του Δ. Κωνσταντακόπουλου, από το Άρδην τ. 23, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000
Έχοντας αποσπάσει το δαχτυλίδι από τον ετοιμοθάνατο Τσάρο την παραμονή της πρωτοχρονιάς, ο Βλαντίμιρ Πούτιν ετοιμάζεται να ολοκληρώσει τον θρίαμβο του εκλεγόμενος, με ή χωρίς νοθεία, Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας στις εκλογές της 26ης Μαρτίου. Η Οικογένεια, με την ευρύτερη έννοια του όρου, που στη Ρωσία περιλαμβάνει όχι μόνο τους συγγενείς του Γέλτσιν, αλλά και την ομάδα των «Ολιγαρχών» που αποτέλεσαν το περιβάλλον του, ελπίζει ότι, χάρη στον εκλεκτό της, θα διαιωνίσει το γελτσινικό καθεστώς χωρίς τον ίδιο τον Γέλτσιν. Στη Ρωσία άλλωστε, το Σύνταγμα συγκεντρώνει όλη σχεδόν την εξουσία στον Πρόεδρο που, πρακτικά, έχει περίπου τις εξουσίες μονάρχη.
Οι δυτικοί ηγέτες έσπευσαν, ο ένας μετά τον άλλο, να αποδώσουν τις οφειλόμενες τιμές στον ηγέτη που ολοκλήρωσε, κατά την δεκαετή σχεδόν θητεία του, τη διάλυση του ιστορικού τους αντιπάλου. Η γλώσσα, είναι αλήθεια, προδίδει μερικές φορές την βαθύτερη ανησυχία τους. Χαρακτηρισμοί όπως «μετάβαση» (που; γιατί; για πόσο; με τι κόστος;) αποκρύπτουν πίσω από μια προσωρινότητα δεκαετούς ήδη διάρκειας την ιστορική τραγωδία των λαών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. 0 ίδιος ο όρος «πρώην» ή «μετά» επιστρατεύει άλλωστε συχνά το συγκεκριμένο και γνωστό παρελθόν για να μην περιγράψει το απίθανο Χάος και την αποσύνθεση του όλου σοβιετικού χώρου -χάος και αποσύνθεση για τα οποία κυρίως ευγνωμονούν τον κ. Γέλτσιν οι Μπιλ Κλίντον, Ζακ Σιράκ, Γκέρχαρντ Σρέντερ και Τόνι Μπλερ.
Την ευημερία και την ελευθερία επικαλέσθηκαν οι υπό τον Μπορίς Γέλτσιν Ρώσοι «Δημοκράτες», που ανέτρεψαν το 1991 τον ήδη σοφτ «κομμουνισμό» του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και διέλυσαν τη Σοβιετική Ένωση, παρά τη σαφώς εκφρασμένη, στο δημοψήφισμα του Μαρτίου 1991, αντίθετη προτίμηση της μεγάλης πλειοψηφίας των σοβιετικών πολιτών. Στο τέλος μιας δεκαετίας, το ΑΕΠ της Ρωσίας έχει υποδιπλασιαστεί, οι επενδύσεις είναι το ένα δέκατο ή το ένα πέμπτο αυτού που ήταν το 1990, οι δημογραφικοί δείκτες της χώρας αντανακλούν πολεμική κατάσταση, τον βουβό, πλην αληθινό πόλεμο αυτών που λεηλάτησαν μια τεράστια οικονομία και ένα αξιόλογο κοινωνικό κράτος. Γιά πρώτη φορά στην ιστορία των βιομηχανικών χωρών, η Ρωσία γνωρίζει απόλυτη μείωση του πληθυσμού της και δραματική μείωση του αναμενόμενου χρόνου ζωής. Στο έδαφος της πρώην ΕΣΣΔ έχουν ξεσπάσει μέχρι τώρα επτά πολεμικές συρράξεις με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, ενώ 10-15 εκατομμύρια πρώην σοβιετικοί πολίτες έχουν καταστεί πρόσφυγες. Το οργανωμένο έγκλημα έχει υποκαταστήσει τους πολιτικούς, οικονομικούς και δικαστικούς θεσμούς. Για πρώτη φορά στην ιστορία μια μεγάλη χώρα και πυρηνική υπερδύναμη περιπίπτει στον έλεγχο της Μαφίας.
