Αρχική » Ο τρίτος δρόμος προς τον πόλεμο

Ο τρίτος δρόμος προς τον πόλεμο

από Άρδην - Ρήξη

του Π. Παπανδρέου, από το Άρδην τ. 19-20, Απρίλιος-Ιούνιος 1999

Στο άρθρο του στο, Βήμα, της 2ας Μαίου, ο Νίκος Μουζέλης, εκφράζει πλέον απερίφραστα την ανάγκη του να αναζητήσει μια τρίτη θέση απέναντι σε ό,τι αντιλαμβάνεται ως ακραίες φιλονατοϊκές και φιλοσερβικές τοποθετήσεις. Το γιατί επιδιώκει αυτή τη μετακίνηση προς ενδιάμεσα εδάφη και γιατί εμφανίζεται αποστασιοποιημένος από τις μανι-χαϊστικές τοποθετήσεις, που, κατά τη γνώμη του, κυριαρχούν στην απληροφόρητη χώρα μας, είναι μάλλον προφανές.

Η… διαφωτιστική του προσπάθεια να “εξηγήσει τους βομβαρδισμούς”, ένα μήνα πριν, στην ίδια εφημερίδα, κατέληγε σε καταγγελία της ατελέσφορης πολιτικής των Δυτικών, εγκαλώντας ταυτόχρονα τους Αμερικανούς και τους Δυτικοευρωπαίους συμμάχους τους να ολοκληρώσουν, με υπευθυνότητα, το φιλανθρωπικό έργο που ανέλαβαν με τους μαζικούς βομβαρδισμούς, αποστέλλοντας τις χερσαίες δυνάμεις τους ενάντια στη “σερβική βαρβαρότητα”.

0 ψύχραιμος αναλυτής έχει προηγουμένως αποκαλύψει τον ξεπερασμένο χαρακτήρα των αναχρονιστικών εκείνων αντιλήψεων που ξεροκέφαλα αναζητούν “συνωμοσίες” συμφερόντων πίσω από την παραδειγματική ισοπέδωση της Γιουγκοσλαβίας. Εκεί, στο London School of Economics δεν είχαν εξάλλου ποτέ πέραση αυτοί οι μεμψίμοιροι “αναγωγισμοί” και η μανία ανάλυσης των κινήτρων των ισχυρών. Τα πράγματα είναι εξαιρετικά καθαρά, εξηγεί ο ακαδημαϊκός μας: Δεν μπορούσε να αφεθεί ο Μιλόσεβιτς ατιμώρητος να “υποσκάπτει το κύρος και το γόητρο του Οργανισμού” (του NATO). Όπως δεν είναι επίσης δυνατόν ξεπερασμένες αντιλήψεις περί εθνικής κυριαρχίας να ανακόψουν τις κατακτήσεις της δυτικής κοινής γνώμης, η οποία είναι έτοιμη να δει τις δημοκρατικές αξίες της και τα ανθρώπινα δικαιώματα να εφαρμόζονται σε όλο τον πλανήτη… Βεβαίως οι Αμερικανοί είναι και ολίγον δίγλωσσοι, αφού ευαισθητοποιούνται επιλεκτικά και επεμβαίνουν για ανθρωπιστικούς λόγους, μόνο όπου τους συμφέρει.

Αλλά εδώ είναι αποφασιστική η συμβολή των προοδευτικών δυνάμεων (των πεφωτισμένων Δυτικών φαντάζομαι, οι οποίες επωμίζονται το καθήκον να στηλιτεύουν αυτές τις ατέλειες και κυρίως να πιέζουν τους “άσχετους” Αμερικανούς και Δυτικοευρωπαίους να σοβαρευτούν και να κάνουν έναν αξιοπρεπή πόλεμο.

