της Ι. Κονδύλη, από το Άρδην τ. 18, Μάρτιος-Απρίλιος 1999
Η Ιδιότητα του Έλληνα στα πρώτα Συντάγματα της Ελλάδας
Ή δη από τα επαναστατικά Συντάγματα ο ορισμός του Έλληνα θεμελιώνεται και στην προϋπόθεση της εντοπιότητος χωρίς όμως κάποια αρνητική ιδεολογική φόρτιση. 0 όρος «αυτόχθων» εμφανίζεται για πρώτη φορά στην παρ. β’ του Α’ Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος, που ψήφισε η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1822): “Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων». Η ισονομία των «ετεροχθόνων» διασφαλίζεται από τις παρ. δ’ «Όσοι έξωθεν ελθόντες κατοικήσωσιν ή παροικήσωσιν εις την Επικράτειαν της Ελλάδος, εισίν όμοιοι με τους αυτόχθονος κατοίκους ενώπιον των Νόμων» και στην παρ. στ: “Όλοι οι Έλληνες εις όλα τα αξιώματα και τιμάς έχουσι το αυτό δικαίωμα δοτήρ δε τούτων μόνη η αξιότης εκάστου”
Το Σύνταγμα του Άστρους, όπως ψηφίστηκε από την Β’ Εθνοσυνέλευση (1823), κινείται στο ίδιο μήκος κύματος. Το πρώτο εδάφιο της παρ. β’ έχει ακριβώς την ίδια διατύπωοη με το Σύνταγμα της Επιδαύρου. Το δεύτερο εδάφιο έχει ως εξής: «Ομοίως Έλληνες εισί, και των αυτών δικαιωμάτων απολαμβάνουοιν, όσοι έξωθεν ελθόντες, και την Ελληνικήν φωνήν πάτριον έχοντες, και εις Χριστόν πιστεύοντες ζητήσωσιν, παρρησιαζόμενοι εις τοπικήν Ελληνικής Επαρχίας Αρχήν, να εγκαταριθμήοωαι δι αυτής εις τους πολίτας Έλληνας»2. Διαπιστώνεται εύκολα ότι με κάποιες λεκτικές διαφοροποιήσεις η ισονομία των ετεροχθόνων είναι η αυτή του Συντάγματος της Επιδαύρου .
Η Γ’ Εθνοσυνέλευση (1827) ψήφισε το Σύνταγμα της Τροιζήνας. Στο άρθ. 6 οριζόταν: «Έλληνες είναι:
α’ Όσοι αυτόχθονες της Ελληνικής Επικρατείας, πιστεύουσιν εις Χριστόν.
β’ Όσοι από τους υπό τον Οθωμανικόν ζυγόν, πιστεύοντες εις Χριστόν, ήλθαν και θα έλθωσιν εις την Ελληνικήν Επικράτειαν, δια να συναγωνισθώσιν ή να κατοικήσωσιν εις αυτήν.
γ’ Όσοι εις ξένας Επικρατείας, είναι γεννημένοι από πατέρα Έλληνα.
δ’ Όσοι αυτόχθονες και μη, και οι τούτων απόγονοι, πολιτογραφηθέντες εις ξένας Επικρατείας προ της δημοσιεύσεως του παρόντος Συντάγματος, έλθωσιν εις την Ελληνικήν Επικράτειαν, και ορκισθώσι τον Ελληνικόν όρκον.
ε’ Όσοι ξένοι έλθωσι και πολιτο-γραφηθώσιν».
Τα άρθρα 7 και 8 διασφάλιζαν την αρχή της ισότητας. Σύμφωνα με το πρώτο: «Όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον των νόμων» και σύμφωνα με το δεύτερο: «Ολοι οι Ελληνες είναι δεκτοί, έκαστος κατά το μέτρον της προσωπικής του αξίας, εις όλο τα δημόσια επαγγέλματα, πολιτικά και στρατιωτικά»4.
