Αρχική » Από τον Φαλμεράϋερ στον Χομπσμπάουμ (μέρος Γ΄)

Από τον Φαλμεράϋερ στον Χομπσμπάουμ (μέρος Γ΄)

από Γιώργος Καραμπελιάς
Νικόλαος Αλεκτορίδης – Η Μεγάλη Ιδέα

 

«Κατεδαφίζοντας τη Μεγάλη Ιδέα»

του Γιώργου Καραμπελιά από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 15

Για να επανέλθουμε όμως στο «μανιφέστο» του Μάνγκο, η επανεκτίμηση του Βυζαντίου, μετά την αρχική απόρριψή του από τους Έλληνες λογίους, δεν συνδέεται πρωταρχικά και προνομιακά με την ύπαρξη του αλύτρωτου ελληνισμού και τη «Μεγάλη Ιδέα», ούτε με τα πανίσχυρα «φιλοβυζαντινά» αισθήματα του ελληνικού λαού, που εκδηλώθηκαν τόσο με κινήματα, όπως εκείνα του Παπουλάκου, όσο και με την ανάπτυξη του πανίσχυρου φιλορωσικού κόμματος. Όχι, η στροφή προς το Βυζάντιο θα πραγματοποιηθεί μόνον όταν η ίδια η Ευρώπη θα στραφεί προς τον Μεσαίωνα και «τα φεουδαρχικά σκοτάδια» υπό την επίδραση του ρομαντισμού.

Αυτή η νέα απασχόληση με τον Μεσαίωνα και τα φεουδαρχικά σκοτάδια, είχε ένα σημαντικό παράπλευρο αποτέλεσμα, διότι οδήγησε, διά μέσου των Σταυροφοριών, στην εκ νέου ανακάλυψη του Βυζαντίου. Ο Σατωμπριάν άρχισε τη μόδα, ξεκινώντας για την Ανατολή «en pélerin et en chevalier, la Bible, 1› Evangile, et les Croisades à la main» (σαν προσκυνητής και ιππότης, με τη Βίβλο, το Ευαγγέλιο, και τις Σταυροφορίες στο χέρι). Αρχίζοντας γύρω στα 1830, δηλαδή ταυτόχρονα με την εμφάνιση της «Παναγίας των Παρισίων» του Β. Ουγκώ, οι Βυζαντινές σπουδές εμφανίστηκαν πάλι στην Ευρώπη, αφού είχαν παραμείνει κοιμισμένες από τον 17ο αιώνα. [ ] Εν τούτοις το Βυζάντιο έκανε πάλι την εμφάνιση του στον χάρτη˙ κι αυτό επίσης οφειλόταν στην φωτισμένη Ευρώπη. Η Ελλάδα αντιμετώπιζε μια νέα πνευματική πρόκληση[1].

Η εκ νέου ανακάλυψη του Βυζαντίου από την… Ευρώπη συνιστά «μια νέα πνευματική πρόκληση» για την Ελλάδα. Και για άλλη μία φορά, τη νέα «μόδα» θα τη λανσάρουν οι Γάλλοι –ο Ουγκώ και προ παντός ο Σατωβριάνδος–, που, ως αντίπαλοι της αγγλικής πολιτικής, αποτελούν τα μόνιμα μαύρα πρόβατα του κατόχου της έδρας… «Αδαμάντιος Κοραής». Ίσως μάλιστα γι’ αυτό, το γαλλικό κόμμα στην Ελλάδα θα συμμαχήσει με το ρωσικό για να επιβάλουν το Σύνταγμα στον Όθωνα, ενώ ο γαλλόφιλος Κωλέττης, στην περιβόητη ομιλία του της 11ης Ιανουαρίου του 1844, θα διακηρύξει τη «Μεγάλη Ιδέα» από το ελληνικό Κοινοβούλιο.

Οπωσδήποτε, η ολοκληρωτική απόρριψη της Βυζαντινής κληρονομιάς δεν ήταν δυνατόν να κρατήσει πολύ. Υπήρχε, πριν απ’ όλα, η Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή το όνειρο της ενσωμάτωσης, μέσα στο Ελληνικό Βασίλειο, της Κωνσταντινούπολης και εκείνων των Τουρκικών επαρχιών στις οποίες υπήρχαν σημαντικοί ελληνικοί πληθυσμοί. Ας μη ξεχνάμε ότι, γύρω στο 1850, η Ελλάδα είχε πληθυσμό λιγότερο από ενάμισι εκατομμύριο, ενώ τρία ή τέσσερα εκατομμύρια Έλληνες ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία· επίσης ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης ήταν περίπου πενταπλάσιος από τον συνολικό πληθυσμό της Αθήνας. Όλοι οι Έλληνες δέχτηκαν με ενθουσιασμό τη Μεγάλη Ιδέα[2].

