Αρχική » Η συντηρητική στροφή των Πολωνών

Η συντηρητική στροφή των Πολωνών

από Άρδην - Ρήξη

του Μπ. Χέλμπιγκ, από το Άρδην τ. 103, Δεκέμβριος 2015 – Φεβρουάριος 2016

Πολιτισμικός πόλεμος μεταξύ Ανατολής και Δύσης· από εδώ οι δυτικές αξίες φιλελευθερισμός, ανεκτικότητα, ισότητα, από εκεί ρατσισμός, άγνοια, στενοκεφαλιά – έτσι ερμήνευσε πρόσφατα ο Γιάκομπ Αουγκστάιν, στο Spiegel-Online, την εξέλιξη στην Πολωνία, από τότε που το εθνικό-συντηρητικό κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη» (PiS) είναι στην εξουσία. Στην Πολωνία επικρατούν παρόμοιες συνθήκες με τη Ρωσία, μεταφέρεται η εικόνα ότι η Πολωνία καταργεί τη δημοκρατία και αποδεσμεύεται από την ΕΕ.

Αυτή η επίπληξη είναι χονδροειδώς απλουστευμένη. Επίσης, οι δηλώσεις του προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, που μίλησε για πραξικόπημα, και από τον Ευρωπαίο Επίτροπο Γκύντερ Ότινγκερ, να τεθεί ενδεχομένως η Βαρσοβία υπό εποπτεία, θα πρέπει να είναι μια ευκαιρία να δούμε τα τρέχοντα γεγονότα στην Πολωνία πιο βαθειά, πολύπλευρα και πιο αντικειμενικά.

Πράγματι, η νέα πολωνική κυβέρνηση ενεργεί πολύ αυταρχικά. Παίρνει στην κατοχή της τα δημόσια μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι διευθύνοντες των οποίων θα διορίζονται τώρα απευθείας από την κυβέρνηση, οι μέχρι πρότινος συνεργάτες θα «αξιολογούνται σε βάθος». Εκτός αυτού, εισήγαγε την πλειοψηφία των δύο τρίτων στο Συνταγματικό Δικαστήριο, κάτι που από πολλούς θεωρείται απειλή για τη δημοκρατική διάκριση των εξουσιών. Αυτές είναι εξελίξεις που απειλούν τις αξίες μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Πολύ λίγο φωτίζεται όμως η προϊστορία, που έχει οδηγήσει σε αυτές τις παραβιάσεις της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης: Όλες οι κυβερνήσεις, μετά το 1989, έχουν τοποθετήσει τους οπαδούς τους στα δημόσια μέσα ενημέρωσης. Όπως και η Πλατφόρμα Πολιτών, που κυβέρνησε πριν από το PiS, κατείχε δύο συνταγματικούς δικαστές «σε απόθεμα» –κάτι που επίσης παραβίαζε ισχύοντες κανόνες– όταν η ήττα τους στις προεδρικές εκλογές ήταν προδιαγεγραμμένη.  Έτσι, το έδαφος ήταν έτοιμο για περισσότερες συγκρούσεις για το Συνταγματικό Δικαστήριο, κάτι που βεβαίως δεν δικαιολογεί τις ενέργειες της κυβέρνησης του PiS.

Το PiS δεν είναι μόνο δεξιό-συντηρητικό κόμμα

Ποιες περιστάσεις οδήγησαν στη νίκη του PiS; Πολλοί δεν γνωρίζουν ότι αυτό το κόμμα δεν έχει μόνο δεξιά-συντηρητικά, αλλά εν μέρει και αριστερά στοιχεία, επειδή μια ισχυρή Αριστερά στην Πολωνία απουσιάζει εδώ και χρόνια. Το PiS είναι αυτό που, για πρώτη φορά στην ιστορία της πολωνικής Δημοκρατίας, εισάγει το επίδομα για τα παιδιά, και τοποθετείται ενάντια στις ανησυχίες των οικονομικών εμπειρογνωμόνων για την εκ νέου μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης και για τις αλλαγές στη φορολογική πολιτική υπέρ των κοινωνικά αδυνάτων – και μάλιστα σε βάρος των (ξένων) τραπεζών.