Αργότερα η επιστήμη θεώρησε, ότι επρόκειτο για σύντομες ή, έστω, και λεπτομερέστερες διατάξεις περί ιθαγένειας5. Ωστόσο, αν και μέχρι την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας η συζήτηση δεν είχε εκτραπεί σε προοπτικές θεσιθηρίας ή αποκλεισμού των «ανταγωνιστών», η προβληματική δεν αφορούσε μόνον στους κανόνες ιθαγενείας, αλλά σε κάτι πολύ πιο ουσιαστικό, στα κριτήρια προσδιορισμού της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Η σύγχυση αυτή6 δεν θα είναι άμοιρη συνεπειών στην πορεία του σύγχρονου Ελληνισμού.
Την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ακολούθησε η Εθνοσυνέλευση που ψήφισε το Σύνταγμα του 1844. Σύμφωνα με το άρθρο 3 (πρώτο άρθρο του δεύτερου κεφαλαίου με τίτλο: «Περί του δημοσίου δικαίου των Ελλήνων»): Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου και συνεισφέρουν αδιακρίτως εις τα δημόσια βάρη, αναλόγως της περιουσίας των, μόνοι δε οι πολίται Έλληνες είναι δεκτοί εις όλα τα δημόσια επαγγέλματα. Πολίται είναι όσοι απέκτησαν ή αποκτήσωσι τα χαρακτηριστικά του πολίτου κατά τους νόμους του κράτους. Η ταξη φαίνεται εκ πρώτης όψεως άψογη8. Ωστόσο την ανισότητα εισήγαγε το Β’ Ψήφισμα της Εθνοσυνελεύσεως το οποίο είχε την ίδια τυπική ισχύ με το Σύνταγμα.
Πράγματι, κατά την διάρκεια των εργασιών της Εθνοσυνελεύσεως ανέκυψε και ανεδείχθη σε μείζον και κυρίαρχο ζήτημα, το ποιοί θα διορίζονταν στις δημόσιες θέσεις ή θα διατηρούσαν αυτές που ήδη κατείχαν, θα είχαν, δηλαδή, δικαίωμα να προσληφθούν στις κρατικές υπηρεσίες μόνον όσοι γεννήθηκαν στις ελεύθερες περιοχές της Επικράτειας (Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Κυκλάδες), οι λεγόμενοι αυτόχθονες, ή και όσοι κατάγονταν από περιοχές που δεν είχαν ακόμη ελευθερωθεί, οι λεγόμενοι ετερόχθονες;
Η πρακτική σημασία του ζητήματος ήταν τεράστια και προφανής9.
Ήδη από την πρώτη συνεδρίαση επί του άρθρου 3, κατευθύνθηκε πλήθος προτάσεων και τροπολογιών. Για δυο εβδομάδες η Εθνοσυνέλευση συζητούσε προσθήκες/διορθώσεις ή αλλαγές, οι οποίες, ως παραπέτασμα καπνού συνέτειναν στο να χαθεί η ουσία του συζητουμένου θέματος. Η σύγχυση υπήρξε πλήρης. Οι περισσότεροι πληρεξούσιοι, μεταξύ των οποίων δυστυχώς και πολλοί σπουδαίοι αγωνιστές του ’21 έπεσαν στην παγίδα, θεώρησαν ότι ο «αυ-τοχθονισμός»10 είναι το φάρμακο κατά φαινομένων διαφθοράς, καταχρήσεως εξουσίας ή κακής διαχειρίσεως. Ατομικές ευθύνες ή φιλοδοξίες, προσωπικές πικρίες κι απογοητεύσεις αναδείχθηκαν σε κυρίαρχα επιχειρήματα και κατέληξαν στην «ποινικοποίηση» της καταγωγής από τις υπόδουλες περιοχές ή, αντίστοιχα, στην επιβράβευση της καταγωγής από τις ήδη ελευθερωμένες. Έτσι η συζήτηση κατρακύλησε στο πότε έληξαν οι πολεμικές επιχειρήσεις, το 1827 ή το 1829, στο εάν οι πολεμικές εκδουλεύσεις είναι σημαννκότερες απ’ τις ειρηνικές, π.χ. των εθνικών ευεργετών, ή αν οι καθηγητές πανεπιστημιακού επιπέδου πρέπει να εξαιρεθούν των κριτηρίων εντοπιότητας.