Διαβάζοντας κανείς το παράθεμα, αισθάνεται μια στιγμιαία έκπληξη, διότι ο συγγραφέας είχε ήδη υποστηρίξει πως ο «βυζαντινισμός» υπήρξε ανακάλυψη της Δύσης. Αντίθετα, εδώ, φαίνεται να κατανοεί το γεγονός πως η λεγόμενη «Μεγάλη Ιδέα» δεν ήταν παρά η φυσιολογική συνέχεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων συνέχιζε να βρίσκεται κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Και παρόλο που δεν ολοκληρώθηκε, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην Κωνσταντινούπολη, οδήγησε στον τριπλασιασμό της Ελλάδας της Λαμίας. Και όμως, στην αμέσως επόμενη φράση, συνεχίζει: «Η Μεγάλη Ιδέα βέβαια, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μεσσιανικός Βυζαντινισμός με νέο ένδυμα»! Η απελευθέρωση των «τριών ή τεσσάρων εκατομμυρίων Ελλήνων» αναγορεύεται αίφνης σε «μεσσιανικό Βυζαντινισμό».

Η Ευρώπη, λοιπόν, και κατ’ εξοχήν οι «Γάλλοι», ανακαλύπτουν τον Μεσαίωνα και το Βυζάντιο, ενώ οι Έλληνες ομοϊδεάτες τους το χρησιμοποιούν για να προωθήσουν τη «μεσσιανική» Μεγάλη Ιδέα, παρότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν να ζουν «ησύχως» υπό τους Οθωμανούς. Ο κύκλος ολοκληρώνεται: η Ελληνική Επανάσταση, δηλαδή ορισμένες «περιττές αιματοχυσίες και ερημώσεις», θα προκληθεί από την ευρωπαϊκή (διάβαζε γαλλική) αρχαιολατρία, ενώ η «μεσσιανική» Μεγάλη Ιδέα από τον επίσης ευρωπαϊκό βυζαντινισμό. Οι Έλληνες υπήρξαν απλώς ενεργούμενα των πνευματικών ρευμάτων που είχαν ως αφετηρία τους τη Δυτική Ευρώπη.

Ωστόσο, από τον ηροστράτειο οίστρο του κ. καθηγητή δεν θα διασωθούν ούτε οι δημοτικιστές, τους οποίους –και ορθώς– θεωρεί ως τους γνησιότερους εκφραστές της ελληνικής ιδιοπροσωπίας:

Τα ζωντανότερα και δημιουργικότερα στοιχεία ήταν βέβαια με το μέρος των δημοτικιστών. Επαναστάτησαν ενάντια στην καταπίεση του κλασικισμού, ενάντια στην απίστευτα ανιαρή εκπαίδευση εκείνης της εποχής, ενάντια στο αρχαϊκό ιδίωμα που εμπόδιζε την λογοτεχνία κι έκανε την ποίηση αδύνατη. Αλλά κυρίως ξεσηκώθηκαν ενάντια στην τυραννία της Δύσης (υπογράμ. του Γ.Κ.). Πόθος τους ήταν η δημιουργία ενός γνήσιου ελληνικού πολιτισμού με βάση τη λαϊκή παράδοση: αυτή τους οδηγούσε πίσω, αναπόφευκτα, στο Βυζάντιο. Σχεδίασμα αυτού του μελλοντικού πολιτισμού είχε δημιουργήσει στα 1913 ένας από τους ηγέτες του δημοτικισμού, συγγραφέας και διπλωμάτης, ο Ίων Δραγούμης. Προείδε μια Ελλάδα περισσότερο ανατολική παρά δυτική. Οι τέχνες θα ξαναγύριζαν στο σημείο όπου οι Βυζαντινοί τις είχαν αφήσει: ο αρχιτέκτονας θ’ αναζητούσε τα πρότυπά του ανάμεσα στις εκκλησίες και τα σπίτια του Μυστρά, ο ζωγράφος θα στρεφόταν προς τις Βυζαντινές τοιχογραφίες και στα ψηφιδωτά, ο συνθέτης στους ύμνους της ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Ευρωπαϊκή αμφίεση θα έπρεπε να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από την αμφίεση των Ελλήνων χωρικών[3].

