Αρχική » Συνέλευση στη Φερράρα (διήγημα)

Συνέλευση στη Φερράρα (διήγημα)

από Γιώργος Παπαγιαννόπουλος

του Γ. Παπαγιαννόπουλου, από το Άρδην τ. 16, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1998

Η μεν ιστορία είναι φανταστική, τα δε πρόσωπα υπαρκτά

Η αίθουσα ήταν μακρόστενη. Παρ’ όλο ότι επρόκειτο για χώρο ευρύχωρο, με το που εμπαινες, είχες την αίσθηση ενός ευμεγέθους παραλληλόγραμμου. Ενα μακρυνάρι ατέλειωτο, που διασχίζονταν από τρεις διαδρόμους, έναν άκρα αριστερά, έναν άκρα δεξιά και έναν λίγο πιο ευρύχωρο στη μέση. Δεξιά και αριστερά του κεντρικού διαδρόμου καρέκλες τοποθετημένες σε σειρές, η μία πίσω από την άλλη, ορθογω-νισμένες, που πατούσαν όλες πάνω σ’ ένα φθαρμένο κόκκινο χαλί. Ή μήπως ήταν μοκέπα;

Το μόνο που έσπαγε την κυριαρχία των καρεκλών ήταν ο ενδιάμεσος διάδρομος, αυτός που χώριζε τον χώρο στα δύο λες κι ήθελε να ξεχωρίσει τους αμνούς από τα ερίφια. Η δε κατάληξή του ήταν στην ξύλινη έδρα που ορθώνονταν στο βάθος της αιθούσης. Η ξύλινη εδρα που δέσποζε από μακρυά, που ορθωνόταν απειλητικά όσο πλησίαζες, η έδρα επί της οποίας ή μάλλον πίσω από την οποία κάθονταν οι κυρίαρχοι, οι εξουσιαστές της όποιας εφήμερης διαδικασίας: το Προεδρείο.

Μια έδρα γυμνή και απομονωμένη, ξεχασμένη στη μέση του πουθενά. Κι από πάνω της ένας πολυέλαιος. Ένας παλαιομοδίτης κρυστάλλινος πολυέλαιος, πολυκαιρίτης, κρέμονταν σβηστός πάνω απ’ τα κεφάλια τους, άπλωνε την σκονισμένη γυαλάδα του παντού. Προϊόν μιας άλλης εποχής, θα’ χε ξεχαστεί προφανώς απ’ το πλούσιο αφεντικό του κατά την τελευταία του μετακόμιση, πριν εγκαταλείψει αυτόν τον χώρο που ποιός ξέρει τι χρήση είχε προηγούμενα.

Μια έδρα που μπορούσε να μεταμορφωθεί, να γίνει πανίσχυρη όταν εμφανιζόταν ο μαέστρος: το Προεδρείο, σκεφτόμουν εισερχόμενος.

Το Προεδρείο που αποτελείτο κάθε φορά από άλλα πρόσωπα, ανάλογα με την προέλευση των παρευρισκομένων ή το θέμα. Αυτοί που συγκέντρωναν την συμπαράσταση ή το μίσος των εντός της αιθούσης, ανάλογα με την τοποθέτησή τους. Και πάντως, πάντα σε ένα ρόλο δύσκολο: αυτόν της διεκπεραίωσης μιας συνέλευσης που κανονικά είχε αρχή, μέση και τέλος και όπου, ιδιαίτερα το τελευταίο, φάνταζε όλο και πιο δύσκολο, αφού έπρεπε να συγκεράσει συνήθως τελείως αντικρουόμενες απόψεις που δεν συναντιόνταν πουθενά.

Τις τελευταίες δεκαετίες βέβαια, είχε συντελεσθεί μια σημαντική αλλαγή, είχε υπάρξει μια ουσιαστική διαφοροποίηση. Ενώ παλαιότερα στην έδρα κάθονταν “κληρονομικοί δικαιώματι” κάποιος από την ίδια αρχοντική φάρα, τώρα τουλάχιστον οι ημερήσιοι δικαιούχοι εκλέγονταν. Από όποια πλευρά να το δεις, είναι μία πρόοδος. Στο τέλος τέλος, δικαιούσαι να διαλέξεις αφεντικό βρε αδελφέ!

Αφορμή για μια Συνέλευση, μπορεί να ‘ταν ένα θέμα καυτό ή υπαρκτό ή, άλλοτε, δευτερεύον. Άλλοτε πάλι, μπορεί να γινόταν μόνο για να γίνει, “εθιμοτυπικά” ή λόγω υποχρέωσης από το καταστατικό κάποιου Συλλόγου που όμως ήταν μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για αναμετρήσεις, ευφυολογήματα, κόντρες, κενολογία, φιγουρατζίδικα εφφέ, καμάκι ή ό,τι άλλο εν πάση περιπτώσει μπορεί να σπάσει τη μονοτονία μιας ομάδας εμιγκρέδων, τυχαία ευρισκόμενης πολλές φορές για κάποιο διάστημα σε μια πόλη του εξωτερικού. Για σπουδές, για εργασία, για άσκοπο ξόδεμα της νιότης, για υπεκφυγή μπρος στην πραγματικότητα.

