του Δημήτρη Μάρτου
Άρδην τ. 82
Η κυριαρχούσα άποψη για το μέλλον της ανθρωπότητας, εντός των πλαισίων της παγκοσμιοποίησης, θεωρεί ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των επικοινωνιών, των κεφαλαίων και της εργασίας οδηγεί στην ομογενοποίηση των ιδιαίτερων τοπικών ταυτοτήτων και στην αυξανόμενη σύγκλιση των τόπων. Υπάρχει όμως και ο αντίλογος που λέει ότι, σ’ αυτήν την πρώτη φάση της παγκοσμιοποίησης, το φαινόμενο της «διαφορετικότητας των τόπων» καθίσταται αποφασιστικό για τον προσανατολισμό των επενδυτικών δραστηριοτήτων, και λόγω του αυξημένου βαθμού δεξιοτήτων αυτών των δραστηριοτήτων και λόγω των νέων τεχνολογιών1.
Το παγκόσμιο πλαίσιο έχει μια διπλή επίδραση στο μέλλον των εθνικών κοινωνιών. Από τη μια ευνοεί τις μετακινήσεις σε μεγάλα αστικά κέντρα, που είτε επιλέγονται είτε επιβάλλονται, επειδή η νέα διεθνής άρχουσα τάξη, των λεγόμενων γκόλντεν-μπόϊς, των χρηματιστών/τραπεζιτών, των κερδοσκόπων και των πολυεθνικών εταιρειών, χρειάζεται μερικές παγκοσμιουπόλεις (global cities), από τις οποίες θα ασκεί τη διεθνή οικονομική και πολιτική εξουσία της.
Αναλύοντας τη δυναμική και τη συνοχή των παγκοσμιοποιημένων δικτύων, θα διακρίνουμε ότι αυτά δεν θεμελιώνονται τόσο πάνω σε σχέσεις εθνικών κρατών, όσο πάνω σε πόλεις. Πόλεις-σταθμούς, πάνω στις οποίες οικοδομούνται απευθείας, στη βάση της προσφοράς υπηρεσιών, εργατικής δύναμης, και της ασφάλειας των κερδοφόρων επενδύσεων2. Στην κορυφή αυτών των δικτύων βρίσκονται οι κοσμοπόλεις (world cities), κατά κανόνα πρωτεύουσες και μεγάλα αστικά κέντρα παραδοσιακών ιμπεριαλιστικών εθνών-κρατών (Νέα Υόρκη, Παρίσι, Λονδίνο, Τόκιο κ.λπ.).
Από την άλλη όμως διαφαίνεται ότι η δυναμική της αποτρεπτικότητας των τοπικών διαφορετικοτήτων, ως γνώρισμα του έθνους–κράτους, αποδυναμώνεται στα πλαίσια των πιέσεων και των αντιφάσεων της παγκοσμιοποίησης. Παρατηρείται μια εξασθένιση της εξουσίας των εθνικών κρατών όχι μόνο από οικονομική άποψη, αλλά και κοινωνικομορφωτική3.
Διαφαίνεται ότι, όπως κάθε διαδικασία ανάδυσης μιας κοινωνικοοικονομικής εξουσίας δημιουργεί τις δυνάμεις της άρνησής της, έτσι και η παγκοσμιοποίηση παράγει την άρνησή της, τις μικρές τοπικές κοινωνίες, τις οποίες απελευθερώνει από τους περιορισμούς της κεντρικής εξουσίας και τους δίνει τη δυνατότητα να συνάπτουν απευθείας εμπορικές και πολιτιστικές ανταλλαγές. Οι μικρές πόλεις μπορούν να έχουν ανοικτή ανταπόκριση με εντός και εκτός συνόρων πόλεις ή επιχειρήσεις, να διευρύνουν την οικονομικοπολιτιστική τους ενδοχώρα, να προσελκύσουν επενδυτές και αγοραστές και να διαμορφώνουν την παγκόσμια εικόνα τους μέσω του διαδικτύου.