Ο Μάνγκο, γνώστης της νεώτερης ελληνικής φιλολογίας, όταν στρέφεται εναντίον των «δημοτικιστών» συλλήβδην, δεν στοχεύει κυρίως ή αποκλειστικά στον Ίωνα Δραγούμη, αλλά κατ’ εξοχήν στη γενιά του ’30 και το κίνημα του δημοτικισμού του μεσοπολέμου, που συνέχιζε, μέχρι το 1965 που έγραψε αυτές τις σελίδες, να κυριαρχεί στα πνευματικά πράγματα της νεώτερης Ελλάδας. Είναι ο Πικιώνης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Κόντογλου, ο Τσαρούχης, ο ίδιος ο Παπανούτσος, που κήρυτταν την «επιστροφή» στην ελληνική παράδοση και όχι απλώς ο Ίων Δραγούμης. Και μια τέτοια επιστροφή, για τον Μάνγκο, στρεφόταν εν τέλει εναντίον της Δύσης!

Για να μην υπάρχει δε καμία αμφιβολία για τα συμπεράσματά του ως προς τη συνέχεια ή ασυνέχεια ανάμεσα στον νεώτερο και τον βυζαντινό ελληνισμό καταλήγει:

Βρήκαμε συνέχεια ή διακοπή; Νομίζω ότι βρήκαμε και τα δύο, αλλά όχι σε ίδιες αναλογίες. Ακολουθήσαμε μια ευδιάκριτη γραμμή συνέχειας από τον αυτοκρατορικό στον μεσσιανικό Βυζαντινισμό και από κει στη Μεγάλη Ιδέα, σημειώνοντας ταυτόχρονα πως αυτή η αντίληψη διαστρεβλώθηκε, χάνοντας την αρχική της σημασία για να φθάσει να εξυπηρετήσει εθνικιστικούς σκοπούς. Σ’ όλα τ’ άλλα σημεία, ωστόσο, βρήκαμε ότι το Βυζάντιο, ως σύστημα σκέψης, δεν είχε τίποτα το κοινό με τον ελληνισμό του 19ου αιώνα, ούτε βρήκαμε καμία συγγενική γραμμή που να οδηγεί από το Βυζάντιο στον ελληνισμό. Αυτός ο τελευταίος, είτε ρομαντικός, είτε εθνικός, δεν ήταν αυτόχθονας: μεταφυτεύθηκε από το εξωτερικό και όντας έτσι μεταφυτευμένος, έξω από το φυσικό του πλαίσιο, δημιούργησε ένα ρήγμα στη συνέχεια. Αυτό οφειλόταν, βέβαια, σε δυτική επέμβαση. Συναισθηματικά, πολλοί από μας λυπούνται γι’ αυτό το γεγονός. Αλλά μπορούσε άραγε να αποφευχθεί και μπορεί τώρα αυτή η τάση ν’ αντιστραφεί;[4] (υπογράμ. του Γ.Κ.)

Παρ’ όλο λοιπόν που ο συγγραφέας «λυπάται» «συναισθηματικά» για το γεγονός ότι η νεώτερη Ελλάδα δεν αποτελεί «συνέχεια» του Βυζαντίου, αλλά μεταφυτεύτηκε από τη… Δύση, διαπιστώνει πως, εν τέλει, αυτή η εξέλιξη ήταν αναπόφευκτη. Και αν και «λυπάται», θεωρεί πως τη συνέχεια εκπροσωπεί μόνον η «εθνικιστική Μεγάλη Ιδέα».

