της Ν. Φρέιζερ, από το Άρδην τ. 103, Δεκέμβριος 2015 – Φεβρουάριος 2016
Ενα κίνημα που ξεκίνησε σαν κριτική στην καπιταλιστική εκμετάλλευση κατέληξε να προσφέρει λύσεις στην πιο πρόσφατη, νεοφιλελεύθερη φάση αυτής της εκμετάλλευσης. Ως φεμινίστρια, πάντα θεωρούσα δεδομένο ότι με τον αγώνα για την απελευθέρωση της γυναίκας έχτιζα έναν καλύτερο κόσμο – με περισσότερη ισότητα, πιο δίκαιο και ελεύθερο. Όμως, πρόσφατα, έχω αρχίσει να ανησυχώ ότι τα ιδανικά που πρώτες υποστήριξαν οι φεμινίστριες έφτασαν να υπηρετούν εντελώς διαφορετικούς σκοπούς. Ανησυχώ, συγκεκριμένα, ότι η κριτική μας στον σεξισμό χρησιμοποιείται πλέον για να δικαιολογήσει νέες μορφές ανισότητας και εκμετάλλευσης.
Σε μια απροσδόκητη στροφή της μοίρας, φοβάμαι ότι το κίνημα για την απελευθέρωση της γυναίκας διαπλέκεται σε μια επικίνδυνη σχέση με τις νεοφιλελεύθερες απόπειρες για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας της ελεύθερης αγοράς. Θα μπορούσε έτσι να εξηγηθεί πώς έφτασαν οι φεμινιστικές ιδέες, οι οποίες κάποτε αποτελούσαν μέρος μιας ριζοσπαστικής άποψης του κόσμου, να εκφράζονται όλο και περισσότερο με όρους ατομιστικούς. Εκεί που οι φεμινίστριες κάποτε ασκούσαν κριτική σε μια κοινωνία που προωθούσε τον καριερισμό, σήμερα συμβουλεύουν τις γυναίκες «να ακολουθήσουν το ρεύμα». Ένα κίνημα που κάποτε έδινε προτεραιότητα στην κοινωνική συνοχή, σήμερα υμνεί τις γυναίκες επιχειρηματίες. Μια οπτική που κάποτε αναδείκνυε την αξία της «φροντίδας» και της αλληλοεξάρτησης, σήμερα ενθαρρύνει την ατομικιστική άνοδο και την «αξιοκρατία».
Αυτό που ελλοχεύει πίσω από αυτό τον μετασχηματισμό είναι μια αλλαγή στον χαρακτήρα του καπιταλισμού. Ο κρατικά ελεγχόμενος καπιταλισμός της μεταπολεμικής εποχής έδωσε τη θέση του σε μια νέα μορφή καπιταλισμού – «ανοργάνωτου», παγκοσμιοποιητικού, νεοφιλελεύθερου. Το δεύτερο κύμα του φεμινισμού προέκυψε σα μια κριτική του πρώτου αλλά έχει καταντήσει η υπηρέτρια του δεύτερου δηλαδή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Κοιτώντας πίσω μας, μπορούμε σήμερα να καταλάβουμε ότι το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών έδειχνε ταυτόχρονα προς δυο πιθανές εξελίξεις. Σε ένα πρώτο σενάριο, προεικόνιζε έναν κόσμο στον οποίο η απελευθέρωση του φύλου συνοδευόταν από συμμετοχική δημοκρατία και κοινωνική συνοχή. Σε ένα δεύτερο, υποσχόταν μια νέα μορφή φιλελευθερισμού, που θα παρείχε στις γυναίκες όπως και στους άνδρες τα αγαθά της ατομικιστικής αυτονομίας, περισσότερες επιλογές και αξιοκρατική προώθηση. Το δεύτερο κύμα του φεμινισμού ήταν, υπ’ αυτές τις συνθήκες, αμφίθυμο. Συμβατό με δυο πολύ διαφορετικά οράματα για την κοινωνία, μπορούσε να συμβαδίσει με δυο πολύ διαφορετικές ιστορικές αναλύσεις.
Κατ’ εμέ, η αμφιθυμία του φεμινισμού έκλινε τα τελευταία χρόνια οριστικά υπέρ του δεύτερου, φιλελεύθερου-ατομικιστικού σεναρίου – και δυστυχώς όχι επειδή υπήρξαμε παθητικά θύματα των νεοφιλελεύθερων σειρήνων. Αντιθέτως, συνεισφέραμε κι εμείς οι ίδιες τρεις σημαντικές ιδέες προς αυτή την εξέλιξη.