Σήμερα, επομένως, έχει κλείσει οριστικά το κεφάλαιο των ανταγωνιστικών διεθνών σχέσεων όπως και της Ιστορίας εν γένει, οπότε οι Ιππότες της Δύσης, κραδαίνοντας τις αξίες τους, έχουν αναλάβει και πάλι το καθήκον του εκπολιτισμού των βαρβάρων, ξεκινώντας από την εκκαθάριση του παλαιοκομμουνιστικού εθνικισμού από την ευρωπαϊκή αυλή τους. Απλό και συγκινητικό, σαν το Χόλλυγουντ του 1950.

Στράτευαη και αμηχανία Ένα μήνα αργότερα, και ενώ συνεχίζεται το ανελέητο σφυροκόπημα της Σερβίας, του Κοσόβου και του Μαυροβουνίου, μετά από τις κυνικές ομολογίες της “κατά λάθος” σφαγής αμάχων, προσφύγων και δημοσιογράφων, ενώ έχει απροκάλυπτα εκδηλωθεί η πρόθεση του NATO να σβήσει την Σερβία και το λαό της από το χάρτη, και αφού οι απελευθερωτές άγγελοι έχουν ήδη εντοπίσει στους Αλβανούς φτωχοδιάβολους του UCK, τα αναλώσιμα δολώματα των χερσαίων επιχειρήσεων τους, είναι λίγο δύσκολο για την ιντελιγκέντσια του Λονδίνου να συνεχίζει να σχεδιάζει απερίσπαστη, στα σπουδαστήριά της, τους ανθρωπιστικούς πολέμους των ονείρων της.

Ο φασιστικός πόλεμος που διεξάγεται ενάντια στη Σερβία εμπλέκει όλη την Ευρώπη, οι πρόσφυγες απειλούν να κατακλύσουν τις δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που είναι ευαίσθητες στον ανθρώπινο πόνο όσο αυτός περιορίζεται στις τηλεοπτικές ανταποκρίσεις. Οι συνταγές που εφαρμόστηκαν στον πόλεμο του Κόλπου εδώ δεν είναι αποτελεσματικές. Έξυπνα όπλα και τηλεοπτικό μοντάζ δεν επαρκούν για να συγκαλύψουν τα γρανάζια των μηχανισμών του πολέμου που όπως πάντα συνθλίβουν σάρκες αθώων.

Οι πολυπόθητες πολεμικές επεμβάσεις ακριβείας, χωρίς παρενέργειες, αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές όχι μόνο στο στρατιωτικό επίπεδο, όπως καταγγέλλει ο στρατηγός Μουζέλης, αλλά και στον διακηρυγμένο κεντρικό πολιτικό τους στόχο: έτσι, αντί να εξουδετερώσουν τον επικίνδυνο Μιλόσεβιτς και να σταθεροποιήσουν τα Βαλκάνια, πυροδότησαν όλες τις εκρηκτικές δυναμικές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, με δυσοίωνες συνέπειες για το μέλλον της περιοχής. Τώρα, που τα ανθρωπιστικά προσχήματα καταρρέουν, απομένει μόνο ο απροκάλυπτος κυνισμός των νατοϊκών και οι εκατόμβες των θυμάτων. Όταν ανοίγει το κουτί της Πανδώρας και παίρνει μπρος η μηχανή του θανάτου, μόνο ο “exterminator” αρχιστράτηγος Κλαρκ μπορεί να επικρατήσει. Το πρόγραμμα προβλέπει τα πάντα: το χτύπημα πολιτικών στόχων, την κάμψη του φρονήματος του πληθυσμού μέσω της “κατά λάθος” σφαγής αμάχων, την ισοπέδωση των υποδομών, τον βομβαρδισμό των ενοχλητικών ανθρωπιστικών αποστολών και εν γένει όλες τις δοξασμένες τεχνικές του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Και αυτό έχει αρχίσει να γίνεται εμφανές όχι μόνο στην παράφρονα και παραπληροφορούμενη χώρα μας, αλλά και στην “αντικειμενική” δυτική κοινή γνώμη.