Ο Μάνγκο, σε αυτό το σύντομο κείμενο, μοιάζει ως να προδιαγράφει, ήδη από το 1964, την κατεύθυνση και τα επιχειρήματα των Ελλήνων μαθητών του μετά τη Μεταπολίτευση: ο «βυζαντινισμός» είναι «μεσσιανικός» και «αυτοκρατορικός» ενώ οδηγεί στη «Μεγάλη Ιδέα». Το όνειρο της εθνικής ολοκλήρωσης, που διαπνέει κάθε σκέψη και δραστηριότητα του ελληνισμού από το 1821 έως το 1922 –και έως τον αγώνα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση το 1955–, θα βαφτιστεί μια «εθνικιστική Μεγάλη Ιδέα». Την ίδια άποψη, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, αναπαράγουν και οι εγχώριοι μαθητές και οπαδοί του Μάνγκο. Διαβάζουμε στον Πασχάλη Κιτρομηλίδη:

Μια συμβατική οπτική στην ιστοριογραφία της νεώτερης Ελλάδας τείνει να συνδέσει τις απαρχές του ελληνικού εθνικισμού, αυτό που συνήθως περιγράφεται ως Μεγάλη Ιδέα, με συμπεριφορές και πόθους που χρονολογούνται από την όψιμη Βυζαντινή περίοδο και ιδιαίτερα από την περίοδο της παρακμής μετά το 1204. [ ] Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε την μεγάλη ιδέα ως μια ιδεολογική έκφραση του ελληνικού Κράτους και να την ερμηνεύσουμε υπό το φως των κοινωνικών και πολιτιστικών προϋποθέσεων που συναρτώνται με την καλλιέργεια της ταυτότητας κατά την διαδικασία της εθνικής οικοδόμησης στην Ελλάδα του δέκατου ένατου αιώνα[5].

Ως μια «βυζαντινή ιδέα», η Μεγάλη Ιδέα ήλθε καθυστερημένα στην ελληνική πολιτική, χωρίς ποτέ να κατακτήσει μια γενική αποδοχή μεταξύ της πολιτικής τάξης και υπήρξε μάλλον βραχείας διάρκειας: η ιστορική τροχιά της ως πολιτικά ενεργή εθνική ιδεολογία διήρκεσε περίπου από την δεκαετία του 1880 έως το 1922… [6]

Η «Μεγάλη Ιδέα» δεν αποτελεί λοιπόν το όραμα το οποίο διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας της Νικαίας, δεν είναι το όνειρο των σκλαβωμένων Ελλήνων μετά την Άλωση, που θα τροφοδοτήσει εξεγέρσεις, επαναστάσεις και χρησμούς, όπως του Αγαθάγγελου, δεν αποτυπώνεται στο σχέδιο του Ρήγα Φεραίου και της Φιλικής Εταιρείας· όχι, είναι δημιούργημα του ελλαδικού κράτους μετά την επανάσταση του 1821 και κατ’ εξοχήν μετά το… 1880[7]!

Εύστοχα η «Μεγάλη Ιδέα» συνδέεται από τον Μάνγκο και τον Κιτρομηλίδη με τον «βυζαντινισμό», διότι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το όνειρο της απελευθέρωσης του υπόδουλου ελληνισμού, τέτοιου που είχε ήδη διαμορφωθεί στο όψιμο Βυζάντιο. Όταν ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος εισήλθε στην ανακατακτημένη από τους Φράγκους Κωνσταντινούπολη, το 1261, δημοσίευσε ένα χρυσόβουλο με το οποίο εξέφραζε το νέο πολιτικό ιδανικό της υπό ανασύστασιν Αυτοκρατορίας και την πρώτη ολοκληρωμένη διατύπωση της «Μεγάλης Ιδέας», έξι αιώνες πριν αναδιατυπωθεί από τον Ιωάννη Κωλέττη: Μετά την Άλωση του 1204, όταν έπεσε η «καρδία» της Αυτοκρατορίας, οι εχθροί, από Βορρά, Δύση και Ανατολή, διεμοίρασαν τα ιμάτια της «πατρίδος», η οποία όμως, μετά την «ἀνάκλησιν» της ξένης κατοχής στην πρωτεύουσα, θα ανασυγκροτηθεί και πάλι στο σύνολό της.  

Αὐτῆς ὡσανεί τινος καρδίας τῆς πατρίδος παθούσης, συνενεκρώθησαν πάντα, καὶ τὰ μὲν Ἰταλοὶ τὰ δὲ Πέρσαι Βούλγαροι καὶ Τριβαλλοὶ καὶ πάντες ἄλλοι διεμερίσαντο [ ] καί γε ἐλπίζειν, ὥσπερ καταπεσούσης ταύτης συγκατέπιπτον τὰ λοιπά, οὕτως ἀνακληθείσης αὐτῆς οὐκ ἒστιν ὅπως οὐκ ἀνακληθήσεσθαι ταῦτα… καὶ οὕτω πάλιν τὸ κενωθὲν ἀναπληρωθήσεται[8].