Κυρίαρχο ρόλο σε μια τέτοια συνέλευση είχε η διάταξη των καθισμάτων, η ποιότητά τους και κυρίως εάν μπορούσαν εύκολα να ανασηκωθούν. Γιατί κάποιες στιγμές, όταν το επιχείρημα δεν έπειθε ή όταν ο ομιλών και οι ομοϊδεάτες του ευρίσκονταν αριθμητικά στην μειοψηφία, μια ανασηκωμένη καρέκλα, έτοιμη να εκσφενδονισθεί κατά του εσωτερικού εχθρού, ήταν ένα πρόσθετο επιχείρημα στα χέρια του κρατούντος. Παρά ταύτα, ποτέ δεν μπορούσε από μόνη της να κλέψει την παράσταση. Ό,τι κι αν συνέβαινε, κυρίαρχος παρέμενε ο ρόλος του Προεδρείου, ο ασκών την εξουσία.

Γι’ αυτό άλλωστε, όλες οι παρέες πιάναν, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, τις θέσεις που θεωρούσαν προσφορότερες εντός της αιθούσης αξημέρωτα, πολύ ώρα συνήθως τριμελές Προεδρείο, έδινε αίγλη, επιρροή, αντικατόπτριζε τον συσχετισμό δυνάμεων, την συγκεκριμένη στιγμή της εκλογής. Γι’ αυτό υπήρχαν πολλοί από κάθε μεριά, παρόντες την ώρα που υπολόγιζαν ότι θα γινόταν η εκλογή, στη συνέχεια δε υπήρχε ένα σχετικό φυλλορόημα προς τα κοντινά μπαρ ή κάποια Πανεπιστημιακή Σχολή. Κανείς όμως δεν απομακρυνόταν οριστικά για τον φόβο πιθανής εμπλοκής ή πρότασης μομφής για την ανατροπή του.

Το Προεδρείο, αυτομάτως με την εκλογή του, έπαιρνε τα ηνία της Συνέλευσης και αναλάμβανε τα πάντα ως το βράδυ όπου συνήθως έκλεινε, καλώς ή κακώς, η Συνέλευση. Και ό,τι κι αν έπραττε, σπανίως γινόταν μομφή εναντίον του, σπανιώτερα δε είχε πέσει Προεδρείο κατόπιν μομφής. Ένας κολλητός μας είχε να το λέει ότι είχε ρήξει με διάφορα κόλπα Προεδρείο Γενικής Συνέλευσης και, γεμάτος κομπορρημοσύνη, γύρναγε ανάμεσα στους λοιπούς ουρλιάζοντας: “Έπεσε το Προεδρείο!”. Αυτοί λοιπόν ήταν οι άρχοντες της Ημέρας, αυτοί κάνανε κουμάντο, οι υψωμένες καμιά φορά καρέκλες το πολύ-πολύ να άνοιγαν κάποιο κεφάλι.

Κείνη την μέρα, είχα κατέβει μαζί με τον Γαργαλιάνο με το ζόρι στον σιδηροδρομικό σταθμό της Φερράρας. Ταξιδεύαμε όλη νύχτα οι δυο μας ερχόμενοι από τη Νάπολη με όνειρο να φτάσουμε στη Μπολώνια και, πηγαίνοντας στο σπίτι του Γαργαλιάνου, να κάνουμε ντους, να φάμε και να ξαπλά-ρουμε. Κακώς. Μόλις φτάσαμε αξημέρωτα στο σταθμό της Μπολώνια, μας περίμενε σύντροφος μαντατοφόρος: Το και το, πρέπει να φύγετε αμέσως για την Φερράρα, μας ειδοποίησαν οι δικοί μας ότι χρειάζονται βοήθεια στη Γενική Συνέλευση του Συλλόγου. “Τι να μας κάνουν;” αναρωτήθηκα φωναχτά. Αφού τα ίδια λέγαμε παντού. Φαίνεται ακόμη δεν θα τα ‘μαθαν…

Οι βρισιές που εξαπολύσαμε δεν βρήκαν αποδέκτη, αφού ο σύντροφος μας ήταν προετοιμασμένος για τέτοιου είδους αντιδράσεις. Καβαλήσαμε, θέλοντας και μη, το πρώτο τραίνο που πέρναγε για Φερράρα και γρήγορα βρεθήκαμε εκεί.