Τη νέα εποχή δεν έφερε λοιπόν ο πόλεμος, αυτός παραμένει απελπιστικά αναχρονιστικός. Το καινοφανές στοιχείο, αυτό που δύσκολα ερμηνεύεται με τα εργα-λεία του παρελθόντος, εντοπίζεται στο ρόλο που διαδραμάτισαν οι συνοδοιπόροι του μπλερικού Τρίτου Δρόμου και της ευρωπαϊκής Πράσινης αριστοκρατίας στην ιδεολογική προετοιμασία αυτού του πολέμου, με τη μονομερή καλλιέργεια αντισερβικής υστερίας καθ’ όλη τη διάρκεια του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου. Το πώς επιμερίζονται οι ευθύνες για τη γιουγκοσλαβική τραγωδία στις πρώην ομόσπονδες εθνότητες αλλά και στις ευρωπαϊκές δυνάμεις είναι μια μεγάλη ιστορία για να συζητηθεί εδώ, αλλά και παντελώς άσχετη με την τοποθέτηση των Ευρωπαίων διανοουμένων. Αυτοί είχαν διαλέξει στρατόπεδο πολύ πριν εκκινήσει ο διαμελισμός της μαρτυρικής χώρας.

Φαίνεται ότι αυτή η νέα τάξη διαχειριστών με τις λαμπρές ιδέες και το αστραφτερό χαμόγελο είχε την ανάγκη να δημιουργήσει τους δικούς της δαιμονικούς αντιπάλους, ζωντανά πειστήρια της “αντιολοκληρωτικής” αποφασιστικότητάς της. Ακόμη και αν δεν υπήρχε ο Μιλόσεβιτς, θα έπρεπε να τον εφεύρουν. Αλλά αφού τα λόγια και οι διαθέσεις ποτέ δεν αρκούν, διεξάγουν και έναν πόλεμο για να εδραιωθούν στις όχθες του ατλαντισμού και να κόψουν τον ομφάλιο λώρο που τους συνέδεε με τη μήτρα του αριστερού παρελθόντος τους.

0 ενθουσιασμός του νεοφώτιστου, με τον οποίο η αφρόκρεμα της δυτικής διανόησης στήριξε την πολεμική μηχανή του NATO, σήμερα έχει εν πολλοίς εξατμιστεί. Και ανακαλύπτουν σταδιακά ότι δεν είναι μόνο οι Αμερικανοί παγιδευμένοι σήμερα ανάμεσα στο φάσμα του Βιετνάμ και την ανάγκη περιφρούρησης του γοήτρου της υπερδύναμης, αλλά και οι ίδιοι. Αυτός είναι ο δικός τους πόλεμος, έχουν και αυτοί στρατολογηθεί πλάι πλάι με τον Τζέιμς Ση και τα άλλα χαμογελαστά καθάρματα της νατοϊκής συμμορίας. Η λιποταξία είναι δύσκολη όταν οι βόμβες συνεχίζουν να πέφτουν, και γι’ αυτό, όσο και αν προσπαθεί ο Μουζέλης να εμφανίζεται ως ενδιάμεση άποψη είναι αναγκασμένος να επιστέφει και πάλι στη ρητορική των φερέφωνων του NATO. Αργότερα βέβαια, όταν θα έχουν σιγήσει τα όπλα και θα έχουν σκεπαστεί οι τάφοι, θα βρεθούν οι λέξεις και τα ερμηνευτικά σχήματα που θα επιτρέψουν να ξεχαστεί η μεγάλη προδοσία.

NATO και Ευρώπη ΓΓ αυτό είναι ακόμη πιο προσεκτικός όταν επιχειρεί να μιλήσει για τον ευρύτερο αντίκτυπο της επέμβασης, τη νομιμοποίησή της, το νέο ρόλο του NATO. Τα λιγοστά επιχειρήματα γίνονται παιδαριώδη και η αμηχανία εμφανής.

