Αρχική » Αποικιοποιώντας τη Βοσνία

Αποικιοποιώντας τη Βοσνία

από Άρδην - Ρήξη

του Michel Chossudovsky, από το Άρδην τ. 21, Ιούλιος-Αύγουστος 1999

Την ίδια στιγμή που οι στρατιωτικοί της Δύσης καλύπτουν τα πρωτοσέλιδα ως φορείς της ειρήνης, ένας στρατός από διεθνείς τραπεζίτες, δικηγόρους και χρηματιστές συνεχίζει την οικονομική κατάκτηση των Βαλκανίων. Καθώς τα βαρέως εξοπλισμένα στρατεύματα των ΗΠΑ και του NATO επιβάλλουν την ειρήνη στη Βοσνία, τόσο ο τύπος όσο και οι πολιτικοί παρουσιάζουν την εισβολή των Δυτικών στην πρώην Γιουγκοσλαβία ως μια ευγενική -αν και βασανιστικά αργοπορημένη- αντίδραση στην έκρηξη των εθνικών σφαγών και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.Μετά τη συμφωνία του Ντέυτον, τον Νοέμβριο του 1995, η Δύση θέλησε να ρετουσά-ρει το πορτρέτο της ως σωτήρα των νοτίων Σλάβων και να βάλει μπροστά «τις εργασίες ανοικοδόμησης» των νέων ανεξάρτητων κρατών.Όμως, η δυτική κοινή γνώμη έχει παραπλανηθεί, πέφτοντας θύμα μιας προσχεδιασμένης εκστρατείας. Σύμφωνα με την κοινή λογική, η άθλια κατάσταση των Βαλκανίων οφείλεται στον «επιθετικό εθνικισμό», μοιραίο αποτέλεσμα βαθύτερων εθνικών και θρησκευτικών εντάσεων που έχουν τις ρίζες τους βαθειά στην ιστορία1. Παρομοίως, για να εξηγήσουν τις συγκρούσεις, διάφοροι σχολιαστές αναφέρουν τα «βαλκανικά παιχνίδια εξουσίας» και τις συγκρούσεις μεταξύ πολιτικών προσωπικοτήτων.

Ετσι, μέσα σε αυτό τον καταιγισμό από εικόνες και αυτοεξυπηρετούμενες αναλύσεις χάνονται οι οικονομικές και κοινωνικές αιτίες της σύγκρουσης. Η βαθειά οικονομική κρίση που προηγήθηκε του εμφυλίου πολέμου έχει,

προ πολλού, ξεχαστεί. Τα στρατηγικά συμφέροντα των Γερμανών και των Αμερικανών που προετοίμασαν το έδαφος για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας παραβλέπονται, όπως παραβλέπεται επίσης ο ρόλος των ξένων πιστωτών και των διεθνών οικονομικών ινστιτούτων. Σύμφωνα με τα Διεθνή Μέσα Ενημέρωσης οι Δυτικές Δυνάμεις δεν έχουν καμία ευθύνη για την εξαθλίωση και την καταστροφή ενός έθνους 24 εκατομμυρίων ανθρώπων.

Η αλήθεια είναι ότι, δια μέσου του ελέγχου του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, οι Δυτικές Δυνάμεις, επιδιώκοντας την προώθηση των εθνικών και συλλογικών στρατηγικών τους συμφερόντων, συνέβαλαν στο γονάτισμα της Γιουγκοσλαβικής οικονομίας και στην ανακίνηση των -σε λανθάνουσα κατάσταση- εθνοτικών και κοινωνικών εντάσεων. Τώρα, είναι η σειρά των κατεστραμμένων από τον πόλεμο διάδοχων εθνών της Γιουγκοσλαβίας να αισθανθούν στο πετσί τους την τρυφερή ευσπλαχνία της διεθνούς οικονομικής κοινότητας.

Καθώς η προσοχή του κόσμου επικεντρώνεται σε ζητήματα όπως οι μετακινήσεις στρατευμάτων και οι εκεχειρίες, οι διεθνείς οικονομικοί φορείς είναι απασχολημένοι με την συγκέντρωση των εξωτερικών χρεών των κρατών που απέμειναν, ενώ μετατρέπουν τα Βαλκάνια σε «ασφαλές καταφύγιο» για τις επιχειρήσεις. Και ενώ τα νατοϊκά όπλα εφαρμόζουν την συνθήκη ειρήνης, η Δύση εξαγγέλλει ένα πρόγραμμα «ανοικοδόμησης» της Βοσνίας το οποίο απογυμνώνει αυτήν την βασανισμένη χώρα από τα κυριαρχικά της δικαιώματα σε βαθμό τέτοιο που δεν έχει δει η Ευρώπη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το πρόγραμμα αυτό συνίσταται κυρίως στο να διαιρεθεί η Βοσνία και να τεθεί υπό νατοϊκή στρατιωτική κατοχή και δυτική διοίκηση.

