από το Άρδην τ. 104, Μάρτιος-Μάιος 2016
Ιδιοκτήτης: 50,5% συνεργάτες-μέτοχοι του Spiegel KG, 25,5% Gruner + Jahr (Μπερτελσμάν), 24% κληρονόμοι του ιδρυτή του περιοδικού Ρούντολφ Αουγκστάιν.
Έδρα: Αμβούργο
Πολιτικός προσανατολισμός: Για μεγάλο διάστημα το Der Spiegel αυτοχαρακτηριζόταν ως «επιθετικό όπλο της δημοκρατίας» και επαιρόταν ότι ασκεί επικριτική δημοσιογραφία. Εν τούτοις, ειδικά τα τελευταία χρόνια, το περιοδικό επέτρεψε να αξιοποιηθεί όλο και περισσότερο για καμπάνιες ομάδων υπέρ των διατλαντικών συμφερόντων και απέκτησε τη φήμη μιας «BILD για διανοούμενους».
Μετά από σφοδρές εσωτερικές αντιπαραθέσεις, το περιοδικό προσπάθησε, από τον Ιανουάριο του 2015, ένα νέο ξεκίνημα υπό τον αρχισυντάκτη Κλάους Μπρινκμπόιμερ.
Βασικά στελέχη: Κλάους Μπρινκμπόιμερ (αρχισυντάκτης Der Spiegel), Γιάκομπ Αουγκστάιν (μέτοχος μειοψηφικού πακέτου), Φλόριαν Χαρμς (αρχισυντάκτης Spiegel Online).
Σημαντικά στοιχεία: Με μια εβδομαδιαία κυκλοφορία περίπου 820.000 αντίτυπων το Der Spiegel θεωρείται ως το πολιτικό εβδομαδιαίο περιοδικό με την πιο σημαντική επιρροή στη Γερμανία. Το διαδικτυακό Spiegel Online είναι μια από τα πιο περιζήτητες υπηρεσίες ειδήσεων στη γερμανική γλώσσα. Η ιδιοκτησιακή δομή για ένα μέσο με μεγάλη επιρροή είναι εξαιρετικά ασυνήθιστη: 50,5% του εκδοτικού οίκου ανήκει σε μια εταιρεία 760 υπαλλήλων. Ωστόσο, μεγάλη επιρροή έχει και η Μπερτελσμάν, ο μεγαλύτερος μιντιακός όμιλος στην Ευρώπη, που κατέχει, μέσω της θυγατρικής της Gruner + Jahr, πάνω από το 25% των μετοχών του εκδοτικού οίκου Der Spiegel.
Με την εταιρεία τηλεοπτικών παραγωγών Spiegel TV, ο Όμιλος Σπίγκελ δραστηριοποιείται και στην αγορά της ιδιωτικής τηλεόρασης. Οι περίπου 200 συνεργάτες παράγουν για τα κανάλια της Μπερτελσμάν RTL και VOX, αλλά και Sat.1,σχεδόν 20 ώρες τηλεοπτικού υλικού την εβδομάδα. Απαραγνώριστη είναι η διατλαντική απόχρωση, η οποία – όπως σχεδόν σε όλα τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης – διαπερνά μέσα από την κατευθυντήρια γραμμή του περιοδικού. Επίσης, πολλοί πρώην ή εν ενεργεία ανώτεροι συνεργάτες του εκδοτικού οίκου είναι μέλη της Atlantik-Brücke. Στη διαδικτυακή πύλη free21 ο δημοσιογράφος Θωμάς Πριτζλ, στο άρθρο «Η σκιώδης κυβέρνηση της Γερμανίας – πως η Atlantik-Brücke κατευθύνει τη Γερμανία», εξηγεί τι συμβαίνει με αυτό το δίκτυο.
Ωστόσο, στο σκάνδαλο παρακολουθήσεων της NSA, το Der Spiegel, υπό τον πρώην αρχισυντάκτη Γκέοργκ Μασκόλο, έπαιξε, μετά τις αποκαλύψεις του Έντουαρντ Σνόουντεν, έναν μάλλον διαφωτιστικό ρόλο. Παρ’ όλο που ο Μασκόλο είναι επίσης μέλος της Atlantik-Brücke, διακρίνεται ακόμα ως ο αυστηρός κριτής του ζητήματος των παρακολουθήσεων και συνεχίζει το έργο του στη Süddeutsche Zeitung, σε ερευνητική συνεργασία με το NDR και το WDR. Συγχρόνως, κατ’ επανάληψη υπήρξαν συνεργασίες επίσης με το WikiLeaks και τον Βρετανό δημοσιογράφο και έμπιστο του Σνόουντεν, Γκλεν Γκρίνβαλντ.