2. Αναζητώντας τη «σωτηρία» της Αθήνας – Προς μια παγκοσμιούπολη
Η Αθήνα επιδιώκει, αλλά και προορίζεται, όπως φάνηκε με την Ολυμπιάδα του 2004, να αποτελέσει μια πόλη της παγκοσμιοποίησης. Μια σειρά έργα, τα οποία δέσμευσαν τους εθνικούς και κοινοτικούς πόρους, για να μπορέσει να διεκδικήσει από το 1988 και να διοργανώσει στη συνέχεια τους Ολυμπιακούς Αγώνες, είχαν σαν απώτερο στόχο να την καταστήσουν μια πόλη εξυπηρέτησης διεθνών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Έργα τα οποία άλλαξαν τη διάρθρωση/ιεραρχία του πολεοδομικού συγκροτήματος, μεταθέτοντας το ενδιαφέρον των νέων αστικοποιητικών μηχανισμών προς τα Μεσόγεια, με λοκομοτίβα το Διεθνές Αεροδρόμιο Σπάτων.
Η παγκοσμιοποίηση όμως, με το να διευκολύνει το αθηναϊκό συγκρότημα εξουσίας να επιβάλει, ακόμη μια φορά, ως προγραμματική προτεραιότητα, τη διεθνοποίηση του χώρου της Αθήνας, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να αναδιπλώνει τον αθηναϊκό γιγαντισμό ως μηχανισμό εθνικής αναπαραγωγής. Δεν πρόκειται για κάποια διάχυση των ωφελειών του διεθνούς ρόλου της Αθήνας στην εθνική επικράτεια, αλλά ακριβώς για την ανατροπή των χρηματοδοτικών μηχανισμών, ιδιαίτερα του Γ΄ ΚΠΣ, που συνοδευόταν από την εντολή ότι το 80% των κοινοτικών πόρων έπρεπε να πάνε στην ελληνική περιφέρεια. Η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων πρόσφερε το επιχείρημα της έκτακτης συνθήκης για να διοχετευτούν ακόμη μια φορά οι κοινοτικοί και εθνικοί πόροι στην Αττική. Επιχείρημα που ενισχύθηκε και από χωροταξικές παραδοξολογίες ότι ο Πειραιάς, τα Μεσόγεια και το Φάληρο δεν αποτελούν κέντρο, αλλά περιφέρεια.
Η ανάληψη της Ολυμπιάδας, εντατικοποιώντας τον υλικό και ιδεολογικό γιγαντισμό της Αθήνας, επιτάχυνε την υποβάθμιση των ελληνικών πόλεων και περιφερειών. Αυτές βρέθηκαν, μετά το 1974, σε μια ευνοϊκή συγκυρία περιφερειακής και πολυκεντρικής αναδιάταξης του εθνικού χώρου, λόγω της περιφερειακής μνήμης και συνείδησης, που εκφράστηκε ως πολιτικό κίνημα ενάντια στην «ερήμωση της υπαίθρου», της πτώσης του διπολισμού (1989), τις νέες τεχνολογίες και τα κοινοτικά προγράμματα στήριξης. Δέχθηκαν όμως, ακόμη μια φορά, την πολιτική υπονόμευσης των γεωπολιτικών ευκαιριών τους, με τα προγράμματα «σωτηρίας» της Αθήνας.
Η μεταδιπολική εποχή στιγματίστηκε, στην περιοχή των Βαλκανίων, από τη μέριμνα των παραδοσιακών βαλκανικών εξουσιών να ελέγξουν τους γεωπολιτικούς ανέμους, που ανέτρεπαν τις εσωτερικές περιφερειακές ισορροπίες, απειλούσαν το «τείχος» των Βαλκανίων και αναβάθμιζαν την κεντρικότητα της Θεσσαλονίκης· το φυσικό και ιστορικό κέντρο των Βαλκανίων. Τα προγράμματα «σωτηρίας» της Αθήνας έκλεβαν, υπό μία έννοια, τις ευκαιρίες παγκοσμιοποίησης της Θεσσαλονίκης.
