Του Ιωάννη Σαΐνη από το Άρδην τ. 118
Ξύπνησα από τη μίζα μιας ψαρόβαρκας, ένα σύντομο μαρσάρισμα και το τετίγισμα της μηχανής. Δυνατό στην αρχή, ασθενές κατόπιν. Ο ρυθμός της δίχρονης μηχανής άρχισε να με νανουρίζει ξανά. Και τότε ένιωσα τη μύγα στην πλάτη, μετά στο πόδι. Γύρισα ανάσκελα. Αναιδώς άρχισε να φέρνει βόλτες στην κοιλιά. Σκεπάστηκα με το μυρωδάτο σεντόνι της μάνας. Αιωνία της η μνήμη! Ίδρωσα. Το πέταξα. Δίπλα μου, στρωματσάδα στη σειρά κοιμόνταν, αδερφός και ξάδερφος. Ο αδερφός αδύνατος και μικρούλης. Ο ξάδερφος θηριώδης στα μάτια μου, αγνός σα σαπούνι Μασσαλίας, ήρεμος στον πρωινό του ύπνο, όπως και στον ξύπνιο του. Αιωνία αυτού του η μνήμη!! Το φως έπεφτε σε δέσμες μέσα από τις γρίλιες. Η σκόνη χόρευε νωχελικά σε κάθε δέσμη φωτός. Εξαφανιζόταν περνώντας στον σκοτεινό χώρο και τσουπ επανεμφανιζόταν στην επόμενη δέσμη. Να ήταν οι ίδιοι κόκκοι σκόνης ή κάποιοι άλλοι που από το πουθενά έκαναν αισθητή την παρουσία τους; Κάτω από το προσκεφάλι, ένα βιβλίο με χοντρό δέσιμο και υπέροχη μυρωδιά. Δώρο του πατέρα. Το φυλλομέτρησα νωχελικά, τρίβοντας τις τσίμπλες στα μάτια. Πυκνογραμμένο και με ζωγραφιές που θύμιζαν εικόνες εκκλησιαστικές. Αλλά τα θέματα και οι ιστορίες κάθε άλλο παρά εκκλησιαστικά. Ιστορίες για καράβια που χάθηκαν, για πειρατές και τυχοδιώκτες, για μπουκανιέρους και φλιμπουστιέρους, για εξερευνητές και κονκισταδόρες, για ξένους τόπους μακρινούς και αφιλόξενους.
Το πήρα αγκαλιά και βγήκα στο μπαλκόνι. Το πρωινό αεράκι δροσερό. Ανατρίχιασα. Η θάλασσα γαλήνια και απέραντη. Απέναντι ο Όλυμπος αναδύονταν μέσα από την πρωινή πυκνή θαλασσινή υγρασία. Μπροστά μου, σε απόσταση αναπνοής, ο «Λόφος», ένας γήλοφος, προφανώς τεχνητός, στα σπλάγχνα του οποίου βρέθηκε ελληνιστικός Τάφος. Και το άγαλμα μιας Κόρης, που παρά τη θέλησή της μετακόμισε πριν χρόνια στο Μουσείο της πόλης μιας άλλης Κόρης, πιο ξακουστής αυτής. Κατάφυτος με πεύκα (Pinus halepensis) που σείονταν νωχελικά στο πρωινό αεράκι, τόσο ώστε ο ραπιζόμενος από τις πευκοβελόνες αέρας να δίνει την εντύπωση πως ρέει με ταχύτητα πολλαπλάσια της πραγματικής. Πήρα βαθιές ανάσες. Στο μυαλό μου στριφογύριζαν τα λόγια του ξερακιανού παπα-Ησαΐα, «Τώρα μας προσέχει μια άλλη Κόρη, Οσία αυτή. Αν και αυτή βρίσκεται επίσης μακριά. Πέρα στη Ρουμανία, στο Ιάσιο!»
Ξύπνησα τον αδερφό. Ο ξάδερφος δεν μας έπαιζε στις ολοήμερες εξερευνήσεις.