Η μορφή των πραγμάτων που πρόκειται να έρθουν

Η πολυεθνική σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία ήταν κάποτε μια οικονομικά επιτυχημένη περιφερειακή και βιομηχανική δύναμη. Στη διάρκεια των δύο δεκαετιών πριν το 1980, το ετήσιο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν αναπτυσσόταν με ρυθμό 6,1%, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ήταν δωρεάν, το ποσοστό των εγγραμμάτων άγγιζε το 91% και το προσδόκιμο επιβίωσης έφτανε τα 72 χρόνια2. Όμως, μετά από μια δεκαετία δυτικών οικονομικών «φροντίδων» και πέντε χρόνων αποδιάρθρωσης, πολέμων, μποϋκοτάζ και εμπάργκο, η οικονομία της πρώην Γιουγκοσλαβίας κείται συντετριμμένη και ο βιομηχανικός τομέας αποδιαρθρωμένος.

Η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας οφείλεται εν μέρει στις μηχανορραφίες των ΗΠΑ. Παρά τη μη ευθυγράμμιση του Βελιγραδίου [με την ΕΣΣΔ] και τις εκτεταμένες σχέσεις του με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τις ΗΠΑ, η κυβέρνηση Ρέηγκαν έβαλε στο στόχαστρο τη Γιουγκοσλαβική οικονομία με μια «Μυστική και Ευαίσθητη» Οδηγία Εθνικής Ασφαλείας (NSDD 133) [«Η Πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Γιουγκοσλαβίας»]. Μια λογοκριμένη έκδοση που αποχαρακτηρίσθηκε το 1990 και βασίστηκε στην επεξεργασία της NSDD 64 για την Ανατολική Ευρώπη που δημοσιεύτηκε το 1982. Αυτή η τελευταία αναφερόταν στην «επέκταση των προσπαθειών για την προώθηση μιας ήσυχης επανάστασης’ για την ανατροπή των κομμουνιστικών κυβερνήσεων και κομμάτων» και παράλληλα την επανενσωμάτωση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς3.

Λίγο ενωρίτερα, στα 1980, πριντο θάνατο του στρατάρχη Τίτο, οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να συνεργάζονται με τους άλλους διεθνείς πιστωτές της Γιουγκοσλαβίας στην προσπάθεια επιβολής ενός πρώτου γύρου μακροοικονομικών μεταρρυθμίσεων. Αυτός ο αρχικός γύρος αναδιαρθρώσεων αποτέλεσε το μοντέλο για το μέλλον. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’80 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) καα η Παγκόσμια Τράπεζα επέβαλαν περιοδικά αυξανόμενες δόσεις των πικρών οικονομικών φαρμάκων τους καθώς η Γιουγκοσλαβική οικονομία έπεφτε σε κώμα.

Εξ αρχής, μια σειρά προγραμμάτων του ΔΝΤ επιτάχυναν την αποδιάρθρωση του Γιουγκοσλαβικού βιομηχανικού τομέα, την μείωση της βιομηχανικής παραγωγής -που τη δεκαετία του ’90 έφτασε το 10%- και τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, με όλες τις προβλεπόμενες κοινωνικές συνέπειες. Οι συμφωνίες αποπληρωμής των δανείων, εν τω μεταξύ, αύξησαν το εξωτερικό χρέος και η υποχρεωτική υποτίμηση του Γιουγκοσλαβικού νομίσματος χτύπησε σκληρά το επίπεδο ζωής των Γιουγκοσλάβων.

Ο κος Μάρκοβιτς πάει στην Ουάσιγκτον

Το Φθινόπωρο του 1989, λίγο πριν την πτώση του τείχους του Βερολίνου, ο πρόεδρος της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας Αντε Μάρκοβιτς, συνάντησε στην Ουάσιγκτον τον πρόεδρο Τζωρτζ Μπους για διαπραγματεύσεις σχετικά με ένα νέο πακέτο χρηματοδοτήσεων. Ως αντάλλαγμα γι’ αυτή τη βοήθεια, η Γιουγκοσλαβία συμφώνησε να προχωρήσει σε ακόμα πιο σαρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας νέας υποτίμησης του νομίσματος, ενός νέου παγώματος των μισθών, μεγάλων περικοπών στις κυβερνητικές δαπάνες, καθώς και την κατάργηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του εργατικού ελέγχου των επιχειρήσεων4. Η νομενκλατούρα του Βελιγραδίου, με τη βοήθεια δυτικών συμβούλων είχε προετοιμάσει το έδαφος για την αποστολή του Μάρκοβιτς έχοντας ήδη εγκαινιάσει πολλές από τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας γενναίας φιλελευθεροποίησης της νομοθεσίας για τις ξένες επενδύσεις.

Η «θεραπεία σοκ» ξεκίνησε το 1990. Αν και ο πληθωρισμός

είχε ροκανίσει τους μισθούς, ίο ΔΝΤ διέταξε το πάγωμα των μισθών στο επίπεδο του Νοεμβρίου του 1989. Οι τιμές συνέχισαν ν’ ανεβαίνουν ανεξέλεγκτα και στους πρώτους έξι μήνες του 1990 τα πραγματικά ημερομίσθια έπεσαν κατά 40%5.