Το τεράστιο αυτό τίμημα καταβλήθηκε από τους λαούς της ΕΣΣΔ χωρίς τουλάχιστο να οικοδομηθεί μια άξια λόγου «οικονομία της αγοράς». Η παλινόρθωση του καπιταλισμού δεν οδήγησε εξάλλου, όπως υποστήριζαν οι φιλελεύθεροι «ιδεολόγοι», στην άνθιση των ελευθεριών και της δημοκρατίας, προϊόν άλλωστε όχι αυτόματα ενός οικονομικού συστήματος, αλλά πάντα στην ιστορία συναρτώμενο με την δράση των μαζών και των ριζοσπαστών διανοουμένων. Αν η ΕΣΣΔ, στο σημείο που βρισκόταν το 1990, όντως δεν μπορούσε να αποφύγει μια εκτεταμένη χρήση μεθόδων της αγοράς και ιδιωτικών μορφών ιδιοκτησίας, είναι εξίσου αλήθεια ότι ο δρόμος για τον εκδημοκρατισμό της περνούσε οπωσδήποτε από τον εκδημοκρατισμό της διαχείρισης ενός πάντα απαραίτητου, μεγάλου δημόσιου τομέα. Και οπωσδήποτε όπως δεν περνούσε και δεν πέρασε, από την παλινόρθωση του καπιταλισμού, μέσω της λεηλασίας των δημόσιων αγαθών και της οικειοποίησης τους από μια ελάχιστη μειοψηφία, σε ένα μακροοικονομικό πλαίσιο που καθόριζε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Όταν, σε ένα από τα σεμινάρια του Νταβός, ο Σάρος είπε στον Μπερεζόφσκι ότι αυτός είναι το πρόβλημα, ο τελευταίος του απάντησε, με το δίκηο του, ότι καμμιά ιδιωτικοποίηση δεν είναι δίκαιη. Το οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα που οι ορέξεις τους, από κοινού με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επέβαλλαν στους νέους Ολιγάρχες, απέκλειε εξ ορισμού πολλές δημοκρατικές ελευθερίες. Κάτι που όλοι κατά βάθος γνώριζαν, εξ ου και η ενθάρρυνση της Ουάσιγκτον προς τον Μπορίς Γέλτσιν αποτέλεσε το θεμέλιο μιας πορείας ουσιαστικής άρσης της δυνατότητας άσκησης των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων, που οι Ρώσοι είχαν κατακτήσει ήδη από την εποχή του Γκορμπατσόφ. Παρόλο που, από καιρού εις καιρόν γίνονται εκλογές, λιγότερο ή περισσότερο νοθευμένες, τα δημοκρατικά, όπως και τα κοινωνικά, δικαιώματα των Ρώσων, είναι σήμερα, σε πολλές περιπτώσεις, λιγότερα από αυτά που απολάμβαναν υπό τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ – όταν δηλαδή οι συνταξιούχοι ήταν βέβαιοι ότι δεν θα πεθάνουν από ασιτία και είχαν τη δυνατότητα να στείλουν τουλάχιστον μια επιστολή στην Κεντρική Επιτροπή ή στην Πράβντα με την ελπίδα να ληφθεί υπόψιν.
Ο κύριος λόγος που το «μετα-κομμουνιστικό» καθεστώς διατηρεί ακόμα μια επίφαση δημοκρατικότητας είναι ότι δεν του χρειάστηκε να καταφύγει σε δραστικότερα μέτρα, ακριβώς γιατί μια κοινωνία αφενός ευνουχισμένη από τον σταλινισμό, αφετέρου αστικοποιημένη και διεφθαρμένη από τους επιγόνους του, δεν πρόταξε ουσιαστική αντίσταση στα νέα αφεντικά της. Συνιστά ειρωνία της ιστορίας ότι η πολιτική κουλτούρα του σταλινισμού, προέκταση άλλωστε μιας δουλοκτητικής ουσιαστικά αντίληψης που επικράτησε ιστορικά στη Ρωσία και αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως πράγμα, απετέλεσε τον καλύτερο σύμμαχο του καπιταλισμού!