Βέβαια, η Αθήνα είναι μια γιγαντιαία πόλη σε σχέση με τον εθνικό της χώρο. Δεν είναι όμως γιγαντιαία όσον αφορά τα διεθνή στάνταρ. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να περιβληθεί με χαρακτηριστικά μεγαπόλεων (megapolis), που είναι χαρακτηριστικό αστικών συγκεντρώσεων κυρίως του Τρίτου Κόσμου, όπως είναι η Μανίλα, η Ντάκα, το Κάιρο, η Καλκούτα, το Μπουένος Άϊρες, η Πόλη του Μεξικού κ.λπ. Αυτό που διαφοροποιεί τις μεγαπόλεις από τις παγκοσμιουπόλεις είναι ότι η πληθυσμιακή συσσώρευση σ’ αυτές δεν στηρίζεται σε μια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, σχέση που χαρακτήριζε την αστικοποίηση τον προηγούμενο αιώνα. Οι μεγαπόλεις είναι λιγότερο παραγωγικές μηχανές και περισσότερο υποδοχείς υποαπασχόλησης, αβεβαιότητας, μαύρης εργασίας, και εξαιρετικής φτώχειας4.
Αυτό που χαρακτηρίζει μια παγκοσμιούπολη δεν είναι η μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση, αλλά το ειδικό βάρος των δραστηριοτήτων που φιλοξενεί. Είναι μια επιλεγμένη τοποθεσία-πόλη που, λόγω της γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής θέσης, μπορεί να συγκεντρώσει ειδικές δραστηριότητες με παγκόσμια στόχευση, όπως είναι διεθνείς ή περιφερειακοί οργανισμοί, γραφεία και διοίκηση πολυεθνικών εταιρειών, τα κέντρα εμπορίου και επικοινωνιών, τραπεζικοί και χρηματιστηριακοί οργανισμοί, υπηρεσίες υποστήριξης μεγάλων επιχειρηματικών δικτύων5.
Η επιδίωξη να γίνει η Αθήνα παγκοσμιούπολη, μια πόλη πλουσίων δηλαδή, δεν την απαλλάσσει ούτε την προστατεύει από την προοπτική να αποκτήσει χαρακτηριστικά μιας τριτοκοσμικής μεγαπόλης. Γιατί, οι επιχειρήσεις εξοπλισμού της με υποδομές, ώστε να γίνει κέντρο των παγκόσμιων δικτύων, όπως έγινε με το πρόγραμμα «Ολυμπιάδα 2004», έγιναν περισσότερο με πολιτικοϊδεολογικές παραμέτρους, όπως είναι η αντιτρομοκρατική εκστρατεία της Δύσης και οι περιφερειακές ανακατατάξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά με οργανικές.
Γιατί, η παραχώρηση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα έγινε ακριβώς σε μια φάση που οι ΗΠΑ είχαν ανάγκη να μεταφέρουν το μέτωπο σύγκρουσης με την Ανατολή σ’ ένα αμφισβητούμενο όριο, στο όριο όπου επανέρχονταν οι προβληματισμοί για μια άλλη αντιμετώπιση της Ανατολής, πέραν από τους κώδικες του οριενταλισμού και του ιμπεριαλισμού, δηλαδή επανέρχονταν οι κώδικες της «καθ’ ημάς Ανατολής» και η Ανατολή ως εμπειρία του ελληνισμού. Για τους Δυτικούς έπρεπε και μπορούσε η Ελλάδα, ως Αθήνα, να ξαναπαίξει τον ρόλο του «πρότυπου έθνους-κράτους στην Ανατολή». Επομένως, η ανάληψή του ήταν το επιστέγασμα μιας πορείας για την επαναβεβαίωση της ηγεμονίας του αθηναϊσμού στην εθνική ταυτότητα. Ως μηχανισμός εκδυτικισμού της εθνικής ταυτότητας ερχόταν να διευθετήσει τις αμφισβητήσεις ως προς τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κράτους και να επανατοποθετήσει την Ελλάδα επί των προοπτικών του νέου οριενταλισμού της Δύσης, δηλαδή του προγεφυρώματος στις κλυδωνιζόμενες (τρομοκρατικές) κοινωνίες τις Ανατολής6.