Το ΔΝΤ έθεσε επίσης υπό τον έλεγχο του την Κεντρική Τράπεζα της Γιουγκοσλαβίας: Η σφικτή νομισματική του πολιτική επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τη δυνατότητα της χώρας να χρηματοδοτεί τα οικονομικά και κοινωνικά της προγράμματα. Κρατικές δαπάνες που θα έπρεπε να μεταφερθούν στις ομόσπονδες δημοκρατίες και τις περιφέρειες χρησιμοποιούνταν τώρα για την κάλυψη των χρεών του Βελιγραδίου στα κλαμπ του Παρισιού και του Λονδίνου. Οι ομόσπονδες δημοκρατίες αφέθηκαν να επινοήσουν τους δικούς τους μηχανισμούς χρηματοδότησης.

Με μια κίνηση, οι μεταρρυθμιστές οργάνωσαν την τελική κατάρρευση της ομοσπονδιακής οικονομικής δομής της Γιουγκοσλαβίας και τραυμάτισαν θανάσιμα τους ομοσπονδιακούς πολιτικούς θεσμούς. Αποκόπτοντας τις οικονομικές διόδους μεταξύ Βελιγραδίου και ομόσπονδων δημοκρατιών, οι μεταρρυθμίσεις έριξαν λάδι στη φωτιά των αποσχιστικών τάσεων, που ενισχύονταν τόσο από οικονομικούς παράγοντες όσο και από εθνοτικές διαιρέσεις, εξασφαλίζοντας έτσι την de facto απόσχιση των δημοκρατιών.

Η δημοσιονομική κρίση που υποκινήθηκε από το ΔΝΤ δημιούργησε ένα τετελεσμένο γεγονός που άνοιξε το δρόμο για την τυπική απόσχιση της Κροατίας και της Σλοβενίας τον Ιούνιο του 1991.

Διαλυμένες από το Αόρατο χέρι

Οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούσαν οι πιστωτές του Βελιγραδίου έπληξαν επίσης την καρδιά του Γιουγκοσλαβικού συστήματος, την κοινωνική ιδιοκτησία και τον εργατικό έλεγχο των επιχειρήσεων. Όπως ανέφερε ένας παρατηρητής «ο στόχος ήταν να οδηγηθεί η Γιουγκοσλαβική οικονομία σε μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και στη διάλυση του δημόσιου τομέα. Η γραφειοκρατία του Κομμουνιστικού Κόμματος και ιδιαίτερα ο στρατιωτικός τομέας και ο τομέας των μυστικών υπηρεσιών προσεγγίσθηκαν και προσέφεραν την πολιτική και οικονομική τους στήριξη υπό τον όρο ότι θα διαλυόταν ολόκληρο το δίκτυο των κοινωνικών δικαιωμάτων της εργατικής τάξης της Γιουγκοσλαβίας»6.

Ηταν μια προσφορά που μια απελπισμένη Γιουγκοσλαβία δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί. Έχοντας πάρει συμβουλές από δυτικούς νομικούς και συμβούλους, η κυβέρνηση του Μάρκοβιτς ψήφισε την οικονομική νομοθεσία που εξανάγκαζε τις «αφερέγγυες» επιχειρήσεις είτε στην χρεοκοπία είτε στην εκκαθάριση.

Σύμφωνα με τον καινούργιο νόμο, εάν μια επιχείρηση αδυνατούσε να πληρώσει τους λογαριασμούς της για μια περίοδο λειτουργίας 30 ημερών, ή μετά τις 30 πρώτες μέρες σε μια περίοδο •45 ημερών, η κυβέρνηση θα έπρεπε να εγκαινιάσει τις διαδικασίες χρεοκοπίας μέσα στις επόμενες 15 μέρες.

Η επίθεση στην σοσιαλιστική οικονομία συμπεριελάμβανε και εναν καινούργιο τραπεζικό νόμο σχεδιασμένο έτσι ώστε να διαλύσει τις τρεις, κοινωνικής ιδιοκτησίας, συνεργαζόμενες τράπεζες. Μέσα σε 2 χρόνια, περισσότερες από τις μισές τράπεζες της χώρας είχαν εξαφανιστεί για να αντικατασταθούν με νέους, ανεξαρτητους, κερδοσκοπικούς οργανισμούς».

Αυτές οι αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο, συνδυασμένες με τη σφιχτή νομισματική πολιτική του ΔΝΤ προς τη βιομηχανία και το άνοιγμα της χώρας στον ξένο ανταγωνισμό, επιτάχυναν την παρακμή της βιομηχανίας. Από το 1989 έως το Σεπτέμβριο του 1S90. περισσότερες από 1.000 επιχειρήσεις οδηγήθηκαν στη χρεοκοπία. Το 1990, το ΑΕΠ υποχώρησε κατά 7,5% και το 1991 για t Ξ : ακόμα, ενώ τον ίδιο χρόνο η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 21%7.

Αναμφίβολα, το πακέτο του ΔΝΤ επιτάχυνε την κατάρρευση του μεγαλύτερου μέρους της αναπτυγμένης βαριάς βιομηχανίας της Γιουγκοσλαβίας. Αλλες κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις επιβίωσαν με το να μην πληρώνουν τους εργαζόμενους. Στα τέλη του 1990, περισσότεροι από μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι στην βιομηχανία δεν πληρώνονταν κανονικά. Αυτοί ήταν οι τυχεροί. Ήδη, τον Σεπτέμβριο του 1990, 600.000 περίπου Γιουγκοσλάβοι είχαν χάσει τη δουλειά τους και αυτό ήταν μόνο η αρχή. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, άλλες 2.435 βιομηχανικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τις μεγαλύτερες κρατικές επιχειρήσεις, ήσαν υποψήφιες για κλείσιμο. Οι 1,3 εκατομμύρια εργαζόμενοι σ’ αυτές -το 50% της εναπομείνασας εργατικής δύναμης-ήταν «υπεράριθμοι».