Κάποιες φωνές, πολύ συγκινητικές άλλωστε, επεσήμαναν, ότι η οποιαδήποτε απόφαση αφορούσε την ελληνική εθνική ταυτότητα, την αντίληψη της Εθνοσυνελεύσεως περί Ελληνισμού, την ενότητα ή την διαίρεση του11.
Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα αντιπροσωπευτικά των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς.
Τελικά, ο αποκλεισμός των ετεροχθόνων από τις δημόσιες θέσεις ψηφίστηκε (ψήφισμα Β) προς ζημία του Ελληνισμού:
Η αδικία και η ανισότητα που θεσπίστηκαν εις βάρος των ετεροχθόνων, δηλαδή της πλειοψηφίας των Ελλήνων, ακόμη και ο ευτελισμός των οραμάτων της Εθνεγερσίας του 1821 ή της Επαναστάσεως της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 συνιστούν, κατά την γνώμη μας, το μικρότερο κακό. Το μεγαλύτερο κακό είναι, ότι τις τύχες, το μέλλον, την προοπτική του Ελληνισμού διαχειρίστηκαν άνθρωποι στενόκαρδοι.
***
Ο Ρήγας Παλαμήδης “, από τους εμπνευστές του «αυτοχθονισμού», ισχυρίστηκε ότι «τα λεγόμενα κατά των Ελλήνων, ότι είναι διώκται των ετεροχθόνων ειναι συκοφαντία στυγερά’… Είς τωνπρο-αγσρευσά ντων είπε ν, ότι η Ελληνική επανάσταση ήτσ το σύνθημα των ομοθρήσκων χριστιανικών λαών αλλά τα πράγματα δεν εσυμφώνησανμε το σύνθημα. Η επανάσταση αρχίσασα εις την Βλαχίαν, αντήχησεν ενταύθα, εκεί μεν έσβησε παραχρήμα, ενταύθα δε ηγωνί-σθησαν επί επταετίαν καταοτρεπτικόν αγώνα πάντες…
Οι Έλληνες προσεκάλεσαν πάντας εις τον αγώνα, κηρύξαντες δια των εθνικών συνελεύσεων τελείαν ισότητα, και απένειμον εις τους έξωθεν ελθόντας τας υψηλοτέρας θέσεις. Πόσοι υπήκουσαν εις την φωνήν της πατρίδος είναι τοις πάσι γνωστόν, και περί τούτων ουδείς λόγος γίνεται ο λόγος είναι ήδη περί των κωφευόντων εις τας προσκλήσεις της πατρίδος, και μετά το τέρμα του αγώνος ελθόντας επί τω σκοπώ του να κατάσχωσι δημοσίας θέσεις, ενώπιον των οποίων παρίστατο ελεεινός και άθλιος ο αγωνιστής…
Λέγουσιν, η Κυβέρνησις ημώνδιώρι-σενημάς, τι έχετε καθ’ ημών; αλλ’ εάν και οι συνιστώντες την τότε Κυβέρνησιν ήσαν ενταύθα, ηθέλαμεν ειπεί και προς αυτούς τα αυτά τοιαύτη των πραγμάτων η κατάστασις, καθ’ ήν των ανδρών του αγώνος άλλοι μεν αυτοχειριάσθησαν, ως ο Τζαμαδός, άλλοι δε εν θλίψει και ταλαιπωρία ετελεύτησαν, και αυτού του επιουσίου άρτου στερούμενοι, ως ο Μαυρομάτης, οι δε μετά τον αγώνα ελ-θόντες απήλαυον πάντων των αγαθών τα τοιαύτα κατέστησαν επιθυμητήνμε-ταβολήν των πραγμάτων, την οποίαν και αυτή η Γαλλία έκαμεν εις τα 1814, εξαιρέσασα ανθρώπους τινάς επί δεκαετί-αν (διαβάζει το σχετικό άρθρο)…
Δεν αποκλείομεν κανένα, εις πάντας τους από του 1827-1843 αναγνωρίζομεν τα πολιτικά δικαιώματα, την ε-νέργειαν μόνον της πολιτικής εξουσίας αφαιρούμεν παρ’αυτών, διότι ου μόνον δεν παρέχουν ημίν δείγματα αγάπης, αλλά και ενέπαιξαν ημάς, καταστήσα-ντες κοινά πλέον τα εθνόσημα και τους βαθμούς. Νυν δε ότε πρόκειται να θεραπευθώσι τα του έθνους δεινά, δεν ζητούμεν παρ’ αυτών, ειμή επί λίγσν χρόνον ν’ αποσυρθώσι των πραγμάτων, απολαύοντες πάντων των άλλων πολιτικών δικαιωμάτων…».