Μια διαβολεμένη υγρασία περόνιασε τα κορμιά μας μόλις πατήσαμε το πόδι μας στη γη. Τα κτίρια της πόλης μισοφαίνονταν, αφού ανάμεσα σε μας και σε αυτά μεσολαβούσε παχειά ομίχλη. Ξεχώριζε ένα κοκκινωπό κεραμιδί χρώμα στα πιο πολλά κτίρια, κάποιες στιγμές που η ομίχλη διαλυόταν. Αποφασίσαμε να κινηθούμε γρήγορα, να βρούμε την αίθουσα και να χωθούμε γοργά εντός της για ν’ αποφύγουμε περισσή ταλαιπωρία. Ρωτώντας σ’ ένα από τα μπαρ που ‘παιζαν οι Έλληνες φλιπεράκια κατατοπιστήκαμε για την ακριβή τοποθεσία της αίθουσας κι ανοίγοντας τον βηματισμό μας σε ένα-δύο λεπτά βρεθήκαμε εκεί.

Προσπεράσαμε αδιάφορα τα δύο στημένα τραπεζάκια στο φουαγιέ, παρ’ ότι το ένα ήταν δικό μας, και χωθήκαμε στα βαθειά.

Μια απέραντη θλίψη κυριαρχούσε, κυρίευε τον χώρο, όπως όλες τις παρόμοιες αίθουσες. Και παρ’ ότι σου καταπλάκωνε την καρδιά, εμείς αρνιόμασταν να ερμηνεύσουμε, να δούμε κατάματα αυτή την θλιβερή πραγματικότητα, μπαίνοντας μέσα όλο και βαθύτερα.

Η διαδικασία είχε αρχίσει. Το Προεδρείο είχε ήδη εκλεγεί και κα-ταέλαβε τη θέση του. Πλησιάζοντας γουρλώσαμε τα μάτια μας, δεν πιστεύαμε αυτό που βλέπαμε. Πάνω στο Προεδρείο ήταν ο Μπούμπης και ο Σκύλλας, συμπληρωνόμενοι ώς προς το τρίτο σκέλος από μια κάποια ξανθιά. Ρε συ, είχαμε βγάλει δύο στους τρεις, κι αυτοί οι άχρηστοι μας είχαν κουβαλήσει από την Μπολώνια, να κάνουμε τι;

Κάτσαμε σε μια μπροστινή σειρά, σε δυο κενά καθίσματα από αυτά που είχαν προβλεφθεί για την παράταξή μας. Ήμουν εξουθενωμένος, τσαντισμένος, σιχτίριζα την ατυχία μου που μ’ είχε καταδικάσει να βρίσκομαι σε ξένο τόπο πρωϊνιάτικα, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, αντί να ‘μαι αραχτός με τους κολλητούς ή με κάποιο θηλυκό, σε συνθήκες πιο ανθρώπινες και εν πάση περιπτώσει να φιλοσοφώ εκ του ασφαλούς, όπως τόσοι άλλοι. 0 Γαργαλιάνος πλάι μου ήταν μπα-ϊλντισμένος, αποπροσανατολισμένος, δεν ήξερε ούτε αυτός τι να κάνει. Σε μια στιγμή, τον είδα που άρχισε να κάνει νοήματα προς το ντουέτο του Προεδρείου, τους ήξερε. Αυτοί ανταποκρίθηκαν με τη σειρά τους, άρχισαν τα χαριεντή-σματα, τα γελάκια, την ανταλλαγή συνένοχων ματιών ώσπου, ξάφνου, ο Σκύλλας έβγαλε αστραπιαία κάτω από την έδρα ένα μπουκάλι και όπως ο Γαργαλιάνος ήταν καθισμένος σε κοντινή του απόσταση, ανασηκώθηκε λίγο και του το ‘δωσε! Τι ήταν; Ουίσκυ; Κρασί; Ήμαρτον, πρωϊ-πρωϊ αλκοόλ μέσα σε Γενική Συνέλευση, θα γίνουμε ξεφτίλα! Ο Γαργαλιάνος άλλαξε πρώτα χρώμα, έπειτα στάση. Μ’ αυστηρό ύφος γύρισε και του ‘πε κοφτά να το εξαφανίσει, να το καταχωνιάσει κάτω από το τραπέζι, να κάνει κάτι τέλος πάντων προκειμένου να απαλλαγεί απ’ την μποτίλια. Ο άλλος το χαβά του, δεν καταλάβαινε. Ήδη ένας κολιγιαννικός ορθόδοξος είχε αρχίσει να πλησιάζει απειλητικά και να χώνει τη μούρη του μία ανάμεσα στις κουβέντες και στα βλέμματα των δυο τους και μια στο μπουκάλι, προσπαθώντας να μαντέψει το ακριβές περιεχόμενο του. Ο Σκύλλας, ψηλός, μαυριδερός, ξερακιανός, άνθρωπος που δεν καταλάβαινε τίποτα, τον κοίταζε ήδη λοξά την ίδια στιγμή που έπινε μ’ ανασηκωμένο το μπουκάλι. Πρόλαβε κάποια στιγμή ο Μπούμπης και τον τράβηξε πίσω, αποκολλώντας τον από το στόμιο της μποτίλιας, τον έστησε πάλι ορθό πίσω από το Προεδρείο, τη στιγμή που ο ίδιος έχωσε το μπουκάλι κάτω απο την έδρα. Ανακουφίστηκα στιγμιαία. Λες να την γλυτώσαμε; Μπα. Κάθε λίγο και λιγάκι, σε τακτά χρονικά διαστήματα, ο Σκύλλας χωνόταν ξαφνικά κάτω από το Προεδρείο για λίγες στιγμές και το ίδιο ξαφνικά επανεμφανιζόταν. Προφανώς, έπινε από κάτω, για να μην τον πάρουν είδηση, αφού κάθε φορά που εμφανιζόταν στον αέρα το πρόσωπο του ήταν και πιο αναψοκοκκινισμένο, η έκφρασή του όλο και πιο ειρωνική, η αντίδραση του στη Συνέλευση παραδόξως όλο και πιο νηφάλια.

