Αρχική » Επίσκεψη Ν. Δένδια στο Ερεβάν: Επικρίσεις και Επισημάνσεις

Επίσκεψη Ν. Δένδια στο Ερεβάν: Επικρίσεις και Επισημάνσεις

από Άρδην - Ρήξη

του Ιωάννη Σ. Λάμπρου

Ο δημοσιογράφος  Γιώργος Παπαχρήστος, στο φύλο των Νέων της Τετάρτης 11 Νοεμβρίου επιτίμησε τον υπουργό Εξωτερικών για τη μετάβασή του στο Ερεβάν, στις 16 Οκτωβρίου, μεσούντος του πολέμου στο Αρτσάχ/Ναγκόρνο Κάραμπαχ αναφέροντας πως επρόκειτο για μια «μεγαλοπρεπή ήττα σε διπλωματικό επίπεδο» εφ’ όσον η Αθήνα έλαβε το μέρος της ηττηθείσης Αρμενίας.[1] Η συμβατική, ίσως, σοφία πίσω από αυτή τη θέση, είναι ότι δεν έπρεπε η Αθήνα –αντιμέτωπη άλλωστε με πολλαπλές κρίσεις (πανδημία, οικονομία, τουρκική αναθεωρητική πολιτική)– εμμέσως να παράσχει διπλωματική στήριξη στο Ερεβάν, ιδιαίτερα εξαιτίας και του κοινού αγωγού ΤΑP με το Μπακού. Η έμφαση δε στην ήττα της Αρμενίας υπονοεί πως η Αθήνα έπρεπε να περιμένει, σαν το τσακάλι στη γωνία, την τελική έκβαση τασσόμενη με τον νικητή όποιος και αν είναι. Μια εξωτερική πολιτική κυνική, χωρίς συνοχή, μιας και η στάση των Αθηνών θα καθορίζεται κάθε φορά από την ταύτιση με τον νικητή αδυνατώντας να συγκροτήσει σταθερό πλέγμα συμμαχιών χάνοντας κάθε ίχνος αξιοπιστίας έναντι τρίτων.

Η παραπάνω προσέγγιση περί «μεγαλοπρεπούς διπλωματικής ήττας» του κ. Παπαχρήστου είναι άστοχη και αφελής. Δεν λαμβάνει υπ’ όψιν ότι  η τελική επικράτηση του Μπακού ενισχύει και το «αδελφικό κράτος» της Τουρκίας και συνεπώς αποτελεί κέρδος της Άγκυρας η αυξημένη επιρροή της οποίας φυσικά και θα χρησιμοποιηθεί  υπέρ της επίτευξης των σχεδιασμών της σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Λαμβάνοντας, επίσης υπ’ όψιν και τα ιστορικά βιώματα αμφότερων από τον ίδιο θύτη καθίσταται αυτονόητη η οποιαδήποτε πράξη συμπαράστασης υπέρ του Ερεβάν (έστω και με τη μορφή μιας επίσκεψης). Πόσο δε μάλλον εφ’ όσον είχε προηγηθεί η δημόσια δήλωση του Αζέρου Προέδρου –κατά τη διάρκεια παράδοσης διαπιστευτηρίων του Έλληνα πρέσβη– περί  πλήρους ταύτισης με την τουρκική πλευρά στο σύνολο των διμερών ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Η έννοια του συμμάχου δεν πρέπει να προσεγγίζεται μονοσήμαντα με συμβατικούς όρους μέσω, επί παραδείγματι, της κοινής συμμετοχής  σε διεθνείς οργανισμούς αλλά επίσης, και ίσως κυρίως, υπό την ιστορική διάσταση. Σύμμαχος υπό την έννοια των κοινών ιστορικών βιωμάτων και κοινών πολιτισμικών στοιχείων αλλά, ταυτόχρονα όπως τονίστηκε, και κοινής υπαρξιακής απειλής. Σύμμαχος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο οποίος δεν μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά την Αθήνα σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης αλλά η ύπαρξη (και ενίσχυση) της κρατικής υπόστασης του οποίου ενισχύει τα ερείσματα της χώρας διεθνώς. Όπως άλλωστε είναι επιβοηθητική προάσπισης των συμφερόντων των Αθηνών και η στήριξη του Βελιγραδίου απέναντι στον αλβανικό αναθεωρητισμό και η απόρριψη ακραίων αντιρωσικών στάσεων σε χώρες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, μη λησμονώντας φυσικά τις ιστορικές διαφορές αλλά και τις αποκλίνουσες πολιτικές με τις προαναφερόμενες χώρες, ιδιαίτερα την κυνική στάση της Μόσχας τόσο στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, όσο και τη συνεργασία με την  Άγκυρα.

