Αρχική » Δικαιοσύνη για τη Σερβία

Δικαιοσύνη για τη Σερβία

από Άρδην - Ρήξη

του Π. Χάντκε, από το Άρδην τ. 19-20, Απρίλιος-Ιούνιος 1999

Το βράδυ πριν από την αναχώρηση μας είδα σ’ έναν κινηματογράφο στις Βερσαλλίες και το έργο του Εμίρ Κουστουρίτσα “Underground”. Τα προηγούμενα έργα του, “0 Καιρός των Τσιγγάνων” και “Arizona dream”, τα είχα μεν θαυμάσει για τη φαντασία τους, που όχι απλώς αιωρείται αλλά πετάει ελεύθερη, για τις πυκνές και ομοιόμορφα δουλεμένες εικόνες και σεκάνς τους, έτσι

όπως άλλαζαν υφή και γίνονταν ανατολίτικα στολίδια (πράγμα με το οποίο έδινε διέξοδο στο στενόχωρο κλίμα). Μου είχε λείψει, όμως, πολύ μέσα σ’ αυτές τις ιπτάμενες εικόνες, ο σύνδεσμος με τη γη, με τη χώρα ή γενικά με τον κόσμο, έτσι που έσκαζε κάθε φορά ξαφνικά αυτή η φαντασία και γινόταν φαντασιοπληξία που σου βούλωνε τα μάτια. Κι εξάλλου, εγώ θεωρούσα πάντοτε ανώτερη από τον αναγκαστικό θαυμασμό τη συγκίνηση ή τη σχεδόν συγκίνηση, κάτι που με διαπερνάει πολύ έντονα και κρατάει και διαρκεί.

Για πρώτη φορά, λοιπόν, ένιωσα με το Underground αυτήν τη σχεδόν συγκίνηση σ’ ένα έργο του Κουστουρίτσα. Επιτέλους αυτή η απλή αφηγηματική του ικανότητα είχε γίνει αφηγηματική ορμή, επειδή ακριβώς είχε ενωθεί το ταλέντο του ονείρου, ένα τεράστιο ταλέντο, με ένα απτό κομμάτι κόσμου και ιστορίας με την τέως Γιουγκοσλαβία, που υπήρξε η πατρίδα του νεαρού Κουστουρίτσα. Και δεν ήταν συγκλονιστική η σκηνή, σαιξπη-ρική, διαστασταυρωνόμενη συνεχώς με εκείνη των αδελφών Μαρξ, εκεί προς το τέλος, την ώρα που μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος, όταν ένας από τους ήρωες του έργου, ψάχνοντας χρόνια απελπισμένος να βρει το παιδί του που κάποτε χάθηκε στον Δούναβη, τρέχει μέσα στους καπνούς της μάχης και πότε φωνάζει το χαμένο παιδί, πότε πάλι ξαφνικά ουρλιάζοντας διατάζει: “Πυρ!”; Πόσο χαζά ή και κακοπρο-