Στις αρχές του 1991, τα πραγματικά ημερομίσθια ακολουθούσαν ελεύθερη πτώση, τα κοινωνικά προγράμματα κατέρρευσαν και η ανεργία αυξήθηκε κατακόρυφα. Η αποδιάρθρωση του βιομηχανικού τομέα της οικονομίας ήταν καταπληκτική, τόσο για το εύρος όσο και για την ωμότητα με την οποία συντελέστηκε. Οι πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις, αν και δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν, ήταν τρομαχτικές.

Ο πρωθυπουργός της Γιουγκοσλαβίας Μπόρισοβ Τζόβιτς προειδοποιούσε ότι οι μεταρρυθμίσεις «έχουν ιδιαίτερα δυσάρεστες επιπτώσεις στη συνολική κατάσταση της κοινωνίας… Οι πολίτες έχουν χάσει την πίστη τους στο κράτος και τους θεσμούς… Η περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής κρίσης και η ενίσχυση των κοινωνικών εντάσεων έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην επιδείνωση τόσο της πολιτικής κατάστασης όσο και της κατάστασης ασφαλείας»8.

Η πολιτική οικονομία της αποδιάρθρωσης

Μερικοί Γιουγκοσλάβοι συνασπίσθηκαν σε έναν εκ των προτέρων καταδικασμένο αγώνα για να αποτρέψουν την καταστροφή της οικονομίας και της πολιτειακής τους δομής. Οπως ανακάλυψε ένας παρατηρητής, «η εργατική αντίσταση ξεπέρασε τις εθνοτικές γραμμές καθώς Σέρβοι, Κροάτες, Βόσνιοι και Σλοβένιοι κινητοποιήθηκαν… ο ένας δίπλα στον άλλο μαζί με τους άλλους συναδέλφους τους»9. Οι οικονομικές διαμάχες όμως όξυναν τις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ των δημοκρατιών και μεταξύ των δημοκρατιών και του Βελιγραδίου.

Η Σερβία απέρριψε τα μέτρα λιτότητας και 650.000 περίπου Σέρβοι εργάτες απήργησαν εναντίον της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ζητώντας αυξήσεις μισθών10. Οι άλλες δημοκρατίες ακολούθησαν διαφορετικούς και μερικές φορές αντιφατικούς δρόμους.

Στη σχετικά πλούσια Σλοβενία, παραδείγματος χάρη, οι ηγέτες που υποστήριζαν την απόσχιση, όπως ο πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Jose Punick, υποστήριζαν τις μεταρρυθμίσεις: «από οικονομική άποψη δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με οδυνηρά κοινωνικά μέτρα, όπως η αύξηση της ανεργίας ή οι περικοπές των εργατικών δικαιωμάτων, γιατί αυτά είναι αναγκαία για την προώθηση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων»11. Την ίδια στιγμή όμως, η Σλοβενία συνασπιζόταν με τις άλλες δημοκρατίες στην αμφισβήτηση των προσπαθειών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να περιορίσει την οικονομική αυτονομία των δημοκρατιών. Τόσο ο Κροάτης ηγέτης Φράνιο Τούτζμαν όσο και ο ομόλογος του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ακολούθησαν τον αρχηγό της Σλοβενίας, στρεφόμενοι εναντίον των προσπαθειών της Γιουγκοσλαβίας να επιβάλει τις σκληρές μεταρρυθμίσεις12.

Στις πολυκομματικές εκλογές του 1990, η οικονομική πολιτική βρισκόταν στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης, καθώς συνασπισμοί αποσχιστών εκδίωξαν τους κομμουνιστές στην

Κροατία, τη Σλοβενία και τη Βοσνία. Με τον ίδιο τρόπο που η οικονομική κατάρρευση οδηγούσε στην διάσπαση, η διάσπαση, με την σειρά της, επέτεινε την οικονομική κρίση. Η συνεργασία μεταξύ των δημοκρατιών κυριολεκτικά σταμάτησε. Και καθώς οι δημοκρατίες στρέφονταν η μία εναντίον της άλλης, τόσο η οικονομία όσο και το έθνος βρέθηκαν μέσα στην περιδίνηση του μίσους. Αυτή η διαδικασία επιτάθηκε καθώς οι ηγεσίες των δημοκρατικών καλλιέργησαν σκόπιμα τους κοινωνικούς και πολιτικούς διαχωρισμούς για να ενδυναμώσουν τη θέση τους. «Οι δημοκρατικές ολιγαρχίες -που πίστευαν όλες σε μια αποσχιστική «εθνική αναγέννηση»- αντί να επιλέξουν μεταξύ μιας γνήσιας Γιουγκοσλαβικής αγοράς και του υπερπληθωρισμού, επέλεξαν τον πόλεμο, με τον οποίο μπορούσαν να συγκαλύψουν τις πραγματικές αιτίες της οικονομικής καταστροφής»13. Η ταυτόχρονη εμφάνιση πολιτοφυλακών πιστών στους αποσχιστικούς ηγέτες, το μόνο που κατόρθωσε ήταν να επιταχύνει την πορεία προς το χάος. Αυτές οι πολιτοφυλακές, με τις κλιμακούμενες θηριωδίες τους, όχι μόνο περιχαράκωσαν τον πληθυσμό σε εθνοτικές κατευθύνσεις, αλλά κατακερμάτισαν και το εργατικό κίνημα.