Φυσικά στην περίπτωση του Αρτσάχ/Ναγκόρνο Κάραμπαχ υπάρχουν πολλές διαστάσεις τις οποίες δεν γνωρίζει η ελλαδική κοινή γνώμη καθώς και ενδεχόμενα λάθη και παραλείψεις του Ερεβάν στη διαχείριση του διαπραγματευτικού πλαισίου.[2] Οι παραλληλισμοί που πολλοί καταγράφουν μεταξύ της Ελλάδος και της πρόσφατης σύρραξης μπορεί να διαφέρουν στα επιμέρους (διαφορετική γεωγραφική περιοχή, γεωγραφική εγγύτητα στη Ρωσία, διαφορετικές στρατιωτικές δυνατότητες μεταξύ Ελλάδος και Αρμενίας) αλλά δεν μεταβάλλεται η αρχική διαχρονική διαπίστωση της κοινή απειλής  Ερεβάν-Αθηνών από την Τουρκία. Η τουρκική απειλή πρέπει να προσεγγίζεται στην ολότητά της μη περιοριζόμενη στη συμβατική στρατιωτική απειλή.

 Μια Ελλάδα με μεγαλύτερα οικονομικά και πολιτικά περιθώρια (ιδιαίτερα την προ 2009 περίοδο) οφείλει να αναπτύξει στενότατους δεσμούς (οικονομικούς, στρατιωτικούς ή άλλους) με το σύνολο των χωρών, λαών, συλλογικοτήτων οι οποίες έχουν την Άγκυρα απέναντι. Έτσι πράττει η Άγκυρα, ανάλογα οφείλει να κινηθεί και η Αθήνα. Σοφά λοιπόν έπραξε ο υπουργός των Εξωτερικών και επισκέφθηκε την Αρμενία. Μεγαλύτερη ανάμειξη η Αθήνα δεν μπορούσε να έχει. Θα έπρεπε, όμως, γνωρίζοντας τις συνέπειες της σύγκρουσης και της εκπεφρασμένης πολιτικής της Άγκυρας, να καταβληθεί προσπάθεια παροχής συστηματικής στρατιωτικής βοήθειας στο Ερεβάν, αναλόγως των δυνατοτήτων μας, από τούδε και στο εξής. Παραπλήσιες σκέψεις με το άρθρο των Νέων, αν και σε διαφορετικό πλαίσιο καθότι στην Κυπριακή Δημοκρατία διαβιούν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, έχουν ακουστεί κατά καιρούς και σε σχέση με την εμπλοκή των Αθηνών στο κυπριακό ζήτημα. Η Κυπριακή Δημοκρατία, υποστηρίζεται, συνιστά ανεξάρτητο κράτος. Η Αθήνα, επισημαίνεται, σπαταλά πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο με τη συνεχή ενασχόλησή της. Με περιφρόνηση και ειρωνεία αντιμετωπίζεται δε κάθε σκέψη ενίσχυσης των ερεισμάτων στον ιστορικό μας περίγυρο (ορθόδοξοι Συρίας, Λιβάνου επί παραδείγματι). Η συμβατική σκέψη θέλει την Αθήνα περιορισμένη στην ελλαδική επικράτεια. Λησμονείται πως μια χώρα ενισχύεται στα μάτια τρίτων όταν ενεργά προασπίζει συμφέροντα φίλων και συμμάχων.

Ήταν λοιπόν ασήμαντη και αχρείαστη η επίσκεψη στο Ερεβάν; Δεν προσέφερε χρήματα και όπλα στους Αρμένιους και για αυτό η αντίδραση του δημοσιογράφου είναι υπερβολική. Επανεπιβεβαίωσε, όμως, έστω και έτσι την διαχρονική συμπόρευση δύο ιστορικών εθνών. Συμπόρευση η οποία πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού μέχρι να δημιουργηθούν οι κατάλληλές συνθήκες πιο ουσιαστικής σύμπραξης.


[1] Στήλη  «Στίγμα», Τα Νέα, Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020, σελ. 5.

[2] Ενδεικτικά αναφέρεται κείμενο επικριτικό της αρμενικής στάσης, Cornell, Svante E. «How Did Armenia So Badly Miscalculate Its War with Azerbaijan? »The National Interest. Διαθέσιμο εδώ, https://nationalinterest.org/feature/how-did-armenia-so-badly-miscalculate-its-war-azerbaijan-172583.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