αίρετα μου φαίνονταν τώρα πολλά από εκείνα που γράφτηκαν για το Underground. Δεν πρόκειται μόνο για τον Αλέν Φίνκελκράουτ, έναν από τους νεότερους Γάλλους φιλοσόφους, έναν αδιανόητο πολυλογά και υπερασπιστή, από την αρχή κιόλας του πολέμου, του ανεξάρτητου κράτους της Κροατίας, ο οποίος, στην εφημερίδα κατηγόρησε το έργο του Κουστουρίτσα, χωρίς να το έχει δει, για τρομοκρατία, ιριλοσερβική προπαγάνδα και άλλα παρόμοια. Πριν από λίγες μόλις ημέρες εμφανίστηκε στην Liberation ο Αντρέ Γκλυκ-σμάν, νέος κι αυτός φιλόσοφος, από την άλλη τώρα κατεύθυνση, και συνεχάρη τον Κουστουρίτσα για το έργο του, το οποίο όπως είπε έχει δει(!), επειδή απορρίπτει καθαρά το τρομοκρατικό κομμουνιστικό καθεστώς της Σερβίας που, σε αντίθεση με τους Γερμανούς, τίποτα δεν έμαθε από τα ιστορικά του εγκλήματα κι όποιος τώρα ερμηνεύει έτσι το Undergound, τι έχει δει; Τι είναι σε θέση τελικά να δεί; Ένας άλλος πάλι κριτικός του έργου, από την Zeit της Γερμανίας που κάποτε έχει και φωτεινές στιγμές, βρήκε τον Κουστουρίτσα οργισμένο, μνησίκακο, ακόμα και “εκδικητικό”. Ε, όχι: το Undergound προέρχεται, είναι καμωμένο, αποτελείται και δρα, το είδα αυτό, μόνο από καημό και πόνο, κι από μια δυνατή αγάπη. Ακόμα και το χοντροκαμωμένο και κραυγαλέο της ταινίας βγαίνει από κει κι όλα αυτά μαζί δημιουργούν τη διορατικότητα αυτής της άλλης γιουγκοσλαβικής ιστορίας, τη φυσικότητα του παραμυθιού, όπως προβάλλεται στο γιορταστικό τέλος της ταινίας πάνω στο νησάκι που απομακρύνεται από τη στεριά. Κι εκεί στέκεται ο χαζός της ταινίας, και δεν έχει τώρα πια χαμένο και καθόλου βέβαια ηλίθιο ύφος, αλλά μια διαύγεια και μια τρυφερότατη επιβλητικότητα, έτσι όπως ταιριάζει μόνο σε αφηγητή παραμυθιών, και λέει

απευθυνόμενος στους ακροατές του: “Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια χώρα” (Για μένα εκεί στον κινηματογράφο το παραμύθι του ήταν δυστυχώς πολύ σύντομο.)

Το πιο φοβερό όμως που ακούστηκε για την ταινία του Κουστουρίτσα γράφτηκε στη Le Monde, κάποτε μια από τις πιο αγαπημένες μου εφημερίδες, η οποία πέρα από το υπερευσυνείδητο κύριο μέρος της έχει γίνει εδώ και μερικά χρόνια, και όχι μόνο κατ’ εξαίρεση, φύλλο κρυφής και φτηνής αδιακρισίας, αν και διατηρεί τη σοβαρή και ευγενή εμφάνιση της: λείπουν οι φωτογραφίες, πυκνές και υπηρεσιακής σχεδόν μορφής οι στήλες της. Κι αυτό δεν φάνηκε μόνο έπ’ ευκαιρία της ασθένειας του τότε προέδρου Μιτεράν, πριν από ένα χρόνο, όταν με το πρόσχημα της ενημέρωσης γέμισαν σελίδες επί σελίδων με ηδονοβλεπτικά άρθρα για το θάνατο του, υπαγορευμένα ίσως από την επικαιρότητα, όχι όμως από τους καιρούς μας, από την εποχή μας. Η εφημερίδα αυτή δεν περιγράφει πια τα θέματά της, ούτε και ζητάει, πράγμα που θα ήταν ακόμα καλύτερο και ευγενικότερο, να εμφανιστούν μόνα τους, αλλά τα πιάνει και τα πασπατευει τα καθιστά αντικείμενα. Τυπικότατος autre της καινούργιας κατεύθυνσης είναι και ο τρόπος, άλλοτε αδιανόητος για τη Le Monde με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι: την εξωτερική τους εμφάνιση, έτσι όπως έγινε πριν από λίγο καιρό σε κεντρική στήλη, με μια Αμερικανίδα φωτογράφο που παρουσιάστηκε ως “σαγηνευτική πληθωρική σαραντάρα” (ή κάπως έτσι) σε. να παράγει εν τω μεταξύ η φαινομενική έλλειψη εικόνων της εφημερίδας ένα διαφορετικό είδος εικόνων, τις εικόνες των λέξεων οι οποίες όμως σίγουρα δεν είναι για να τις παίρνουμε στα σοβαρά.

