειακή εκπαίδευση (“Σεπτεμβριανά”, απελάσεις).
Οι ψυχολογικές επιπτώσεις αυτών των πολιτικών γεγονότων, συνδυαζόμενες με συχνά καθημερινά περιστατικά (όπως, για παράδειγμα ο πυροβολισμός σε ώρα μαθήματος στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στις 22-3-96 και οι απειλές τοποθέτησης βόμβας στο Ζάππειο στις 15-5-96) οδηγούν μεγάλο αριθμό ομογενών στο δρόμο της φυγής προς την Ελλάδα.
Η κατάσταση της εκπαίδευσης σήμερα:
Το χρόνο που πέρασε, λειτούργησαν 15 ομογενειακά σχολεία (11 Δημοτικά και 4 Γυμνάσια-Λύκεια). Σύνολο μαθητών: 307 (163 στα Δημοτικά και 144 στα Γυμνάσια-Λύκεια).
Σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο που καθορίζει τα όρια λειτουργίας των σχολείων αυτών, όπως και των μουσουλμανικών σχολείων της Θράκης (η συνθήκη της Λοζάνης, καθώς και οι ελληνοτουρκικές συμφωνίες του 1951 και το πρωτόκολλο του 1968), στα ομογενειακά σχολεία διδάσκονται μαθήματα και στην τουρκική γλώσσα από Τούρκους εκπαιδευτικούς (τουρκικά, Ιστορία, Γεωγραφία, Ατατουρκισμός κ.λπ) και στην ελληνική γλώσσα από ομογενείς και μετακλητούς απ’ την Ελλάδα εκπαιδευτικούς (Ελληνική γλώσσα, Φυσική, Μαθηματικά, Θρησκευτικά κ.λπ.).
Το ίδιο θεσμικό πλαίσιο προβλέπει το διορισμό μειονοτικών, δηλαδή ομογενών, διευθυντών και Τούρκων υποδιευθυντών. Η τουρκική πλευρά, όμως, άφησε επί σειρά ετών τα σχολεία “ακέφαλα”, αρνούμενη να διορίσει ως διευθυντές ομογενείς με αστείες προφάσεις. Ο στόχος προφανής: να αφεθούν τα σχολεία έρμαια στα χέρια των υποδιευθυντών, που έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν ούτως ώστε να τα υποβαθμίσουν και να τα φέρουν στη σημερινή τραγική κατάσταση. Αλλά και σ’ όποιο σχολείο υπάρχει ομογενής διευθυντής, στην ουσία οι υποδιευθυντές διοικούν με τρόπο μάλιστα τυραννικό, ενισχυμένοι κι απ’ τις σχετικές αποφάσεις, που, εκτός των άλλων, δεν επιτρέπουν πουθενά να σταλεί κανένα έγγραφο, αν δεν συνυπογραφεί και απ’ αυτούς.
Οι ομογενείς εκπαιδευτικοί που διδάσκουν σήμερα στα σχολεία είναι 56 (25 δάσκαλοι και 31 καθηγητές), που συνεπικουρούνται από 11 γραμματείς κι επιμελητές. Οι διορισμοί αναγκαίων για τα σχολεία ειδικοτήτων ομογενών εκπαιδευτικών (π.χ. Μαθηματικών, δασκάλων), δεν γίνονται με γελοίες πάντα προφάσεις. Συνήθως ότι η θέση που διεκδικούν είναι θέση… μετακλητού. Αυτό δείχνει και τη σταθερή τακτική της Τουρκίας να πιέσει για απόσπαση όσο περισσοτέρων μετακλητών εκπαιδευτικών είναι δυνατό. Ο νοών νοείτω. Για τον ίδιο λόγο, όταν κλείνει κάποιο σχολείο, οι εκπαιδευτικοί δεν τοποθετούνται σε άλλο σχολείο όπου υπάρχουν κενά, αλλά περνούν υποχρεωτικά στην ανεργία.
Η έννοια της Δημοκρατίας –όπως άλλωστε σ’ όλη την τουρκική κοινωνία- είναι άγνωστη και στα ομογενειακά σχολεία. Εκπαιδευτικοί ομογενείς απολύονται χωρίς κανένα λόγο, άλλοι διορίζονται με δικαίωμα να διδάσκουν ελάχιστες ώρες κ.λπ. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται άνωθεν σύμφωνα με τους πολιτικούς στόχους της στρατογραφειοκρατίας τηρούνται απαρέγκλιτα. Φυσικά, οι έννοιες των μεταθέσεων, αποσπάσεων, διορισμών αναπληρωτών, αλλά και η μισθοδοσία από το κράτος –όπως συμβαίνει στην περίπτωση των μουσουλμάνων εκπαιδευτικών της Θράκης απ’ την Ελλάδα– είναι άγνωστες για τους ομογενείς εκπαιδευτικούς.