Στην κουζίνα η μάνα είχε αρχίσει να μαγειρεύει. Το τσιγαριστό κρεμμύδι γροθιά στη μύτη και στο στομάχι. Ρουφήξαμε το γάλα στα σβέλτα σφαλίζοντας τη μύτη με χέρι. Ρίξαμε τις πετσέτες στον ώμο. Ο αδερφός πήρε παραμάσχαλα ένα καρπούζι (Citrullus lanatus) πράσινο, «ντόπιο», μέγεθος πεπονιού. Του φόρτωσα και το βιβλίο. Αγκάλιασα το ταψί με τα γεμιστά, έβαλα το τάλιρο στη τσέπη από το μαγιό, δίπλα από τα αχαμνά και κινήσαμε. Οι καφέ πλαστικές σαγιονάρες πήραν φωτιά στο δρόμο για το φούρνο του χωριού. Αμίλητοι, με το κεφάλι σκυμμένο και βιαστικοί, μέχρι να παραδώσουμε τα γεμιστά για ψήσιμο. Πλήρωσα, βγάζοντας το τάλιρο επιδέξια δίπλα από τα αχαμνά και μετά στραφήκαμε ξανά προς τα πίσω. Διασχίσαμε το χωριό για δεύτερη φορά και αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε. Το καρπούζι άλλαζε χέρια, όπως και το βιβλίο σε όλη τη διαδρομή. Ο χωματόδρομος σκληρός, ξερός και σκονισμένος. Οι καφέ σαγιονάρες κάτασπρες από τη σκόνη. Ο ιδρώτας έσταζε από παντού, αλλά η λαχτάρα της επαφής με το νερό μετρίαζε την ταλαιπωρία. Περάσαμε δυο, τρεις, τέσσερις παραλίες με ομαλή πρόσβαση. Μετά, το τοπίο άλλαζε. Χωμάτινοι λόφοι άρχισαν να αποκόπτουν την πρόσβαση στη θάλασσα. Καβαλήσαμε έναν από αυτούς και αρχίσαμε να χορεύουμε ανάμεσα στα αγκάθια μέχρι να βρούμε το μονοπάτι που τελικά μας οδήγησε σε μια κλειστή παραλία πλάτους λίγων μέτρων. Ήταν το καταφύγιό μας. Ο τόπος περισυλλογής, ο τόπος των παιδικών μας φαντασιώσεων. Εδώ μιλούσαμε για πειρατές και καράβια, για μάχες και θαλάσσια τέρατα, για εξερευνήσεις άγνωστων και απόμακρων τόπων. Για τον Ροβινσώνα και για το νησί των θησαυρών. Για τον Ιούλιο Βερν, τους αδερφούς Κιπ, τις 20000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα, τα τέρατα των θαλασσών.
Πού θα βρίσκαμε καλύτερο καταφύγιο να διασκεδάσουμε τους παιδικούς μας φόβους για όλα αυτά τα τρομερά και φοβερά θαλασσινά αναγνώσματα; Η αντίθεση των τρομερών ιστοριών με το τοπίο προφανής. Μα εμείς νομίζαμε πως ήμασταν ατρόμητοι, κολυμπώντας στην ακύμαντη θάλασσα, βουτώντας για κοχύλια και θαλάσσια μαμούνια, χαζεύοντας τις μουρμουρίτσες και τα σπαράκια στα βραχάκια.
Εκείνη τη μέρα όμως καταλάβαμε ότι αυτά που διαβάσαμε δεν ήταν απλώς ιστορίες, ήταν Ιστορία. Και ευτυχώς που τα διαβάσαμε εκεί, στο ευλογημένο καταφύγιό μας, στην ασφάλεια του λόφου από πάνω και της ακύμαντης θάλασσας δίπλα μας, με τη γεύση από το “ντόπιο” χλιαρό καρπούζι στο στόμα και τη μυρωδιά από τη νιβέα που άτσαλα πασαλείψαμε στην πλάτη.
«Τον καιρό που ξεσκέπασε ο Κολόμπος τον Καινούργιο Κόσμο, λέγανε πως βρισκότανε στην Αμερική ένας τόπος γεμάτος χρυσάφι, που λεγότανε Ελντοράντο. Πλήθος αμέτρητοι τυχοδιώκτες πηγαίνανε εθελοντές στα σπανιόλικα καράβια….