Τις ίδιες απόψεις εξέφρασε και ο Ν. Κορφιδιάτης αρχίζοντας μάλιστα τον λόγο του με μια ειρωνική παρατήρηση προς τους ιδιαίτερα μορφωμένους της εποχής. Είπεν ότι δεν ευτύχησε να είναι ρήτωρ, «διότι ότε οι Ελληνες ηγωνίζο-ντο, αυτός μετά των άλλων περιεπλα-νάτο εις τα όρη, και όχι εις τας Ακαδημίας». Και συνέχισε: “…ο αυτόχθων εις τινας κατήντησε και ήδη και πρότερον πολύ επαχθής, και τούτο προήλθε, διότι ενόμιοάν τίνες, ότι είναι προωρισμέ-νος να μένη εις ευτελή και ποταπήν θέσιν πάντοτε, ως εκ των προ δέκα ετών περιστατικών.
Οι αποδίδοντες εις ημάς πνεύμα ξενηλασίας σφάλλουν, διότι εν τω μέσω ημών έχομε ν τους Κ.Μεταξά ν, Μαυρο-κορδάτον, Κωλέτην, Τομαράν, Πραΰδην, κλπ., τους οποίους άμα ήλθον ενηγκα-λίσθημεν ως αδελφούς μας, και παρε-χωρήσαμεν αυτούς πάντοτε, και πανταχού τα πρωτεία…0 αγών ήτο κοινός, …αλλά το αίσθημα υπέρ της πίστεως και πατρίδος δεν ενηγκαλίσθησαν άπαντες, ένεκα τούτων…δεν πρέπει να ταυτισθούν οι υπενεγκότες θλίψεις και ταλαιπωρίας με τους εν ησυχία διατελέσαντος·… αι μνησθείσαι επαρχίαι έλαβαν τα όπλα, και εξηκολούθησαν τον πόλεμονμέχρι του 1823, και…οι συμ-μετάσχοντες ήλθον εις την Ελλάδαπριν του 1827 άρα ούτοι ενδιαλαμβάνονται εις την κατηγορίαν ..της τροπολογίας, και επομένως ουδόλως αδικούνται από τους αυτόχθονος.
Είπον τινές, ότι δια των τροπολογιών, διαιρείται το έθνος εις αυτόχθονος και ετερόχθονος, αλλά τούτο δεν έχεται αληθείας, διότι… άπαντες οι λαβόντες μέρος εις τον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα χαίρουσι ταύτα δικαιώματα… με τους αγωνισθέντας, έως το 1827-η μόνη εξαίρεσις γίνεται ως προς την διαχείρησιν των δημοσίων υπηρεσιών και τούτο, διότι απαιτείται προηγουμένως να μάθουν, οι νεωστί ερχόμενοι, τα ήθη του τόπου, την κατάστασιν και λοιπά του εθνούς…..διότι από το 1828 μέχρι του νυν οι ετερόχθονες κατέχουν τας θέσεις ρίψατε εν βλέμμα εις τας Γραμματείας, το ελεγκτόν Συνέδρων, τας εισαγγελίας, τ’ ανωτέρα δικαστήρια τέλος ποιοι έκτοτε μέχρι τούδε υπήρξαν υπουργοί;…
Εν τούτοις αν τινές των αυτοχθόνων εδικαιώθησαν, τούτο έγινενεις αυτούς έκτης καλοκαγαθίας του Βασιλέως μας, και μάλιστα, αφού περιήχοντο πολύν χρόνον εις τας αγυίας των Αθηνών…
Η Κρήτη, η Σάμος και λοιποί επαρχίαι, όσαι έλαβον τα όπλα, πρέπει να χαίρουσι τ’ αυτά με τους αυτόχθονος δικαιώματος; AM’ ότε κατά το 1831 εχωρίσθησαν τα όρια της Ελλάδος, έπρε-πεν οι κάτοικοι των να σκεφθούν, αν προτιμούν να μείνουν εις τον Τουρκικόν ζυγόν, ή να μεταναστεύσουν…».
