από το Άρδην τ. 23, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000
Επικεφαλής της παγκόσμιας εκστρατείας για την προώθηση των γενετικά μεταλλαγμένων τροφίμων ο όμιλος Μονσάντο, με ειδίκευση σε χημικά και βιοτεχνολογικά προϊόντα, δέχτηκε τον Νοέμβριο του 1997, μια επιστολή, τουλάχιστον ασυνήθιστη. Απευθυνόμενη στην έδρα της επιχείρησης στο Σαιν Λούις (Μισούρι), μια κάτοικος της νήσου Γουάιτ, η Τζούλη Ντρέϊσκοτ, απαίτησε 6.418 λίρες (περίπου 4.000.000 δρχ.), ως αποζημίωση για τον χρόνο, την εργασία, και τα χρήματα που της κόστιζε η Μονσάντο κάθε χρόνο. Και να η επιχειρηματολογία της: Το 60% των βιομηχανοποιημένων τροφίμων που διακινούνται στο εμπόριο παγκοσμίως περιέχουν σόγια. Το 25% της αμερικανικής παραγωγής σόγιας, που εξάγεται κατά μέγα μέρος, προέρχεται από γενετικά μεταλλαγμένους σπόρους που παράγει η Μονσάντο. Και καθώς είναι αδύνατο -σύμφωνα με τον ισχυρισμό της ίδιας της Μονσάντο- να διαχωριστούν οι γενετικά μεταλλαγμένοι σπόροι από τους άλλους, η κυρία Ντραϊσκότ εκτιμά πως, για να αποφύγει να φάει γενετικά μεταλλαγμένη σόγια είναι αναγκασμένη να ξοδεύει άφθονο χρόνο και χρήμα για να μπορεί να αγοράζει και να μαγειρεύει φυσικά προϊόντα. Η κυρία Ντραϊσκότ περιμένει πάντα μια απάντηση και η ζωή της δεν φαίνεται να έχει τακτοποιηθεί. Η Μονσάντο, την οποία ονομάζουν Microsoft της βιοτεχνολογίας, έχει ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει όλες τις μεγάλες καλλιέργειες και αφορά ολόκληρο τον πλανήτη. Ενισχυμένος από ευρεσιτεχνίες διάρκειας είκοσι ετών και έχοντας κάνει ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα στην σόγια, ο Όμιλος άρχισε να ασχολείται με το γενετικά μεταλλαγμένο βαμβάκι, την κόλζα και το καλαμπόκι. Αναμένεται να ακολουθήσουν επίσης τα περισσότερα είδη σπόρων.
Η ταχύτητα και το εύρος της επιθετικής εκστρατείας της Μονσάντο υπέρ των γενετικά μεταλλαγμένων τροφίμων δημιουργούν ανησυχία. Σε δύο χρόνια, ο πρώτος παραγωγός ζιζανιοκτόνων στον κόσμο, ξόδεψε 2,5 δισ. δολάρια για να σταθεροποιήσει την ηγετική του θέση στις βιοτεχνολογίες. Κατάπιε τις πρωτοπόρες εταιρείες παραγωγής μεταλλαγμένων γενετικά σπόρων, της φυτογενετικής και της μοριακής βιολογίας. Το 1996, επένδυσε 450 εκατομμύρια δολάρια
στην έρευνα, στον τομέα της βιοτεχνολογίας. Τον Ιανουάριο του 1997 εξαγόρασε για πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια την Holdens Foundation Seeds, την μεγαλύτερη παραγωγό εταιρεία σπόρων καλαμποκιού στις Η-ΠΑ. Τον Φεβρουάριο απορρόφησε την Calgene, μια βιομηχανία παραγωγής γενετικά μεταλλαγμένης ντομάτας, κόλζα, βαμβακιού και βατόμουρων. Το 1996 είχε ήδη δαπανήσει 150 εκατομμύρια δολάρια για να αποκτήσει την Agracetus, μια επιχείρηση που ισχυρίζεται ότι κατέχει ευρεσιτεχνίες για όλες τις γενετικές παρεμβάσεις που αφορούν στην σόγια και κυρίως στο βαμβάκι. Σήμερα η Μονσάντο αφήνει να εννοηθεί ότι θα αρχίσει να επενδύει στην βιομηχανία τροφίμων. «Αυτό το οποίο κάνουμε είναι να ενισχύουμε την θέση μας σε όλη την αλυσίδα της διατροφής, από το Α ως το Ω», εξηγεί ένα διευθυντικό στέλεχος του Ομίλου.
Στην Γουόλ Στριτ η Μονσάντο είναι ένας ήρωας. Εδώ και τρία χρόνια όταν ανέλαβε την προεδρία ο Μπομπ Σαπίρο έστρεψε την χημική βιομηχανία προς την αγροτικό τομέα, μια αγορά που υπολογίζεται στα 100 δισεκατομμύρια $ τον χρόνο μόνο για τις ΗΠΑ. Κατά την διάρκεια των τελευταίων τριών χρόνων η μετοχή της Μονσάντο εκτοξεύθηκε σαν βέλος, από τα 11,5 δολάρια σε πάνω από 45 δολάρια στα τέλη του Νοεμβρίου του 1997. Ο όμιλος παρουσιάζει χρηματιστηριακή κεφα-λοποίηση 26,7 δισ. δολαρίων.