Δυτική βοήθεια

Τα μέτρα λιτότητας έθεσαν τις βάσεις για την επαναποικιοποίηση των Βαλκανίων. Το κατά πόσον αυτό απαιτούσε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας αποτέλεσε θέμα διαμάχης μεταξύ των Δυτικών Δυνάμεων, με τη Γερμανία να υπεραμύνεται των απόψεων υπέρ της απόσχισης και τις ΗΠΑ, που φοβόντουσαν το άνοιγμα ενός εθνικιστικού κουτιού της Πανδώρας, να υποστηρίζουν αρχικά την διατήρηση της Γιουγκοσλαβίας.

Τον Μάιο του 1990, αμέσως μετά την αποφασιστική νίκη του Φράνιο Τούτζμαν και της δεξιάς Δημοκρατικής Ένωσης στην Κροατία, ο Γερμανός υπουργός των Εξωτερικών Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ, που βρισκόταν σε καθημερινή σχεδόν επαφή με τον ομόλογο του στο Ζάγκρεμπ, έδωσε το πράσινο φως για την απόσχιση της Κροατίας14. Η Γερμανία δεν υποστήριξε παθητικά την απόσχιση αλλά «εξεβίασε την συναίνεση της διεθνούς διπλωματίας» και πίεσε τους δυτικούς συμμάχους της ν’ αναγνωρίσουν την Κροατία και τη Σλοβενία. Η Γερμανία ζήτησε από τους συμμάχους της να διαθέτει ελευθερία κινήσεων ώστε να «επιτύχει την οικονομική κυριαρχία σε ολόκληρη την Μεσευρώπη»15.

Από την άλλη μεριά, η Ουάσιγκτον υποστήριζε «μια χαλαρή ενότητα ενώ ενθάρρυνε την ανάπτυξη της δημοκρατίας… [ο υπουργός Εξωτερικών] Μπέηκερ είπε στον Τούτζμαν και στον [πρόεδρο της Σλοβενίας] Μίλαν Κούτσαν ότι οι ΗΠΑ δεν θα ενθαρρύνουν ούτε θα υποστηρίξουν μονομερείς αποσχίσεις… αλλά αν έπρεπε να φύγουν, τους παρότρυνε να το κάνουν μέσω μιας συμφωνίας έπειτα από διαπραγματεύσεις»16.

Αντ’ αυτού η Σλοβενία και η Κροατία και τελικά η Βοσνία προχώρησαν σε αιματηρούς εμφύλιους πολέμους κατά της «εναπομείνασας» Γιουγκοσλαβίας (Σερβίας και Μαυροβουνίου) ή των Σέρβων εθνικιστών ή και των δύο. Τώρα όμως, οι ΗΠΑ είχαν -καθυστερημένα- αναλάβει ενεργό διπλωματικό ρόλο στη Βοσνία ενδυναμώνοντας τις σχέσεις τους με την Κροατία και τη FYROM, προετοιμάζοντας έτσι την κατάσταση για να διαδραματίσουν έναν ηγετικό ρόλο στο οικονομικό και πολιτικό μέλλον της περιοχής.

Το μεταπολεμικό καθεστώς

Οι δυτικοί πιστωτές έστρεψαν τώρα την προσοχή τους στα αποσχισθέντα κράτη. Όπως και με την καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας, οι οικονομικές διαστάσεις της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης παρέμειναν στην αφάνεια, αλλά οι προοπτικές για την ανοικοδόμηση των καινούργιων ανεξάρτητων δημοκρατιών είναι μηδαμινές. Το εξωτερικό χρέος της Γιουγκοσλαβίας επιμερίσθηκε προσεχτικά στις διάδοχες δημοκρατίες17, οι οποίες είναι τώρα παγιδευμένες σε χωριστά προγράμματα για τον επανασχεδιασμό του χρέους καθώς και σε συμφωνίες διαρθρωτικών προσαρμογών.

Μεταξύ των δανειστών και των διεθνών φορέων υπάρχει συμφωνία στο ότι οι προηγούμενες μακροοικονομικές μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν έπειτα από συμβουλές του ΔΝΤ δεν έχουν πετύχει τους στόχους τους και έτσι απαιτούνται επιπλέον θεραπείες «σοκ» ούτως ώστε να αποκατασταθεί η «οικονομική υγεία» στα διάδοχα κράτη της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Η Κροατία και η FYROM ακολούθησαν τις οδηγίες του ΔΝΤ. Και οι δύο συμφώνησαν σε πακέτα δανείων για την αποπληρωμή των μεριδίων τους από τα χρέη της Γιουγκοσλαβίας που απαιτούν την σταθεροποίηση της διαδικασίας που εγκαινιάστηκε με το πρόγραμμα χρεοκοπίας του Αντε Μάρκοβιτς. Και έτσι συνεχίστηκε ανενόχλητο και το οικείο σχήμα του κλεισίματος των εργοστασίων, της σκόπιμης διάλυσης των τραπεζών και της εξαθλίωσης.

