Από την ιστοσελίδα του Σωτήρη Δημόπουλου
Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό, η έναρξη της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες με εφαλτήριο την Βεσσαραβία και η, καταλυτική για την έκρηξη της επανάστασης, σχεδόν καθολική πεποίθηση των Ελλήνων ότι ο τσάρος θα την στήριζε, υπήρξαν αποτελέσματα των μακροχρόνιων σχέσεων που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στον ελληνισμό και στη Ρωσία.
Η ίδια προσμονή, ωστόσο, δεν εκπορευόταν μόνον από την ελληνική πλευρά, αλλά, αντιστοίχως, και από την ρωσική. Ανεξαρτήτως των κινήτρων της κεντρικής εξουσίας, που, οπωσδήποτε, εξέφραζε βασικές οικονομικές και γεωστρατηγικές επιδιώξεις των ηγεμονικών στρωμάτων της χώρας, η πεποίθηση για την αναγκαιότητα στρατιωτικής συνδρομής στους καταπιεζόμενους χριστιανούς των Βαλκανίων ήταν απόλυτα εδραιωμένη στη ρωσική κοινωνία. Ιδιαίτερη, όμως, ήταν η σχέση των μελών της μυστικής οργάνωσης των αξιωματικών του ρωσικού στρατού, που έμελλε να γίνουν γνωστοί ως «Δεκεμβριστές», με τους Έλληνες που συμμετείχαν στην εκστρατεία στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, και, πρωτίστως, με τον ίδιο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Η εμπειρία από την εκστρατεία στην Ευρώπη, κατά τη διάρκεια του 6ου αντιναπολεόντειου συνασπισμού, το 1813-14, υπήρξε καταλυτική για τις αντιλήψεις πολλών αξιωματικών του ρωσικού στρατού. Η επιρροή από την επαφή με μια άλλη πραγματικότητα, τους έστρεψε προς τη διεκδίκηση ριζικών κοινωνικών και πολιτικών φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στην ίδια τη Ρωσία. Βασικοί στόχοι των μυστικών εταιρειών που συγκρότησαν, ήταν η κατάργηση της απάνθρωπης δουλοπαροικίας και η μεταβολή του πολιτεύματος είτε σε συνταγματική μοναρχία, που υποστήριζε η «Εταιρεία του Βορρά», είτε σε δημοκρατία, που με σθένος διεκδίκησε αυτή του Νότου. Ταυτόχρονα, ενισχύθηκε η αντίληψη για τον μεσσιανικό ρόλο που καλείτο να παίξει η Ρωσία στην απελευθέρωση των λαών της Ευρώπης, και ειδικότερα των ομοδόξων λαών των Βαλκανίων, Ελλήνων και Σλάβων. Τα βασικά στελέχη της «Εταιρείας του Νότου», όπως ήταν ο Μιχαήλ Ορλώφ και ο Πάβελ Πέστελ, έβλεπαν το ελληνικό ζήτημα ως μέσο για την κήρυξη μιας πανευρωπαϊκής επανάστασης, που θα είχε ως στόχο, με την βοήθεια και της εξέγερσης των Σλάβων της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, την κατάρρευση της Ιεράς Συμμαχίας και, τελικά, την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος. Όπως έγραψε ο Δεκεμβριστής ποιητής Βλαντίμηρ Ραγιέφσκι η εξέγερση των Ελλήνων θα «αφυπνίσει τον λαό από τον ύπνο και την ύδρα της μισοκοιμισμένης ελευθερίας».
Το σχέδιο του Ορλώφ ήταν να ενισχύσει στρατιωτικά την ελληνική επανάσταση, πυροδοτώντας έτσι έναν ρωσο-τουρκικό πόλεμο, που θα κατέληγε και σε μια ένοπλη εσωτερική εξέγερση. Αναμφισβήτητο γεγονός είναι επίσης ότι οι διεργασίες για την ελληνική επανάσταση και την εσωτερική ρωσική εξέγερση, κατά τους μήνες αυτούς μεταξύ 1820-21, λάμβαναν χώρα στον ίδιο τόπο και ίσως συζητούνταν από κοινού, κυρίως στο Κισινιόφ. Η συνεργασία αυτή με τους Έλληνες Φιλικούς επηρέασε, όμως, και τους Ρώσους συνωμότες αξιωματικούς. Συγκεκριμένα, η γνωριμία του Ορλώφ με τις αρχές συγκρότησης της «Φιλικής Εταιρείας» είχε αντίκτυπο στην πρότασή του για την νέα δομή της ρωσικής μυστικής οργάνωσης, όπως προκύπτει και από την τοποθέτηση που κάνει στη τελευταία συνεδρίαση της «Ένωσης Ευημερίας», που πραγματοποιείται στην Μόσχα τον Ιανουάριο του 1821.