Για το Underground δεν δημοσιεύτηκε στην Le Monde μόνο ένα άρθρο μια και οι συντάκτες της, καθώς και η αισχρότητα του Φίνκελκράουτ είχαν αποφασίσει να αφανίσουν τον Κουστουρίτσα μαζί με τις φιλοσερβικές ή φιλογιουγκοσλαβικές έμμονες ιδέες του, δεν δημοσιεύτηκε λοιπόν μόνο το ρητορικό, επιφανειακό και καθαρά κατευθυνόμενο άρθρο του αρμόδιου για τις κινηματογραφικές κριτικές, ενός συνήθως έξυπνου και λεπτολόγου αρθρογράφου (που κατηγορούσε τώρα το έργο για τις μπαρόκ μορφές του που παίζουν μόνο με τον εαυτό τους). Αλλά δίπλα σ’ αυτό δημοσιεύτηκε, στις σελίδες της τέχνης, κι άλλο ένα άρθρο, γραμμένο από το χέρι μιας γυναίκας που μου ήταν, ως τώρα, γνωστή μόνο ως ανταποκρίτρια της Le Monde για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, γνωστή μάλιστα όχι μόνο για τη μεροληπτική στάση της (και γιατί να μη μεροληπτεί σ’ αυτήν την περίπτωση;) αλλά και για το απτόητο και ειλικρινά αξιοζήλευτο μίσος της προς κάθε τι που είχε σχέση με τη Σερβία, κι αυτό ισχύει, δυστυχώς, για κάθε άρθρο της. Στο άρθρο της λοιπόν ήθελε ν’ αποδείξει ότι η ταινία του Κουστουρίτσα είχε γίνει σίγουρα με τη βοήθεια σερβικών επιχειρήσεων, επειδή είχε γυριστεί σε σερβικό έδαφος (και ύδατα), κι ότι είχε έτσι αγνοήσει το εμπάργκο που είχαν επιβάλει στη Σερβία και το Μαυροβούνιο τα Ηνωμένα Έθνη. Και τώρα, σαν να μιλούσε σε ανώτατο δικαστήριο, αράδιαζε με ακρίβεια κοπιαστική, που ήταν όμως μόνο φαινομενικά αντικειμενική, όλες τις αποφάσεις του ΟΗΕ που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην περίπτωση του Undrerground. Έπιαναν ένα τέταρτο της στήλης, παράγραφο με παράγραφο, διάταξη με διάταξη, και η πιο μικρή, όλες σχολαστικά στη σειρά για να αποδειχθεί μ’ αυτήν τη λιτανεία το αμάρτημα, αθροισμένες, δεμένες η μια με την άλλη, έτσι όπως γράφεται και μια τελεσίδικη δικαστική απόφαση υποβάλλοντάς μας έτσι τη γνώμη ότι η ταινία αυτή, ακόμα και σαν απλό προϊόν ή και σαν εμπόρευμα, είναι κάτι το παράνομο και ότι οι μη Σέρβοι συμπαραγωγοί της (οι Γάλλοι και οι Γερμανοί) καταπατούν κάθε νόμο, ότι θα έπρεπε να εξαφανιστεί επομένως η ταινία από κάθε οθόνη, στις χώρες τουλάχιστον που τηρούσαν το εμπάργκο κατά της Σερβίας (μεταφράζω μάλλον ήπια τις παραπειστικές θέσεις αυτής της πολεμικής ανταποκρίτριας), ότι το Underground δεν έπρεπε καν να υπάρχει κι ότι οι παραγωγοί του και ο σκηνοθέτης Κουστουρίτσα ήταν πολεμοκάπηλοι, αν όχι κάτι χειρότερο. (Και για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του άρθρου αυτού τυπώθηκε μια μικρή επιστολή αναγνώστη με την ευγενική παράκληση προς τη Le Monde να σταματήσει, επιτέλους, αυτήν την “άσχημη διαδικασία” μα, στο επόμενο κιόλας φύλλο, διαβάζαμε άλλη μια τέτοια ανταπόκριση, γραμμένη κι αυτή από δημοσιογράφο του μετώπου, για την κατάσταση της ποδοσφαιρικής ομάδας Ερυθρός Αστέρας Βελιγραδίου. Μα στην πραγματικότητα επρόκειτο και εδώ για μια αλυσίδα καταγγελιών, για όποιον, τουλάχιστον, διάβαζε προσεκτικά, λέξη προς λέξη, που τέλειωνε με την εξής αδιαντροπιά: Η ομάδα, που συνεργαζόταν από καιρό, όπως μας είχε τουλάχιστον πληροφορήσει κιόλας ο διεθνής τύπος, με τον “περιβόητο κακοποιό και δολοφόνο αυτού του πολέμου Αρκάν”, εξακολουθούσε ακόμα να συνεργάζεται μαζί του παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της διεύθυνσής της. Πώς άλλωστε θα ήταν δυνατόν να βρίσκεται ακόμα στο κατάστημα αναμνηστικών της ομάδας, δίπλα στα τρικό, τα σταχτοδοχεία κ.λπ., και η βιντεοκασέτα από τους “λαμπρούς” γάμους αυτού του εγκληματία με τη “σοβινίστρια Σέρβα τραγουδίστρια του ροκ Τσέκα”;