Το PiS επωφελήθηκε από τη χαμηλή προσέλευση στις εκλογές και από την έντονη πόλωση μέσα στο κομματικό τοπίο. Από τη μία πλευρά βρισκόταν το νεοφιλελεύθερο κόμμα PO (Πλατφόρμα Πολιτών), από την άλλη, το εθνικό-συντηρητικό PiS, με τον Γιάροσλαβ Καζίνσκι. Μερικοί ψηφοφόροι, συμπεριλαμβανομένων πολλών μετριοπαθών, πολίτες σίγουρα μη εθνικιστικής ιδεολογίας, επέλεξαν το PiS απλά για να εμποδίσουν μια ακόμη κυβερνητική περίοδο των νεοφιλελεύθερων. Παρότι η ταχεία οικονομική ανάπτυξη της Πολωνίας ήταν ίσως αναγκαία, για να μπορεί (η χώρα) να συμπράττει ως εταίρος στην ΕΕ, όμως για αυτό η κοινωνία πλήρωσε ένα υψηλό τίμημα: την παραμέληση των κοινωνικά αδύναμων.

Για πολλoύς, η κυβέρνηση του PO δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον

Πολλοί νέοι ψηφοφόροι του PiS ένιωθαν να μην εκπροσωπούνται από την Πλατφόρμα Πολιτών, γιατί η πολιτική της ήταν κυρίως προσανατολισμένη στην οικονομία, ήταν εξαιρετικά φιλοευρωπαϊκή και επειδή εκπροσωπούσε έναν νεοφιλελεύθερο τρόπο ζωής, που «πουλήθηκε» ως απειλή για την ταυτότητα. Επίσης, ένα τμήμα του πληθυσμού θεώρησε τα δημόσια μέσα ενημέρωσης πολύ κομφορμιστικά, προκατειλημμένα και όχι ιδιαίτερων αξιώσεων.

Για μένα προσωπικά, η έγκυρη εφημερίδα ήταν η αριστερή-φιλελεύθερη Gazeta Wyborcza, και ήμουν ευγνώμων στην Πλατφόρμα Πολιτών για την προοδευτική ενσωμάτωση στην Ευρώπη και για την ευαισθητοποίηση για το πρόβλημα των μειονοτήτων. Όμως, όταν για αρκετά χρόνια εργάστηκα ως επισκέπτης καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Στετίν, διαπίστωσα ότι πολλοί από τους φοιτητές είχαν πολύ διαφορετικές απόψεις και έκλιναν προς την κατεύθυνση του δεξιού-εθνικιστικού PiS. Δεν εμπιστεύονταν κατ’ ελάχιστο τον Τύπο και έβλεπαν με καχυποψία τον προσανατολισμό του φύλου μου, την φιλοευρωπαϊκή μου στάση και τις προσπάθειές μου για μια καλύτερη κατανόηση της γερμανικής κουλτούρας.

Δεν πέρασε πολύς καιρός, και κατάφερα να κερδίσω πολλούς από αυτούς υπέρ των απόψεών μου. Το πρόβλημά τους: «Το κράτος δεν έκανε καμία προσπάθεια σε σχέση με τις προοπτικές της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας και την πολιτικοποίησή τους». Μετά τις σπουδές τους στην επιστήμη του πολιτισμού, πολλοί από αυτούς ανέμεναν απλά και μόνο μία θέση εργασίας σε εμπορικά κέντρα ή σε μεγάλα εστιατόρια στην Αγγλία (άνεργος δεν μπορεί να επιβιώσει κανείς στην Πολωνία). Μερικοί από τους σπουδαστές μου είχαν ενδεχομένως επηρεαστεί από το αντιδραστικό μέρος της Εκκλησίας, η οποία προφανώς «φρόντιζε» πιο έντονα για τη νεολαία απ’ ό,τι η κυβέρνηση του PO. Μόνο στις μεγαλύτερες πόλεις υπήρχε μια πολύ πιο ανοιχτή, φιλελεύθερη ή προς τα αριστερά προσανατολισμένη, φιλοευρωπαϊκή νεολαία, που προερχόταν κυρίως από πιο εύπορες οικογένειες.

Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν όμως και πολλοί συνταξιούχοι και ηλικιωμένοι οι οποίοι ζούσαν στο όριο της φτώχειας και είχαν ανατραφεί με το πατριωτικό πνεύμα της προ του 1989 εποχής.  Δεν αισθάνονταν ότι εκπροσωπούνται από την προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά μάλλον ότι αιφνιδιάστηκαν ή ακόμη ότι εξαπατήθηκαν.

