του O. Paz, από το Άρδην τ. 13, Απρίλιος-Μάιος 1998
Εις μνήμην του θανάτου του, δημοσιεύουμε ποίημα που έγραψε ο Octavio Paz για το θάνατο του φίλου του Κώστα Παπαϊωάννου, σε ανάμνηση της πρώτης τους συνάντησης το 1946 στο Παρίσι, όπου μόλις είχε φτάσει ο εικοσάχρονος Έλληνας. Ο Octavio Paz συμμεριζόταν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικοφιλοσοφικές απόψεις του Παπαϊωάννου και μπόρεσε να ανακαλύψει το «δαιμόνιο» του εικοσάχρονου Έλληνα. Το ποίημα το αφιέρωσε στη γυναίκα και στην κόρη του συγγραφέα. Τη μετάφραση έκανε από τα ισπανικά, σε αντιπαραβολή με τη γαλλική μετάφραση του Claude Roy, ο Γιώργος Καραμπελιάς.
Στη Νίτσα και τη Ρεία
In this monody the author bewails a learned friend unfortunately drowned in his passage from Chester on the Irish Seas, 1637. And by occasion foretells the ruin of our corrupted clergy.
John Milton, Lycidas, 1638
Ήμουν τριάντα χρόνων, ερχόμουν από την Αμερική και αναζητούσα το αυγό του Φοίνικα
ανάμεσα στα σπιθίσματα του 1946
ήσουν είκοσι χρονών, ερχόσουν από την Ελλάδα, από την εξέγερση και τη φυλακή.
συναντηθήκαμε σ’ ένα καφενείο γεμάτο καπνούς,
φωνές και λογοτεχνία,
μικρή φλόγα που άναψε ο ενθουσιασμός ενάντια στο κρύο και την ανέχεια
εκείνου του Φλεβάρη,
συναντηθήκαμε και μιλήσαμε για τον Ζαπάτα και το άτι του, για την απόκρυφη μαύρη
πέτρα και κεφαλή φοράδας, με την ανάμνηση της ωραίας μάγισσας της Θεσσαλίας
που μεταμόρφωσε τον Λουκιανό σε όνο και φιλόσοφο,
το κύμα του γέλιου σου σκέπασε τις
συζητήσεις και το θόρυβο από τα κουταλάκια στα φλιτζάνια
ακούστηκε ένας αχός από ασπρόμαυρες κατσίκες που σκαρφάλωναν με βιάση έναν τόπο με καμένους λόφους,
το διπλανό ζευγάρι έπαψε να σιγοψιθυρίζει και έμεινε μετέωρο με το βλέμμα αδειανό σα να ξεγυμνώθηκε η πραγματικότητα και να μην υπήρχε τίποτε άλλο παρά η σιωπηλή τροχιά των ατόμων και των μορίων,
ακούστηκε ένα πετάρισμα πάνω στο ασπρογάλανο κύμα
ένα αχτιδοβόλημα του ήλιου πάνω στους βράχους, ακούσαμε τον ήχο των βημάτων των πλανώμενων υδάτων πάνω στις λείες πέτρες, χρώμα καμινιού,
είδαμε μια πεταλούδα να στέκεται πάνω στο κεφάλι της γυναίκας του ταμείου, να ανοίγει τα φλεγόμενα φτερά της και να σκορπίζεται σε ανταύγειες,
αγγίξαμε τις σκέψεις που κάναμε και είδαμε τα λόγια που ξεστομίζαμε,
κι ύστερα επέστρεψε ο θόρυβος από τα κουταλάκια,
δυνάμωσαν τα μουρμουρητά και το πηγαινέλα των ανθρώπων
αλλά εσύ στεκόσουν στο χείλος του γκρεμού, ένα πλατύ χαμόγελο έμοιαζε ο κόλπος,
και εκεί πάνω ειρήνευαν μεταξύ τους το φως κι ο άνεμος: η Ψυχή φύσαγε πάνω στο μέτωπο σου.