Έπρεπε να παραμείνω για πολλή ώρα σ’ αυτούς τους δευτερεύοντες (ίσως) χώρους και στα άνοστα λογοπαίγνια που θυμίζουν περισσότερο Τμήμα Ηθών, παρά Φίλιπ Μάρλοου. Διότι το στυλ που ανέφερα, αυτός δηλαδή ο προδιαγραμμένος και υπαγορευμένος τρόπος ομιλίας, είναι για μένα χαρακτηριστικό για το κύριο μέρος, για την πληθώρα των δημοσιεύσεων για τους γιουγκοσλαβικούς πολέμους από την αρχή τους. Τί, θέλεις να βοηθήσεις κι εσύ να αποπραγματοποιηθούν τα εγκλήματα των Σέρβων στη Βοσνία, στην Κράινα, στη Σλαβονία, από μια κριτική που κατακρίνει τα μέσα ενημέρωσης και κλείνει τα μάτια της μπροστά από μια πρώτη πραγματικότητα; Σιγά-σιγά. Υπομονή. Δικαιοσύνη. Το πρόβλημα (μόνο δικό μου;) είναι πιο πολύπλοκο, είναι μπλεγμένο με πολλούς βαθμούς ή πολλές βαθμίδες της πραγματικότητας κι εγώ σκοπεύω, θέλοντας να το ξεκαθαρίσω, να φθάσω σε κάτι αληθινό, όπου θα υπάρχει, μέσα από το στρόβιλο των διαφορετικών γεγονότων, η αίσθηση ενός νοήματος και μιας συνέχειας. Διότι τι ξέρουμε εμείς, οι οποίοι, όταν παρευρισκόμαστε, παρευρισκόμαστε μόνο μέσω της τηλεόρασης; Τί ξέρουμε εμείς οι δικτυωμένοι και on-line, που αποκτάμε γνώσεις χωρίς όμως να έχουμε εκείνη την πραγματική γνώση που βγαίνει μόνο μαθαίνοντας, μαθαίνοντας από την άμεση παρατήρηση; Τί ξέρει εκείνος ο οποίος βλέπει, αντί για το ίδιο το πράγμα, μόνο την εικόνα του, ή και όπως συμβαίνει στις ειδήσεις της τηλεόρασης μόνο κομμένες εικόνες, ή και όπως συμβαίνει στον κόσμο του Δικτύου μόνο το κομμάτι του κομματιού.