Στο πλαίσιο αυτό, οι Γερμανοί πολιτικοί θα έπρεπε να κρίνουν πιο προσεκτικά τη σημερινή κατάσταση στην Πολωνία και να προσέχουν τα λόγια τους. Δεν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα «πραξικόπημα», το PiS ήρθε στην εξουσία με δημοκρατικό τρόπο. Ο όρος «να τεθεί υπό εποπτεία» θυμίζει δυστυχώς την περίοδο της κατοχής κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ο όρος «πολιτισμικός πόλεμος» τον Όττο φον Βίσμαρκ την εποχή της διχοτόμησης της Πολωνίας υπό την Πρωσία, τη Ρωσία και την Αυστρία, δηλαδήπαραπέμπει επίσης σε κατοχή και επιθετική πολιτική της γερμανοποίησης. Ιστορικά, η γερμανοπολωνική σχέση εξακολουθεί να είναι βαριά φορτισμένη, παρόμοια με την γερμανοϊσραηλινή. Συνεπώς, μια πιο προσεκτική χρήση της γλώσσας είναι ιδιαίτερα σημαντικό θέμα.

Χωρίς τον πατριωτισμό η Πολωνία δεν θα είχε επιβιώσει
Μέχρι στιγμής, το PiS υποστήριζε πάντα την ένταξη της Πολωνίας στην Ε.Ε. Θέλει να ενισχύσει τη θέση της χώρας στην Ε.Ε. – αν τα καταφέρει με αυτά τα μέσα, είναι αμφισβητούμενο, όμως αυτή είναι η επιθυμία του. Υποδαυλίζονται φόβοι για την απώλεια της ανεξαρτησίας και για ηγεμονική συμπεριφορά της Ε.Ε. Για να καταλάβει κάποιος γιατί (το PiS) με αυτήν του την τακτική προσεγγίζει πολλούς, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει ιστορικές αλληλουχίες. Για πάνω από 120 χρόνια (1795-1918), η Πολωνία δεν υφίστατο ως κράτος και είχε καταληφθεί από μεγάλες δυνάμεις. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και παρά την καταπίεση (οι Πολωνοί) έκαναν τα πάντα για να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα και τη γλώσσα – και αυτό λειτούργησε, η Πολωνία έγινε ένα ανεξάρτητο κράτος.

Ήδη το 1939, η χώρα έχασε και πάλι την ελευθερία της, ακολούθησε η γερμανική κατοχή, και μετά τον πόλεμο συμπερελήφθη στη σοβιετική σφαίρα επιρροής (έως το 1989). Σε όλα αυτά τα χρόνια, η Πολωνία αντιστάθηκε – με αναφορά σε εθνικές και χριστιανικές αξίες και τον πατριωτισμό. Χωρίς αυτές τις αξίες η Πολωνία δεν θα μπορούσε να κερδίσει αυτούς τους αγώνες. Κάπως υπερβολικά διατυπωμένο: η Πολωνία δεν απήλαυσε το έθνος-κράτος για επαρκή καιρό ώστε να θέλει να παραιτηθεί ευχαρίστως από αυτό. Υπό αυτήν την άποψη, στη Γερμανία έχουμε να κάνουμε με μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Λόγω του ναζισμού, δεν είναι επιτρεπτό –τουλάχιστον επισήμως– να επικαλείται κανείς εθνικές αξίες.