Η στρατηγική της Μονσάντο δεν περιορίζεται σε μια σειρά από συγχωνεύσεις και εξαγορές. Το εμπορικό της δαιμόνιο συνίσταται επίσης και στην προσπάθεια εξασφάλισης της συνεχούς απόδοσης και για ‘ μεγάλο διάστημα, των χημικών της προϊόντων, των πιο επικερδών του ομίλου. Ενδεικτικό είναι ότι η αποκλειστικότητα του glyphosate, που αποτελεί την “καρδιά” και το πιό ονομαστό προϊόν της Μονσάντο, ένα ζιζανιοκτόνο με την εμπορική ονομασία Round up, λήγει το 2000, πράγμα που σημαίνει ότι οι ανταγωνιστές θα μπορούν να λανσάρουν στην αγορά ανάλογα προϊόντα. Για να δημιουργήσει μια ελεγχόμενη αγορά η Μονσάντο εδώ και δέκα χρόνια αναπτύσσει νέες ποικιλίες φυτών που εμφανίζουν ανθεκτικότητα στο glyphosate!
Ήδη σήμερα, αυτοί που αγοράζουν γενετικά μεταλλαγμένους σπόρους είναι υποχρεωμένοι από το συμβόλαιο να αγοράζουν για τις καλλιέργειες τους ζιζανιοκτόνα μόνο από την Μονσάντο. Στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ η καινούργια νομοθεσία για την προστασία των ανακαλύψεων στον τομέα της βιοτεχνολογίας επιτρέπει στον πρώτο παγκόσμιο παραγωγό ζιζανιοκτόνων να εξασφαλίσει τα αποκλειστικά του δικαιώματα στην παραγωγή σπόρων και κατοχυρώνουν την είσπραξη «τεχνολογικών φόρων». Τον προηγούμενο χρόνο η Μονσάντο παραχώρησε την άδεια σε 35 Αμερικανούς παραγωγούς σπόρων να παράγουν γενετικά μεταλλαγμένους σπόρους επί πληρωμή.
Το 1997 από τα 121,4 εκατομμύρια στρέμματα καλλιεργήσιμης γης παγκοσμίως (περίπου 3,2 φορές η καλλιεργούμενη έκταση της Ελλάδας), με μεταλλαγμένα προϊόντα, τα 76,8 προέρχονταν από τα εργαστήρια της Μονσάντο.(Καιτο 1998 ξεπέρασαν τα 250 εκατ.στρεμ.)
Σε αυτά περιλαμβάνονται σχεδόν 40 εκατομμύρια στρέμματα της σόγιας «Roundup Ready» (ανθεκτικής στο ζιζανιοκτόνο της Μονσάντο), έκταση που θα διπλασιαστεί το 1998. Το υβρίδιο καλαμποκιού «Roundup Ready», θα λανσαριστεί σε μεγάλη κλίμακα το 1998 στις ΗΠΑ. Όσο για το ζαχαρότευτλο επρόκειτο να δοκιμαστεί στην Ιρλανδία το περασμένο καλοκαίρι αλλά αντιμετώπισε την αποφασιστική αντίσταση των οικολόγων. Οι πρώτες γενετικά μεταλλαγμένες πατάτες και πάνω από 2.000.000 στρέμματα με καρότα πρόκειται να καλλιεργηθούν στον Καναδά -χώρα που καλλιεργούνται ήδη 12,1 εκατομμύρια στρέμματα μεταλλαγμένης κόλζας «Roundup Ready» και 10,1 εκατομμύρια στρέμματα βαμβακιού με τις ευρεσιτεχνίες της Μονσάντο.
Η Μονσάντο υποστηρίζει ότι οι νέες ποικιλίες των γενετικά μεταλλαγμένων φυτών βοηθούν τους καλλιεργητές και σέβονται το περιβάλλον καθώς επιτρέπουν τον περιορισμό της χρήσης φυτοφαρμάκων. Αυτές οι απόψεις όμως καθόλου δεν αποτελούν κοινή θέση των επιστημόνων και των ειδικών για το περιβάλλον και τις αγροτικές καλλιέργειες. Τον Ιούνιο 1997στην Νέα Υόρκη το υπουργείο υποχρέωσε την Μονσάντο να αποσύρει τις διαφημίσεις της, που διαβεβαίωναν ότι το Roundup ήταν βιοαποδομήσιμο προϊόν και σέβεται το περιβάλλον. Σύμφωνα με το τμήμα δημόσιας υγείας του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, το glyphosate αποτελούσε την κατά σειρά τρίτη αιτία γιά τις ασθένειες των καλλιεργητω. που σχετίζονται με τα φυτοφάρμακο
John Vidal, George Monbiot John Harvey, Mark Milner