Όλα τα ανωτέρω αναπτυχθέντα επιχειρήματα προσπάθησαν να αντικρούσουν, ματαίως, όπως απέδειξε η κατοπινή ψηφοφορία, αγορητές με βαθύ αίσθημα ευθύνης.
O Χρ. Περραιβός4 τόνισε, ότι «πάντες οι Έλληνες δεν είχον κατά νουν άλλο τι, ειμή την ελευθερίαν του έθνους. Ο πολίτης δεν διακρίνεται του Ελληνος, αν τις είναι Ελλην, είναι και πολίτης. Δεν ηγωνίοθησαν μόνοι οι αυτόχθονες, αλλά πάντες οι Έλληνες εν γένει. Πόσον άδικον άρα είναι το ν’ απο-κλεισθώαιν Ηπειρώται, Μακεδόνες. Θεπαλοί, Σουλιώται, Κρήτες, Χίοι, Σάμιοι και λοιποί, οίτινες τον αυτόν Ελληνικόν αγώνα ηγωνίοθησαν, οίτινες δρα-ξάμενοι τα όπλα αναχαίτισαν τα επί την Ελλάδα ρεύματα των πολεμίων. Μετα δε τον αγώνα οι μεν απήλαυοαν τους καρπούς των κόπων των, οι δε απώλεσαν τα πάντα. Δεν πρέπει να δείξωμεν τοιαύτην διαγωγήνπρος τους συναδέλφους μας, την οποίαν ημείς αυτοί δεν ηθέλομεν ανεχθή εκ μέρους εκείνων προς ημάς, αν ποτέ η θεία πρόνοια ήθελεν ευδοκήση να επεκτείνη της Ελλάδος τα όρια».
0 Ε. Σίμος15, «ως πληρεξούσιος των εν τη Ελλάδι αποίκων μιας των επαρχιών εκείνων, αίτινες κατά δυστυχίαν α-πεχωρίσθησαν της ελευθέρας Ελλάδος», επεσήμανε, ότι «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και το Ελληνικόν έθνος απεφάσισε ν’ αποσείση τονβαρύν της δουλείας ζυγόν, η φωνή της ελευθερίας δεν ηκούσθη μόνον εις τας ανεξαρτήτους σήμερον επαρχίας-και άλλη γη Ελληνική ηλεκτρίσθη, και άλλη ώμο-σε τον υπέρ πατρίδος όρκον ήρχισεν ο πόλεμος και μέρος ηνωμένον μετά όλου του έθνους εν τοις αρρήκτοις δεσμοίς της θρησκείας, της γλώσσης και του ονόματος, εκήρυξεν, ότι αναδέχεται τον κοινό ν αγώνα και βάφει με το αίμα του την τύχη του πολέμου. Ουδείς εγίνωσκεν οποία ήθελον είσθαι τα όρια, αλλά πάντες προσεδόκουν, ότι μέρος τι ήθελεν είναι η κοινή πατρίς όλων των αγωνισθέντων και καταστραφέ ντων δι’ αυτό αυτή ήτο η συνδέσασα το Ελληνικόν έθνος συνθήκη, ήτις εγράφη δι αίματος. Τις είς την μακαρίαν εκείνην εποχήν των κινδύνων και παθημάτων εδύνατο ν’ αμφιβάλλη, ότι δεν είναι κοινή η τύχη όλων των δια του συνδέσμου των κοινών αγώνων και του κοινού συμφέροντος ηνωμένων προς αλλήλας επαρχιών;… Λέγουν δίδομεν όλα τα πολιτικά δικαιώματα, αλλά δεν δεχόμεθα εις θέσεις, ειμή αυτόχθονος (ανέγνωσε ψήφσμα Συνελεύσεως Ερμιόνης κοινότητα συμφερόντων).
