Αρχική » Η ανάληψη της Ολυμπιάδας από την Ελλάδα

Η ανάληψη της Ολυμπιάδας από την Ελλάδα

από Άρδην - Ρήξη

του Δ. Ρόκου, από το Άρδην τ. 10 Οκτώβριος-Νοέμβριος 1997

Ειδικός επιστήμονας και τεχνικός στις «Ολυμπιάδες» δεν είμαι και αυτονοήτως δεν προτίθεµαι να το υποκριθώ.

Έτσι οφείλω µια δικαιολογητική εισήγηση για την σηµερινή µου παρουσία.

Βρίσκομαι εδώ ανταποκρινόµενος στην ευγενική πρόσκληση του φίλου συντονιστή της συζήτησής µας και του περιοδικού «Άρδην» που διευθύνει, απλά και µόνο ως πολίτης ο οποίος διατηρεί την πολυτέλεια :

  • να σκέπτεται πρωτογενώς για τα ζητήματα που τον ευαισθητοποιούν και να µη προσφέρεται προς χειραγώγηση από όσους αναλαμβάνουν αυτόκλητοι να σκέπτονται και να ὅρουν «πριν από µας για µας» επί παντός επιστητού,

–Να αξιοποιεί και να εφαρμόζει και στην καθηµερινή του ζωή τις µεθόδους και τεχνικές της επιστήµης και της δουλειάς του και
–να αντιστέκεται µε επιχειρήµατα στα κάθε φορά κρατούντα στερεύτυπα και τις αξίες του συρμού που επιβάλλονται από την διαρκώς αύξουσα συναίνεση όλων, ανεξαιρέτως όλων, των κέντρων εξουσίας.

Ὑπό αυτήν και µόνο την Ιδιότητα θα επιχειρήσω να διατυπώσω ορισµένες σκέψεις και διαπιστώσεις µου σε µια δημόσια συζήτηση η οποία πληροί, σύµφωνα µε τις δικές µου αξίες, (που ξέρω ότι συμμερίζοµαι µε πολλούς από σας), αποδεκτές προδιαγραφές.

Προδιαγραφές δηλαδή, που κατά τη γνώµη µου δεν πληρούν οι εκ γενετής παγιδευμένες και χειραγωγηµένες δηµόσιες συζητήσεις των μεγάλων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, στην οριακή περίπτωση που αυτές βέβαια επιτρέπονται. Οι σκέψεις µου αυτές και οι σχετικές διαπιστώσεις προέκυψαν µε βάση την επιστημονική μεθοδολογία των «Ολοκληρωμένων Αποδόσεων» που υποστηρίζω ότι µπορεί να εφαρµόζεται για την τεκμηριωμένη και ολιστική αντιµετώπιση άθε προβλήματος, άρα και του προβλήματος της διερεύνησης της σκοπιμότητας, της χρησιμότητας και της δυνατότητας ανάληψης από τη χώρα µας των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 2004.

Σύμφωνα µε αυτήν τη µεθοδολογία, για την αντιμετώπιση κάθε συγκεκριµένου προβλήματος και τη λήψη επαρκώς τεκμηριωµένων σχετικών αποφάσεων, προὔποτίθεται η ολοκληρωμένη προσέγγιση, ανάλυση, απόὅοση και αξιολόγηση των στοιχείων τα οποία συγκροτούν :

-την κάθε φορά φυσική και κοινωνικοοικονοµική πραγματικότητα, στο πλαίσιο των οποίων το πρόβλημα τίθεται και πρόκειται να αντιµετωπισθεί,
τις πολυδιάστατες σχέσεις, αλληλεξαρτήσεις και αλληλεπιδράσεις τους μ’ αυτό και τις τάσεις μεταβολών τους διαμέσου του χρόνου κατά τη διαδικασία λήψης και υλοποίησης των σχετικώναποφάσεων.

Έτσι το πρόβλημα της ανάληψης της Ολυμπιάδας και της πραγμαποίησής της στην Αθήνα του 2004 θα πρέπει να διερευνηθεί στο συγκεκριµένο φυσικό και κοινωνικοοικονοµικό περιβάλλον και τις συγκεκριµένες πολιικές και πολιτισμικές συνθήκες της περιόδου αυτής.