Είναι αυτή η ιστορική παράδοση, σε συνδυασμό με το όλο διεθνές περιβάλλον, που δεν επέτρεψε στη ρωσική κοινωνία αλλά και στην ελίτ είτε πρόκειται για διανοούμενους, είτε για τον Στρατό, να παράγουν μια αληθινή εναλλακτική λύση σε ένα καθεστώς που τα καταστροφικά αποτελέσματα της παραμονής στην εξουσία έγιναν σύντομα αντιληπτά από το μεγαλύτερο τμήμα του ρωσικού πληθυσμού. Με τα πολλά, είναι αλήθεια, η λάμψη της υπεσχημένης ευημερίας και ελευθερίας ξεθώριασε. Η νοσταλγία για το σοβιετικό παρελθόν φούντωσε, έστω κι αν η πλειοψηφία δεν θα ήθελε να γυρίσει ακριβώς σε αυτό. Η βουβή αγανάκτηση όμως δεν μπόρεσε παρά σπάνια να γίνει πράξη, η ανάγκη δεν έγινε πρόγραμμα. Η αντιπολίτευση προς το καθεστώς του Γέλτσιν προήλθε από ένα τμήμα της παλιάς σοβιετικής νομενκλατούρας, το ευγενέστερο και αξιολογότερο της οποίας εκπροσωπεί τώρα ο Γεβγκένι Πριμακόφ. από ένα τμήμα της ίδιας της Ολιγαρχίας, που βαρέθηκε να προσκυνάει τους εκλεκτούς του Κρεμλίνου, και το οποίο εκπροσωπεί ο Δήμαρχος της Μόσχας Γιούρι Λουζκόφ. από το ένα τέταρτο με ένα τρίτο του ρωσικού πληθυσμού που ακολουθεί συστηματικά κάποιο είδος κομμουνισμού, και το οποίο εκπροσωπεί ο Γκενάντι Ζιουγκάνοφ του ΚΚΡΟ. Κατά καιρούς, την υπόκωφη αγανάκτηση εξέφρασαν επίσης οι Βλαντίμιρ Ζιρινόφσκι και ο στρατηγός Λέμπεντ, ενώ την αντίθεση του Στρατού δεν βρέθηκε κανείς να την εκφράσει συνεκτικά και αποτελεοματικά, μετά την δολοφονία του στρατηγού Ρόχλιν.
Καμιά όμως από αυτές τις πολιτικές δυνάμεις δεν μπόρεσε να προβάλει μια πειστική στρατηγική. Όλες άλλωστε, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, τάσσονται υπέρ μιας μεταρρύθμισης του ρωσικού καπιταλισμού, ενός «νοικοκυρέματος», μιας «αποεγκληματικοποίησης», για την οποία μέχρι τώρα οι συνθήκες δεν φαίνεται να έχουν ωριμάσει. Όλες επίσης τάσσονται υπέρ μιας σθεναρότερης μεν υπεράσπισης των ρωσικών εθνικών συμφερόντων απέναντι στη Δύση, ουδείς όμως επιθυμεί να διακινδυνεύσει μια ρήξη μαζί της και μια έξοδο από το διεθνές σύστημα. Μπορεί τα αφεντικά της νέας Ρωσίας να είναι τυχάρπαστοι, αμόρφωτοι άνθρωποι, συχνά του υποκόσμου, κέρδισαν όμως τη θέση που έχουν σήμερα με το σπαθί τους και ξέρουν ότι αν τη χάσουν θα χάσουν ίσως και το κεφάλι τους. Οι αντίπαλοι τους, αντίθετα, μπορούν να βολευτούν μια χαρά και στα έδρανα της αντιπολίτευσης. Ένας που δεν μπορούσε, ο στρατηγός Ρόχλιν, ιδρυτής του “Κινήματος για την υποστήριξη του Στρατού”, δολοφονήθηκε υπό μυστηριώδεις συνθήκες.