Προ ολίγου απεπέμφθησαν της Ελλάδος οι Βαυαροί, το ςντικείμενον της κοινής αγανακτήσεως όμοιον ψήφισμα θέλει να γίνει και δια τους συναδέλφους σας;
Δεν φροντίζει το περί εαυτού μόνον, αλλά και περί του υιού και αδελφού, και συμπολίτου1 ανέστιος και συνάδελφος ο ετερόχθων δεν θέλει να έχει κατά τούτο, ειμή ξηράν εν τη Ελλάδι ύπαρξιν, και αντί χάριτος δεν θέλει δοθεί αυτώ άλλο, ειμή η τύφις του συνειδότος.
Διατί η εξαίρεσις αυτή; αφού τα δυστηχήματα ήτο κοινά, η ευτυχία πως δύναται να ήναι μερική; Καταδικάζετε τας επαρχίας ταύτας διότι δεν ηλευθερώ-θησαν; αλλά και η Αττική, και η Εύβοια, και η Αχαΐα κατά τύχην ηλευθερώθη-σαν…».
Την 14η Ιανουαρίου 1844 τον λόγο έλαβε ο Ηπειρώτης πολιτικός Ιωάννης Κωλέτης Με την σειρά του προσπάθησε κι αυτός να αποτρέψει την θεσμοθέτηση διατάξεως που θεσμοθετούσε διάκριση σε βάρος των ετεροχθόνων.
«….δια την γεωγραφικήν της θέσινη Ελλάς είναι το κέντρον της Ευρώπης, ισταμένη, και έχουσα εκ μεν δεξιών την Ανατολή ν, εξ αριστερών δε την Δύοιν, προώρισται, ώστε δια μεν της πτώσεως αυτής να φωτίση την Δύσιν, δια δε της αναγεννήσεως την Ανατολήν. Το μεν πρώτον εξεπλήρωσαν οι προπάτορες ημών, το δε δεύτερο είναι εις ημάς α-νατεθημένον εντωπνεύματιτουόρκου τούτου, και της μεγάλης ταύτης ιδέας είδον πάντοτε τους πληρεξουσίους του έθνους να συνέρχωνται δια να αποφα-σίσωσιν ουχί πλέον περί της τύχης της Ελλάδος, αλλά της Ελληνικής φυλής. Πόσον επεθύμουν να ήτο παρόντες σήμερον Γερμανοί, Ζαΐμαι, Κολοκοτρώναι, οι άλλοτε της Εθνικής Συνελεύσεως πληρεξούσιοι, και αυτοί οι δραξάμενοι τα όπλα επί τω γενικώ τούτω σκοπώ δια να συνομολογήσωσι μετ’ εμού πόσον εμα-κρύνθημε ν της μεγάλης εκείνης της πατρίδος ιδέας, την οποίαν εις αυτό του Ρήγα το τραγούδι είδομενκατά πρώτον εκπεφρασμένην. Εν ενί πνεύματι τότε ηνωμένοι, όσοι είχομεν το επώνυμον Ελληνες, εκερδίοαμεν μέρος του όλου σκοπού’ νυν δε ειασχολούμεθα εις ματαίας διακρίσεις Ελλήνων και Ελλήνων, χριστιανών και χριστιανών, ημείς, οίτι-νες φέροντες εις την μιαν χείρα την σημαίαν της θρησκείας, και εις την άλ-λην την της ελευθερίας εκοπιάοαμεν επί πολυετίαν δια την απελευθέρωσιν όλων εν γένει των ομοδόξων Χριστιανών…. Εις Πάλερμον κατοικούν Έλληνες έως 16.000, οίτινες κατώκησαν εκεί προς αιώνος, φεύγοντες την δουλείαν ούτοι κατά τηνημέραν της αναστάσεως αναβαίνουσιν εις όρος, και εκείθεν προς την Ελλάδα αποβλέποντες, τελού-σι την ανάστασιν τούτων η καρδία πάλλει, επιθυμούντων την μεθ’ ημών ένωσιν, και ημείς να τους νομίσωμεν ως μη Ελληνας, διότι δεν ηδυνήθησαν να συ-ναγωνισθώσι μεθ’ημών;..