Χρειάστηκαν περίπου πέντε εβδομάδες βομβαρδισμών για να καταρρεύσει όλο το χάρτινο μάρκετινγκ του “θαυμαστού νέου κόσμου” της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που προέβαλε θριαμβολογώντας για τη νίκη επί του σοβιετικού μπλοκ. Το κείμενο του Μουζέλη συνεχίζει να επαναλαμβάνει από κεκτημένη ταχύτητα τα περί νέας εποχής στις διεθνείς σχέσεις, μιλά για το τέλος των ανταγωνισμών και σφαιρών επιρροής, προβλέποντας ότι η από κοινού αναπτυξιακή προσπάθεια θα παραμερίσει τις απαρχαιωμένες γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις, τις οποίες δεν έχει πια ανάγκη η κυρίαρχη υπερδύναμη.

Όσον αφορά την αμερικανική ηγεμονία, αυτή, κατ’ αρχάς, ούτε αδιαμφισβήτητη ούτε άτρωτη είναι, όπως ισχυρίζεται ο Μουζέλης για να απορρίψει τις ενδημούσες στη χώρα “παράνοιες” περί ιμπεριαλιστικών βλέψεων και άλλων τέτοιων μακιαβελικών εμμονών. Το πλεονέκτημα της Αμερικής είναι σήμερα κυρίως τεχνικοστρατιωτικό, αφού σε όλα τα άλλα επίπεδα έχει να αντιμετωπίσει ή να υπολογίσει και άλλες μεγάλες δυνάμεις, ήδη ώριμες, όπως η Ευρώπη και η Ιαπωνία ή αναδυόμενες, όπως η

Κίνα. Επομένως, αντίθετα με ό,τι σκέφτονται οι νεοφώτιστοι των αγορών, το ευγενές πεδίο της παγκοσμιοποιημένης αγοράς δεν είναι και το προσφορότερο για την επιβεβαίωση της αμερικανικής ηγεμονίας. Οι στρατηγικοί αναλυτές των think pools της Ουάσιγκτον δεν φαίνεται να έλκονται ιδιαίτερα από τον οικονομίστικο μονισμό των ακαδημαϊκών της άλλης όχθης του Ατλαντικού.

Η πρώτη ευκαιρία αξιοποίησης, σε μεγάλη κλίμακα, του στρατιωτικού πλεονεκτήματος των ΗΠΑ δόθηκε κατά τον πόλεμο του Κόλπου. Η τρομερή Δυτική Αρμάδα που στοιχήθηκε πίσω από την υπερδύναμη και η πρώτη αποτελεσματική εφαρμογή της εξαιρετικά ελκυστικής ιδέας των πολέμων χωρίς “κόστος” σε πολύτιμες δυτικές ζωές δημιούργησαν δυναμικές που δεν έγιναν άμεσα αντιληπτές.

Το χώνεμα της “εποποιίας του Κόλπου” άνοιξε την όρεξη για τολμηρούς σχεδιασμούς, απαλλαγμένους από τις “ιδεοληψίες” της διατήρησης των ισορροπιών. Εκτοτε, οι ΗΠΑ, μεθυσμένες από τη, χωρίς εμφανή αντίπαλο, ισχύ τους, φλερτάρουν συνεχώς με τη μεγάλη απόφαση: να εκβιάσουν με όλα τα μέσα και όλο το βάρος τους την επιβολή της μονομερούς ηγεμονίας τους, εκμεταλλευόμενες την πολιτική νωθρότητα και στρατιωτική καχεξία των άλλων δυνάμεων του σημερινού πολυπολικού συστήματος, και κυρίως της Ευρώπης.