Την βαθύτερη, στρατηγική αδυναμία της αντιπολίτευσης εκμεταλλεύτηκε η Οικογένεια για να καταφέρει το Μεγάλο Κόλπο της. Να εκμεταλλευθεί, δηλαδή, την ίδια την αγα-νακτησή που έχει προκαλέσει η πολιτική της και το αξιοθρήνητο κατάντημα της χώρας, μια αγανάκτηση που παίρνει τη μορφή ενός θολού «πατριωτισμού» και μιας εξίσου θολής αν-ζήτησης του «ισχυρού άνδρα» και του «ισχυρού κράτους», για να διατηρηθεί στην εξουσία. Αρχίζοντας με την κλασική προβοκάτσια -τις εκρήξεις στις πολυκατοικίες της Μόσχας- συνεχίζοντας με τον πόλεμο κατά της Τσετσενίας και παρουσιάζοντας τελικά τον εκλεκτό της, σάρκα από τη σάρκα της Μαφίας που κυβερνά τη Ρωσία, ως τη λύση, ως την ενσάρκωση του λαϊκού αλλά και στρατιωτικού αιτήματος για μια ανασυγκροτημένη Ρωσία. Κι έτσι που εξελίσσονται τα πράγματα ο Πούτιν κατά πάσα πιθανότητα θα εκλεγεί νέος πρόεδρος της Ρωσίας.
Τα δύσκολα για τον Πούτιν θα αρχίσουν αμέσως μετά την εκλογή του. Ο νέος Πρόεδρος, για τον οποίο ελάχιστα γνωρίζουμε, δεν είναι σίγουρο ότι διαθέτει το απαράμιλλο ένστικτο φυσικής και πολιτικής επιβίωσης που διδάχτηκε ο Μπορίς Γέλτσιν στους διαδρόμους του ΚΚΣΕ. Δεν διαθέτει σίγουρα την ιστορική και πολιτική νομιμοποίηση που είχε, τουλάχιστον αρχικά, ο απελθών Πρόεδρος. Η άνοδος της τιμής του πετρελαίου του προσφέρει μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών στην οικονομία – δύσκολα όμως θα ξεμπερδέψει με τον πόλεμο που ξεκίνησε στον Καύκασο. Όπως δύσκολα θα μπορεί να ικανοποιεί ταυτόχρονα τους φίλους που έκανε στο Στρατό και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τις απαιτήσεις της οικονομίας και τις ανάγκες της Οικογένειας, τον φιλελευθερισμό και τον κρατισμό. Η βασιλεία του Πούτιν θα αποδειχθεί, το πιθανότερο, ένας ακόμα σταθμός στην πρωτοφανή ιστορική κρίση που ξεκίνησε με την κατάρρευση της ΕΣ-ΣΔ.
Μια κρίση που, ειρήσθω εν παρόδω, δεν είναι χαρακτηριστική μόνο για το μέλλον της Ρωσίας. Διερωτάται κανείς αν ορισμένα από τα φαινόμενα που εκεί παρατηρούνται με μεγάλη ένταση, όπως ο εγκληματικός χαρακτήρας της οικονομίας, δεν αποτελούν προμήνυμα για δυνατές εξελίξεις και σε άλλες καπιταλιστικές οικονομίες. Ο καπιταλισμός, ως παγκόσμιο και κοινωνικό σύστημα, φάνηκε να θριαμβεύει στα ερείπια της ΕΣΣΔ, η αξία όμως αυτού του θριάμβου περιορίζεται από την προφανή αδυναμία του να ενσωματώσει την πρώην ΕΣΣΔ με αξιοπρεπή τρόπο στην τροχιά του. Αν δεν μπορεί να το κάνει για τη Ρωσία, δεν θα μπορέσει ποτέ να το κάνει για τον Τρίτο Κόσμο, τη συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας.
* Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος είναι δημοσιογράφος