Ταύτα τα κατορθώματα δενελάνθα-σαν την Ευρώπη, και δια τούτο αι δυνάμεις έδωκαν το διακαίωμα της μεταναστεύσεως εις τας απολειφθείσας εκτός της Ελλάδος επαρχίας. Τούτων ούτως εχόντων, δυνάμεθα να θέσωμεν διάκρισίν τι να, τίς εστίν Έλλην, και τις ουκ εστίν Έλλην; τις πρέπει να έχη πολιτικά δικαιώματα, και τις ου; Ημείς να πράξω-μεν τούτο, οίτινες ορκιαθέντες κατά τας εθνικάς Συνελεύσεις, εκηρύξαμεν, ότι Έλληνες είναι πάντες οι πιστεύοντες εις Χριστόν, και την Ελληνικήν γλώσσαν πάτριον έχοντες, τούτο δε δια καταχρήσεις γενομένας εις την διανομήν υ-πουργημάτων; Τας καταχρήσεις συνομολογώ καγώ, αλλά ταύτας δεν δυνάμεθα να εμποδίσωμεν του λοιπού, και χωρίς να αυζη τήσωμεν τίνες έχουσι δικαίωμα; ερωτώ, οι εγγεγραμμένοι εις τον κατάλογον της φιλικής εταιρίας, ομόσαντες τον αυτόν της ελευθερίας όρκον, και τον αυχένα των θέσαντες υπό την σπάθην του δυνάστου εισίν, ή ουκ εισίν Έλληνες;…
έκλαυσα προ ολίγου ιδών την σύζυγον και τον υιό ν του Γΐωργίου Ολυμπιώτου (εννοεί τον Γιωργάκη Ολύμπιο), του θύματος τούτου της Ελληνικής παλιγγενεσίας, όστις μεθ’ όλων των υπό τας οδηγίας του ανδρίων πολεμιστών έπεσε, μαχόμενος. Και του υιού τούτου τα πολιτικά δικαιώματα θέλουν αμφισβη-τηθή; Εν μόνον εκ των απείρων παραδειγμάτων. Πώς λοιπόν εις το Σύνταγμα, εις το αιώνιο ν τούτο Ευαγγέλιον της πολιτικής μας υπάρξεως θέλομεν θέσει τοιαύτα άρθρα;…
Η ιερά θρησκεία κρατεί ημάς ηνωμένους αλλήλοις, η ελευθερία θέλει μας χωρίσει; Η εν Αθήναις γεννηθείσα ελευθερία να γίνη αίτιος της διαιρέσεως εις αυτός τας Αθήνας, ώστε να είπομεν ότι θέλομεν αυτήν αποκλειστικώς δι’ ημάς αυτούς;…. Τι θέλουσιν ειπεί οι μεταγενέστεροι δι’ ημάς, όταν ίδωσι το τοιούτον σύνταγμα;…
Αι σημερινοί συζητήσεις περιστρέφονται εις σφαλερόν κύκλον, και τούτο επιμαρτυρεί η πληθός των παρουσιασθεισών τροπολογιών. Ηξεύρομεν πόσους κατοίκους έχομεν εντός του Βασιλείου της Ελλάδος αι κατά την Τουρκίαν Ελληνικοί πρεσβείαι έχουσι πόνους και μόχθους καθ’ εκάστην εις το να προστατεύωσι τους Έλληνας ομοθρήσκους. Αλλά του λοιπού πώς θέλουσι δυνηθή να υπερασπίσωσιν αυτούς, των οποίων τα πολιτικά δικαιώματα αμφισβητούνται, οίτινες δεν κρίνοπαι πλέον Ελληνες; Αλλ’ η Ελληνική Συνέλευαις δεν θέλει καταντήσει ποτέ εις τούτο… Η κυβέρνησις του λοιπού θέλει σύγγειται εξ υμών αυτών υπουργεία εξ υμών, Βουλευταί και Γερουσιασταί εξ υμών. Δεν είναι φόβος λοιπόν μήπως συμβώσι του λοιπού αι αυταί καταχρήσεις, και αν τυχόν συμβή κατάχρησις τις, η Βουλή αμέσως ενίσταται, και φέρει την κατάπαυσίν της…»
Σημειώσεις
1. Κ. Μαυρία-Α.Παντελή, Συνταγματικά κείμενα ελληνικά και ξένα, Σάκκουλας, Αθή-να-Κομοτηνή, 1981, σελ. 7-8
2. Ibid, σελ. 16-17
3. Π.χ. παράβολε την παρ. δ’: «Όσοι έξωθεν ελθόντες κατοικήσωσιν, ή παροική-σωσιν εις την Επικράτειαν της Ελλάδος εισίν ίσοι με τους Ελληνας ενώπιον των Νόμων», παρ. ε’ «Όλοι οι Έλληνες είναι δεκτοί επίσης εις τα πολιτικά και στρατιωτικά, και εις όλας εν γένει τας τιμάς· δο-τήρ δε τούτων μόνη εκάστου αξιότης».