Άλλοι Εγγλέζοι βυζαντινολόγοι, με διαφορετική προσήλωση στην ιστορική αλήθεια –κατ’ ευτυχή συγκυρία μάλιστα, ο σημερινός κάτοχος της έδρας «Κοραής»– απαντούν στον Μάνγκο και τον Έλληνα οπαδό του. Ο Ρόντρικ Μπήτον, για το ίδιο ακριβώς ζήτημα της διαμόρφωσης της Μεγάλης Ιδέας, αναφέρει πως το έδαφος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας «σε μεγάλο βαθμό συνέπιπτε με τις περιοχές όπου βρίσκονταν οι αρχαίες ελληνικές αποικίες, καθώς και με αυτές όπου μπορούσε κανείς να συναντήσει ελληνόφωνο πληθυσμό μέχρι τις ανταλλαγές πληθυσμών στις αρχές του 20ού αιώνα» και πως «η ταυτότητα της ομιλούμενης γλώσσας και του κράτους, δίδυμα στοιχεία που έμελλαν να γίνουν θεμελιώδεις αρχές του εθνικισμού του 19ου αιώνα σε όλη την Ευρώπη, αποτέλεσαν πραγματικότητα –έστω και τυχαία– κατά τη διάρκεια μιας αποφασιστικής περιόδου για τη σχηματοποίηση της μεσαιωνικής ελληνικής ιστορίας». Δηλαδή, τα στοιχεία του εθνισμού του 19ου αιώνα έχουν ήδη διαμορφωθεί κατά τον… 12ο και «ένα είδος εθνικής ταυτότητας, με τη νεώτερη έννοια του όρου, επιβλήθηκε στους Βυζαντινούς, τον 12ο αιώνα, μια ταυτότητα την οποία πλέον ο ελληνόφωνος πληθυσμός των επερχόμενων γενεών δεν ξέχασε ποτέ»[9].

Ωστόσο, ο Μάνγκο μάς εφιστά την προσοχή ως προς τον «κίνδυνο» που συνιστά η οποιαδήποτε –έστω και η παραμικρή– «επιστροφή» στο Βυζάντιο και τον «βυζαντινισμό», καθώς και σε κάθε είδους «ρομαντισμό», είτε πρόκειται για τον «ελληνισμό» είτε για τον «βυζαντινισμό».

Υπάρχει και σήμερα μια ωραιοποιημένη επιχειρηματολογία που προτρέπει την Ελλάδα να επιστρέψει στο Βυζαντινό μοναστήρι όπου θα ξαναβρεί την ψυχή της. Αλλά μπορούμε σοβαρά να πιστέψουμε ότι τα ελληνικά νιάτα εύχονται ν’ ανατραφούν με τα κηρύγματα του Αγ. Βασιλείου και να συμπληρώσουν την παιδεία τους στα μοναστήρια του Άθω; Δεν είναι ο ρομαντικός Βυζαντινισμός εξίσου ουτοπιστικός με τον ρομαντικό ελληνισμό;[10]

Και το ιδεολογικό-πολιτικό «πρόγραμμα» του κ. καθηγητή, που μοιάζει μάλλον να εκφράζεται ως πολιτικός κομισάριος και διόλου ως ακαδημαϊκός, θα ολοκληρωθεί με τη διδακτική κατακλείδα:

Η Ελλάδα χρειάστηκε μια μεγάλη και οδυνηρή μαθητεία στα πόδια της Ευρώπης. Στον περασμένο αιώνα μόλις μπορούσε να μιμηθεί τα σχήματα που είχαν φθάσει κάπως βίαια στα χώματά της. Αλλά από το 1900 άρχισε η δική της διακριτική προσφορά στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Προσωπικά, δεν βρίσκω σ’ αυτό τίποτα λυπηρό και είμαι βέβαιος ότι η φωτισμένη Ευρώπη, που επισκοπεί σήμερα την Ελλάδα, δεν μπορεί πια να υποστηρίξει ότι οι ελπίδες  της διαψεύσθηκαν[11].

