Αρχική » Επιμένω… και υπομένω: Το εισαγωγικό άρθρο του πρώτου τεύχους

Επιμένω… και υπομένω: Το εισαγωγικό άρθρο του πρώτου τεύχους

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 100, Απρίλιος-Ιούνιος 2015 (τ. 1, Μάρτιος 1996)

Η παγκόσμια συγκυρία χαρακτηρίζεται από το τέλος και την εξάντληση μιας ιστορικής περιόδου σχεδόν διακοσίων χρόνων. Από την εποχή του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης μέχρι την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, η ανθρωπότητα έζησε έναν τιτάνιο ανταγωνισμό στα πλαίσια του αναπτυσσόμενου βιομηχανικού συστήματος. Τον ανταγωνισμό ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό. Αυτός ο ανταγωνισμός και όλες οι αντίστοιχες ιδεολογικές μορφές της αντιπαράθεσης, μαρξισμός εναντίον φιλελευθερισμού, κράτος εναντίον αγοράς, κ.λπ. εξαντλήθηκαν και οδήγησαν στη σημερινή μορφή του κοινωνικού κράτους, όπου κράτος και αγορά, κρατική ρύθμιση και εμπορευματική, διαμορφώνουν το πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών σε Ανατολή και Δύση, από την Κίνα έως τις ΗΠΑ, με διαφορετική ποσολογία κράτους-αγοράς. Το σημαντικό είναι πως ο παλιός, εσωτερικός στη βιομηχανιστική λογική ανταγωνισμός, εξαντλήθηκε, εξατμίστηκε και οδήγησε σε ένα καθολικό αδιέξοδο.

Απέναντι σε αυτήν την εξάντληση του –εσωτερικού στον βιομηχανισμό–ανταγωνισμού για την κατανομή της πίτας ανάμεσα σε αστούς και προλετάριους και την έλευση του τέλους της (δυτικής εκδοχής της) ιστορίας, αναδεικνύεται η ιστορική ανάγκη για μια νέα απόπειρα σύνθεσης και προτάσεων που θα υπερβαίνουν τον ίδιο τον βιομηχανισμό και τη δυτική εμποροκρατική και εργαλειακή παραμόρφωση της ανθρώπινης κοινωνικότητας, θα υπερβαίνουν τον homo oeconomicus του καπιταλισμού και του σοσιαλκαπιταλισμού.

Όμως το τέλος μιας μεγάλης ιστορικής πορείας, ενός μεγάλου ιστορικού κινήματος, μιας μορφής του κοινωνικού ανταγωνισμού μεγάλης διάρκειας και πυκνότητας, αφήνει τον κόσμο αποπροσανατολισμένο, θρυμματισμένο ιδεολογικά, χωρίς σταθερές αναφορές και προτάσεις. Βρισκόμαστε σε ένα μεσοβασίλειο ανάμεσα στο τέλος του παλιού και ένα καινούργιο, που ακόμα δεν έχει αναδειχθεί.

Βέβαια ψήγματα του καινούργιου υπάρχουν. Τα κινήματα του ‘68, το οικολογικό κίνημα, τα γυναικεία κινήματα, η αντιχρησιμοθηρική κριτική του βιομηχανισμού, η ανάγκη αναφοράς στην πολλαπλότητα της ανθρώπινης παράδοσης (που αποτυπώνεται στην άνθιση περιφερειακών, μέχρι χθες, πολιτιστικών στοιχείων, όπως συμβαίνει στη μουσική), τέλος η ανάδειξη της ανάγκης για εθνική ταυτότητα, τη στιγμή της ισοπεδωτικής επέλασης των πολυεθνικών, αποτελούν μερικές από τις πιθανές ψηφίδες μιας διαφορετικής πρότασης.