Η πρόσφατη σύνοδος του NATO και η πραξικοπηματική αυτοανακήρυξη των Αμερικανών σε επικυρίαρχο της οικουμένης φαίνεται να δικαιώνουν τους τολμηρούς, αφού μείζονες αντιδράσεις υπεράσπισης της διεθνούς νομιμότητας δεν κατεγράφησαν, ούτε εντός του NATO ούτε στη διεθνή σκηνή. Είναι η στιγμή της αποκορύφωσης της αμερικανικής αλαζονείας: η οποία αποτυπώνεται στην εικόνα του πλανητάρχη τζουτζέ που δεξιώνεται τους διακριτικά δυσφορούντες αυλικούς, ενώ τα στρατεύματα πυρπολούν μακρινές επαρχίες. Μπορεί κανείς να προβλέψει ότι η μονοκρατορία του Κλίντον δεν θα είναι μακρά. Το μεσοδιάστημα αμεριμνησίας και ιστορικής αισιοδοξίας τέλειωσε για τις διεθνείς σχέσεις και οι εκτός νυμφώνος δυνάμεις, και κυρίως η Ρωσία και η Κίνα, έχουν σημάνει συναγερμό. Ένας νέος ψυχρός πόλεμος, χαμηλής προς το παρόν έντασης, έχει ήδη δρομολογηθεί.

Το τι ρήγματα και αντισυσπειρώσεις θα παραγάγει το αμερικανικό πραξικόπημα εξαρτάται σε ένα βαθμό και από την εξέλιξη του πολέμου στη μαρτυρική Σερβία, η οποία χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο μέτρησης των παρενεργειών του νέου Απολυταρχικού Δόγματος. Ακόμη και αν λήξει σύντομα ο πόλεμος, με κάποιο συμβιβασμό που θα περιορίζει τις απώλειες γοήτρου των ΗΠΑ, το πτώμα της Γιουγκοσλαβίας θα υπενθυμίζει σε όλους ποιος είναι ο σκληρός της ημέρας. Οι όποιες ευρωπαϊκές αντιδράσεις θα έλθουν αργότερα, είτε γιατί οι Μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις αποκομίζουν (ανομολόγητα) αρκετά οφέλη, συντασσόμενες υπό την αμερικανική ομπρέλα, έτσι ώστε να μην επιχειρούν ριψοκίνδυνες διαφοροποιήσεις, είτε γιατί δεν μπορούν να αναλάβουν το βάρος μιας ενιαίας ευρωπαϊκής προοπτικής. Η ρωσική περιθωριοποίηση και η λαφυραγώγηση των Βαλκανίων είναι προς το παρόν αρκετό κέρδος για τους νέους Σταυροφόρους, που κρατούν τις φιλοδοξίες τους για το μέλλον.

Σε κάθε περίπτωση όμως αυτό που τελικά διακυβεύεται είναι το ίδιο το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης. Έχει αυτή ακόμη τη δυνατότητα να αναβαθμιστεί σε ανεξάρτητο πόλο ισχύος στη διεθνή σκηνή, αντιδρώντας έστω και καθυστερημένα στον αμερικανικό ηγεμονισμό, ή ο στόχος αυτός ξεπερνά τις δυνάμεις της και το όριό της βρίσκεται σε μια χαλαρή ένωση κρατών και μια ενιαία αγορά υπό την αμερικανική εγγύηση και εποπτεία;