Η διερεύνηση αυτή του προβλήματος :

δεν µπορεί και δεν πρέπει να σταµατά στην επιφάνεια των «πραγµάτων», γιατί τα «πράγματα» δεν επιδέχονται µία µόνο ανάγνωση και πολύ περισσότερο εκείνη που ποικιλοτρόπως πως µας επιβάλλουν ή µας υποβάλλουν,

‘δεν µπορεί και δεν πρέπει να εξαντλείται σε µία µόνο διάστασή τους, αυτήν που ίσως µας ευαισθητοποιεί, µας γοητεύει, ή που ικανοποιεί τα ιδιαΐτερα ενδιαφέροντα ή συμφέροντά µας και μάλιστα µε τον τρόπο που αποφασίζουν άλλοι ερήμην µας,

-δεν µπορεί και δεν πρέπει να εἴναι «στιγμιαία», θεωρώντας ἠθελῆμένα ή αθέλητα τα «πράγματα» «στατικά» σε συνθήκες εργαστηρίου, τις οποίες μάλιστα άλλοι ορίζουν ερήμην της δυναμικής πραγματικότητας της ζωής,

:δεν µπορεί και δεν πρέπει να βλέπει τα «πράγματα» από µία µόνο οπτική γωνία, γιατί τότε πιθανότατα ή, και «σχεδιασμένα», ένα δένδρο µπορεί να µας κρύψει το δάσος,

-δεν µπορεί και δεν πρέπει να ᾱσφυκτιά σε µία και µόνη έκφραση του προβλήματος αυτού σε µία και μόνη και πολλές φορές ιδεώδη και ιδεατή χρονική στιγµή, αγνοώντας τις καταβολές και τις πιθανές εναλλακτικές εξελίξεις, µεταβολές και µεταλλαγές του δια µέσου του χρόνου,

-δεν µπορεί και δεν πρέπει να ειναι αποσπασματική, αποκόπτοντας τα «πράγματα» από το ευρύτερο δυναμικό φυσικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό τους περιβάλλον και τους πολυδιάστατους απ᾿ αυτό επηρεασμούς του,

‘δεν µπορεί και δεν πρέπει να εγκλωβίζεται και να εγκλωβίζει από ᾱφέλεια ή σκοπιμότητα σε µεταφυσικά οράματα, σε υπερβατικές και αναντίστοιχες µε την πράξη θεωρητικές «αξίες», σε «ευγενείς» ή δόλιες επιθυµίες και σε αυθόρµητες ή έντεχνα υποβαλλόμενες βουλήσεις, και τέλος,

“δεν µπορεί και δεν πρέπει να προσεγγίζει, να αναλύει και να σχεδιάζει την αντιμετώπιση των «πραγµότων» του, µε ευθύγραµµες και μονοδιάστατες, μερικές, εἰδικές µονοεπιστημονικές μεθόδους και τεχνικές και αντιλήψεις.

Στην περίπτωση της «πανεθνικής», «οµόθυµης», και «ακρότατα δηµοκρατικής», (κατά τη μεθοδευµένη δηµοσκοπική οπτική του: «τόσο «έξυπνες» απαντήσεις παίρνεις τόσο «έξυπνες» ερωτήσεις βάζεις»), επιλογής και προσπάθειας για διεκδίκηση της Ολυμπιάδας του 2004, καμία απολύτως καμία από τις παραπάνω προὔποθέσεις για µια υπεύθυνη, ολιστική και επιστημονικά τεκµηριωµένη προσέγγιση και ανάλυση της πολυδιάστατης και δυναμικής φύσης του προβλήματος δεν τηρήθηκε.

Ἡ στρατηγική της καμπάνιας βασίσθηκε στην αναγόρευση του θέματος ως κύριου, αἰχμιακού, εθνικού, πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού γεγονότος και στις επιτυχημένες και πολυσυλλεκτικές τεχνικές της διαφήµίσης και του marketing, µε επιστράτευση: αντιπροσωπευτικών εκπροσώπων της σύγχρονης φαντασµαγορικής και συχνότατα κακόγουστα και καταιγιστικά προβαλλόµενης κατεστηµένης ελληνικής πραγµατικότητας και αλλοτριωµένων αξιωματούχων κοινωνικών φορέων, αλλά και ικανών τεχνοκρατών και χρυσών πρωταθλητών και μάλιστα σε συνθήκες ᾱπόλυτης κυριαρχίας, της παγκοσμιοποιηµένης αγοράς, της «κοινωνίας» της πληροφορίας και της πολιτισµικής ισοπέδωσης.

Το ζητούμενο ήταν:

  • για την πολιτική ελίτ του διακομματικού εκσυγχρονισμού, ένα γαλανόλευκο αλλά και ροζ ταυτόχρονα ψευδοόραµα και φενακισµένο ιδανικό για κατανάλωση στις απογοητευµέγες απ’ την άθλια τρέχουσα πολιτική κοϊνωνική και οικονομική πραγµατικότητα λαϊκές μάζες, που θα υποκαταστούσε τα πάσης φύσεως χαμένα όνειρά τους µε τη μέθοδο της δραπέτευσης απ’ την αλγεινή καθηµερινότητα και την προσδοκία µιας, έστω και τέτοιας, «εθνικής» νίκης.