Όμως αυτές οι ψηφίδες δεν είναι ενοποιημένες σε μια συνεκτική αντίληψη, ούτε ακόμα συγκροτούν το καινούργιο σώμα μιας απελευθερωτικής πρότασης. Από τις πολλαπλές μορφές οικολογικής ευαισθησίας μέχρι τις φονταμενταλιστικές εκδοχές εδαφικοποίησης (ισλαμικός φονταμενταλισμός, διαστροφή του εθνισμού σε απομονωτισμό ή σoβινισμό, μεταβολή της παράδοσης σε φολκλόρ και της οικολογίας σε ανώδυνο περιβαλλοντισμό ή ζωοφιλία), οι νέες ευαισθησίες είναι διάσπαρτες και δεν συνδέονται καθόλου ή ελάχιστα με τα παλαιότερα κοινωνικά κινήματα και, κυρίως, το εργατικό. Επομένως, το αίτημα είναι η προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας νέας συνεκτικής απελευθερωτικής πρότασης, που θα επιτρέψει να διαμορφωθεί ένα καινούργιο απελευθερωτικό όραμα, ικανό να απαντήσει στις προκλήσεις της εποχής.

Η ιδιαιτερότητα της νέας εποχής είναι πως αυτή η πρόταση δεν μπορεί να διαμορφωθεί με τον ίδιο τρόπο που έγινε στο παρελθόν. Αυτή η νέα σύνθεση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε μια κλίμακα ευρύτερη από το παλαιό επίκεντρο της κοινωνικής σκέψης, επίκεντρο που ήταν αποκλειστικά, ή σχεδόν, εκείνο του δυτικού κόσμου.

Αυτή η νέα απόπειρα οραματικής διαμόρφωσης δεν θα έχει πλέον ως επίκεντρο τη Δύση, ούτε τη δυτική παράδοση, παρ’ όλο που θα στηριχτεί αποφασιστικά σε αυτή, τουλάχιστον σε κάποιες πλευρές της. Θα στηριχτεί και θα χρησιμοποιήσει εν πολλοίς τις παραδόσεις και τις κουλτούρες των υπολοίπων λαών και πιθανότατα θα διαμορφωθεί από πολλές κατευθύνσεις ταυτόχρονα.

Ο χώρος μας, η Ελλάδα (αλλά και ευρύτερα τα Βαλκάνια, η Ανατολική Ευρώπη, η Ανατολική Μεσόγειος), μπορεί και πρέπει να συμβάλει αναδεικνύοντας τη δική μας εκδοχή μιας νέας οραματικής σύνθεσης. Μιας σύνθεσης που θα επανενεργοποιήσει την παράδοσή μας, η οποία, σε συνδυασμό από κοινού με τις θετικές όψεις του Διαφωτισμού και των απελευθερωτικών διαστάσεων των παλιών μαρξιστικών, ελευθεριακών και εθνικοαπελευθερωτικών ιδεών, θα μπορούσε να συνδιαμορφώσει αυτήν τη νέα πρωτότυπη πρόταση. Μια πρόταση που υποχρεωτικά θα υπερβαίνει τον βιομηχανισμό, τη λογική της συσσώρευσης και την επικυριαρχία της οικονομίας πάνω στην κοινωνική ζωή.

Σε μια τέτοια κατεύθυνση θέλει, με τις δικές τουδυνάμεις, όσες και να είναι αυτές, να συμβάλει το ΑΡΔΗΝ, για τη συγκρότηση μιας ελληνικής συνιστώσας στο νέο όραμα της ανθρώπινης απελευθέρωσης.

Ένας χώρος σύνθεσης
Ο δεύτερος στόχος του περιοδικού είναι να αποτελέσει ένα χώρο σύνθεσης των μεγάλων ρευμάτων και κατευθύνσεων που χαρακτηρίζουν και διαπερνούν τις σύγχρονες κοινωνίες.