Στα καθ’ ημάς διλήμματα

Ασύγκριτα ευκολότερο ήταν το καθήκον χάραξης γραμμής που είχε αναλάβει ο Μουζέλης κατά την αμέσως προηγούμενη κρίση που δίχασε τους Έλληνες, την υπόθεση Οτζαλάν. Μόνο που τότε η απομόνωση του κυβερνητικού στρατοπέδου και η λαϊκή κατακραυγή για το ρόλο του στην παράδοση του Κούρδου ηγέτη στα χέρια των σφαγέων της Αγκυρας επέβαλαν την επιστράτευση όλων των φωνών που θα μπορούσαν να στηρίξουν τον ταλαντευόμενο Σημίτη. Δεν χωρούσαν πολυτέλειες ούτε για κατ’ επίφαση ενδιάμεσες τοποθετήσεις. Το επιχειρήματα που ανέπτυξε ο Μουζέλης στο άρθρο της 21.2.1999 αποτέλεσαν στη συνέχεια την ύστατη γραμμή αμύνης των κυβερνητικών, όταν οι σταδιακές αποκαλύψεις διέβρωναν σιγά-σιγά το πέπλο συγκάλυψης των τεράστιων ευθυνών τους. Τα επιχειρήματα αυτά μπορούν να συμπυκνωθούν σε δύο κεντρικές θέσεις: Η πρώτη επαναλαμβάνει την απολογία για το φιάσκο των Ιμίων και των S-300 και ουσιαστικά δικαιολογεί τον κυβερνητικό ενδοτισμό απέναντι στις πιέσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων, με το επαπειλούμενο τουρκικό ultimatum. Ισχυρίζεται ότι όχι μόνο οι Τούρκοι είναι έτοιμοι να κάνουν πόλεμο κάθε στιγμή που η κυβέρνηση εμφανίζεται ανίκανη να διαχειριστεί τα πράγματα, αλλά επίσης ότι το κάνουν αυτό προκειμένου να εμποδίσουν την είσοδο μας στην ΟΝΕ. Οπότε με αυτό το κυκλικό επιχείρημα “μπαλαντέρ” δικαιώνεται σε όλες τις περιπτώσεις η κυβέρνηση, που ο κόσμος να καεί, ασχολείται μόνο με την ένταξη στην ΟΝΕ, εγκαταλείποντας όλους τους άλλους τομείς, όπως συμβαίνει με την αμυντική θωράκιση και τις διπλωματικές πρωτοβουλίες, αλλά και παραγράφονται οι ευθύνες της για τους βαρύτατους τραυματισμούς που υπέστησαν τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, αφού ο ακολουθούμενος εξευμενισμός του τουρκικού επεκτατισμού διασώζει εκείνο που αξιωματικά έχει τεθεί ως σημαντικότερο: την ένταξή μας στην ΟΝΕ. Όπερ έδει δείξαι.

Αλλά και το άλλο επιχείρημα είχε μεγάλο “σουξέ” αφού τροφοδότησε στη συνέχεια το φοβερό σύνθημα του σημιτικού ΠΑΣΟΚ “Πρώτα η Ελλάδα”.

Σε αντίθεση με τον συναισθηματικό ελληνικό λαό, ο Μουζέλης διαβλέπει ότι οι κατά τα άλλα συμπαθείς Κούρδοι αγωνιστές, αλλά και ο Οτζαλάν συγκεκριμένα, με την έλευσή του στη χώρα, έχουν κάθε συμφέρον να προκαλέσουν έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο για “να αναζωπυρώσουν τον ένοπλο αγώνα τους”. Το επιχείρημα έπιασε τόπο και το ακούσαμε σε διάφορες εκδοχές από τα κυβερνητικά και δημοσιογραφικά φερέφωνα τις ημέρες εκείνες, παρότι ήταν και τότε φανερό ότι ο Κούρδος ηγέτης ήλθε στην Ελλάδα όταν δεν είχε άλλη επιλογή στην Ευρώπη και θα έφευγε αθόρυβα, όπως έφυγε και από την Ιταλία, αν δεν τον είχαν οδηγήσει στη αμερικανοτουρκική παγίδα. Αλλά και στο ευρύτερο θέμα που θέτει ο Μουζέλης, πάλι έχουμε μια πλήρη αναστροφή της πραγματικότητας: Ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος δεν θα αποτελούσε χρυσή ευκαιρία για το κουρδικό εθνικό κίνημα αλλά μάλλον για το τουρκικό στρατιωτικό κατεστημένο. Αυτό θα είχε όλη την απαραίτητη διεθνή και εσωτερική νομιμοποίηση για να κτυπήσει το “προδοτικό” ΡΚΚ και’ να ξεκληρίσει τους απείθαρχους Κούρδους, όπως ακριβώς έκανε και στο παρελθόν. Η μόνη περίπτωση να βγει κερδισμένη η υπόθεση των Κούρδων από έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο θα προέκυπτε από μια συντριπτική ήττα των στρατοκρατών της Άγκυρας, που θα οδηγούσε σε ευρύτερη κρίση του κεμαλισμού και χαλάρωση του φασιστικού ελέγχου πάνω στις καταπιεσμένες εθνότητες της Τουρκίας. Οπότε μάλλον δίκιο έχουν οι δύο λαοί που αισθάνονται ότι οι τύχες τους είναι αλληλένδετες και ότι τα συμφέροντά τους συμπορεύονται.