Το πολυεθνικό κεφάλαιο επευφημεί. Παρά την αναδυόμενη κρίση της κοινωνικής πρόνοιας και τον αποδεκατισμό της οικονομίας του, ο υπουργός Οικονομικών της FYROM Ljube Tpevski ενημέρωνε με υπερηφάνεια τον τύπο: «ότι η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ θέτουν την FYROM μεταξύ των πιο επιτυχημένων χωρών σε σχέση με τις τρέχουσες μεταβατικές μεταρρυθμίσεις». Ο επικεφαλής του ΔΝΤ υπεύθυνος για τη FYROM, Paul Thomen, συμφώνησε. Πρόσθεσε ότι «τα αποτελέσματα του προγράμματος σταθεροποίησης ήταν εντυπωσιακά» και επαίνεσε ιδιαίτερα την «αποτελεσματικότητα της πολιτικής για τα ημερομίσθια» που υιοθέτησε η κυβέρνηση των Σκοπίων. Οι διαπραγματευτές του προσέθεσαν ότι είναι αναγκαία μια ακόμη μεγαλύτερη περιστολή του προϋπολογισμού.

Αλλά οι πιο ανησυχητικές πλευρές της δυτικής παρέμβασης και της παραβίασης την εθνικής ανεξαρτησίας έχουν να κάνουν με τη Βοσνία. Η νεοαποικιακή διοίκηση, που επιβλήθηκε από τη συμφωνία του Ντέυτον και υποστηρίχτηκε από την νατοϊκή δύναμη πυρός, εξασφαλίζει ότι το μέλλον της Βοσνίας θα καθορίζεται πλέον στην Ουάσιγκτον και στη Βόννη και όχι στο Σεράγεβο.

Ανοικοδόμηση αποικιακού τύπου

Για να αναδυθεί η Βοσνία από τα συντρίμμια του πολέμου και της νεοαποικιοκρατίας, είναι αναγκαία η μαζική ανοικοδόμησή της. Ομως, κρίνοντας με βάση την πρόσφατη βαλκανική ιστορία, είναι πιο πιθανό η Δυτική βοήθεια να σπρώξει τη Βοσνία στον Τρίτο Κόσμο παρά να την αναδείξει σε μια ισότιμη θέση με τους Ευρωπαίους γείτονές της. Η κυβέρνηση της Βοσνίας υπολογίζει ότι το κόστος της ανοικοδόμησης θα φτάσει τα 47 δισ. δολάρια. Δυτικοί δανειστές έχουν υποσχεθεί 3 δισ. δολάρια σε δάνεια ανοικοδόμησης. Μέχρι σήμερα όμως έχουν δοθεί μόνον 518 εκατομμύρια δολάρια. Μέρος αυτών των χρημάτων πηγαίνει για την εξυπηρέτηση των πολιτικών δαπανών της ειρηνευτικής στρατιωτικής δύναμης και ένα μέρος για την αποπληρωμή των διεθνών δανείων.

Τα νέα δάνεια δίνονται για να αποπληρωθούν τα παλιά χρέη. Η Κεντρική Τράπεζα της Ολλανδίας έχει προσφέρει γενναιόδωρα 37 εκατομμύρια δολάρια για να βοηθήσει τη Βοσνία να πληρώσει τις καθυστερημένες οφειλές της στο ΔΝΤ. Χωρίς αυτά το ΔΝΤ δεν προτίθεται να προσφέρει καινούργια δάνεια. Αν και ωμό ή και παράλογο, το παράδοξο είναι ότι τα περιζήτητα δάνεια από το νεοσυσταθέν «Παράθυρο κινδύνου» του ΔΝΤ, για τις «μετά-τη-σύγκρουση-χώρες» δεν θα χρησιμοποιηθούν για την μεταπολεμική ανοικοδόμηση. Αντ’ αυτού θα αποπληρώσουν την Κεντρική Τράπεζα της Ολλανδίας, η οποία κατέβαλε τα χρήματα για την αποπληρωμή των καθυστερούμενων χρεών προς το ΔΝΤ.