Μπορεί, κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, γεωγραφικές (γειτονία με χώρες του Τρίτου Κόσμου), πολιτισμικές (υψηλό αίσθημα ανοχής και φιλοξενίας) και ασφάλειας (περιορισμένοι μηχανισμοί αστυνομικού ελέγχου), τέτοια φιλόδοξα προγράμματα να ενεργοποιήσουν μηχανισμούς συγκέντρωσης φτώχειας και εξαθλίωσης, αντί για δραστηριότητες και προσωπικό της παγκόσμιας άρχουσας τάξης. Και όταν μάλιστα πολλοί χαρακτηρίζουν την εποχή ως εποχή έντονων αστικοποιήσεων, αφού, σύμφωνα και με τις προβλέψεις του ΟΗΕ, τα επόμενα τριάντα χρόνια, οι μεταναστεύσεις προς τα αστικά κέντρα του κόσμου θα αγγίξουν τα 2 δισ. κατοίκους, τότε η προοπτική της Αθήνας δεν είναι ευδιάκριτη, αν αυτή θα εκδηλωθεί ως αστική αναγέννηση ή ως αστική κατάρρευση.
3. Η ανάδυση του τοπικού
Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας οδηγεί στον έντονο ανταγωνισμό των οικονομικών και κοινωνικών συστημάτων. Στον ανταγωνισμό αυτόν, το μέγεθος είναι αποφασιστικό κριτήριο, αλλά με διαφορετικό τρόπο από το παρελθόν. Η ανταλλαγή σε παγκόσμιο επίπεδο διευκολύνεται από τον μεγαλύτερο δυναμισμό των μικρών επαρχιών–πόλεων, σε σχέση με τη γραφειοκρατική και έμμεση δράση των εθνικών συνόλων, που εκφράζονται και έχουν οργανωθεί γύρω από τις παραδοσιακές εθνικές πρωτεύουσες.
Το μικρό επίσης ενισχύεται από μια άλλη παράμετρο, που έχει τροποποιήσει θεμελιακά την κλασική πολιτική οικονομία και αυτό είναι το περιβαλλοντικό κόστος. Σήμερα, η χωροθέτηση με βάση τις πληθυσμιακές πυκνότητες δεν είναι απόλυτο κριτήριο. Το ευπρόσιτο και όχι το συμφορημένο καθορίζει πλέον την κυρίαρχη τάση της χωροεπιλογής.
Έτσι, ο τοπικισμός, και ως αναδίπλωση της παλαιάς ουτοπίας «το μικρό είναι όμορφο», και ως έκφραση της περιβαλλοντικής συνείδησης, και ως εργαλείο του διαδικτύου, επενδύεται με υπερβατικές δυνάμεις, θέτει στην υπηρεσία της οικολογίας, της νέας αισθητικής και της εθνικής ιδεολογίας τις δικές του ιστορικές ικανότητες και ειδικότητες, δίνει φωνή στην ταυτότητά του με το να μπαίνει μέσω επαγγελματικών ελίτ στα παγκόσμια επικοινωνιακά δίκτυα, να κάνει γνωστή πλέον την παρουσία και να ανασύρει, ακριβώς για να επαναδιαπραγματευτεί την ανάπτυξή του στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, ιδιαίτερες ταυτότητες/μνήμες, απωθημένες από τη γενική αθηνοκεντρική ταυτότητα.