Δύο πράγματα με απασχολούν και με παιδεύουν, πιο πολύ κι από γρίφο, εδώ και τεσσεράμισι χρόνια, από τον Ιούνιο του 1991, από τότε που άρχισε ο δεκαήμερος, όπως ονομάζεται, πόλεμος στη Σλοβενία, από τότε που έπεσαν οι πρώτες σφαίρες, αυτές που έδωσαν το σύνθημα για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, δύο πράγματα, ένας αριθμός και μια εικόνα, μια φωτογραφία. 0 αριθμός: περίπου εβδομήντα άνθρωποι έπεσαν σ’ εκείνο τον αρχικό πόλεμο, θα μπορούσε κανείς να πει λίγοι σε σχέση με τις πολλές δεκάδες χιλιάδες που έπεσαν στους επόμενους. Κι όμως, πώς γίνεται να ανήκουν σχεδόν όλα αυτά τα θύματα στον γιουγκοσλαβικό λαϊκό στρατό, που ήταν από τότε κιόλας η προσωποποίηση της απόλυτης επιθετικότητας και που γι’ αυτόν θα ήταν παιχνιδάκι (παιχνιδάκι;), αφού υπερτερούσε από κάθε άποψη, οι λίγοι Σλοβένοι που διεκδικούσαν την ανεξαρτησία; (Η αναλογία των θυμάτων είναι γνωστή, χωρίς όμως, πράγμα περίεργο, να το έχει συνειδητοποιήσει η παγκόσμια κοινή γνώμη.) Ποιος πυροβόλησε λοιπόν εναντίον ποιου; Και μήπως υπήρχε κάποια ρητή απόφαση εκ μέρους του στρατού να μην απαντήσουν σε καμιά περίπτωση στα πυρά, επειδή φαντάζονταν ότι, εντούτοις, βρίσκονταν ακόμα ανάμεσα σε αδέλφια, οι νότιοι Σλάβοι αναμεταξύ τους, και επειδή είχαν σκοπό να διαφυλάξουν, τουλάχιστον από τη μια μεριά, αυτήν την πίστη ή αυτό το τρελό όραμα; Και τη φωτογραφία που θα ταίριαζε ο’ όλα αυτά, την είδα στο περιοδικό Time: μια μάλλον άτακτη ομάδα Σλοβένων, ντυμένοι όλοι με μια ολίγον τι φανταστική πολεμική στολή, που παρίσταναν τη νεοδημιουργηθείσα Δημοκρατία με πανό και σημαία. Δεν υπήρχε μεταξύ τους, έτσι θυμάμαι, σχεδόν ούτε ένας νέος άνθρωπος ή τουλάχιστον αυτή η ομάδα ή αυτό το τμήμα δεν είχε τίποτα το νεανικό. Η εικόνα που επικράτησε μέσα μου απ’ αυτούς τους αγωνιστές της ελευθερίας, μου δείχνει μάλλον κοιλαράδες τριανταπεντάρηδες, μια τεμπελοπαρέα που καμαρώνει ίσως μετά από εκδρομή, και οι σημαίες θα μπορούσαν να στολίζουν κάποιο υπαίθριο θέατρο. Και μέχρι σήμερα δεν λέει να φύγει από το κεφάλι μου η πρώτη σκέψη που μου ήρθε βλέποντας εκείνη τη φωτογραφία: θα είναι κάποιοι τύποι χαζοχαρούμενοι στις ελεύθερες ώρες τους, κι όχι αγωνιστές της ελευθερίας, κι αυτοί καθάρισαν, χωρίς να διστάσουν, τους σχεδόν εβδομήντα αιφνιδιασμένους στρατιώτες, κι ας ήταν οπλισμένοι, κι ας ήταν τα όπλα τους καλύτερα από τα δικά τους. Μπορεί να είναι βέβαια και ανοησία, παρ’ όλα αυτά, όμως, μας δείχνει πώς εκείνος που ακούει και βλέπει τέτοιες ειδήσεις και εικόνες είναι σε θέση να τους δώσει διαφορετική ή και διαστρεβλωμένη εικόνα.

