του Π. Καρακολίδη, από το Άρδην τ. 103, Δεκέμβριος 2015 – Φεβρουάριος 2016
Αν ψάχνουμε να βρούμε στην εκπαίδευση της χώρας μας κάποια διέξοδο και απάντηση για τη χρόνια παρακμή μας και την κορύφωσή της στους μνημονιακούς χρόνους, δύσκολα θα βρούμε κάτι ελπιδοφόρο, τουλάχιστον από την κυβερνητική πολιτική. Βλέποντας, ειδικά σήμερα, τα πράγματα με την «πρώτη και δεύτερη φορά αριστερά», θεωρούμε πως όλοι όσοι νοιάζονται για την παιδεία του τόπου οφείλουν να είναι σε εγρήγορση «κόκκινου συναγερμού».
Μετά τις αστοχίες του Μπαλτά για την αριστεία και την επανάσταση του ’21, την επιστροφή στην παλιά καλή λογική της «ήσσονος προσπάθειας», τα τροχιοδεικτικά της Σίας για τα θρησκευτικά και τα «εθνόμετρα», τις τρικυμιώδους λογικής δηλώσεις του Φίλη για την ποντιακή γενοκτονία και του βουλευτή Τριανταφυλλίδη για την πληρωμή διδάκτρων, το τελευταίο που ενέσκηψε είναι η επιτροπή «εθνικού (εδώ το εθνόμετρο απενεργοποιήθηκε, φαίνεται) και κοινωνικού διαλόγου», η οποία θα καταλήξει σε συγκεκριμένες προτάσεις που θα πάρουν τη μορφή νομοθετημάτων σε δύο μήνες. Αν καταφέρει και συνεδριάσει, βέβαια, γιατί τις τελευταίες δύο φορές ομάδες αδιορίστων εκπαιδευτικών παρεμπόδισαν τη σύγκλησή της. Υπάρχουν μια σειρά εύλογες απορίες για την εν λόγω επιτροπή:
1) Είναι δημοκρατικό τα μέλη της να διορίζονται από τον Υπουργό και να είναι συνήθως από τον χώρο της «εκσυγχρονιστικής» και εθνοαποδομητικής αριστεράς; Πόσο αντιπροσωπευτική των απόψεων που υπάρχουν στην κοινωνία μπορεί να είναι μια τέτοια σύνθεση της επιτροπής; 2) Ποια πορίσματα των προηγούμενων «εθνικών διαλόγων» αξιοποιήθηκαν και σε τι διαφοροποιείται ο τωρινός; 3) Οι δώδεκα θεματικοί άξονες του διαλόγου συνιστούν ήδη ένα τεράστιο πεδίο αναφοράς. Τι νόημα έχει η αδιαφοροποίητη, χωρίς στόχευση, καταγραφή προτάσεων; 4) Ποια σχέση θα έχει αυτός ο διάλογος με την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ που έχει συγκεκριμένες νεοφιλελεύθερες συνταγές, μετά την έκθεση που θα κάνει τον Απρίλιο του 2016; Θα χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι για τη νομιμοποίηση του ΟΟΣΑ ή θα πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων;
Εν πάση περιπτώσει, όποιος διαβάζει πίσω από τα κείμενα του Αντώνη Λιάκου, προέδρου της επιτροπής, καταλαβαίνει εύκολα πως πρόκειται για την πρακτική μιας κυβέρνησης χωρίς πυξίδα στην εκπαιδευτική πολιτική. Δυόμισι χρόνια στην αξιωματική αντιπολίτευση, δεκαετίες με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ένα χρόνο στην κυβέρνηση, περιμένει να καταγράψει τις χρονίζουσες παθογένειες της εκπαίδευσης με μια ηλεκτρονική πλατφόρμα, όπου αρκετοί –όχι όλοι– γράφουν «το μακρύ και το κοντό τους». Κανένας δεν σκέφτηκε πως η καταγραφή προβλημάτων γίνεται από ανθρώπους που είναι στον χώρο, έχουν καθημερινή επαφή, καθώς και με επίσκεψη και αυτοψία στα σχολεία, τα εργαστήρια, τους συλλόγους γονέων και διδασκόντων;