Η ενδεχόμενη κατάκτησή της αυτοµάτως θα σήμαινε: ηθική συνεργία του λαού στην αναγέννηση και εκ νέου νομιμοποίηση της ατροφικής ηγεµονίας της, έµµεση πλην σαφή προαποδοχή απ’ τους εργαζομένους, τους λάτρεις του αθλητισμού και τους καθηµαγµένους απ’ τις συνεχείς εθνικές, κοινωνικές και οικονομικές ήττες πολίτες της ανάληψης των βαρών, όχι µόνο του τεράστιου κόστους των έργων, αλλά και των «αποτελεσµατικών» διαδικασιών, (όχι κατ’ ανάγκη «ηθικών», διαφανών, αντικειµενικών, επαρκώς τεκμηριωµένων και βέλτιστων οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισµικά και περιβαλλοντικά), µια που το 2004 είναι τόσο κοντά και η λεόντειος σύμβαση µε τη ΔΟΕ αναπόδραστα εξαναγκάζει σε υπερβάσεις του συντάγµατος, των νόμων, των κανονισµών και των θεσµισµένων διαδικασιών.

— για τους μεγάλους εργολήπτες, κατασκευαστές, εμπορικούς αντιπροσώπους και βιοµηχάνους, οἱ οποίοι µονοπωλούν και την εξουσία των ΜΜΕ, µία θαυμάσια ευκαιρία πρωτογενούς και δευτερογενούς προώθησης των ευρύτερων, µακροπρόθεσµων και πολυεπίπεδων συμφερόντων τους, τα οποία υπερβαίνουν και αυτή καθ’ αυτή την Ολυμπιάδα και μάλιστα µε πανηγυρίζοντες εκείνους οι οποίοι θα φέρουν τα βάρη, όχι µόνο του κόστους των έργων (συμπεριλαμβανοµένων πλέον και των νοµιµοποιούµενων «διαμεσολαβητικών ωφεληµάτων») και της διηνεκούς τους συντήρησης, αλλά και των ακρότατα δυσµενών επιπτώσεών τους στο περιβάλλον της εξαιρετικά ήδη και πολλαπλά επιβαρυµένης Αθήνας.

  • για το κοινωνικό κατεστημένο, µια αναπάντεχη και µεγαλειώδης ευκαιρία να κατοχυρώσει την αναγέννηση εκ της τέφρας του, (η οποία µε την πάνδηµη συναίνεση των πολιτικών υπαλλήλων του συντελέσθηκε αλλά και διογκώνεται τα τελευταία χρόνια), µε την έξω και πέρα από κάθε λογική, δεοντολογία και αντικειµενικότητα εκχώρηση απ’ το κράτος σε εκπροσώπους του, εθνικής κλίµακας και σημασίας τοµέων της παιδείας, του πολιτισμού, της τεχνολογίας και της ανάπτυξης, µαζί µε τεραστίων μεγεθών εθνικούς και κοινοτικούς πόρους.

Ετσι, η συναισθηματική φόρτιση, η προσδοκία µιας εθνικής «Νίκης», και η απόλυτα θεµιτή και κατανοητή επιθυµία μεγάλου µέρους των πολιτών να χαρούν στη χώρα τους ένα µεγάλο αθλητικό γεγονός, παραβλέποντας την γενικευμένη, κακόγουστη, αντιαθλητική και ασύδοτη πλέον εµπορευµατοποίησή του και τις συµπαροµαρτούσες «αξίες» της (θεσµισµένη διαφθορά, ντοπαρίσµατα, εκφυλισµός των εθνικών συμβόλων µε διαφηµιστικά μηνύματα κ.λ.π.), αποτέλεσαν το δένδρο, για να κρυφθεί το δάσος των μελλοντικών δεινών.

Γιατί π.Χ., κι αν ακόµη ο οικονοµικός προὔπολογισμός κατασκευής των απαραίτητων έργων για την Όλυµπιάδα ήταν αξιόπιστα ισοσκελισµέγος ή και θετικός, οι πολυδιάστατες αρνητικές σε κοινωνικό και πολιτισµικό επίπεδο συνέπειές της θα πληρώνονται για πολλές γενιές στην Ελλάδα, µαζί µε το κόστος συντήρησης, φύλαξης, διοίκησης και διαχείρισής τους µετά το 2004.