Χαρακτηριστικό είναι πως οι διαφορετικές διαστάσεις ενός απελευθερωτικού προτάγματος εμφανίζονται διάσπαρτες και συχνά ακόμα και σε αντιπαράθεση μεταξύ τους. Η κοινωνική απελευθέρωση, η εθνική εδαφικοποίηση και η οικολογική ευαισθησία, για να μην αναφερθούμε σε άλλα κινήματα, όπως εκείνο της γυναικείας απελευθέρωσης ή της απελευθέρωσης του Τρίτου Κόσμου, εμφανίζονται ως διαφορετικά ρεύματα ή πεδία δραστηριότητας, χωρίς συχνά καμία σύνδεση μεταξύ τους, ή ακόμα και σε ανταγωνισμό. Κάτι τέτοιο είναι καταστροφικό, όσο και αν υπήρξε αναγκαίο για κάποια περίοδο, ως μορφή απόσπασης από τις παλιές και πλέον ξεπερασμένες ενοποιητικές ιδεολογίες.

Αυτό το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στην Ελλάδα. Η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο ή, αν θέλετε, στο σταυροδρόμι Βορρά και Νότου, Ανατολής και Δύσης. Ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία. Στον χώρο μας διασταυρώνονται πολλαπλές παραδόσεις και κινήματα χωρίς κανένα από αυτά να μπορεί να ηγεμονεύσει σταθερά και αμετάκλητα. Είμαστε μια χώρα των συνόρων ακόμα και στο εσωτερικό μας. Εξ ου και η αδιάκοπη ρευστότητα του κοινωνικού και πολιτικού επίκεντρου. Στη διάρκεια της δικτατορίας, το ζήτημα των πολιτικών ελευθεριών ήταν κυρίαρχο. Στη μεταπολίτευση, άλλοτε αναδείχθηκαν τα κοινωνικά, άλλοτε τα περιβαλλοντικά ή τα εθνικά. Πάντως κανένα από αυτά τα ζητήματα και κινήματα δεν έχει τη δυνατότητα να αναδειχθεί αυτόνομα σε κεντρικό, σε σχετικά μακρόχρονη βάση, ούτε διαθέτει την απαραίτητη ισχύ ώστε να ενοποιήσει τα υπόλοιπα.

Ή, εκφράζοντάς το από μια διαφορετική σκοπιά, είναι τέτοια η διαπλοκή των διαφορετικών επιπέδων, ώστε κανείς δεν μπορεί να οικοδομήσει ένα κίνημα αναφερόμενος σε ένα επίπεδο και μόνο. Σε μας το δίλημμα είναι είτε πολυδιάσπαση, είτε «πολυσυλλεκτικότητα» και σύνθεση. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να υπάρξει μια σύγκλιση ανάμεσα στις διαφορετικές διαστάσεις και όψεις των κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων.
Το ΑΡΔΗΝ θέλει να εκφράσει το σύνολο αυτών των διαφορετικών συνιστωσών, δίνοντας πάντα προτεραιότητα στη συγκυρία, χωρίς ποτέ όμως να υποτιμά ή να υποβαθμίζει τις υπόλοιπες συνιστώσες. Θέλει επομένως να είναι ένα περιοδικό της «εθνικής, οικολογικής και κοινωνικής αμφισβήτησης», ένα περιοδικό στο οποίο θα εκφράζονται, προς την κατεύθυνση της σύνθεσής τους, διαφορετικές φιλοσοφικές και ιδεολογικές αντιλήψεις και θα αναδεικνύονται επίσης τα νέα κοινωνικά κινήματα, νεολαιίστικο, γυναικείο, αντιρατσιστικό, κ.ο.κ. Στο ιδεολογικό πεδίο, θα είναι ανοικτό σε μια πολλαπλότητα ρευμάτων, από τον μαρξισμό μέχρι τη ριζοσπαστική ορθόδοξη τάση, συμπεριλαμβάνοντας ελευθεριακές, οικολογικές και φεμινιστικές απόψεις.

Σήμερα τα εθνικά ζητήματα έχουν προτεραιότητα. Όμως το ζητούμενο είναι να αναδειχθεί η αλληλοδιαπλοκή των επιπέδων, παράλληλα με τη σχετική αυτονομία τους. Και αυτό σκοπεύουμε να κάνουμε.