Δεν ήσουν ο Λυκίδας και δεν πνίγηκες σ’ ένα ναυάγιο στο πέλαγος της Ιρλανδίας,
ήσουν ο Κώστας Παπαϊωάννου, ένας οικουμενικός
Έλληνας του Παρισιού, με το να πόδι στη Βακτριανή και το άλλο στους Δελφούς,
και γι’ αυτό γράφω αυτούς τους στίχους στη μνήμη
σου στον ακανόνιστο ρυθμό της συστολής και της διαστολής,
προσωδία της καρδιάς που κάνει σύντομες τις μεγάλες συλλαβές και μεγάλες τις σύντομες, στίχοι μεγάλοι και μικροί σαν τα βήματά σου από το Pont Neuf ως τον Δέοντα του Belfort καθώς απήγγειλες το ποίημα του Πρόκλου,
στίχοι για να ακολουθήσουμε πάνω σ’ αυτήν τη σελίδα
τα ίχνη των λόγων σου που είναι ερίφια, που είναι μαινάδες
που αναπηδούν στο φως της σελήνης σε μια πεδιάδα
από πέτρες και κρυστάλλους που οι ίδιοι έχουν επινοήσει,
και ενώ εσύ μιλάς για τον Μαρξ και τον Θεόκριτο και γελάς και τις βλέπεις να χορεύουν ανάμεσα στα βιβλία και τα χαρτιά σου
– είναι καλοκαίρι και βρισκόμαστε σε ένα atelier που βλέπει, σ’ ένα κηπάριο του αδιεξόδου της Daguerre, από την κληματαριά κρέμονται τσαμπιά σταφύλια, συμπυκνώσεις της νύχτας: μέσα τους κοιμάται μια φωτιά,
πυρακτωμένοι θησαυροί, άραγε είναι ίδιοι μ’ αυτούς που είδε και
άγγιξε ο Νερβάλ μέσα στο χρυσάφι των θείων βοστρύχων;
ο χειμαρρώδης λόγος σου προχωράει ανάμεσα σε οβελίσκους και σπασμένες αψίδες, ακρωτηριασμένα 5 επιγράμματα, κοιμητήρια ονομάτων,
ανοίγεις μια μεγάλη παρένθεση όπου φλέγονται
και
Η!3Μ·Ι^·Β·η··Ε(·····^···Μ
λάμπουν νοητικά αρχιπελάγη και δίχως να την κλείσεις συνεχίζεις,
ακολουθείς μια ιδέα, διαιρείσαι σε μαιάνδρους, ακινητοποιείσαι σε κόλπους και δέλτα, η ιδέα σου έχει γίνει πέτρα
την περιτριγυρίζεις, οπισθοχωρείς, λεπταίνεις
σαν
μια λεπτή κλωστή ψυχρής βελόνας, τη διαπερνάς
και εισχωρείς -όχι, δεν μπαίνεις ούτε βγαίνεις,
δεν
υπάρχει μέσα και έξω, μόνο ο χρόνος χωρίς θύρες και συ σταματάς και κοιτάζεις σιωπηλός τους θεούς
της ιστορίας: ερίφια, μαινάδες και λόγια διαλύονται.
Πήγες στην Ινδία, από όπου ήρθε ο Διόνυσος και όπου έγινε βασιλιάς ο στρατηγός Μένανδρος, που Μιλίντα τον λένε εκεί κάτω,
και σαν το βασιλιά έμεινες έκθαμβος που οι διαφορές ανάμεσα στο Ένα και το Κενό καταλήγουν στην ταυτότητα,
και ήταν μεγαλύτερος ο θαυμασμός -γιατί το δαιμόνιο
σου ξεδιψούσε όχι μόνο με το φως των ιδεών αλλά και στην πηγή των μορφών-
βλέποντας στο Μαχαμπαλιπουράμ μια έφηβη να βαδίζει απόδετη πάνω στο μαύρο χώμα, το φόρεμά της ένα αστραποβόλημα,
και είπες: Α, η ομορφιά όπως την εποχή του Περικλή! γέλασες και η Μαρί Χοσέ και ‘γω γελάσαμε μαζί σου
και μαζί με μας τους τρεις γελούσαν όλοι οι Θεο: και οι ήρωες της Μαχαμπαράτα και όλοι οι Μποντισάτβα των σούτρα,
παράφορα έθνη αυλάκωναν το στερέωμα μια φυλή κορακιών και, πράσινη ομοβροντία, ένα σμήνος παπαγάλων,
ο ήλιος έπεφτε και μέχρι την πέτρα του ειδώλου
και
τον αφρό της θάλασσας απλωνόταν ο ρόδινος κραδασμός,
μια άλλη νύχτα, στο περιαύλιο του μικρού ξενοδοχείου
τού Tnchi, ενώ κερνούσες whiskey το έκπληκτο γκαρσόνι που μας σερβίριζε.