Αυτό κράτησε ώρες. Εγώ είχα ιδρώσει, ξεϊδρώσει, περίμενα πως και πως να τελειώσει τούτη η ασσεμπλέα, να τον καταβρίσω και να σηκωθώ να φύγω. Και πάνω που

στήριζα όλες μου τις ελπίδες . .α ένα καλό τέλος στον Μπουμπη. αξαφνα, εμφανίζει κι αυτός εμπρός του, πάνω στην έδρα μια φιάλη γεμάτη. Σαν να μην έφτανε αυτό. υστέρα από λίγα λεπτά την ανασήκωσε κι άρχισε να πίνει λαίμαργα, μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλω\ Αυτό ξεπερνούσε όλα τα επιτρεπτά όρια, η κατάσταση ήταν έκτος ελέγχου. Πηγαδάκια άρχισαν να σχηματίζονται σε διάφορα σημεία της αιθούσης, ενώ άλλοι απευθύνονταν με αποδοκιμασίες προς το Προεδρείο. Είχαν αποδεχθεί σιωπηλά το μεθύσι του Σκύλλα, αλλα να μεθύσει κι άλλος πήγαινε πολυ.

Οι καινουργιοφερμένοι είχαν γουρλώσει τα μάτια, δεν καταλα-βαιναν τι συνέβαινε. Κι εκεί, μπροστά στα μάτια όλων, ο Μπούμπης ευτραφής και στρογγυλοπρόσωπος, γνήσιο τέκνο του κάμπου, έπινε και έπινε, μονοκοπανιάς ό,τι βρισκόταν μπροστά του, ενώ ο Σκύλλας δίπλα του φρόντιζε για την ανανέωση των μπουκαλιών μόλις έβλεπε ότι κάποιο άδειαζε. Φαίνεται ότι ο Μπούμπης είχε τσαντιστεί που ο συνεταίρος του έπινε από το πρωί κι είχε γίνει ντέφι, γι’ αυτό φρόντιζε τώρα με μεγάλη ταχύτητα να καλύψει το μεταξύ τους κενό. Πάνω που η κατάσταση φορτίζονταν επικίνδυνα και είχαν σηκωθεί τα πρώτα χέρια ενισταμένων από την αίθουσα, προφανώς για πρόταση μομφής, ο Μπούμπης έδωσε μία προς τα πίσω, γκρεμοτσακίστηκε μαζί με την καρέκλα που καθόταν, κι έμεινε ακίνητος, ξαπλωμένος πίσω απ’ την έδρα. Είχε γίνει λιώμα από το πιοτό, δεν καταλάβαινε τίποτα. Πετάχθηκα απ τη θέση μου. Έβγαλα μια φωνή:” Επεσε το Προεδρείο”, βούτηξα με τον Γαργαλιάνο και τον Σκύλλα τον Μπούμπη και τον μεταφέραμε έξω να πάρει αέρα. Επειδή δεν συνερχόταν, βρήκα ευκαιρία και τον πλάκωσα στα χαστούκια. Απ’ τα σκαμπίλια πόνεσε το χέρι μου, αλλα τουλάχιστον έβγαλα το άχτι μου Τώρα που το ξανασκέφτομαι, τους είμαι ευγνώμων. Μαζί τους απέκτησα μια μοναδική εμπειρία: πρωτη φορά έπεσε Προεδρείο όχι από μομφή, αλλά από πιώμα..

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