Ανάμεσα σ’ αυτούς ήτανε και ένας Κρητικός λεγόμενος Πέτρος, που τον γράφουνε οι ιστορίες εκείνου του καιρού Pedro di Candia.
… Απ’ ό,τι είναι γραμμένο, ο Πέτρος βρέθηκε ανάμεσα στους στρατιώτες που ‘χε μαζέψει ο διαβόητος καπετάν Πιζάρρος, που έκανε την εκστρατεία στο Περού…..
Σχεδιάσανε λοιπόν να κυριέψουνε το Περού, που ήτανε η πηγή του χρυσαφιού…
Είναι μεγάλη ιστορία πώς φτάσανε οι Σπανιόλοι ως την Καχαμάρκα, που καθότανε ο Αταχουάλπας…
Δέκα χιλιάδες Περουβιάνοι με σφεντόνες είχανε παραταχθεί μπροστά. Από πίσω στεκότανε ατέλειωτος στρατός, που έπιανε πολλά χιλιόμετρα….
Ο «ατρόμητος» Πέτρος Κρητικός, όπως τον γράφει ο παλιός Σπανιόλος ιστορικός, είχε στη διαταγή του τους αρκεμπουζιέρους με τα τρομπόνια τους… έπιασε ένα πόστο σ’ ένα ψηλό μέρος, κι από κει κοίταζε τι κάνανε οι Περουβιάνοι στρατιώτες.
Είχανε συμφωνήσει, μόλις θα έφτανε στην πλατεία ο Αταχουάλπας, μ’ ένα σινιάλο του Φραγκίσκου Πιζάρρου με τις τρομπέτες, ο Πέτρος θα ‘δινε το σύνθημα ν’ αρχίσει ο πόλεμος…
Τότες ένας καλόγερος Δομινικανός προχώρησε με τον σταυρό στο χέρι κι άρχισε να ξορκίζει τον Ίνκα να γίνει χριστιανός… Ο Αταχουάλπας θύμωσε και άρχισε να βρίζει τους Σπανιόλους, για τα κακά που είχανε κάνει στους δικούς του.
Κείνη τη στιγμή δόθηκε το σύνθημα. Οι Σπανιόλοι ορμήσανε στην πλατεία, ενώ οι τρουμπέτες φωνάζανε και τ’ αρκεμπούζια βροντούσανε. Οι Περουβιάνοι τα χάσανε και θαρρούσανε πως άνοιξε η Κόλαση να τους καταπιεί. Παραλύσανε.
…Τότε πια οι Περουβιάνοι γινήκανε μαλλιά-κουβάρια και σκορπίσανε, κυνηγημένοι από τη καβαλαρία….
Ο πόλεμος είχε τελειώσει… Το μέγα βασίλειο των Ίνκας, που είχε βαστάξει τόσους αιώνες, είχε καταλυθεί μέσα σε λίγη ώρα…
…Η Κρήτη που γέννησε τόσους μεγάλους άντρες, γέννησε και τον Πέτρο… που ηύρε το θυσιαστήριο που λατρεύανε τον Ήλιο. Ξεσκέπασε την κρυφή φλέβα του χρυσαφιού, κι έκανε μεγάλο κακό, γιατί οι άνθρωποι πέσανε σαν τρελοί για να πιούνε από κείνη τη χρυσή βρύση του διαβόλου. Μα ο Χάρος τους έγραψε όλους στο βιβλίο του. Ο ίδιος ο Πέτρος δεν εβγήκε από τον λαβύρινθο. Τον έφαγε ο Μινώταυρος».