Παρατηρεί κανείς ότι η αναπτέρωση των συζητήσεων για τη μνήμη και την ταυτότητα πηγάζει ακριβώς από τη σύγχυση που προκάλεσε η δυναμική της παγκοσμιοποίησης, που μία παράμετρός της ήταν η υπέρβαση του έθνους-κράτους. Ίσως και στην Ελλάδα να διαισθάνεται κανείς ότι το ομοιογενές κράτος/πρωτεύουσα δεν είναι πλέον ο θεσμός που μπορεί να εγγυηθεί το μέλλον της εθνικής συλλογικότητας. Η εμπειρία του έθνους- κράτους, που διαμορφώθηκε κάτω από την αποικιοκρατία/νεοκλασικισμό/κανονικότητα του 19ου αι. και την εμπειρία του μοντερνισμού/ αποτοπικοποίηση/ορθολογικότητα του 20ού αι., δεν φαίνεται να συνιστά αξιόπιστη προοπτική επιβίωσης της εθνικής ιδιοπροσωπίας, και λόγω ακριβώς των προτεραιοτήτων «σωτηρίας» της Αθήνας, αλλά και λόγω του χαρακτήρα της άρχουσας αθηναϊκής τάξης και της οικονομίας της πρωτεύουσας, που έχουν διαμορφωθεί με αποικιοκρατικές διαδικασίες. Επομένως, ίσως μόνον η ανασύνθεση αυτών των όρων, υπό τη δυναμική ή και την εκδίκηση του «μικροσκοπικού» εις βάρος του «γιγαντιαίου», της περιφέρειας εις βάρος του κέντρου, του τοπικού εις βάρος της πρωτεύουσας, θα τροφοδοτήσει με νέα δυναμική την έννοια του έθνους ως πλανητικής διάκρισης και οντότητας.
4. Πλεονεκτήματα και φοβίες
Στην πραγματικότητα, η ικανότητα άρθρωσης μιας νέας παραγωγικής ενσωμάτωσης του τοπικού σε σχέση με την εθνική και παγκόσμια οικονομία εξαρτάται από την ανάδειξη της κεντρικότητας ενός τόπου, που και αυτή πάλι προϋποθέτει τη διαφορετικότητα, την επαναϊεράρχηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και τις πρωτότυπες σχέσεις ανάμεσα στην ύπαιθρο και την πόλη. Υπάρχουν υποδείγματα τέτοιων τοπικών κεντρικοτήτων, διαφορετικοτήτων και πρωτοτυπιών, όπου η περιθωριοποιημένη περιφέρεια κατάφερε να ενισχύσει τη θέση της και τη συνοχή της στο εσωτερικό του περιφερειακού χώρου και της αγοράς του, μετατρέποντας τις κοινωνικοπολιτιστικές τους σχέσεις σε οικονομικά δίκτυα αλληλεγγύης7. (Μουζάκι-Αργιθέα στην Καρδίτσα, Βελβενδός στην Κοζάνη κ.ά.)
Διαφαίνεται ότι οι μικροί αγροαστικοί τόποι, αξιοποιώντας όλες τις παραδοσιακές εξειδικεύσεις, τρόφιμα, κτηνοτροφία, πρώτες ορυκτές ύλες, μπορούν να στήσουν νέες επιχειρήσεις, στηριζόμενες πλέον στις τοπικές κοινωνικοπολιτισμικές σχέσεις, στο όνομα/ταυτότητα των προϊόντων και στα δίκτυα. Ουσιαστικά, αυτό που βγάζει μια τοπική κοινωνία από την αγροτοποίηση και μετατοπίζει τον χαρακτήρα του χώρου της από παραγωγικό σε καταναλωτικό, από πηγή επεξεργασίας πρώτης ύλης σε περιβαλλοντικό στόχο, είναι η μετατροπή της σ’ ένα σύστημα-δίκτυο, του οποίου το διευρυμένο πεδίο δραστηριοποίησης αξιοποιεί τις θετικές εμπειρίες και αποθέματα του παρελθόντος, όπως είναι γεωγραφικές συνεργασίες μέσω του εμπορίου των αγροτικών προϊόντων, κάποια ευρωπαϊκά προγράμματα σταθεροποίησης των αγροτικών προϊόντων, και την υπερτοπική κατανομή του πληθυσμού της. Το τελευταίο σημαίνει ότι μπορεί μια τοπική κοινωνία (δήμος, επαρχία ή νομός) να αξιοποιήσει την τάση των κατοίκων της διασποράς για μεγαλύτερη επανασύνδεση με τον χώρο καταγωγής, μέσω κυρίως της πατρικής ή της δεύτερης κατοικίας. Αυτό που αναδεικνύει η σχέση του σύγχρονου τοπικισμού με το διαδίκτυο είναι ότι μπορούν οι σχέσεις κοινότητας και ταυτότητας ανθρώπων με κοινή ιστορική αναφορά και καταγωγή να μην διαλύονται, αλλά να αναπτύσσονται χωρίς να συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο8.
