Αρχική » Η έκθεση έργων του Ελ Γκρέκο -Η σύνθεση που αναζητούμε

Η έκθεση έργων του Ελ Γκρέκο -Η σύνθεση που αναζητούμε

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 23, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000

Για πολλά -πάρα πολλά- χρόνια, όνειρο και όραμά μας, υπήρξε η σύνθεση ανάμεσα στη δική μας παράδοση, την “ανατολική” και τη νεωτερικότητα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο εντάσσεται και η προώθηση της δικής μας αντίληψης για τον ελληνισμό, τον αρχαίο και το μεσαιωνικό, που δεν ταυτίζεται με τη δυτική πρόσληψή του. Γιατί η αρχαιοελληνική παράδοση θα ενταχθεί στο σύστημα της δυτικής σκέψης, μέσα από την λατινική πρόσληψή της, ενώ σ’ εμάς ο δρόμος περνούσε μέσα από τη βυζαντινή. Μόνο που εμείς δεν κατορθώσαμε να δώσουμε μια νεώτερη, σύγχρονη, εκδοχή αυτής της συνέχειας.

Αν είχε υπάρξει μια τέτοια συνέχεια, θα διαμορφώναμε ίσως μια εκδοχή της νεωτερικότητας, που θα περιλάμβανε τη δική μας συνεισφορά σε αυτή και, κατά συνέπεια, θα οδηγούσε στην… “αλλοίωση” της, την απόρριψη, ίσως, του εργαλειακού χαρακτήρα της και τη διαμόρφωση μιας νέας πρότασης με οικουμενικές διαστάσεις.

Μοιάζει με τετραγωνισμό του κύκλου, αλλά αυτή ακριβώς η βούληση εξέφρασε τη μοναχική μας πολιτική διαδρομή, ανάμεσα στους “εκσυγχρονιστές” -για τους οποίους η αναπαραγωγή της Δύσης και η συγχώνευσή μας σε αυτή είναι το μέγιστο που μπορούμε να επιτύχουμε- και τους “ανατολικούς”, για τους οποίους αρκεί η ενεργοποίηση ή η “επιστροφή” στη δική μας παράδοση, για να προσφέρει ένα όραμα για το σήμερα.

“Μόνο η τέχνη της ποιήσεως” μας προσέφερε μια καταφυγή, μια παρηγοριά, μια ελπίδα πως ίσως αυτό το όραμα μπορέσει να πάρει σάρκα και οστά, από τον Καβάφη έως τον Ελύτη, από τον Χατζηκυριάκο-Γιάκα έως τον Πικιώνη, που προσπαθούσαν να ενεργοποιήσουν αυτή τη σύνθεση, αυτό που τόσο λιτά εξέφρασε ο Σεφέρης: “γυρίσαμε διψασμένοι από τη Δύση”.

Και η αδυναμία να επιτύχουμε αυτή τη σύνθεση μάς καταβάλει ενίοτε, μέσα στο πιο μαύρο τοπίο που έζησε ποτέ ο ελληνισμός, στην εποχή του homo Semiticus. Μια εποχή όπου τα κορυβαντιώντα μηδενικά αλέθουν στα παράθυρα της τηλεόρασης κάθε αληθινή ή, κυρίως, ψεύτικη “αμφισβήτηση”. Και η “δυστυχία” μας συνίσταται στο ότι ενώ παραμένουμε “αεί παίδες”, κουβαλάμε εκείνες τις μνήμες για το τι είμαστε, ώστε δύσκολα θα μπορέσουμε να κατακτήσουμε και τη λήθη του μετανθρώπου, μέσα σε ένα σύννεφο από γαριδάκια, εξατμίσεις, τηλεοράσεις και πλαστικά σκουπίδια.

“Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω που να τ’ ακουμπήσω.

Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσεή” (Γ. Σεφέρης, Μυθιστόρημα, Γ.)

Κι όμως αυτή η “νέα σύνθεση”, αυτή η αναζήτηση μιας “άλλης” νεωτερικότητας, ήταν ήδη ώριμη έξη, πέντε ή τέσσερις αιώνες πριν, στο ύστερο Βυζάντιο. Ήταν παρούσα στις απόπειρες που αρχίζουν από τον Γρηγόριο Παλαμά έως τον Πλήθωνα και τον Μάρκο Μουσούρο. Σαρκώθηκε σε αυτή την απαράμιλλη σύνθεση που πραγματοποίησε ο Γκρέκο, αλλά κατ’ ανάγκην σε έναν ξένο τόπο, στην Ισπανία. Η πρόσφατη έκθεση ήρθε και πάλι να το υπομνήσει, στη διαχρονική παρουσίαση του έργου του. Από τις βυζαντινές αγιογραφίες στο βενετσιάνικο κιαροσκούρο (κι όμως τόσο διαφορετικό από εκείνο του Τιντορέτο), για να καταλήξει στη μεγαλειώδη σύνθεση του Τολέδο (εκεί η “Ανατολή” δεν θα είναι μόνο η δική μας ορθόδοξη παράδοση, αλλά και επιτόπου παρούσα, με την εβραϊκή και αραβική της διάσταση).

Αυτή η σύνθεση αποτελεί και τον ανυπέρβλητο χαρακτήρα του. Δεν είναι τυχαίο πως στη Δύση θα αναγνωριστεί μετά τον 19°, και προπαντός τον 20°αιώνα, όταν η κριτική του εργαλειακού ορθολογισμού θα κυριαρχήσει στα καλλιτεχνικά ρεύματα της ίδιας της Δύσης. Ο Πικάσο, ο Νταλί, ο Σαγκάλ και ο Μπέικον θα του οφείλουν τόσα πολλά.

Αυτή η μείξη, αυτή η σύνθεση, θα λάβει χώρα στο Τολέδο και όχι στην Κρήτη ή την Κωνσταντινούπολη, που πια θα μείνουν έξω από την πορεία του μεγάλου μετασχηματισμού.

Τα συναισθήματα υπήρξαν για μια ακόμα φορά ανάμικτα. Θαυμασμός για τον άθλο αυτής της τόσο πρώιμης και γόνιμης σύνθεσης, θλίψη για την μιζέρια μας και ελπίδα, αμυδρή αλλα υπαρκτή, πως ίσως το νήμα μπόρεσε”, να πιαστεί και πάλι. Να πιαστεί πάλι από εκεί που το άφησε ο μεγάλος Κρητικός.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