Το ίδιο μου συνέβαινε και με άλλες, κατοπινότερες πολεμικές ανταποκρίσεις, κι όλο και συχνότερα. Πού βρισκόταν το παράσιτο που μετατόπιζε την πραγματικότητα ή την εκτόπιζε σαν να ήταν απλό σκηνικό; Μέσα στις ίδιες τις ειδήσεις ή μέσα στη συνείδηση του παραλήπτη; Γιατί άραγε μπόρεσα από την πρώτη στιγμή να συμμεριστώ τα αισθήματα ενός αγνώστου, όταν είδα, τέλη Νοέμβρη του 1991, αμέσως μετά την είδηση ότι έπεσε το Βούκοβαρ, πως αυτός ο περαστικός, αγανακτισμένος μα και συγκινημένος, είχε μετονομάσει τον παρισινό σταθμό του μετρό από Στάλινγκραντ σε Βούκοβαρ, και εκτίμησα αυτή την πράξη ως πράξη επίκαιρη αλλά και βιβλική, ή πράξη τέχνης και πολιτικής συγχρόνως, σε μια ένωση ιδανική; και γιατί άρχισαν το επόμενο κιόλας πρωί να με βασανίζουν οι αμφιβολίες μου, όπως μετά από ένα κινηματογραφικό έργο που μας καθηλώνει μεν προς στιγμήν, αλλά παύει αμέσως μετά τη λέξη ΤΕΛΟΣ να είναι απόλυτα πειστικό, για να χάσει πια μετά από έναν σχετικό χρόνο σκέψης κάθε πειστικότητα (πράγμα που συμβαίνει συνήθως με τα έργα του Χόλιγουντ) οι αμφιβολίες λοιπόν, ποια εντέλει είναι τα κοινά σημεία μεταξύ Στάλινγκραντ και Βούκοβαρ; Μα πώς θα μπορούσα ποτέ να εκτιμήσω τα τωρινά εκείνα τα γεμάτα μίσος λόγια που είχα διαβάσει στο κύριο άρθρο της Frankfurter Allegemeine Zeitung: οι Σέρβοι της Κροατίας (άρα και οι Σέρβοι του Βούκοβαρ), ως τώρα πολίτες της Γιουγκοσλαβίας και ισότιμοι με τους Κροάτες συμπατριώτες τους, γίνονται ξαφνικά με το νέο σύνταγμα του νέου κράτους της Κροατίας, που ψηφίστηκε χωρίς να τους ρωτήσει κανείς, λαός δεύτερης κατηγορίας και αυτοί οι περίπου εξακόσιες χιλιάδες Σέρβοι που πέρασαν άθελά τους στο κράτος της Κροατίας κι όχι μόνο υπό κροατική διοίκηση, προσηκόντως και προθυμότατα και ευπειθέστατα, σύμφωνα με το ένταλμα του Γερμανού δημοσιογράφου, “θα πρέπει να νιώθουν (ναι, έτσι!) σαν μειονότητα;!” “Καλά, ό,τι διατάξετε λοιπόν, συμφωνούμε να νιώθουμε από σήμερα σαν μειονότητα, μέσα στην ίδια μας τη χώρα, και συμφωνούμε επομένως ακόμα και να οριστούμε ως μειονότητα κι από το κροατικό σας σύνταγμα”: Αυτή θα ήταν λοιπόν η διέξοδος, πριν από τον πόλεμο, για την Κράινα και για την πόλη του Βούκοβαρ; Και ποιός έκανε τώρα την πρώτη επίθεση; Τί σήμαινε το γεγονός της ίδρυσης ενός κράτους, και μάλιστα ενός κράτους που αποκαλούσε τους πολίτες του όπως του