Στο άρθρο του «Τι είναι το Spiegel», ο Ντάβιντ Νόακ χαρακτηρίζει το περιοδικό «όργανο μιας συγκεκριμένης ομάδας συμφερόντων – των Εθνικοφιλελεύθερων Ατλαντιστών» και περιγράφει διασυνδέσεις του Spiegel με τη CIA που χρονολογούνται από την εποχή της ίδρυσής του. Την περίοδο εκείνη γνωστοποιήθηκαν στην κοινή γνώμη, μέσω του περιοδικού, στοχευόμενα μυστικές πληροφορίες. Οι αποκαλύψεις για την περιορισμένη αμυντική ικανότητα της Bundeswehr σε περίπτωση πολέμου κορυφώθηκε το 1962 στην ιστορική «Υπόθεση Spiegel».
Η υποτιθέμενη φωτογραφία παρακολούθησης του μέχρι τότε δημοσίως άγνωστου επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών Εξωτερικού της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Μάρκους Βολφ, σε μια μυστική συνάντηση στη Στοκχόλμη, εμφανίστηκε σε μια έκδοση του Spiegel το 1979 και προκάλεσε ερωτήματα σχετικά με την προέλευσή της.
Ωστόσο, το Spiegel μπήκε και αυτό επίσης στο στόχαστρο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Τον Ιούλιο του 2015 ανακοινώθηκε ότι το 2011 η CIA κατασκόπευε τη συντακτική ομάδα του περιοδικού και έδωσε πληροφορίες στις γερμανικές αρχές.
Υπό τον αρχισυντάκτη Βόλφγκανγκ Μπέχνερ, που αποχώρησε στις αρχές του 2015, υπήρξαν έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ του εργατικού προσωπικού. Ένας από τους λόγους ήταν ο διορισμός του πρώην αναπληρωτή αρχισυντάκτη της BILD Νικόλαους Μπλόμε στην ηγεσία του Spiegel και η ολίσθηση του περιοδικού προς την κατεύθυνση των Boulevard εφημερίδων.
Το 2014 τα έσοδα του Ομίλου Spiegel μειώθηκαν (σε σύγκριση με το 2007) κατά 19% και έφτασαν τα 284,9 εκατομμύρια ευρώ, ωστόσο, επετεύχθη ένα κέρδος ύψους 25,2 εκατομμυρίων ευρώ. Τον Δεκέμβριο του 2015 η διοίκηση της εταιρείας ανακοινώσε, ότι στο πλαίσιο της λεγόμενης «Ατζέντας 2018» πρόκειται κατά τη διάρκεια των επόμενων 12 μηνών να διαγραφούν συνολικά 150 θέσεις, κάτι που αντιστοιχεί σε περίπου 20% του συνολικού εργατικού δυναμικού.
Διαμάχες: Αρκετά συχνά, παρουσιάζονται, μέσω του Spiegel ή του Spiegel Online, σημαντικές εκστρατείες σε θέματα γεωπολιτικής με βιαστικό καταλογισμό ευθυνών. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό στην περίπτωση της χρήσης δηλητηριωδών αερίων στην Γκούτα (Συρία) το 2013. Στο τεύχος 35/2013 το περιοδικό δεσμεύτηκε από νωρίς να καταστήσει υπεύθυνο για τη σφαγή τον Πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ και απαίτησε απροκάλυπτα μια «στρατιωτική επέμβαση» της Δύσης. Ο διάσημος Αμερικανός δημοσιογράφος Σέιμουρ Χερς, ο οποίος αποκάλυψε και τα βασανιστήρια στη φυλακή του Αμπού Γκράιμπ, κατέστησε αργότερα υπεύθυνες για τη χρήση δηλητηριωδών αερίων στην Γκούτα τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες.
Μεγάλη αγανάκτηση προκάλεσε το Spiegel τον Ιούλιο του 2014, όταν κυκλοφόρησε με τίτλο «Σταματήστε τον Πούτιν τώρα!» και φόντο ένα κολάζ από ιδιωτικές φωτογραφίες θυμάτων της πτήσης MH17. Ο τίτλος εργαλειοποιούσε τα θύματα της πτώσης του αεροπλάνου και επιδιδόταν σε μια ακραία μονόπλευρη ανταπόκριση με στοχευμένη συναισθηματική φόρτιση. Το αποτέλεσμα ήταν αντιδράσεις αγανάκτησης, προσκλήσεις για μποϋκοτάζ και επανειλημμένες κατηγορίες για πολεμοκαπηλία υπέρ του ΝΑΤΟ.