Το ελληνικό ζήτημα απασχόλησε και τον σημαντικότερο πολιτικό νου των Δεκεμβριστών και ηγέτη της «Εταιρείας του Νότου», Πάβελ Ιβάνοβιτς Πέστελ. Ο Πέστελ στο συνταγματικό σχέδιο που παρουσίασε με την ονομασία «Ρωσική Αλήθεια» συμπεριέλαβε και το σχέδιο δημιουργίας του «Ελληνικού Βασιλείου». Όπως υπογράμμισε ο διακεκριμένος Δεκεμβριστής, ιταλικής καταγωγής, αντισυνταγματάρχης Αλεξάντερ Πόντζιο, το σχέδιο ήταν «να κηρυχθεί πόλεμος κατά των Τούρκων και να αποκατασταθεί μια ανατολική δημοκρατία υπέρ των Ελλήνων. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο στο πολιτικό πεδίο θα εμφανιστεί (η επαναστατική ρωσική κυβέρνηση) με τις πιο αξιόπιστες προθέσεις για τους άλλους λαούς της Ευρώπης». Επίσης, ο Σεργκέι Τουργκιένεφ, που βρισκόταν κοντά στους Δεκεμβριστές και εργαζόταν στη ρωσική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, σημείωσε ότι «το έμβρυο της επανάστασης είναι παντού όπου υπάρχει δυσαρέσκεια για την εξουσία… και δεν είναι μακριά η ώρα που θα λήξει η αναμονή του λαού και θα αρχίσει η πανευρωπαϊκή επανάσταση».
Αναμφίβολα, η έκρηξη της επανάστασης προκάλεσε τεράστια εντύπωση στη ρωσική κοινή γνώμη. Όταν έφθασαν τα νέα «σχεδόν όλη η ρωσική κοινωνία, άνθρωποι με τις πιο διαφορετικές πεποιθήσεις εκδήλωσαν την θερμή τους συμπάθειά στους μαχητές της ελευθερίας, και ζωηρό ενδιαφέρον για την παροχή από τη Ρωσία πραγματικής και άμεσης βοήθειας προς τους Έλληνες».
Στις τάξεις του ρωσικού στρατού επικράτησε αναστάτωση. Όλοι ανέμεναν από στιγμή σε στιγμή την έφοδο στην Μολδαβία προς βοήθεια του Υψηλάντη. «Θεωρώντας τον πόλεμο με την Τουρκία αναπόφευκτο, ο [αρχηγός του Επιτελείου της 2ας στρατιάς Πάβελ] Κισελιόφ ξεκίνησε να προετοιμάζει καλά την στρατιά που διοικούσε, η οποία θα είχε και την ευθύνη να διεξάγει αυτόν τον πόλεμο». Ο ίδιος θα γράψει στις 14.3.1821 για την εκστρατεία του Υψηλάντη: «Ας τον βοηθήσει ο Θεός στην ιερή υπόθεση! Θα ήθελα να προσθέσω και η Ρωσσία!».
Στις 13 Μαρτίου ο διοικητής του 7ου Σώματος της 2ης στρατιάς, στρατηγός Α.Β. Ρούντζεβιτς έγραφε στον Κισελιόφ: «δεν θα πάμε για βοήθεια των ομοδόξων μας; από καιρό έπρεπε να αδράξουμε τ’ άρματα -να πάρουμε μέρος στην αναγέννηση του ελληνικού βασιλείου».
Ο Δεκεμβριστής Νικολάι Λόρερ στις «Σημειώσεις» του έγραφε ότι «πολλοί αξιωματικοί της φρουράς άρχισαν να ζητούν να καταταχθούν σε συντάγματα του στρατού, σκεφτόμενοι ότι πλησιάζει η εκστρατεία που είχαν υπ’ όψιν τους για βοήθεια προς τους Έλληνες».
Ο ποιητής Αλεξάντερ Πούσκιν, εξόριστος στο Κισινιόφ, θα γράψει σε επιστολή του: «Έφθασα στο Κισινιόφ πριν από σχετικά λίγο καιρό και σύντομα θα εγκαταλείψω την ευλογημένη Βεσσαραβία: υπάρχουν χώρες ακόμη πιο ευλογημένες», υπονοώντας ότι θα πάει να πολεμήσει για την ελευθερία της Ελλάδας.