Και τελικά το σύνθημα “Πρώτα η Ελλάδα” δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι η χώρα οικειοθελώς κουτσουρεύει το λόγο και τη διεθνή παρουσία της, αποδεχόμενη αδιαμαρτύρητα τις δυσμενείς για τα συμφέροντά της εξελίξεις που δρομολογούνται στον άμεσο περίγυρο της. Το ζητούμενο είναι να μην δυσαρεστούμε τους δυτικούς συμμάχους και η αυτιστική περιχαράκωση στα “δικά μας”, δηλαδή στην οικονομική πολιτική και την ΟΝΕ. Η πολιτική που ακολουθήθηκε στις δύο κρίσεις που μας απασχολούν εδώ είχε αντικειμενικό αποτέλεσμα την ισχυροποίηση του στρατοκρατικού κατεστημένου της Τουρκίας, το κτύπημα των Κούρδων αγωνιστών, καθώς και την αποδοχή της λιβανοποίησης της Βαλκανικής, εξέλιξη η οποία καταδικάζει τη χώρα σε μίζερη απομόνωση, χωρίς να ορθώνονται αντιδράσεις και διαμαρτυρίες ανάλογες με τις ζημιές που υφιστάμεθα.

Ανήκουμε στη Δύση;

Διασφαλίζουμε έτσι κάποιο αντάλλαγμα; 0α μας ανταμείψουν άραγε οι Σύμμαχοι για την υπομονή μας; Το ερώτημα έχει απαντηθεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού. Ελάχιστους πείθει το παγωμένο χαμόγελο του Μπερνς, ο οποίος τάζει τσίγκινα “σχέδια Μάρσαλ”

την επομένη του πολέμου, για να εξασφαλίσει την ανοχή του ελληνικού λαού, που τόσο έχει ανάγκη σήμερα το NATO. Η κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας και του διπολισμού επιτρέπει στον ελληνικό λαό να διακρίνει καθαρότερα και χωρίς ιδεολογικές παραμορφώσεις τη θέση της χώρας και τα συμφέροντά της. Έτσι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι Έλληνες συναισθάνονται ότι οι γεωπολιτικές επιδιώξεις Αμερικανών και Ευρωπαίων στην περιοχή σπανίως συμπίπτουν με τα ζωτικά ελληνικά συμφέροντα. Είτε γιατί προνομιακός τους εταίρος είναι η Τουρκία, είτε γιατί επιθυμούν όχι την ανάπτυξη των Βαλκανίων αλλά τον ακρωτηριασμό, τον έλεγχο και την εξουδετέρωσή τους, είτε γιατί θέλουν να “σαλαμοποιήσουν” την Κύπρο και το Αιγαίο. Και βέβαια αυτό το κεντρικό πρόβλημα δεν είναι κάτι που μπορεί να αγνοηθεί ή να παραμερισθεί, όπως θα ήταν δυνατό σε οποιαδήποτε άλλη περιφερειακή ευρωπαϊκή χώρα, ακριβώς γιατί η περιοχή μας είναι ζώνη προτεραιότητας, βρίσκεται στο στόχαστρο της δυτικής επέλασης.

Ακόμη σημαντικότερη από αυτή την προφανή και κατανοητή για τον καθένα διάσταση συμφερόντων είναι η συνειδητοποίηση του εύρους των διαφορών πνευματικής ταυτότητας και παράδοσης, που μόνο διαφορά πολιτισμών μπορούν να ονομασθούν.