Το περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί η ομογενειακή εκπαίδευση
Η Τουρκία των 60 εκατομμυρίων περίπου, με το 1/4 σχεδόν του πληθυσμού της να κατοικεί στην Κων/πολη (στην οποία καταφεύγουν κάθε χρόνο σχεδόν 500.000 άνθρωποι απ’ την Ανατολή), με το μωσαϊκό λαών, πολιτισμών και θρησκευτικών μειονοτήτων, με τα εκρηκτικά κοινωνικά και εθνικά προβλήματα, συνιστά ένα φαιό περιβάλλον, μέσα στο οποίο κατ’ ανάγκην λειτουργεί η ομογενειακή εκπαίδευση. Η αναλογία δασκάλων προς μαθητές είναι 1:39,4 σήμερα (242.000 δάσκαλοι προς 9.547.000 μαθητές), ενώ προβλέπεται με τους ρυθμούς αύξησης του πληθυσμού και μείωσης των διορισμών, το 2000 να ξεπεράσει το 1:50. (Στη Δ.Ε. η αναλογία είναι μικρότερη λόγω νοοτροπίας, εκπαιδευτικών ειδικοτήτων και του βάρους που πέφτει στα τεχνικά σχολεία). Οι αναλογίες είναι χειρότερες στην Κων/πολη, όπου σε κάθε τμήμα στοιβάζονται 40-45 μαθητές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Έτσι, δημοσιεύματα σαν αυτό της εφημερίδας ΣΑΜΠΑΧ της 25ης Σεπτεμβρίου 1994 (που μιλούσε σε μεγάλο 4στηλο άρθρο για το ομογενειακό σχολείο της Πριγκήπου με τους δύο μαθητές) δείχνουν την οργανωμένη προσπάθεια της ιθύνουσας τάξης ν’ ανακαλύψει φανταστικούς εχθρούς για τον τουρκικό λαό, στους οποίους σε μια δεδομένη στιγμή θα χρεώσει τα προβλήματά του.
Προοπτική της ομογενειακής εκπαίδευσης
Η αμείλικτη γλώσσα των αριθμών δείχνει (πίν. 2) ότι με τους σημερινούς ρυθμούς μείωσης του αριθμού των μαθητών και μάλιστα χωρίς κρίσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το έτος 2000 θα έχουμε 248 και σε 10 χρόνια 150 περίπου ομογενείς μαθητές. Αυτό και μόνο το δεδομένο δείχνει ότι έφτασε πλέον η ώρα των γενναίων αποφάσεων. Η παραπέρα σιωπή δεν συνιστά μόνο ενοχή για την Ελλάδα, αλλά όπως δείχνουν και οι τελευταίες εξελίξεις, οπλίζει με απίστευτο θράσος τον τουρκικό παράγοντα, που προβάλλει συνεχώς νέες εξωφρενικές διεκδικήσεις. Η Τουρκία θα πρέπει να κληθεί να λογοδοτήσει στο διεθνές περιβάλλον για τα συνεχή της εγκλήματα που οδήγησαν την ομογένεια σ’ αυτή την κατάσταση.
Ουδείς, πλέον, μπορεί στα σοβαρά να μιλά για αμοιβαιότητα μεταξύ των 9.000 μαθητών και 237 μουσουλμανικών σχολείων της Θράκης. Έχω την πεποίθηση ότι θα πρέπει να ληφθεί ένα σαφές μήνυμα: Οι καθημερινές καταστάσεις στα ομογενειακά σχολεία που θυμίζουν βαλκανικές γραφικότητες των αρχών του αιώνα, θα πρέπει να τελειώνουν. Απ’ την άλλη, απαιτείται μια νέα εκπαιδευτική πολιτική στη Θράκη που θ’ ακυρώσει τους σκοτεινούς στόχους της Άγκυρας. Απαιτείται ένα νέο τοπίο που απ’ τη λογική της «αμοιβαιότητας» θα οδηγεί στη λογική της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Θα πρέπει να αξιοποιηθούν όλες οι δυνάμεις που ευαισθητοποιούνται και ταυτόχρονα έχουν ασχοληθεί σοβαρά με το πρόβλημα. Επίσης, πιστεύω ότι θα πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια που ξεκίνησε το 1991 με τη συγγραφή βιβλίων για τη μειονότητα, με τη δική τους συμμετοχή κι ευθύνη όμως, για να αποδυναμωθούν τα επιχειρήματα της απέναντι πλευράς, της οποίας, άλλωστε, το σύστημα αδυνατεί να παραγάγει σύγχρονα, δημοκρατικά διδακτικά βιβλία.