Ο Ντμίτρι Ζαβαλίσιν, αξιωματικός του ναυτικού, γιός του αρχηγού των Κοζάκων του Αστραχάν, γράφει ότι «επισκεπτόμουν το σπίτι του Όστερμαν για το λόγο, εκτός της συμπάθειας που του είχα, και η περίσταση, ότι εκεί έκανα πρακτική στα ελληνικά, για την περίπτωση της πιθανότητας εκστρατείας μαζί του για την απελευθέρωση της Ελλάδας. […] Πρέπει να πούμε ότι τότε προοριζόταν για αρχηγός του στρατού για την απελευθέρωση της Ελλάδος, αυτός, αν και προχωρημένης ηλικίας, σκέφθηκε να μάθει ελληνικά και πήρε γι’ αυτό υπασπιστή Έλληνα, και το σπίτι του γέμισε με Έλληνες εμιγκρέδες. Όλοι αυτοί οι Υψηλάντηδες, οι Μαυροκορδάτοι, οι Νέγρηδες και οι άλλοι ήταν συχνοί επισκέπτες του μέχρι την εξέγερση των Ελλήνων».
Η αποκήρυξη από τον Αλέξανδρο Α΄ του διαβήματος του Υψηλάντη, από το Laibach, έπεσε σαν κεραυνός στην Ρωσία, καθώς θεωρήθηκε ακατανόητη, αν και ο τσάρος είχε από χρόνια στραφεί σε συντηρητικότερες αντιλήψεις. Για τη στάση του αυτή, που φαίνεται να πλήττει ακόμη και τα ίδια τα συμφέροντα της χώρας του, δίδονται διάφορες εξηγήσεις, με κυριότερη την πεποίθηση του τσάρου ότι όλα τα επαναστατικά κινήματα ήταν οργανωμένα από ένα συγκεκριμένο κέντρο, με έδρα το Παρίσι, που σκόπευε να ανατρέψει την «ιερή» τάξη των πραγμάτων της οποίας πίστευε ότι ήταν ο θεματοφύλακας.
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του Αλέξανδρου, που επέτρεψε στους Τούρκους να συντρίψουν τον επαναστατικό στρατό του Υψηλάντη, και στη συνέχεια η απροθυμία για αποφασιστική απάντηση στις τουρκικές ενέργειες, θα προκαλέσει αγανάκτηση. Οι αντιδράσεις θα εντείνονται από τα νέα για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, η σορός του οποίου θα καταλήξει στην Οδησσό, τα πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης, τις σφαγές των Τούρκων και την έλευση χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων στη Ρωσία, αλλά και των επιζώντων μαχητών της καταστροφικής εκστρατείας στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Ο διπλωμάτης και συγγραφέας Σεργκέι Μπουλγκάκωφ έγραφε στον αδελφό του Κωνσταντίνο: «Είναι κρίμα που στον φωτισμένο αιώνα μας στην Ευρώπη οι βάρβαροι είναι ανεκτοί και καταπιέζουν τους ομόδοξους και φίλους μας. Αν δεν είχα οικογένεια και εσένα, θα πήγαινα να υπηρετήσω και να απελευθερώσω την πατρίδα μου, την Κωνσταντινούπολη. Τι λέει η αυλή μας γι’ αυτό; Άραγε θα αφήσουμε να πέσουν θύματα οι φτωχοί Έλληνες; Αυτό δεν είναι ιστορία του Ναπολέοντα, αυτό δεν είναι ραδιουργία, αλλά είναι πόθος ενός ολόκληρου λαού.
Ο Ζαβαλίσιν θα γράψει ότι «η εξωτερική μας πολιτική, ντροπιάζει το λαϊκό αίσθημα με την ταπείνωση της Ρωσίας να γίνεται ασυνείδητα όργανο του Μέττερνιχ».
Ο αντιστράτηγος, οπαδός του ουτοπικού σοσιαλισμού και μέλος των Δεκεμβριστών, Μιχαήλ Φονβίζιν έγραφε για τη «γενική αγανάκτηση των Ρώσων ενάντια στον Αλέξανδρο Α΄ για την απάνθρωπη αδιαφορία του προς τους ομόδοξους Έλληνες που έπασχαν, οι οποίοι δικαιωματικά περίμεναν απ’ αυτόν όχι μόνον εκδήλωση συμπάθειας, αλλά και κρατική βοήθεια, πολύ περισσότερο που από τα παλιά χρόνια η Ρωσία ξεσήκωσε τους Έλληνες ενάντια στους καταπιεστές τους και τους υποσχέθηκε την ανεξαρτησία».