ερχόταν, αν και βρισκόταν αυτό το κράτος πάνω σ’ έναν τόπο όπου ζούσαν από τόσο καιρό, τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι ενός κράτους που θύμιζε κι επιβεβαίωνε τα παλιά χτυπήματα, που έπρεπε δηλαδή να σημαίνει φρίκη, μετά τις τόσες παρόμοιες διώξεις της χιτλερικής κροατικής κυβέρνησης της Ουστάσα, που κανείς δεν είχε ξεχάσει; Ποιός άρχισε λοιπόν την επίθεση; Κι ήταν μήπως αυτός που προκαλούσε τον πόλεμο ίδιος μ’ εκείνον που τον άρχιζε; Και τι σημαίνει “αρχίζω”; Μήπως ήταν και η πρόκληση μια αρχή; (“Εσύ άρχισες!”) Και πώς θα είχα φερθεί εγώ, Σέρβος τώρα στην Κροατία, απέναντι σ’ ένα ήδη αποφασισμένο κράτος που στρέφεται καθαρά εναντίον μου και εναντίον του λαού μου; 0α εγκατέλειπα αυτό το μέρος με το οποίο ήμουν κι ο ίδιος βαθιά δεμένος από αιώνες τώρα κι από τους προγόνους μου, για να πάω “στην πατρίδα”, στη Σερβία, από την άλλη μεριά του Δούναβη; Ίσως. Ή θα έμενα, αν και διαμιάς πολίτης δεύτερης κατηγορίας, αν και κατ’ ανάγκη Κροάτης υπήκοος, σίγουρα αγανακτισμένος, λυπημένος, και με το κέφι ενός μελλοθάνατου, κι όλα αυτά για να μην ανάψουν τα αίματα; Ίσως. Ή θα πρόβαλλα, αν ήταν στο χέρι μου, κάποια αντίσταση, φυσικά μαζί με τους άλλους που θα ήταν σαν κι εμένα, και εν ανάγκη και με τη βοήθεια του διαλυόμενου και σαστισμένου γιουγκοσλαβικού στρατού; Πιθανό κι αυτό, ή μάλλον σίγουρο, ιδίως αν ήμουν ακόμα σχετικά νέος και χωρίς οικογένεια. Κι έτσι δεν ξεκίνησε αυτός ο πόλεμος; Με την εισβολή όπως ξέρουμε, της πρώτης κροατικής εθνοφρουράς στα σερβικά χωριά γύρω από το Βούκοβαρ για τον οποίο όμως δεν έχει το δικαίωμα να μιλάει κάποιος σαν εμένα, αφού ισχύει ακόμα εκείνο το φοβερό “ο πόλεμος είναι πόλεμος” και το ακόμα φοβερότερο: ο εμφύλιος είναι εμφύλιος. Κι όποιος θεωρεί αυτά τα λόγια όχι ως αντίδραση κάποιου που πνίγεται, αλλά ως έκφραση αδιαφορίας, ας σταματήσει να διαβάζει εδώ. (Και δεν μας αναγκάζουν τα λόγια του Σερβοεβραίου συγγραφέα Αλεξάντερ Τίσμα “ο πόλεμος είναι πόλεμος”, που τα ανέφεραν πολλές γερμανικές εφημερίδες ως απόδειξη “αναισθησίας”, αν και έχουν μέσα τους οπωσδήποτε κάτι το επιδεικτικό, να σκεφτούμε πολύ περισσότερα πράγματα απ’ όλες τις άλλες διαβεβαιώσεις ψεύτικης αγανάκτησης, τις εκβιαστικές, αυτές που έχουν ξεχάσει κάθε αρχέγονη κραυγή;)

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