Η πολιτική συγκυρία
Η Ελλάδα περνάει σήμερα μια από τις δυσκολότερες στιγμές της νεότερης ιστορίας της. Τόσο που, πολλοί και αξιόλογοι πιστεύουν πως: «finis Greciae». Οικονομικά αποδιαρθρωμένη, με κατεστραμμένη την παραδοσιακή κοινωνική της συνοχή, έχοντας χάσει το οξυγόνο του ελληνισμού της «ελληνικής οικουμένης», των παροικιών, με αλλοιωμένη την ιδεολογία του ίδιου του λαού της, με τραυματισμένη την αυτοπεποίθησή της, η Ελλάδα υπνοβατεί. Η πολιτική βρίσκεται στη μεγαλύτερη έκπτωση και ο ελληνικός λαός μοιάζει με νυκτοβάτη στην ίδια του τη χώρα!

Στην εξωτερική πολιτική η Ελλάδα σέρνεται, έρμαιο των συμμάχων και εταίρων της, στην ετεροβαρή συμμαχία του Μάαστριχτ, η Κύπρος συνεχίζει να απειλείται, η Τουρκία επιτείνει συνολικά τον τυχοδιωκτικό επεκτατισμό της, τα Βαλκάνια ξαναμπαίνουν στην ιστορία, μετά το τέλος του διπολισμού, αλλά μέσα από έναν επώδυνο τοκετό που μας απειλεί ακόμα και με πολεμική εμπλοκή.

Στο εσωτερικό, η οικονομία έχει μεταβληθεί σε άθυρμα της λεοντείας συμμαχίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι εξαγωγές μας καλύπτουν πλέον μόνον το 25% των εισαγωγών, το χαμηλότερο ποσοστό στον κόσμο. Η αποβιομηχάνιση μαίνεται και η ανεργία βαραίνει πάνω στη νεολαία.
Οι κοινωνικές ανισότητες οξύνονται. Η Ελλάδα ανεπαισθήτως βαδίζει προς δύο κοινωνίες. Μια της αρπαχτής, της σπατάλης, των παχυλών μισθών και της κομπίνας στην οποία επιδίδονται ψευδοεπιχειρηματίες, πολιτικοί, ένα κομμάτι των διανοουμένων, κ.λπ. Και η άλλη των εργατών, των αγροτών, των υπαλλήλων, των πραγματικά καταστρεφόμενων μικρομεσαίων, των νέων διανοουμένων, της νεολαίας, των γυναικών.

Όσο για τις περιβαλλοντικές καταστροφές, αυτές είναι χωρίς όρια. Από τα δάση μέχρι τις πλημμύρες και τη μόλυνση, από το μποτιλιάρισμα μέχρι την τουριστική μόλυνση, κ.λπ.

Τα «μεγάλα έργα» που προωθεί το αθηνοκεντρικό κατεστημένο εργολάβων, πολιτικών και δημοσιογράφων θα επιτείνουν τον αθηναϊκό παρασιτισμό και τη μεταβολή της χώρας σε τουριστικό εξάρτημα της Δυτικής Ευρώπης.
Όμως αυτό το πολιτικό σκηνικό παραπαίει. Η ανικανότητά του να απαντήσει σε όλα τα μεγάλα προβλήματα της χώρας είναι πρόδηλη, ενώ έχει εξαντληθεί η δυναμική των όποιων κατακτήσεων της μεταπολίτευσης.
Η εθνική αφύπνιση απέναντι στη στάση της Δύσης αρχίζει να αποκτά διαστάσεις ρεύματος ιδεολογικού και πολιτικού, έστω και αν σε μεγάλο βαθμό έχει προκληθεί από τη συμπεριφορά των ίδιων των δυτικοευρωπαίων. Πράγματι, η κατάρρευση του σοβιετικού στρατοπέδου είχε σαν συνέπεια η Ελλάδα να πάψει να αποτελεί μέρος του δυτικού αναχώματος και «Δύση», και να μεταβληθεί σε «Βαλκάνια». Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης αντιμετωπίζουν όλο και πιο εχθρικά την ελληνική «ορθόδοξη» ιδιαιτερότητα. Επί πλέον η αυξανόμενη ανισορροπία των ανταλλαγών με την Ευρωπαϊκή Ένωση αναδεικνύει τα Βαλκάνια και, παραπέρα, την Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, ως τον μόνο χώρο όπου υπάρχουν δυνατότητες ισότιμων οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων. Το ρεύμα ενός βαλκανικού προσανατολισμού ως προνομιακού χώρου της ελληνικής πολιτικής ενδυναμώνεται και ανοίγει τον δρόμο για μια νέα αντίληψη της σχέσης Ελλάδας-Δύσης.