4. Κ. Μαυρία-Α.Παντελή, Συνταγματικά κείμενα, σελ. 25-26.
5. Α. Μπεντερμάχερ-Γερούση, Ελληνικόν Δίκαιον Ιθαγένειας, 3η έκδ., Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1976, σελ.15 επ. και 23.
6. Ε. Κρίσπη-Νικολετοπούλου,Μ/θα/έι/εια Γενική θεωρία. Συγκριτικόν Δίκαιον, Σάκκουλας, Αθήνα, 1965, σελ. 23 επ.
7. Κ. Μαυρία-Α.Παντελή, op.cit., σελ.36.
8. Βεβαίως, προσεκτική ανάγνωση του Συντάγματος του 1844 αποκαλύπτει και σε άλλα άρθρα την «λογική» του Β’ ψηφίσματος. Π.χ. το άρθρο 63 στο Κεφάλαιο περί Βουλής όριζε: «Δια να εκλεχθή ως Βουλευτής απαιτείται: Να είναι πολίτης Έλλην, εγκατεστημένος εις την Ελλάδα, απολαμβάνουν αστικά και πολιτικά δικαιώματα, έχων συμπληρωμένον το τριακοστόν έτος της ηλικίας του, και προς τούτοις τα παρά του Νόμου των εκλογών απαιτούμενα προσόντα», ibid, σελ.41. Την «ιδεολογία του αυτοχθονισμού» εκφράζει και το άρθρο 27 του «Νόμου περί εκλογής των Βουλευτών» που έθετε τις προϋποθέσεις του εκλέγεσθαι ΦΕΚ αρ.7/25 Μαρτίου 1844, Α. Παντελής-Σ. Κουτσου-μπίνα – Τ. Γεροζήση, Κείμενα συνταγματικής ιστορίας, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1993, σελ. 238.
9. Γ. Μπενέκου, Κωλέτης, εκδ. Ν. Βότση, Αθήνα, 1981, σελ. 324-335.
10. Πρακτικά της εν Αθήναις της τρίτης Σεπτεμβρίου Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως, Αθήναι, Βασιλικών Τυπογραφεί-ον, 1844, σελ. 151.
11. Α. Πετσάλης: «…προκειμένης συζητήσεως περί ουσιώδους ζητήματος, διό τας συνεπείας, όσας έχει η φύσις του εις το παρόν και εις το μέλλον της πατρίδος, περί των ιδιοτήτων του πολίτου Έλληνος…», Πρακτικά, σελ. 165.
Α. Μαυροκορδάτος: «…τον ορισμόν του πολίτου Έλληνος… εσυγχύσαμεν με την διάκρισιν των προσόντων του δημοσίου υπαλλήλου…», ibid, σελ. 199.
12. Πρακτικά, σελ. 170-172
13. Ibid., σελ. 175-179
14. Ibid., σελ. 170
15. Ibid., σελ. 172-174
16. Ibid., σελ. 190-194