Το χρέος συσσωρεύεται και πολύ λίγα χρήματα κατευθύνονται στην ανοικοδόμηση της διαλυμένης από τον πόλεμο οικονομίας της Βοσνίας. Έτσι, η ανοικοδόμηση θυσιάζεται στο βωμό της αποπληρωμής του χρέους και οι δυτικές κυβερνήσεις και εταιρείες δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να κερδίσουν την πρόσβαση σε στρατηγικούς φυσικούς πόρους. Μετά την ανακάλυψη ενεργειακών αποθεμάτων στην περιοχή, η διαίρεση της Βοσνίας μεταξύ της Ομοσπονδίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Δημοκρατίας του Σρπσκα των Σέρβων της Βοσνίας στα πλαίσια της συμφωνίας του Ντέυτον, απέκτησε νέο στρατηγικό ενδιαφέρον. Ντοκουμέντα που βρίσκονται στα χέρια της Κροατίας και των Βοσνίων Σέρβων καταδεικνύουν ότι στην ανατολική πλευρά των Δειναρικών Ορέων έχουν επισημανθεί αποθέματα άνθρακα και πετρελαίου. Την περιοχή αυτή απέσπασε από τους επαναστατημένους Σέρβους της Κράινα, ο υποστηριζόμενος από τις ΗΠΑ κροατικός στρατός στις τελευταίες επιθέσεις πριν την υπογραφή των συμφωνιών. Αξιωματούχοι της Βοσνίας αναφέρουν ότι η Amoco, που έχει την έδρα της στο Σικάγο, ήταν μεταξύ των πολλών ξένων εταιρειών που στη συνέχεια εγκαινίασαν έρευνες στη Βοσνία. «Σημαντικά» αποθέματα πετρελαίου βρίσκονται επίσης στη σερβοκρατούμενη περιοχή της Κροατίας απέναντι από τον ποταμό Σάβα, όπου βρίσκεται το στρατηγείο της στρατιωτικής ζώνης των ΗΠΑ Οι έρευνες για καινούργια κοιτάσματα συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά η Παγκόσμια Τράπεζα και οι πολυεθνικές που είχαν την εποπτεία των ερευνών κρατούσαν τις τοπικές κυβερνήσεις στο σκοτάδι, πιθανώς για να τις αποτρέψουν από την ανάληψη δράσης για την διεκδίκηση πολύτιμων περιοχών.

Έχοντας στραμμένη την προσοχή τους στην αποπληρωμή του χρέους και στον ενδεχόμενο ενεργειακό πλούτο, οι Δυτικές Δυνάμεις έδειξαν ελάχιστο ενδιαφέρον για την επανόρθωση των εγκλημάτων που διαπράχτηκαν λόγω των εθνικών εκκαθαρίσεων. Συνεπώς, οι 70.000 στρατιώτες του NATO για την «εδραίωση της ειρήνης», θα στρέψουν τις προσπάθειές τους στον τεμαχισμό της Βοσνίας μάλλον, σύμφωνα με τα δυτικά οικονομικά συμφέροντα, παρά στην αποκατάσταση του προηγούμενου status quo.

Οι τοπικοί ηγέτες και τα δυτικά συμφέροντα μοιράζονται μαζί την λεία από την οικονομία της πρώην Γιουγκοσλαβίας και παράλληλα παγιοποιούν τις κοινωνικό-εθνοτικές διαιρέσεις εφόσον αυτός ο κατακερματισμός γίνεται σύμφωνα με μια τέτοια λογική. Αυτός ο μόνιμος τεμαχισμός της Γιουγκοσλαβίας, σε εθνοτική βάση, υπονομεύει τις προσπάθειες μιας ενωμένης αντίστασης των Γιουγκοσλάβων, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής, εναντίον της επαναποικιοποίησης των πατρογονικών τους εδαφών.

Δεν υπάρχει τίποτα νέο σε αυτό. Όπως παρατήρησε καυστικά κάποιος, όλοι οι ηγέτες των αποσχισθέντων διάδοχων κρατών είχαν δουλέψει σε στενή επαφή με τη Δύση: «όλοι οι τωρινοί ηγέτες των πρώην Γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών ήταν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος και ο καθένας με την σειρά του συναγωνίστηκε με τους άλλους για την ικανοποίηση των αιτημάτων της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, έτσι ώστε να έχουν περισσότερες πιθανότητες για επενδυτικά δάνεια και πρόσκτηση μετοχών για την εξουσία».

Ο μόνος δυνατός κόσμος;

Η υποστηριζόμενη από τη Δύση νεοφιλελεύθερη μακροοικονομική αναδιάρθρωση συνετέλεσε στην καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας. Όμως, από την αρχή του πολέμου, το 1991, τα διεθνή μέσα ενημέρωσης παρέβλεψαν συστηματικά ή υποτίμησαν τον κομβικό της ρόλο. Αντιθέτως, συμμετείχαν και αυτά στις υμνολογίες για την ελεύθερη αγορά ως βάση για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο οικονομίας. Οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες της οικονομικής ανοικοδόμησης της

Γιουγκοσλαβίας έχουν συστηματικά απαλειφθεί από κάθε συλλογική απόπειρα ερμηνείας. Αντιθέτως, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης έχουν δογματικά αναδείξει τις πολιτιστικές, εθνικές κα: θρησκευτικές διαφορές ως τις μοναδικές αιτίες για την κρίση. Στην πραγματικότητα, η κρίση ήταν το αποτέλεσμα πολύ βαθύτερων διαδικασιών οικονομικού και πολιτικού κατακερματισμού. Μια τέτοια ψευδής συνείδηση όχι μόνον συσκοτίζει την αλήθεια αλλά μας εμποδίζει να κατανοήσουμε τις ακριβείς ιστορικές της εκφάνσεις. Τέλος διαστρεβλώνει τις πραγματικές πηγές των κοινωνικών συγκρούσεων. Όταν εφαρμόζεται στην περίπτωση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, υποβαθμίζει τις ιστορικές βάσεις της νοτιοσλαβικής ενότητας, αλληλεγγύης και ταυτότητας. Αλλα αυτή η ψευδής συνείδηση ζει σε ολόκληρο τον πλανήτη, όπου διαλυμένα εργοστάσια, άνεργοι εργάτες και κατεστραμμένα κοινωνικά προγράμματα είναι ο μόνος πιθανός κόσμος και τα «πίκρα οικονομικά φάρμακα» είναι η μόνη συνταγή.