Αργότερα, ο πρώην υπολοχαγός Πιότρ Καχόβσκι θα γράφει από τα μπουντρούμια του φρουρίου Πετροπάβλοβσκ «… ολόκληρο έθνος [οι Έλληνες] εξολοθρεύεται και η φιλάνθρωπος Συμμαχία παρακολουθεί αδιάφορα[…]!».
Ο Δεκεμβριστής υπολοχαγός Νικολάι Μπασαργκίν θα γράψει ότι «η δυσαρέσκεια του Φιλελεύθερου Κόμματος αυξήθηκε και οι μυστικές εταιρείες άρχισαν να ενεργούν αποφασιστικότερα. Η εξέγερση των Ελλήνων σύγχισε περαιτέρω τις υποθέσεις της Ευρώπης. Σε γενικές γραμμές, ήταν δικαιολογημένη και ενέπνευσε γενική συμπάθεια».
Το ίδιο διάστημα οι Ρώσοι ποιητές, σε ύφος ρομαντικό, επηρεασμένοι φανερά και από τον Μπάιρον, θα γράφουν έργα εμπνευσμένα από τον αγώνα των Ελλήνων, διαμορφώνοντας κλίμα προσμονής ενός επικείμενου ρωσο-τουρκικού πολέμου.
Ο Πούσκιν θα γράψει σειρά από φιλελληνικά ποιήματα και το ημιτελές διήγημα «Ο Κιρτζαλί», για τα γεγονότα της επανάστασης στην Μολδοβλαχία. Ποιήματα θα γράψουν ακόμη οι ποιητές Βίλχελμ Κιουχελμπέκερ, Βασίλι Καπνίστ, με καταγωγή από την Ζάκυνθο, Ραγιέφσκι, Βασίλι Τουμάνσκι, Φιόντορ Γκλίνκα, Κόνρατ Ριλέγιεφ, ο Ουκρανός Όρεστ Σόμοφ, Βασίλι Γκριγκόριεφ, Ιβάν Κοζλόφ.
Το πλήθος τόσο σημαντικών ποιητών που ύμνησαν με πάθος τον αγώνα ανεξαρτησίας των Ελλήνων καταδεικνύει το εύρος των φιλελληνικών διαθέσεων που αναπτύχθηκε στην ρωσική κοινωνία.
Ο Αλέξανδρος, υπό την πίεση της κοινής γνώμης, καθώς και από την ενεργότερη βρετανική ανάμειξη στα ελληνικά πράγματα και την τεράστια οικονομική ζημία για το ρωσικό εμπόριο από τον ελληνο-τουρκικό πόλεμο αναγκάστηκε να κινηθεί ενεργότερα. Το 1825, ίσως, και να ήταν έτοιμος να προχωρήσει σε κήρυξη πολέμου. Σε κάθε περίπτωση τον πρόλαβε ο θάνατος. Η μετάβαση της εξουσίας στον αδελφό του Νικόλαο, μετά την παραίτηση του δευτερότοκου Κωνσταντίνου, αποτέλεσε και την αφορμή της αποτυχημένης, εξέγερσης των Δεκεμβριστών.
Ο Νικόλαος, αν και ο ίδιος σφοδρός πολέμιος κάθε επαναστατικής κίνησης, κι ενώ ακόμη συνεχιζόταν η αναστάτωση και η αβεβαιότητα για το εύρος του κινήματος των δεκεμβριστών, πήρε αμέσως πρωτοβουλία για ενεργότερη εμπλοκή της Ρωσίας στην ελληνική υπόθεση. Τη δεύτερη κιόλας ημέρα από την ενθρόνισή του έδωσε τη συγκατάθεσή του για διαπραγματεύσεις με την Αγγλία σχετικά με το ανατολικό ζήτημα. Στις 17 Μαρτίου 1826, επιδόθηκε στην Πύλη τελεσίγραφο με τις ρωσικές αξιώσεις και εν συνεχεία υπογράφηκε το «πρωτόκολλο της Πετρούπολης». Αναμφίβολα, η αποφασιστικότητα του τσάρου, που τον οδήγησε στην αποστολή της ναυτικής μοίρας στην Ελλάδα, και εν συνεχεία στην κήρυξη του, καταλυτικού για την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους, ρωσο-τουρκικού πολέμου του 1828-1829, εκπορεύθηκε και από την επιθυμία εκτόνωσης της έντονης εσωτερικής πίεσης, με μια επιχείρηση που είχε καθολική αποδοχή από την ρωσική κοινωνία και πρωτίστως από το στράτευμα, και ως εκ τούτου θα του στερέωνε το κύρος της εξουσίας του.