Έπειτα, έρχεται μια κυβέρνηση, στη χειρότερη στιγμή της μεταπολιτευτικής ιστορίας μας, χωρίς συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές και χωρίς ολοκληρωμένο σχέδιο για την εκπαίδευση, από το τέλμα, και περιμένει προτάσεις; Το σχέδιό της έπρεπε να τεθεί στην κρίση του ελληνικού λαού στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις και να κριθεί. Όχι να συζητάει τώρα ορισμένες λεπτομέρειες της εφαρμογής του.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση μια ομάδας φοιτητών που συμμετείχαν στον διάλογο με την ονομασία R.E.N. (Reform Education Now) –εδώ η αγγλόφωνου ονόματος επίσκεψις είναι αποκαλυπτική του πνεύματος της ομάδας– η οποία μιλούσε για κατάργηση θρησκευτικών, σχολικές εορτές ανάλογα με τις αποφάσεις του συλλόγου και άλλα ευτράπελα και ενδεικτικά του επιπέδου του διαλόγου.
Επίσης, δεν προκαλεί καθόλου έκπληξη που η θεματολογία περιλαμβάνει την εκπαίδευση μειονοτήτων, τον ρατσισμό και τη βία, τον ψηφιακό εγγραματισμό, τον ρόλο των ΜΚΟ στην εκπαίδευση. Όλα δηλαδή τα politically correct θέματα των κυρίαρχων παγκόσμιων οργανισμών.
Έτσι, μια κυβέρνηση της «Αριστεράς», όπως μονότονα επαναλαμβάνουν τα μέλη της, υπηρετεί πιστά την ατζέντα των πιο σκληρών και νεοφιλελεύθερων παικτών της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης. Άλλωστε, ψήφισε νωρίς νωρίς τον «νόμο για την ιθαγένεια» που απαξιώνει την ελληνική παιδεία και τον πολιτισμό. Ακόμη η ίδια «αριστερή» κυβέρνηση αφήνει την εκπαίδευση του λαού στο χαμηλότατο επίπεδο, δεν νοιάζεται για την αγραμματοσύνη των παιδιών των λαϊκών στρωμάτων (τα παιδιά της αστικής τάξης έχουν τα μέσα να βρουν τον δρόμο τους), αφού πουθενά δεν υπάρχει στη δημόσια συζήτηση και στις στοχεύσεις της η καλλιέργεια ενός ήθους μελέτης και καθημερινού αγώνα για τη μόρφωση, η καλλιέργεια κριτικής σκέψης που θα εμβαθύνει στα πράγματα, η αισθητική καλλιέργεια και η συγκρότηση συλλογικής ταυτότητας που θα προκύπτει από τη δημιουργική επαφή με την παράδοσή μας αλλά και την οικουμενική παράδοση. Αντ’ αυτού ένας διάχυτος λαϊκισμός της ευκολίας κι ένας καταιγισμός ατάκτως ερριμένων πληροφοριών στο σχολείο, που αποτελούν τα υλικά για τη διαμόρφωση του μελλοντικού πελάτη των κομμάτων και καταναλωτή της κάθε είδους υποκουλτούρας.
Όλα αυτά, τελικά, δεν μπορούν να σημαίνουν τίποτα άλλο παρά ένα προσκλητήριο επαγρύπνησης και αγώνα για όλες τις υγιείς δυνάμεις μέσα στην εκπαίδευση και την κοινωνία. Ένας από τους δρόμους «για να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα» περνάει μέσα από τον αγώνα για την παιδεία μας και πρέπει να τον δώσουμε κάτω από αντίξοες συνθήκες, με ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού και πνευματικού κατεστημένου να είναι απέναντί μας.