Το περιβόητο πνεύμα αντίστασης της Πολωνίας
Φυσικά, το PiS ενεργεί αδέξια και χωρίς καμία ευαισθησία για τον φιλελεύθερο, δυτικό, δημοκρατικό διάλογο. Για παράδειγμα, ο υπουργός Εξωτερικών Βίτολντ Βασζυκόφσκι είπε στην Bild: η νέα κυβέρνηση θέλει να θεραπεύσει την Πολωνία από ορισμένες «ασθένειες», κάτι που φυσικά προκάλεσε πολύ δυσάρεστους συνειρμούς στη Γερμανία. Στην Πολωνία κανείς δεν θέλει έναν κόσμο που ν’ αποτελείται κυρίως από χορτοφάγους και ποδηλάτες και να στηρίζεται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Με αυτή την χοντροκομμένη έκφραση (ο υπουργός) προκάλεσε τη δημιουργία πολλών γελοιογραφιών σε πολωνικές ιστοσελίδες. Φυσικά, ο Βασζυκόφσκι δεν έχει τίποτα εναντίον ποδηλατών ή εναντίον ανθρώπων που δεν τρώνε κρέας. Συνδέει αυτά τα στοιχεία με τον φιλελεύθερο τρόπο ζωής και την απομάκρυνση από τις παραδοσιακές αξίες, τα οποία εκπροσωπούνται στη Γερμανία από τα πλούσια στρώματα. Όμως, στη Γερμανία, αυτός ο τρόπος ζωής έχει αναπτυχθεί πρώτα μέσα από την ευημερία, από την αίσθηση μιας κοινωνικής ασφάλειας, την οποία πολλοί Πολωνοί δεν έχουν ακόμη. Για να το θέσω ωμά: Όποιος, πριν από το 1989, στην Πολωνία, δεν έχει φάει αρκετό κρέας και τώρα ακόμα δεν έχει αρκετά χρήματα γι’ αυτό, δεν θα τείνει να γίνει χορτοφάγος.

Απογοήτευση για τον υποδειγματικό επήλυδα της Ε.Ε.
Πολλοί αναρωτιούνται τώρα τι να κάνουν με την Πολωνία, η οποία κατά ευχάριστο τρόπο τα τελευταία χρόνια είχε αναπτυχθεί σε υποδειγματικό επήλυδα της Ε.Ε. Είναι απογοητευμένοι και θυμωμένοι. Εγώ προσωπικά βλέπω την τρέχουσα πορεία της πολωνικής κυβέρνησης πολύ επικριτικά και παίρνω μέρος στις διαδηλώσεις κατά των περιορισμών στην ελευθερία του Τύπου. Όμως, συνιστώ να μείνουμε μακριά από εξτρεμιστικά, εννοιολογικά βραχυκυκλώματα και ηθικολογική ή μαχητική ρητορεία.

Το διαβόητο πολωνικό πνεύμα αντίστασης είναι ήδη σε δράση, μια επιτροπή για τη σωτηρία της δημοκρατίας ιδρύθηκε από το νεοφιλελεύθερο κόμμα PO και το PSL, επίσης και το πράσινο, με τάσεις ανόδου, κόμμα Razem, οργανώνει διαμαρτυρίες. Γνώστες και φίλοι της Πολωνίας, όπως ο πρόεδρος του γερμανοπολωνικού Ιδρύματος για τη συνεργασία, Κορνέλιους Όχμαν, ή η Γκεζίνε Σβαν, καθώς και ο διευθυντής του Κέντρου Solidarność στο Γκντανσκ και εκδότης του περιοδικού Διάλογος,  Μπαζίλ Κέρσκι, εκπροσωπούν, στον Τύπο, την πεποίθηση ότι οι Πολωνοί θα πρέπει ν’ αγωνιστούν οι ίδιοι για την διατήρηση της δημοκρατίας τους. Η κοινωνία των πολιτών της Πολωνίας είναι πράγματι πολύ ισχυρή, η κατάσταση δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτήν στη Ρωσία, επ’ αυτού θα έπρεπε κανείς να πάρει θέση.

Όποιος τολμήσει ν’ ασχοληθεί υπέρ του δέοντος με δημόσια κριτική, ανακατεύεται πάρα πολύ στον εσωτερικό πολιτικό αγώνα· έτσι, δημιουργεί μια κατάσταση, στην οποία θα μπορούσε να υποδαυλίσει παλιές γερμανοπολωνικές αντιπάθειες. Υψηλοί τόνοι από την πλευρά της Γερμανίας δίνουν στους εθνοσυντηριτικούς περαιτέρω επιχειρήματα για τη θέση αυτή: η ισχυρότερη χώρα της Ε.Ε., η οποία δεν γνωρίζει ιδιαίτερα την Πολωνία, προσπαθεί να θέσει την Πολωνία υπό την ηγεμονία της. Με διπλωματία και με αξιόλογες συζητήσεις, πίσω από το φως της δημοσιότητας, επιτυγχάνονται περισσότερα.