Προς την ίδια κατεύθυνση συμβάλλουν και οι σημαντικές πολιτιστικές και ιδεολογικές αναζητήσεις για μια επανεκτίμηση της πορείας εκδυτικισμού της χώρας, αναζητήσεις που αρχίζουν από την ανάδειξη της ορθόδοξης παράδοσης και των ριζοσπαστικών ρευμάτων που τη διαπερνούν και φτάνουν μέχρι τη νέα άνθιση του ελληνικού τραγουδιού ή του ελληνικού μυθιστορήματος. Η ανάγκη για μια γηγενή πολιτιστική παράδοση αναδεικνύεται προνομιακά ακόμα και όταν παίρνει εμπορευματικό ή και κερδοσκοπικό χαρακτήρα.

Η προϊούσα αγανάκτηση για τα κοινωνικά προβλήματα και την πολιτική της λιτότητας αρχίζει σιγά σιγά να σπάει τη λογική της «μοιραίας» αποδοχής της «αναγκαιότητας» της λιτότητας και τείνει να ενεργοποιήσει νέες κοινωνικές κινητοποιήσεις, έστω και αν αυτές ακόμα εμφανίζονται με τη μορφή της αντίδρασης (αγρότες, εργάτες ναυπηγείων, φοιτητές) και όχι εκείνη της θετικής πρότασης.

Η περιβαλλοντική συνειδητοποίηση των πολιτών και ιδιαίτερα των μαθητών και των νέων αρχίζει να αποτελεί μια σημαντική κοινωνικοπολιτική παράμετρο για τη χώρα και να συνιστά μια από τις θεμελιώδεις συνιστώσες για οποιαδήποτε νέα πολιτική.

Η απόρριψη των πολιτικών κομμάτων και του ενιαίου διαχειριστικού συστήματος των δύο μεγάλων κομμάτων, ιδιαίτερα, δεν αποδεικνύεται μόνο μέσα από την άρνηση και τη λοιδωρία της πολιτικής, αλλά τείνει να ενδυθεί και απόπειρες ενίσχυσης νέων κομματικών εγχειρημάτων που στρέφονται (ή δήθεν στρέφονται) κατά του κατεστημένου, όπως η Πολιτική Άνοιξη, ή το νέο κόμμα του Τσοβόλα. Πάντως, ακόμα κυρίαρχη παραμένει η απόρριψη (άρνηση, αποχή, λευκό) και αυτή η απόρριψη αποτελεί κάτι το δυνητικά θετικό (όχι και αναγκαίο βέβαια) όσο θα αρχίζει να μετασχηματίζεται σε απόπειρες ενεργοποίησης.

Είναι τα στοιχεία πάνω στα οποία θα στηριχτούμε για μια αληθινή υπέρβαση, για να αναδείξουμε έστω τη δυνατότητα μιας κριτικής στάσης, να αρνηθούμε, ει δυνατόν, μέσα από τη δράση μας,το finis Graeciae, στηριγμένοι τόσο στην αρνητικότητα της απόρριψης όσο και στη θετικότητα της πρότασης. Και, εν τέλει, «δεν ταιριάζει σε σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη» η αμαχητί παράδοση.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