Στην ίδια κατεύθυνση, ο διάσημος Αμερικανός μεσαιωνιστής Νόρμαν Κάντορ, στην Ιστορία του Μεσαίωνα, που κυκλοφόρησε το 1963, θα αφιερώσει μία και μόνη παράγραφο στο Βυζάντιο, την εξής:

Η ιστορία του Βυζαντίου είναι μια σπουδή απογοητεύσεων. Η αυτοκρατορία που είχε ως επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη εγκαινιάστηκε με όλα τα πλεονεκτήματα που της προσέφερε η κληρονομιά της πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ζωής της Ρωμαϊκής Aυτοκρατορίας του 4ου αιώνα [ ] αλλά το Βυζάντιο ελάχιστα προσέθεσε σε αυτό το υπέροχο οικοδόμημα.

Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Μεσαίωνα δεν πραγματοποίησε καμία σημαντική συμβολή στη φιλοσοφία, τη θεολογία, την επιστήμη ή την λογοτεχνία. Οι πολιτικοί θεσμοί της παρέμειναν ως προς τα βασικά στοιχεία ταυτόσημοι με εκείνους που υπήρχαν [ ] στα τέλη του 4ου αιώνα και ενώ οι Βυζαντινοί [ ] δεν πραγματοποίησαν καμία σημαντική πρόοδο στην τεχνολογία της βιομηχανίας και του εμπορίου σε σχέση με τις πόλεις του αρχαίου κόσμου.[ ] Είναι δύσκολο να ανακαλύψουμε [ ] οποιαδήποτε συμβολή των μεσαιωνικών ελληνόφωνων λαών στον πολιτισμό είτε με πρωτότυπες ιδέες, είτε με πρωτότυπους θεσμούς[12].

Ευτυχώς, ανάλογες τοποθετήσεις είναι πλέον μειοψηφικές, τουλάχιστον στους κόλπους των μεσαιωνιστών, και αποτελούν μάλλον απέλπιδες προσπάθειες να αντισταθμίσουν την αντίθετη και πλέον κυρίαρχη τάση που, με την επικουρία της αναβάθμισης του ενδιαφέροντος για τη βυζαντινή μυστική θεολογία, τείνει να επικρατήσει και στη Δύση: Όντως, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει συντελεστεί μια κυριολεκτική επανάσταση στις βυζαντινές σπουδές και τη μελέτη του Βυζαντίου από τη δυτική ιστοριογραφία, που εκτιμά πλέον εγγύτερα προς την πραγματική του αξία τον μεσαιωνικό ελληνισμό και υπογραμμίζει τη σχέση του τόσο με τον αρχαίο όσο και με τον νεώτερο ελληνισμό. Χαρακτηριστική αυτής της αναθεώρησης είναι η απάντηση, το 1994, του πιο γνωστού ίσως σύγχρονου Δυτικού βυζαντινολόγου, του Στ. Ράνσιμαν, στην ερώτηση: «Υποστηρίζεται από ορισμένους ότι το Βυζάντιο δεν ήταν ελληνικό και δεν αποτέλεσε κανενός είδους συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας, δεν είχε δημοκρατία, ή έστω δημοκρατικούς θεσμούς;»

Δεν νομίζω ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι περισσότερο Έλληνες από τους Βυζαντινούς. Μέσα στον χρόνο, μες στους αιώνες, οι φυλές δεν μένουν καθαρές, υπάρχουν όμως ορισμένα χαρακτηριστικά των πολιτισμών που παραμένουν εθνικά. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα –που άλλαξε λίγο, αλλά οι γλώσσες αλλάζουν– ενδιαφέρονταν για τη φιλοσοφία και τη φιλοσοφική ζωή πάρα πολύ, ήταν μεν υπήκοοι ενός αυτοκράτορα, αλλά αυτός ο αυτοκράτορας έπρεπε να φέρεται σωστά, γιατί γίνονταν εύκολα λαϊκές εξεγέρσεις. Το χειρότερο που θα μπορούσαν να πουν για το Βυζάντιο είναι πως ήταν, μάλλον, ένα γραφειοκρατικό κράτος. Όμως είχε μια πολύ μορφωμένη γραφειοκρατία, πολύ πιο μορφωμένη από τους γραφειοκράτες του σημερινού κόσμου. Και, τι εννοείτε με τη λέξη «δημοκρατία»; Ήταν όλη η αρχαία Ελλάδα δημοκρατική; Όχι. Θα έλεγα στους Έλληνες που υποστηρίζουν κάτι τέτοιο, να διαβάσουν την ίδια τους την ιστορία, ειδικότερα της κλασικής Ελλάδας[13].