Η μια συνεισφορά μας ήταν η κριτική του «οικογενειακού εισοδήματος»: το ιδεώδες της οικογένειας όπου ο άντρας έβγαζε τα προς το ζειν και η γυναίκα «κρατούσε» το σπίτι, το οποίο ήταν ο πυλώνας του κρατικά οργανωμένου καπιταλισμού. Η φεμινιστική κριτική σε αυτό το ιδεώδες σήμερα κατέληξε να εξυπηρετεί τη νομιμοποίηση του «ευέλικτου καπιταλισμού». Εξάλλου, αυτή η μορφή καπιταλισμού εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την απασχόληση των γυναικών, ειδικά τη χαμηλά αμοιβόμενη εργασία στις υπηρεσίες και τις κατασκευές, όπου απασχολούνται όχι μόνο άγαμες νέες γυναίκες αλλά και παντρεμένες και γυναίκες με παιδιά· όχι μόνο γυναίκες των μειονοτήτων αλλά και γυναίκες όλων σχεδόν των φυλών και εθνικοτήτων. Καθώς οι γυναίκες πλημμυρίζουν την αγορά εργασίας σε όλο τον κόσμο, το ιδεώδες του οικογενειακού εισοδήματος του κρατικά οργανωμένου καπιταλισμού αντικαθίσταται από το νεώτερο, πιο μοντέρνο πρότυπο –που φαίνεται να έχει τη συγκατάθεση του φεμινισμού– της οικογένειας με δύο εργαζόμενους.
Ας αδιαφορήσουμε για το ότι η πραγματικότητα στην οποία βασιζεται το νέο πρότυπο χαρακτηρίζεται από συμπιεσμένα μεροκάματα, μειωμένη εργασιακή ασφάλεια, πτώση του επιπέδου ζωής, απότομη αύξηση των ωρών απασχόλησης σε σχέση με την αμοιβή ανά νοικοκυριό, επιδείνωση της διπλοβάρδιας –που σήμερα είναι συχνά τριπλή και τετραπλή– και αύξηση της φτώχειας, η οποία συγκεντρώνεται αυξητικά σε νοικοκυριά με επικεφαλής γυναίκα. Ο νεοφιλελευθερισμός καταφέρνει να μεταλλάσσει ακόμη και το αυτί μιας γουρούνας σε μεταξωτό τσαντάκι, επεξεργαζόμενος σενάρια γυναικείας χειραφέτησης. Η χρήση της φεμινιστικής κριτικής του οικογενειακού εισοδήματος για την δικαίωση της εκμετάλλευσης, υποτάσσει το όνειρο της γυναικείας χειραφέτησης στη μηχανή της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Ο φεμινισμός έχει πραγματοποιήσει και μια δεύτερη συνεισφορά στα νεοφιλελεύθερα ήθη. Στην εποχή του κρατικά οργανωμένου καπιταλισμού, σωστά ασκούσαμε κριτική σε ένα στραγγαλιστικό πολιτικό όραμα, τόσο έντονα επικεντρωμένο στην ανισότητα των τάξεων που αδυνατούσε να δει «μη-οικονομικές» αδικίες όπως η οικογενειακή βία, η σεξουαλική κακοποίηση και η αναπαραγωγική καταπίεση. Με την απόρριψη του «οικονομισμού» και την πολιτικοποίηση του «προσωπικού» στοιχείου, οι φεμινίστριες διεύρυναν την πολιτική ατζέντα κατά τρόπο που αμφισβητούσε μια τάξη πραγμάτων που στηριζόταν σε πολιτιστικές κατασκευές, βασισμένες στη διαφορά των φύλων. Το αποτέλεσμα θα έπρεπε να είναι η επέκταση της προσπάθειας για δικαιοσύνη, ώστε αυτή να συμπεριλάβει τον πολιτισμό και την οικονομία. Όμως το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια μονόπλευρη επικέντρωση στην «ταυτότητα του φύλου» σε βάρος των οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων. Ακόμη χειρότερα, η στροφή του φεμινισμού προς τα ζητήματα ταυτότητας ταίριαζε ιδιαιτέρως με τον αναδυόμενο νεοφιλελευθερισμό, που δεν ήθελε τίποτα πιο πολύ από το να εξαφανίσει οποιαδήποτε ανάμνηση κοινωνικής ισότητας. Στην πραγματικότητα, απολυτοποιήσαμε την κριτική του πολιτιστικού σεξισμού, ακριβώς τη στιγμή που οι περιστάσεις απαιτούσαν επισταμένη προσοχή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας.