Σχεδόν αυθορμήτως, η δυτικοευρωπαϊκή κοινή γνώμη υποστηρίζει τα κτηνώδη κτυπήματα μιας τερατώδους πολεμικής μηχανής ενάντια σε μια μικρή χώρα, ενοχλητικά ανεξάρτητη, που την νιώθει ξένη και απειλητική και την οποία έχει καταδικάσει σε θάνατο, χωρίς να προηγηθεί δίκη. Οι γεροντοκρατούμενες, εγωιστικές και χορτασμένες δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες δεν χρειάζονται ιδιαίτερη παρότρυνση για να υποστηρίξουν τον νατοϊκό φασισμό ενάντια στον προαιώνιο αντίπαλο: τον σλαβικό ολοκληρωτισμό, την αναρχική ορθοδοξία, τον ανατολικό κοινοτισμό, τους απειλητικούς φτωχούς. Είναι αυτές οι κοινωνίες με τις οποίες μοιραζόμαστε κοινές αξίες, προς τις οποίες θέλουμε να συγκλίνουμε; Ποιος θα τα καταφέρει να πείσει και πάλι τους Έλληνες ότι η Ενωμένη Ευρώπη και το ευρώ αποτελούν την πανάκεια όλων των ασθενειών μας και ότι η ένταξή μας στο NATO εγγυάται την εθνική μας ασφάλεια; Και αν δεν είμαστε με αυτούς με ποιους μπορούμε να πάμε; Με τη ρωσική διάλυση ή τη βαλκανική παθολογία;

Προφανώς οι δυνατότητες διαφοροποίησης μιας μικρής χώρας, στα σύνορα κόσμων και πολιτισμών, είναι πολύ μικρές στην σημερινή μεταβατική περίοδο, κατά την οποία η Δύση δρέπει αλαζονικά τους καρπούς της κατάρρευσης της σοβιετικής υπερδύναμης. Αλλά και εκείνοι οι όρκοι αγάπης προς τη Δύση του παρελθόντος ηχούν πια εντελώς παράδοξοι και δεν πείθουν ούτε εμάς ούτε τους “εταίρους” μας. Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν μπορεί να ταυτιστεί ούτε με τους Σταυροφόρους της σημερινής Ευρώπης ούτε με τους μαφιόζους της Ρωσίας. Αντίθετα, μπορεί να αισθάνεται ότι ανήκει στον χώρο μιας ευρύτερης από τη σημερινή “Ενωμένης” Ευρώπης, η οποία θα περιλαμβάνει τουλάχιστον τα Βαλκάνια και θα πρέπει να έχει προνομιακές σχέσεις με τη Ρωσία. Έτσι ελπίζει κανείς ότι μπορεί να λυθεί η σημερινή σχιζοφρένεια προσανατολισμού.

Μπορεί επομένως να καταλάβει κανείς τον σκεπτικισμό των “ρεαλιστικών απόψεων” που βλέπουν τη δυσκολία των εναλλακτικών προσανατολισμών και οι ανα-λυτές-διανοούμενοι αυτού του κλίματος όντως αντιπροσωπεύουν μια ενδιάμεση άποψη. Οι άλλοι, οι εν υπηρεσία διατελούντες, οι αναμεταδότες της Νέας Τάξης, θα πρέπει να συμμερίζονται σήμερα την αίσθηση αποξένωσης από το δύστροπο γένος των Ελλήνων, την οποία αποπνέουν τα κείμενα του Μουζέλη. Δεν αντιλαμβάνεται τα πάθη τους και δεν τον ακούν όταν τους εξηγεί τα ανθρωπιστικά επιτεύγματα της Δύσης. Όταν μάλιστα αποδεικνύεται ότι σε καιρούς δύσκολους διαθέτουν διαυγέστερο στρατηγικό κριτήριο και ότι δεν αρκεί η κατακεραύνωση Σέρβων και Κούρδων για να συνετισθούν, ίσως έχει έλθει η ώρα της άμεσης καταγγελίας του ίδιου του Ελληνισμού. Ο Ανδριανόπουλος δείχνει το δρόμο… Οι αδελφοί ακαδημαϊκοί και διανοούμενοι της πεφωτισμένης Ευρώπης δεν φαίνεται να έχουν πρόβλημα με μια τέτοια εξέλιξη.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