Η μάχη, όπως μάθαμε αργότερα, ήταν κοσμοϊστορική. Ανέδειξε τη σημασία, όχι μόνο της οπλικής ανωτερότητας, αλλά και της ψυχολογίας του φόβου που αυτή γεννά. Και λέγοντας οπλική ανωτερότητα δεν εννοούμε τα αρκεβούζια – άλλωστε ο Πιζάρο διέθετε δώδεκα μόνο από αυτά, που άλλοτε έριχναν και άλλοτε όχι. Όταν όμως έριχναν σκορπούσαν τον πανικό, όπως τον πανικό σκορπούσαν και τα άλογα, ένα όπλο στα χέρια (στα οπίσθια καλύτερα) μόνο των Eυρωπαίων. Για την εποχή εκείνη τουλάχιστον. Η ευρασιατική γεωγραφία είχε ευνοήσει την εξημέρωση ζώων στην Ευρώπη και την Ασία. Ζώο αντίστοιχο με το άλογο στην Αμερική δεν υπήρχε. Άτυχοι οι Ινδιάνοι εξαιτίας της Γεωγραφίας δηλαδή. Αλλά η Γεωγραφία δεν συνέβαλε μόνο στην εμφάνιση και την εξημέρωση του αλόγου. Πρόβατα και κατσίκες, μοσχάρια και βούβαλοι, όλα ευρασιατικά. Αλλά με ένα τίμημα. Αρρώστιες που περνούν από τα εξημερωμένα ζώα στον άνθρωπο. Και το θαύμα της προσαρμογής!!! Μετά από γενιές, οι ευάλωτοι εξαφανίζονται και επιβιώνουν οι «καλύτερα προσαρμοσμένοι» στην επαφή τους με τα ζώα. Αρρωσταίνουν μεν, δεν πεθαίνουν δε. Και μπορούν να μεταδίδουν τις αρρώστιες σε άλλους πληθυσμούς που δεν ήρθαν ποτέ σε επαφή με τα αντίστοιχα ζώα. Οι οποίοι με τη σειρά τους πληρώνουν βαρύ τίμημα, χωρίς κανένα κέρδος από τα ζώα αυτά, χωρίς να γευτούν το γάλα τους ή το κρέας τους, χωρίς να ντυθούν ποτέ με τα δέρματα ή το μαλλί τους.
Πώς βρέθηκε ο Αταχουάλπα στην Καχαμάρκα; Και γιατί ειδικά αυτός; Και γιατί με τόσο στρατό και όχι πολλαπλάσιο; Ο Αταχουάλπα μόλις είχε κερδίσει έναν εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος είχε αφήσει τους Ίνκας διαιρεμένους και ευάλωτους. Η αιτία του εμφυλίου ήταν η ανάπτυξη μιας επιδημίας ευλογιάς, ασθένειας ζωικής προέλευσης που μεταφέρθηκε από Ισπανούς αποίκους. Η ασθένεια εξαπλώθηκε από την Κολομβία στο Περού, πέρασε τα τείχη της βασιλικής αυλής και σκότωσε τον αυτοκράτορα των Ίνκας Καπάκ, τους περισσότερους αυλικούς και τον διάδοχο του θρόνου Νινάν Κουγιούτσι. Οι θάνατοι αυτοί έθεσαν σε τροχιά έναν αιματηρό ανταγωνισμό με τελικό νικητή τον Αταχουάλπα που στέφθηκε αυτοκράτορας σε μια αυτοκρατορία φάντασμα της προηγούμενης.
Η αλυσίδα των γεγονότων εκπληκτική. Οι μεγάλες ευρασιατικές εκτάσεις έδωσαν την ευκαιρία για την εμφάνιση πολλών ζώων που κατά τύχη εξημερώθηκαν, μεταδίδοντας τις ασθένειές τους στους Ευρωπαίους που προσαρμόστηκαν μετά από χιλιάδες χρόνια επαφής με αυτά, οι οποίοι Ευρωπαίοι μέσα στην απληστία τους αποφάσισαν να εξαπλωθούν σε νέες χώρες στις οποίες μετέδωσαν τις ασθένειές τους, κατακρεούργησαν με τα όπλα τους και επιβλήθηκαν με την ανώτερη τεχνική τους.