Τελικά, ο φεμινισμός προσέφερε και μια τρίτη ιδέα στον νεοφιλελευθερισμό: την κριτική του πατερναλιστικού κράτους πρόνοιας. Αναμφισβήτητα προοδευτική την εποχή του κρατικά οργανωμένου καπιταλισμού, εκείνη η κριτική έφτασε να συγκλίνει με τον πόλεμο που έχει κηρύξει ο νεοφιλελευθερισμός στο «κράτος-γκουβερνάντα» και τον πιο πρόσφατο κυνικό εναγκαλισμό του με τις ΜΚΟ. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μικροπίστωση, ένα πρόγραμμα μικρών τραπεζικών δανείων σε φτωχές γυναίκες του παγκόσμιου νότου. Χαρακτηρισμένο σα μια επιλογή χειραφέτησης, από τα κάτω προς τα πάνω, από τα γραφειοκρατικά, από πάνω προς τα κάτω, προγράμματα των κρατών, η μικροπίστωση προωθείται φορτικά σαν το φεμινιστικό αντίδοτο στη φτώχεια και την υποταγή των γυναικών. Αυτό που λανθάνει της προσοχής είναι μια ανησυχητική σύμπτωση: η μικροπίστωση γιγαντώνεται την ίδια στιγμή που τα κράτη εγκαταλείπουν μακροπρόθεσμες προσπάθειες καταπολέμησης της φτώχειας, προσπάθειες που η δανειοδότηση μικρής κλίμακας δεν μπορεί να υποκαταστήσει. Έτσι, και σε αυτήν την περίπτωση, μια φεμινιστική ιδέα διεστράφη από τον νεοφιλελευθερισμό. Μια άποψη που είχε σαν αρχικό στόχο τη δημοκρατικοποίηση της κρατικής ισχύος για να χειραφετήσει τους πολίτες, χρησιμοποιείται πλέον για να νομιμοποιήσει την αγοραιοποίηση και την κρατική περικοπή δαπανών.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η αμφιθυμία του φεμινισμού έκλινε προς τον (νεο)φιλελεύθερο ατομισμό. Αλλά το άλλο, το αλληλέγγυο σενάριο ίσως είναι ακόμη ζωντανό. Η παρούσα κρίση μας δίνει την ευκαιρία να ξαναπιάσουμε το νήμα, επανασυνδέοντας το όνειρο της χειραφέτησης των γυναικών με το όραμα μιας αλληλέγγυας κοινωνίας. Για να επιτύχουμε αυτό το στόχο, οι φεμινίστριες χρειαζόμαστε να διαλύσουμε την επίκινδυνη σχέση μας με τον νεοφιλελευθερισμό και να αναμορφώσουμε τις τρεις «συνεισφορές» μας, ώστε να εξυπηρετούν τους δικούς μας στόχους.
Αρχικά, θα μπορούσαμε να σπάσουμε τη νόθα διασύνδεση ανάμεσα στην κριτική μας για το οικογενειακό εισόδημα και τον ελαστικό καπιταλισμό με τη στράτευσή μας σε μια εκστρατεία που προάγει έναν τρόπο ζωής που δεν επικεντρώνεται στην αμοιβόμενη εργασία, αλλά προσδίνει αξία στις μη-αμοιβόμενες ασχολίες, περιλαμβανομένης –αλλά όχι μόνον– της προσφοράς φροντίδας. Κατά δεύτερον, θα μπορούσαμε να παρεμποδίσουμε το πέρασμα της κριτικής μας για τον οικονομισμό σε πολιτικά θέματα ταυτότητας με την ενσωμάτωση της πάλης για αλλαγή μιας τάξης πραγμάτων που στηρίζεται σε ανδρικές πολιτιστικές αξίες με την πάλη για οικονομική δικαιοσύνη. Τέλος, θα μπορούσαμε να κόψουμε τον ψεύτικο δεσμό ανάμεσα στην κριτική μας για τη γραφειοκρατία και τον φονταμενταλισμό της ελεύθερης αγοράς με την ανάκτηση του μανδύα της συμμετοχικής δημοκρατίας ως εργαλείο δυνάμωσης των κοινωνικών δυνάμεων που είναι απαραίτητες για τον περιορισμό του κεφαλαίου στο όνομα της δικαιοσύνης.
Μετάφραση:
Μαριάννα Δεσύπρη