Άρα, επειδή τα κεφάλαια της ζωτικότητάς τους, που έχουν να διαχειριστούν οι τοπικές διοικήσεις, είναι η δυναμική της επανασύνδεσης της διασποράς και η προαγωγή των τοπικών προϊόντων μέσω διαδικτύου, αναπαράγουν τον μηχανισμό αυτής της ζωτικότητας, δηλαδή τον τοπικό πολιτισμό και την τοπική ταυτότητα. Οι τοπικές ελίτ του διαδικτύου δεν χρησιμοποιούν τις ιδεολογικοποιημένες αναφορές στον ιδιαίτερο τόπο από μια νοσταλγία για το παλιό, ούτε από αδυναμία να διατυπώσουν μια εναλλακτική μοντέρνα πρόταση, αλλά από μια θεμελιώδη οικονομικοκοινωνική ανάγκη: να αναδείξουν το διαφορετικό.
Η επιστροφή στον τόπο, για πολλούς, αναδιατυπώνει μια αντιδραστική στάση, μια ιδεολογία αποκλεισμών9. Οι φοβίες αυτές όμως είναι, πολλές φορές, αβάσιμες. Παρακάμπτουν π.χ. το γεγονός ότι ο πολλαπλασιασμός και η διαφοροποίηση των ταυτοτήτων πιέζει σ’ έναν περιορισμό της παλαιάς διάκρισης «εμείς» και «αυτοί» και ανατρέπει την παραδοσιακή γονιμοποίηση της εθνικής ταυτότητας, που γινόταν μέσω της διαίρεσης σε «νικητές» και «ηττημένους» και στην εξιδανίκευση των εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών. Τους διαφεύγει επίσης ότι η τοπικιστική εμπειρία, την περίοδο της οικονομικής και πνευματικής αναγέννησης του ελληνισμού, πριν το 1821, με τις πόλεις-δίκτυα του ορθόδοξου Βαλκάνιου εμπόρου, μετέτρεπε την άμυνά τους σε αλληλοτροφοδότηση των εμπειριών και σε ένα είδος κοσμοπολίτικου εθνικισμού.
Οι αντιδράσεις απέναντι στα φαινόμενα ανασφάλειας που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση διαφοροποιούνται. Η περίπτωση των ιδιωτικών πόλεων (privatopia)10 είναι μια μορφή χωρικής αντίδρασης, που συναντάται μόνο στα αναπτυγμένα κέντρα της παγκοσμιοποίησης, μπορεί ακόμη και στα αραβικά ή ινδονησιακά παράλια. Δεν φαίνεται να ευδοκιμούν π.χ. στη Μεσόγειο ή στα ελληνικά νησιά, εάν αυτό επιδιωχθεί, γιατί εδώ τα απωθεί, ακριβώς, η αναπτυγμένη τοπικότητα, που είναι εμπλουτισμένη από δημοκρατικές και αντιαποικιοκρατικές εμπειρίες, που δεν χωνεύει πλέον πολεοδομήσεις με λογικές «λευκών χαρτιών» ή αποκλεισμών. Οι ιδιωτικές πόλεις ή γειτονιές, οι οποίες είναι χώροι διαμονής και όχι παραγωγής, διαχωρισμένοι με πολλαπλής ποιότητας σύνορα από το παραδοσιακό αστικό περιβάλλον, το οποίο έχει καταλυθεί από οικονομικούς και πολιτικούς μετανάστες, είναι μια διαφαινόμενη δυναμική εγκατάστασης των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης. Αυτές οι πόλεις-γειτονιές προάγουν, ιδιαίτερα, την εσωστρέφεια, την εχθρότητα και τον αποκλεισμό των «άλλων», διαφορετικού χρώματος και κοινωνικής θέσης.