Κοίταξα τον αδερφό στο πρόσωπο. Πιο ανοικτόχρωμος από εμένα, είχε αρχίσει να τσουρουφλίζεται από τον Ήλιο. Η μύτη ροδαλή και τα μάτια κατακόκκινα από το αλάτι και την αντηλιά. Πάντα όμως με την απορία. Μα τόσο πολύ φοβήθηκαν τα άλογα και τα αρκεβούζια οι Ιντιάνοι; Και ο δικός μας, ε; Παλικάρι! Τους έδειξε και κατάλαβαν! Πότε θα φάμε;
Πετάχτηκα πάνω. Τίναξα την πετσέτα. Έκανε το ίδιο. Τις περάσαμε στον ώμο. Πήραμε στα χέρια τις πλαστικές καφέ παντόφλες και ακροβατώντας στις μύτες των ποδιών για να μην τσουρουφλιστούμε, ανεβήκαμε το μονοπάτι μέχρι να βρεθούμε σε στερεό έδαφος. Βάλαμε τις καφέ πλαστικές παντόφλες και κινήσαμε αμίλητοι για τον φούρνο. Δεν ξέρω τι σκέπτονταν ο αδερφός, τον Πέδρο τον Κρητικό, τον Αταχουάλπα ή τα γεμιστά; Στο δικό μου κεφάλι στριφογύριζε ξανά και ξανά η ίδια παράγραφος: «Ξεσκέπασε την κρυφή φλέβα του χρυσαφιού, κι έκανε μεγάλο κακό, γιατί οι άνθρωποι πέσανε σαν τρελοί για να πιούνε από κείνη τη χρυσή βρύση του Διαβόλου. Μα ο Χάρος τους έγραψε όλους στο βιβλίο του. Ο ίδιος ο Πέτρος δεν εβγήκε από τον λαβύρινθο».
Φλέβα χρυσαφιού… μεγάλο κακό… σαν τρελοί… χρυσή βρύση του Διαβόλου… Ο Χάρος… Ο Πέτρος δεν εβγήκε από τον Λαβύρινθο. Φλέβα χρυσαφιού… δεν εβγήκε από τον Λαβύρινθο… Χρυσάφι… κακό… τρελοί… Διάβολος…. λαβύρινθος..
Μέχρι που το στομάχι επιβλήθηκε στο κεφάλι και η λαχτάρα για τα γεμιστά με κυρίευσε. Προτιμάω την κοσμοπολίτισσα πιπεριά (Capsicum sp) από την περουβιανή ντομάτα (Solanum lycopersicum); Μπα, το ίδιο μου κάνει, αρκεί να έχει τυρί φέτα, το ιδιότυπο αυτό αλμυρό πήγμα γάλακτος ευρασιατικού προβάτου (Ovis aries) και ευρασιατικής κατσίκας (Capra aegagrus). Και φρέσκο ψωμί από μεσανατολίτικο στάρι (Triticum spp). Και το ασιατικό ρύζι (Oryza sativa) σπυρωτό. Και λάδι μεσογειακής ελιάς (Olea europaea), όσο πρέπει.
Απέναντι από τον φούρνο ο ναός της Οσίας, μια μικρή βασιλική με κόκκινα κεραμίδια.
Ασυναίσθητα άρχισα να ψιθυρίζω, με το βλέμμα καρφωμένο στα αχνιστά γεμιστά και λοξοκοιτώντας το ναό, όσα είχα ακούσει από το στόμα του ξερακιανού παπα-Ησαΐα,
Kόρη της Καλλικράτειας, Οσία Παρασκευή, Επιβατῶν τὸ καύχημα τὸ σεπτόν, καὶ βεβαία προστάτις, μὴ παύσῃ θερμῶς Χριστῷ τῷ Θεῷ, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσα, εσύ που ξέρεις από καράβια και θάλασσα και χαμό και σκοτωμούς και αίματα και πείνα και δίψα. Μεγάλη η χάρη σου!
Σημείωση: Το κείμενο σε εισαγωγικά είναι από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, Αδάμαστες Ψυχές, των εκδόσεων Αστήρ. Για μια πιο ενδελεχή πραγμάτευση της υπεροχής των Ευρωπαίων έναντι των Ινδιάνων της Αμερικής με βάση τη Γεωγραφία, δες το βιβλίο Όπλα, Μικρόβια και Ατσάλι του Jared Diamond, από τις εκδόσεις Κάτοπτρο.