Ο Ελβετός ιστορικός και ερευνητής για ζητήματα ειρήνης Δρ. Ντανιέλε Γκάνζερ σε μια συνέντευξη στο kenFM εξηγεί τον τρόπο λειτουργίας τις πολεμικής προπαγάνδας στα ΜΜΕ. Στο άρθρο «Επικριτές, φιλοξενούμενοι στο Spiegel» η συγγραφέας Κάτριν Μακ Κλέιν περιγράφει την επίσκεψή της σε ένα PR-δείπνο στη σύνταξη του Spiegel, με το οποίο ο εκδοτικός οίκος προσπάθησε τον Ιούνιο του 2015 να εξομαλύνει το διογκούμενο κύμα της (εναντίον του) κριτικής. Γράφει η Μακ Κλέιν στο συμπέρασμά της για το δείπνο: «Υποψιάζομαι ότι το Spiegel στρατολογούσε πάντοτε τους συντάκτες του από το πλήθος των πολύ πεπεισμένων. Στην αρχή, όταν το περιοδικό ιδρύθηκε υπό την επιτήρηση των βρετανικών δυνάμεων κατοχής, ήταν σίγουρα έτσι. Και μετά από σχεδόν εβδομήντα χρόνια ύπαρξης του Spiegel φαίνεται σαν να είναι η βαθιά πίστη στην χρησιμότητα και την καλή θέληση της κυβέρνησης των ΗΠΑ και των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ που ενώνει συντάκτες και αναγνώστες. Ακόμα και αν εκατομμύρια άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο υποφέρουν κάτω από αυτήν την οικονομική και στρατιωτική δικτατορία και πεθαίνουν από βόμβες ή από πείνα.».
Επ’ ευκαιρία της μεγαλύτερης διαδήλωσης στη Γερμανία μετά την επανένωση, στις 10 Οκτωβρίου 2015, που στρεφόταν κατά του σχεδιαζόμενου διατλαντικού Συμφώνου Ελεύθερου Εμπορίου ΤΤΙΡ και στην οποία συμμετείχαν περίπου 250.000 άνθρωποι, έγραφε ο Αλεξάντερ Νοϊμπάχερ στο Spiegel-Online: «Στη συμμαχία των αντιπάλων του ΤΤΙΡ συμβαδίζουν συνδικάτα και περιβαλλοντικές οργανώσεις πλάι-πλάι με εθνικιστές από το δεξιό άκρο». «… Στις διαδηλώσεις κατά του ΤΤΙΡ, οι δεξιοί δεν είναι συνοδοιπόροι, αλλά κρυφοί ηγέτες». «Η νοοτροπία πολλών αντι-ΤΤΙΡ ακτιβιστών είναι ουσιαστικά μια θαμπά εθνικιστική». «Η εκστρατεία εναντίον του ελεύθερου εμπορίου είναι σαν να έχει αναπτυχθεί σε καφέ (δηλ. ναζιστική) κοπριά». «Όλοι οι υπόλοιποι όμως θα πρέπει να αναρωτηθούν, πώς θα βγουν το γρηγορότερο από μια τέτοια συντροφιά».
Σχετική δημοσιότητα πέτυχε μια δημόσια δήλωση του πρώην δημοσιογράφου του Spiegel Χάραλαντ Σούμαν (τώρα στην Tagesspiegel), ο οποίος, το 2010, επέκρινε με αιχμηρά λόγια την ελλειπή εσωτερική ελευθερία στις συντακτικές επιτροπές των ΜΜΕ της Γερμανίας. Ο Σούμαν, ένας παραγωγικός αναλυτής της τραπεζικής κρίσης και επικριτής της πολιτικής διάσωσης (των τραπεζών), δήλωσε ότι στην πραγματικότητα, από το 1999, είχε λογοκριθεί στο Spiegel «σε όλα τα θέματα της πολιτικής οικονομίας».
Μετά την αποχώρηση το 2004 του Σούμαν από το Spiegel, ακολούθησαν σφοδρές δημόσιες αντιπαραθέσεις με τον τότε αρχισυντάκτη του Spiegel Στέφαν Άουστ. Σύμφωνα με τον Σούμαν, ένα θετικό ρεπορτάζ στο Spiegel για την αιολική ενέργεια εμποδίστηκε σκόπιμα από τον Άουστ, επειδή αυτός φοβήθηκε ότι, με τον αυξανόμενο αριθμό των ανεμογεννητριών, θα υπήρχαν αρνητικές επιπτώσεις στην ιδιωτική του φάρμα αναπαραγωγής αλόγων στο Stade, στην πεδιάδα του Έλβα. Κατόπιν, αντί για την έρευνα του Σούμαν, δημοσιεύθηκε στο Spiegel ένα αφιέρωμα εξαιρετικά επικριτικό για τις εγκαταστάσεις με ανεμογεννήτριες. Ο Σούμαν το χαρακτήρισε «παραπληροφόρηση» και «προπαγάνδα» και παρέδωσε, ως συνέπεια της αντιπαράθεσης, την παραίτησή του.
Βιβλιογραφία (γερμανική)
– Mathias Bröckers und Paul Schreyer: “Wir sind die Guten.: Ansichten eines Putinverstehers oder wie uns die Medien manipulieren”.
– NachDenkSeiten: Das kritische Jahrbuch 2015/2016
– Ex-Spiegel Journalist Harald Schumann: “Wir haben genau die Medien, die wir verdienen”.
– Michael Paulwitz, “Keiner hetzt häßlicher”
Μετάφραση από τα γερμανικά:
Βασίλης Στοϊλόπουλος