και τότε δυστυχώς, αυτοί που σήμερα άδολα χαίρονται θα είναι οἱ µόνοι που θᾳ πληρώνουν και όχι µόνο σε οικονομικό επίπεδο.

Επειδή οι συνάδελφοί µου που θα μιλήσουν στη συνέχεια μπορούν να τεκμηριώσουν µε καλύτερο από µένα τρόπο όλες τις διαστάσεις του προ βλήµατος, κλείνοντας θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάτι σχετικό που Βρήκα και θυμήθηκα λίγο πριν έρθω στην αίθουσα αυτή.

Πριν από δέκα χρόνια, λίγο πρινπαραιτηθώ απ’ την κεντρική επιτροπή του κυβερνώντος κόμματος και ᾱποχωρήσω απ’ αυτό, στην σύνοδό της του Νοεμβρίου του 1987, µαζί µε μιά σειρά άλλων προτάσεων στρατηγικού χαρακτήρα, τις παραμονές έναρξης των συζητήσεων για την «απομάκρυνση» των αμερικανικών βάσεων από την Ἑλλάδα, υποστήριξα στη γραπτή μου εισήγηση:

” Άλλωστε η Ελλάδα ως ενότητα καὶ ως έννοια, κοιτίδα, όπως λένε, και λίκνο του δυτικού πολιτισμού, της δημοκρατίας και του Ολυμπισμού. θα μπορούσε βάσιμα να ανακηρυχθεί συµβολικά πρωτεύουσα χώρα της ειρήγης, τόπος μόνιμης τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων, (που θα ήταν και ο μόνος λόγος που θα μπορούσε να τεκµηριώσει οικονομικά την αποδοχή του τεράστιου βάρους της ανάληψής τους για το 1996) και ζωντανός χώρος ανάδειξης των αξιών της δηµοκρατίας, της ελευθερίας, του πλουραλισμού και του πολιτισμού και διασταύρωσης και σύνθεσης ρευμάτων ιδεών και τεχνών » ……

Στη συζήτηση που ακολούθησε και µε αφορμή ερωτήσεις για το σε ποιο βαθµό η πρόταση αυτή σχετίζεται ή συμφωνεί µε την πρόταση του τότε τ. Προέδρου της Δημοκρατίας κ.καραµανλή υποστήριξα, ότι εφ’ όσον η Διεθνής κοινότητα και η ΔΟΕ απεδέχοντο µία τέτοια πρόταση :

Ο τόπος μόνιμης τέλεσης των ᾱγώνων αλλά και των συναφών µε το πγεύµα της επιστημονικών, καλλιτεχνικών καὶ πολιτισμικών εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων, θα ήταν η ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Ολυμπίας και όχι η εξαιρετικά επιβαρυµένη από τη συσσώρευση δραστηριοτήτων και οχλήσεων Αθήνα,

το κόστος του συνόλου των απαραιτήτων εγκαταστάσεων και εξυπηρετήσεων, αλλά και της συντήρησής τους θᾳ έπρεπε να αναληφθεί από όλες τις συμμετέχουσες χώρες, οι Οποίες θᾳ είχαν γι’ αυτό κάθε ενδιαφέρον και συμφέρον να τις αξιοποιούν συνεχώς και µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο σ’ ένα διαρκές, ειρηνικό και δηµοκρατικό πλαίσιο πολυδιάστατης άµιλλας, αναδεικνύοντας έξω και πέρᾳ από τις εμπορευµατικές, ανταγωνιστικές και πολωτικές διαδικασίες της αγοράς, ό,τι καλύτερο, ευγενέστερο και δημιουργικότερο είχαν, για να συμβάλουν στα πεδία του αθλητισµού, του πνεύματος, των τεχνών και του πολιτισμού,

“η οργάνωση, διοίκηση και διαχείριση των Ολυμπιακών δραστηριοτήτων θᾳ ήταν ισότιμη, κοινή ευθύνη όλων των συμμετεχουσών χωρών και μάλιστα ανεξάρτητα από το μέγεθος της οικονοµικής τους συμβολής, κ.λ.π.

Παρά το γεγονός ότι «τα πάντα ρει» και στην ισοπεδωτική πολίτισµικά παγκοσμιοποίηση και κυριαρχία της αγοράς και της νεοφιλελεύθερης νέας τάξῃς τέτοιες ιδέες φαντάζουν παρωχημένες και γραφικές, επιτρέψτε µου να κρατήσω την πολυτέλεια να τις διατηρώ και να τις μοιράζομαι µαζί σας σ’αυτήν τη σύναξη και να συνεχίσω τη δεκάχρονη σιωπή µου σε αυτό που ονομάζουν σήµερα «δημόσιο πολιτικό διάλογο».

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