Στα Βαλκάνια παίζεται η ζωή εκατομμυρίων ανθρωπων Μακροοικονομικές μεταρρυθμίσεις έχουν καταστρέψει τη ζωη τους και το δικαίωμα στην εργασία έχει μετατραπεί σε αστε:-σμό. Βασικές ανάγκες όπως το φαγητό και η στέγη παραμένουν άπιαστο όνειρο για πολλούς. Η κουλτούρα και η εθνική ταυτότητα έχουν υποβαθμιστεί. Στο όνομα του παγκόσμιου κεφαλαίου, τα σύνορα ξανασχεδιάζονται, οι νομικοί κώδικες ξαναγραφοντα:. τα εργοστάσια καταστρέφονται, τα νομισματικά και τραπεζικά συστήματα αποδιαρθρώνονται, τα κοινωνικά προγραμματα περικόπτονται… Δεν επιτρέπεται καμιά εναλλακτική εκδοχή στο παγκόσμιο κεφάλαιο, είτε αυτή είναι ο σοσιαλισμός της αγορας είτε ο «εθνικός» καπιταλισμός.

Αλλά αυτό που συνέβη στη Γιουγκοσλαβία και συνεχιζετα: σήμερα στα αδύναμα διάδοχα κράτη θα πρέπει να ακουστεί κα: πέρα από τα Βαλκάνια. Η Γιουγκοσλαβία είναι ο καθρέπτης τ.α παρόμοια προγράμματα οικονομικής αναδιάρθρωσης οχ: μόνο στον αναπτυσσόμενο κόσμο αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και την Δυτική Ευρώπη. Οι μεταρρυθμίσεις στη Γιουγκοσλαβία είναι η απάνθρωπη εικόνα ενός καταστροφικο’. οικονομικού μοντέλου σπρωγμένου στα άκρα.

Μετάφραση: Νίκος Ντάσιος Κώστας Γεώρμας

* Ο συγγραφέας είναι καθηγητής της Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Οτάβας. Τελευταίο tou βιβλίο είναι το The Globalization of Poverty. To κείμενο που δημοσιεύουμε εδώ, στο μεγαλύτερο μέρος του, παρουσιάστηκε σε μια πρώτη μορφή, στο Εναλλακτικό Φόρουμ της Μαδρίτης το 1995, και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Covert Action, No 56 , Ανοιξη 1996. Εχουν παραλειφθεί από το κείμενο οι άμεσες αναφορές στην κατάσταση στην Βοσνία.

1              Βλέπε, π.χ. τον πρώην πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Γιουγκοσλαβία Robert Zimmerman, «The Last Ambassador, A Memoir of the Collapse of Yugoslavia . Foreign Affairs, τόμος 74, v.2, 1995.

2              World Bank, World Development Report 1991, Statistical Annex, Tables 1 και 2, 1991.

3              Scan Gervasi, «Germany, the US, and the Yugoslav Crisis», Covert Action, ν 43, Χειμώνας 1992-93. σελ. 42.

4              Gervasi, ό.π., σελ. 44.

5              World Bank. Restructuring, ό.π., σελ. viii.

6              Ralph Schoenman, «Divide and Rule Schemes in the Balkans», The Organi:t> (Σαν Φρανσίσκο), 11 Σεπτεμβρίου 1995.

Judit Kiss. «Debt Management in Eastern Europe», Eastern European Economics, Μάιος-Ιούνιος 1984, σελ. 59.

8 British Broadcasting Service, «Borisav Jovic Tells SFRY Assembly Situation Has “Dramatically Deteriorated’», 27 Απριλίου 1991. ” Schoenman, ό.π. 10 Gervasi, ό.π., σελ.44.

” Federico Nicr Fischer. «Eastern Europe: Social Crisis», Inter Press Senice. 5

Σεπτεμβρίου 1990.

12           Klas Bergman, «Markovits Seeks to Keep Yugoslavia One Nation», Christian Science Monitor, 11 Ιουλίου 1990, σελ. 6.

13           Dimitri Boarov, «Brief Review of Anti-Inflation Programs: the Curse of the Dead Programs», Vreme News Digest Agency, 13 Απριλίου 1992.

1J Gervasi, ό.π., σελ. 65.

15           Ό.π., σελ.45.

16           Zimmerman, ό.π.

17           Τον Ιούνιο του 1995, το ΔΝΤ, δρώντας εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων των δυτικών κυβερνήσεων πρότεινε την αναδιανομή του χρέους ως ακολούθως: Σερβία και Μαυροβούνιο 36%, Κροατία 28%, Σλοβενία 16%, Βοσνία και Ερζεγοβίνη 16% και Σκόπια 5%.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