του Ν. Ζία, από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000
Από την άλλη μεριά ο συγκλονισμός που δεχεται η Ευρώπη από τον Α Παγκόσμιο πόλεμο με τις αμεσες επιπτώσεις στο χώρο της τέχνης και της φιλοσοφίας δεν είχε την ανάλογη απήχηση στην περιφερειακή Ελλάδα. Η επανεξέταση από τους Ευρωπαίους διανοητές της απόλυτης βεβαιότητας για το μέλλον της επιστήμης και την πανάκεια της τεχνικής που εκφράστηκε κυρίως στη φιλοσοφία με την εταστική ενδοσκόπηση στα βάθη της ύπαρξης, και στην τέχνη με την κραυγή της συναισθηματικής έκρηξης του εξπρεσιονισμού, πολύ λίγο άγγιξε τους Έλληνες διανοητές και καλλιτέχνες της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα.
Αντίθετα, ένα τοπικό – σε σχέση με τον Παγκόσμιο πόλεμο – ιστορικό γεγονός, σημαντικότατο όμως για την ιστορία του ελληνισμού, η Μικρασιατική Καταστροφή και η εκρίζωση των Ελλήνων από τις προαιώνιες κοιτίδες της Ιωνίας και της Αιολίας, είχε καταλυτική επίδραση στην πολιτική, οικονομική και πνευματική ζωή της Ελλάδας.
Στο χώρο των πνευματικών διεργασιών και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, του στοχασμού και του προβληματισμού, μορφικής διερεύνησης και αναζήτησης του ουσιαστικού, οι επιπτώσεις είναι ιδιαίτερα φανερές. Ο βασικός βέβαια προσανατολισμός της κοινωνίας και των δημιουργών παραμένει ο ίδιος: διαμόρφωση μιας τέχνης που θα επασυντονισμένη με τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις και συγχρόνως ελληνική. Τώρα όμως αλλαζει ο τροπος προσέγγισης αυτού του στοχου. Αλλάζει αποφασιστικά και σε πολλά επίπεδα. Το ζωηρό ενδιαφερον συγκεντρώνεται στη βυζαντινή (και τη μεταβυζαντινή) περίοδο, χωρίς φυσικά να αγνοούνται και οι άλλες εποχές.
Το ενδιαφέρον όμως τώρα των δημιουργών δεν περιορίζεται στο θέμα, αλλά επεκτείνεται στον τρόπο έκφρασης: η σχεδιαστική ακρίβεια και σαφήνεια που ξεκινάει από τη ζωγραφική στα αρχαία αγγεία και φθάνει μέχρι τη λαϊκή τέχνη και τον Καραγκιόζη.
Η χρωματική ένταση της βυζαντινής ζωγραφικής, ή και αντίθετα η λιτότητα της αρχαίας ζωγραφικής με τα τέσσερα-πέντε χρώματα. Η ρεμβαστική ζωγραφική των νεκρικών προσωπογραφιών του Fayum με το ρεαλιστικό, αλλά και κάπως υπερβατικό χαρακτήρα. Όλα αυτά συνιστούν ουσιώδη γνωρίσματα μιας νέας τεχνοτροπίας, την οποία ερμηνεύει ο κάθε καλλιτέχνης με τον δικό του τρόπο.
Η διαφορά από τον κλασικισμό, που κυριαρχούσε στον προηγούμενο αιώνα και ήταν ία αυτός στραμμένος, όπως τώρα, προς το παρελθόν, εστιάζεται στη ζωγραφική.
Οι καλλιτέχνες αναζητούν τώρα τα θεματικά, αλλά και μορφικά τους πρότυπα στο χώρο της αρχαίας, βυζαντινής και λαϊκής ζωγραφικής και όχι της γλυπτικής, οπότε θα αναγκαζόντουσαν να μεταφράσουν τρισδιάστατα γλυπτικά έργα σε επιπεδικά ζωγραφικά. Ίσως αυτή η μεταφορά και μετάφραση να ερμηνεύει μέχρις ενός σημείου την “ψυχρότητα” του κλασικισμού που ήθελε να αποδώσει μορφές της πλαστικής, στάσεις αγαλμάτων σε ζωγραφικούς πίνακες.
Η ζωγραφική προσπαθούσε να μιμηθεί τη γλυπτική με αποτέλεσμα να υποβαθμίζονται με την προβολή του όγκου οι καθαρά ζωγραφικές αξίες, όπως η αρμονική σχέση χρώματος-σχήματος.
Η ελληνική ζωγραφική του 19ου αι., αν και δεν είναι ακραιφνώς κλασικιστική, επηρεάζεται από αντιλήψεις σχετικές με τον κλασικισμό.
Εκτός όμως από τις διαφοροποιήσεις ως προς την εποχή αναγωγής και την τεχνοτροπική αντίληψη, υπάρχει και αλλαγή στην επιλογή του γεωγραφικού χώρου. Τώρα ζωτικός χώρος γίνεται το Αιγαίο. Ίσως γιατί το Αιγαίο είναι ο τελευταίος υπαρκτός σύνδεσμος με τη χαμένη τώρα Ανατολή – βασικό άλλοτε χώρο του ελληνισμού.
Ίσως όμως το Αιγαίο να κερδίζει την προτίμηση του προσανατολισμού γιατί εδώ απαντούν εκφραστικά στοιχεία αυθεντικά και γηγενή, που η ταυτότητά τους δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αμφισβητηθεί ή να γίνει σύγχυση με γνωρίσματα καλλιτεχνικής έκφρασης άλλων όμορων λαών, όπως π.χ. των άλλων Βαλκανίων.
Απόσπασμα από το άρθρο “Μικρόν εισοδικόν, αναζητήσεις ελληνικής έκφρασης της γενιάς του ’30’, στο βιβλίο Σε αναζήτηση της ελληνικότητας: Η “γενιά του ’30’