Όμως οι αντιδράσεις, στην περίπτωση των ιστορικών τόπων, που επιβίωσαν στα πλαίσια της διοικητικής διάρθρωσης του ελληνικού κράτους, δεν έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Γιατί εδώ, οι τάσεις διαμόρφωσης πολιτιστικών ορίων τοπικής ταυτότητας, λόγω του τρόπου ανάδυσής τους μέσω του διαδικτύου, διαπνέονται από διάθεση σύμπλασης με άλλους τόπους και όχι αποκλεισμού ή κλειστοφοβίας.
Οι ελληνικές πόλεις μορφοποιούνται πλέον μέσω διαδικτύου με εικόνες και αναφορές που συνήθως δεν παραπέμπουν στη γενική εθνική ιστορία, η οποία, εκτός διαδικτύου, εκφράζεται από εικόνες, μνημεία, σύμβολα και ανθρώπους της Αθήνας. Υπερισχύουν οι αναρτήσεις που αναφέρονται σε τοπικά χαρακτηριστικά και προβάλλουν όψεις της χαμένης ταυτότητας/μνήμης11. Μπορεί λοιπόν το διαδίκτυο να ευνοήσει την αναδόμηση του εθνικού με χαρακτηριστικά που μοιάζουν με κείνα της περιόδου του 18ου αιώνα, της αναγέννησης του ελληνισμού, των ορθόδοξων Βαλκάνιων εμπόρων, των πόλεων-ήλιων, που χαρακτηρίζονταν από πνευματικές και οικονομικές δραστηριότητες με εκτεταμένες αναφορές και με δικά τους αυτόνομα δίκτυα.
Σημειώσεις
1. Η προηγούμενη εποχή διακατεχόταν από τη ρητορεία της «υπέρβασης της έννοιας του τόπου» και μιας καταγγελίας του τοπικού, ενώ η δυναμική της παγκοσμιοποίησης έχει αναδείξει το ενδιαφέρον για την έννοια και τα χαρακτηριστικά των τόπων. Παρατηρείται, δηλαδή, μια αυξημένη προσπάθεια εκλογίκευσης των ιδιαίτερων σχέσεων μεταξύ των επενδύσεων και του τόπου (τόπος=έδαφος με νόημα).
2. Είναι χαρακτηριστικό της στρατηγικής των μεγάλων πόλεων, όπως και της Αθήνας, να διεκδικήσουν μια θέση στον αστερισμό των παγκοσμιουπόλεων. Βλ. σχ. Γοσποδίνη, Α. και Μπεριάτος, Η. (2006), «Τα αναδυόμενα “διεθνο-τοπικο-ποιημένα” αστικά τοπία: η περίπτωση της Αθήνας 2004», στο Γοσποδίνη, Α. και Μπεριάτος, Η. (επ.), Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη, Εκδόσεις Κριτική: Αθήνα, σσ. 168-180. Αυτή η στρατηγική όμως παράγει συνέπειες αρνητικές, αλλά και ανατρεπτικές για τον υπόλοιπο εθνικό κόσμο.
3. Πολλοί, όπως ο Μανουέλ Καστέλς, διακρίνουν επαναφορά έντονων τοπικιστικών αναζητήσεων σ’ έναν κόσμο με δυναμικές παγκοσμιοποιημένες, σε διαστάσεις που δεν έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν. Castels, M., (2002), Il potere dell’ identita, Universita Bocconi Editore: Milano.