Υπάρχουν πόρτες; Υπάρχει η γη και μέσα μας γ. γη γίνεται χρόνος και ο χρόνος μέσα μας διαλογίζεται και θάβεται
αλλά -δείχνοντας τους βαβυλωνιακούς αστερισμούς- μπορούμε να κοιτάξουμε αυτόν τον κόσμο και τους άλλους και να αγαλλιάσουμε, η θέαση ανοίγει άλλες θύρες: είναι
μια μεταμόρφωση, μια συμφιλίωση,
και έτσι μπορούμε να γελάμε με τους δράκοντες
και
να χαμογελάμε μπροστά στο άδικο με το χαμόγελο του Πύρρωνα
ή με εκείνο του Χριστού
είναι διαφορετικοί αλλά το χαμόγελο είναι ίδιο, υπάρχουν αόρατοι διάδρομοι ανάμεσα στην αμφιβολία και την πίστη,
ελευθερία είναι να πεις για πάντα, όταν λέμε τώρα, είναι ένας όρκος και η τέχνη του διάφανου αινίγματος:
είναι το χαμόγελο -είναι η απελευθέρωση για τον φυλακισμένο και
να πεις όχι στο τερατώδες, ναι στον ήλιο εκείνης της στιγμής, η ελευθερία είναι,
-δεν ολοκλήρωσες, χαμογέλασες πίνοντας το ποτήρι
με το whiskey. Το νερό της αυγής εξαφάνισε τους αστερισμούς.
Ο άνθρωπος είναι τα οράματά του, ένα βράδυ, μετά την καταιγίδα, είδες ή ονειρεύτηκες ή επινόησες, το ίδιο κάνει,
το ζενιθιακό φως, χείμαρρος ακίνητος
ανέγγιχτος και σιωπηλός
να πέφτει πάνω στη διπλή κορυφή του Παρνασσού δέντρα, πέτρες και φυτά πλημμυρισμένα στο υγρό φως, το νερό άστραφτε και μπορούσες να αγγίξεις τον αέρα, σώμα δίχως σώμα,
τα στοιχεία και τα πράγματα υπάκουαν στο ήρεμο φως και αναπαύονταν στον εαυτό τους, ευχαριστημένα να είναι αυτό που ήταν,
σιγά-σιγά πρόβαλλαν από τα κρησφύγετα και τις φωλιές τους οι ταύροι και οι γελάδες, οι κατσίκες, τα φίδια, οι σκύλοι,
κατέβηκε το σπουργίτι, ο αετός και η τσίχλα, έφτασαν τα άλογα, τα γαϊδούρια, ο αγριόχοιρος, ο γάτος και ο λύγκας,
και όλα μαζί, τα άγρια ζώα μαζί μ’ εκείνα που εξημέρωσε ο άνθρωπος, σε ένα κύκλο ειρηνικό έπιναν το νερό της βροχής.
Κώστα, στις παγωμένες στάχτες της Ευρώπης δεν συνάντησα το αυγό της ανάστασης,
συνάντησα, στα πόδια της άσπλαχνης Χίμαιρας βουτηγμένης στο αίμα, το γέλιο σου της συμφιλίωσης.
Μεξικό, 29 Ιανουαρίου 1982