Περισσότερη γνώση, σεβασμός και ευαισθησία
Παρεμπιπτόντως: Ακριβώς όπως η Ευρώπη χωρίζεται τον τελευταίο καιρό σε Δύση και Ανατολή, έτσι, προς το παρόν, και η Γερμανία είναι εν μέρει διχασμένη. Ο διχασμός μεταξύ Ανατολής και Δύσης, και στη Γερμανία δεν έχει αρθεί πλήρως – το βλέπουμε, μεταξύ άλλων, στη συζήτηση για το προσφυγικό. Και εδώ, το επίπεδο ευημερίας παίζει πάλι, τουλάχιστον εν μέρει, ένα ρόλο. Αν κάποιος ήθελε ν’ αναφερθεί στον όρο του Γιάκομπ Αουγκστάιν, τότε και στην περιοχή του Prenzlauer Berg, στο Βερολίνο, κυριαρχούσε τα τελευταία χρόνια ένας «πόλεμος πολιτισμών» μεταξύ Ανατολής και Δύσης – μόνο που εντωμεταξύ και οι νεοαφιχθέντες «Wessis» κάνουν ευχαρίστως ποδήλατο, αλλά και οι αυτόχθονες «Ossis», οι οποίοι πια δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου, θα γίνουν χορτοφάγοι.

Όσον αφορά στο ζήτημα της μετανάστευσης: Η Πολωνία δεν είχε πολύ χρόνο για να συνηθίσει σε μουσουλμάνους μετανάστες. Στη Γερμανία και τη Γαλλία ήταν διαφορετικά (Άλλωστε, και οι Ανατολικογερμανοί δεν είχαν αυτή την εμπειρία). Με άλλα λόγια: φόβοι από ξένους πολιτισμούς μπορεί εύκολα να εργαλειοποιηθούν στην προεκλογική εκστρατεία. Επιπρόσθετο επιβαρυντικό στοιχείο: Η Πολωνία έπρεπε να αγωνιστεί για μεγάλο διάστημα ενάντια στην Überfremdung. Όλα αυτά είναι υπό αμφισβήτηση, αλλά όμως κατανοητά εξαιτίας των ιστορικών συσχετισμών. Σχετικά με το θέμα των προσφύγων, συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη επίσης το γεγονός ότι η Πολωνία έχει υποδεχτεί 800.000 μετανάστες από την Ουκρανία.

Οι επικριτές της Πολωνίας δεν θα πρέπει να παραβλέπουν το γεγονός ότι η Πολωνία έχει σημαντική συμβολή στην απελευθέρωση από την σοβιετική κυριαρχία στην Ευρώπη, και στην Ανατολική Γερμανία, και επίσης έχει εμπλακεί πολύ στην ουκρανική κρίση. Τα τελευταία χρόνια, η Πολωνία έτρεχε με υπερβολική ταχύτητα στην κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης και της δυτικής-φιλελεύθερης κουλτούρας, εν μέρει πάνω από πτώματα. Πρέπει να ελπίζει κανείς ότι η κατεύθυνση δεν θ’ αλλάξει, όμως η χώρα προς το παρόν σκοντάφτει, πρέπει να αποσαφηνίσει ακόμη κάτι, πρέπει ακόμη μια φορά να διακόψει για λίγο, όπως το εξέφρασε ο συγγραφέας Αντρέι Στάσιουκ, για να φροντίσει τους εγκαταλελειμμένους του, φτωχούς και ηλικιωμένους. Και αυτοί οι άνθρωποι, που έχουν φόβους για την απώλεια της υλικής βάσης της ζωής τους ή της ταυτότητάς τους, δεν πρέπει να εγκαταλειφθούν. Αν θα πρέπει αυτοί να συμπορευτούν, πρέπει οι πολιτικοί να στραφούν προς αυτούς, στην Πολωνία όσο και στην Ε.Ε, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους και να τους καλωσορίσουν – και αυτό θα ήταν η κουλτούρα του καλωσορίσματος, που τόσο θαυμάζω στη σημερινή Γερμανία. Η Ευρώπη και η Γερμανία θα έπρεπε να πάρουν ξεκάθαρα θέση για την κατάσταση στην Πολωνία – αλλά με γνώση των πραγμάτων, σεβασμό και ευαισθησία.

μετάφραση από τα γερμανικά:
Βασίλης Στοϊλόπουλος

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