4. Balbo, M., (1992), Povera grande citta. L’ urbanizzazione nel Terzo Mondo, Angelio: Milano.
5. Βλ. σχ. Οικονόμου, Δ., Γετίμης, Π., Δεμαθάς, Ζ., Πετράκος, Γ., Πυργιώτης, Γ., (2001), Ο διεθνής ρόλος της Αθήνας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας: Βόλος.
6. Μάρτος, Δ., (2008), «Αθηναϊσμός και οικολογικές ανισότητες. Η περίπτωση της Ολυμπιάδας της Αθήνας», Άρδην, τ. 71: Αθήνα.
7. Η κεντρικότητα –διαφορετικότητα– πρωτοτυπία είναι το πλαίσιο ανασύνθεσης των κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων, η συνδυασμένη και αποτελεσματική οργάνωση της τοπικής ταυτότητας, των δικτύων και των σχέσεων με τις μεγάλες πόλεις και οικονομίες καθώς και τις σχέσεις με το παγκόσμιο περιβάλλον, την τοπική διακυβέρνηση και το τοπικό παραγωγικό σύστημα.
8. Ενώ παλαιότερα η μετανάστευση ήταν στοιχείο αποδυνάμωσης του τόπου και εξασθένισης των σχέσεων των μελών μιας κοινότητας, σήμερα, με τις τεχνολογίες επικοινωνιών και μεταφοράς, που εξουδετέρωσαν το εμπόδιο της άμεσης γειτνίασης ως παράγοντα κοινωνικότητας, συνεύρεσης και δεσμού, κατέστη η διασπορά όχι μόνο οικονομικός παράγοντας του τόπου δουλειάς, αλλά και του τόπου καταγωγής. Βλ. σχ. Γούσιος Δ., (2009), «Προς μια Ιδιότυπη Χαρακτηριστική και Ολοκληρωμένη Χωρική Ανάπτυξη στην Ελληνική Ύπαιθρο: Το Παράδειγμα της Περιοχής Μουζακίου-Αργιθέας», στον συλλογικό τόμο για τα 20 χρόνια λειτουργίας του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, 25 Κείμενα για τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη του χώρου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας: Βόλος, σσ.449-478.
9. Πολλοί θεωρούν ότι, σε μια εποχή που η παγκόσμια αστικοποίηση δεν ήταν ποτέ τόσο διαιρεμένη, όπως σήμερα, σε μητροπόλεις των πλουσίων και μητροπόλεις των φτωχών, επιταχύνονται οι τάσεις κοινωνικής και χωρικής διαίρεσης και απομόνωσης και ότι διαλύονται οι ιδεολογίες της συνύπαρξης/γειτνίασης σαν πεδία όπου μπορούν να ξαναδημιουργηθούν οι κοινωνικές σχέσεις. Ιδεολογίες που ήταν για πολλούς τα λάβαρά τους, από την ευρωπαϊκή αριστερά έως τους Αμερικανούς κοινωνιολόγους, πολεοδόμους και κινηματογραφιστές. Βλ. σχ. Petrillo, Ag., (2007), Villaggi, citta, megalopoli, Carocci: Roma
10. McKenzie, E., (1994), Privatopia: Homeowner Associations and the Rise of Residential Private Government, Yale University Press: New Haven.
11. Ο τοπικισμός είναι η επανεσωτερίκευση του ιστορικού και κοινωνικού χώρου/μνήμη που έχει απωθηθεί από τον αθηναϊσμό, δηλαδή από τις εικόνες, τα θέματα, τα πρόσωπα, τα σύμβολα και τα μνημεία της Αθήνας. Τα υπολείμματα του παρελθόντος γίνονται τώρα μηχανισμοί ενδοσκόπησης και αυτοπροσδιορισμού, σύμβολα χειραφέτησης, ανασυγκρότησης, κλειδιά που ξεκλειδώνουν τα απόκρυφα νοήματά του, τα παραγωγικά του πλεονεκτήματα.
*Ο Δημήτρης Μάρτος είναι αρχιτέκτων-συγγραφέας