Ένα εγχείρημα καθολικής αναθεώρησης

Και όμως αρχίζοντας από την δεκαετία του 1980 και με επιταχυνόμενους ρυθμούς κατά την δεκαετία του 1990 θα λάβει χώρα μια ολοκληρωτική μετακένωση αυτού του κατ’ εξοχήν αγγλοσαξονικού ρεύματος στην κυρίαρχη ελληνική ιστοριογραφία.

Πώς, άραγε, θα μπορούσε να «αποκρυβεί» η μακρά ιστορική διαδρομή ενός έθνους, με ζωή, τουλάχιστον, τριών χιλιάδων χρόνων, που συγκρίνεται μόνο με τους Εβραίους ή τους Κινέζους; Είναι δυνατόν να αποσιωπηθεί η Άλωση του 1204, εκείνη του 1453, ή η Επανάσταση του ’21; Και όμως, το ιδεολογικό όχημα αυτής της παρασιώπησης θα το προσφέρει η υιοθέτηση του «μεταμοντέρνου λόγου»: εν τέλει, δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία τα  γεγονότα αλλά οι «αφηγήσεις» περί αυτών, οι «ιδεολογίες» και οι «νοοτροπίες». Ο νεώτερος ελληνισμός δεν συγκροτείται μετά τον 11ο αιώνα, όπως καταδεικνύουν όλες οι μαρτυρίες, επαναστάσεις και εξεγέρσεις – ακόμα και οι, τόσο αρεστές στους κύκλους της «νέας ιστορίας», «νοοτροπίες» όχι, συγκροτείται από τότε που ο Κοραής, ο Παπαρρηγόπουλος ή ο Ζαμπέλιος έγραψαν γι’ αυτόν! Το ελληνικό έθνος και η συνέχειά του αποτελούν «αφηγήσεις» που κατασκευάστηκαν από τους «εθνοκεντρικούς» διανοουμένους και ιστορικούς, ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα.

Αρκεί να καταδείξουμε τα «εθνικιστικά κίνητρά» τους, για να εξαφανίσουμε την ίδια τη… συνέχεια του ελληνικού έθνους: Δεδομένου ότι, το έθνος συγκροτήθηκε, όπως ισχυρίζονται, από το ελληνικό κράτος, διά του κρατικού λόγου, έτσι μπορεί και να αποδομηθεί, είτε μέσα στα όρια ενός νέου υπερεθνικού κράτους –επί παραδείγματι, μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης– είτε σε ένα κρατικό μόρφωμα, το οποίο καθίσταται «πολυπολιτισμικό» και «πολυεθνοτικό». Γι’ αυτούς, εξάλλου, συνέχεια διαθέτει μόνο το κράτος και όχι το έθνος (sic), αντιστρέφοντας ριζικά την πραγματικότητα ενός έθνους, που επιβίωσε κάτω από πολλές κρατικές εξουσίες, και μόνο πολύ πρόσφατα συγκρότησε και πάλι εθνικό κράτος.

Οι «νέοι ιστορικοί», επομένως, ως οι «οργανικοί διανοούμενοι» αυτού του αναδυόμενου μη-εθνικού κράτους, το οποίο «αφηγούνται», αντικαθιστούν τους «εθνικιστές» «οργανικούς διανοουμένους» του παλιού «εθνοκεντρικού» ελληνικού κράτους.

Έρικ Χομπσμπάουμ

Τρία ρεύματα συγκλίνουν, στη δεκαετία του 1990, υπό την ισχυρή πίεση των παγκοσμιοποιητικών ρευμάτων και ιδεολογιών, για να διαμορφώσουν το εθνο-αποδομητικό μόρφωμα:

Α. Αρχικώς, μια ορισμένη αριστερή παράδοση, που θεωρούσε το ελληνικό έθνος δημιούργημα της «αστικής τάξης» και των εμπόρων και, παρότι αναγνώριζε την προγενέστερη ύπαρξη μιας ελληνικής «λαότητας», δεν της προσέδιδε εθνικό χαρακτήρα.

Β. Το αγγλοσαξονικό, ανθελληνικό ιστοριογραφικό ρεύμα – από τον Τόυνμπη έως τον Μάγκο. Αν η αγγλική πολιτική επιθυμεί τον περιορισμό του ελληνισμού σε ένα μικρό και εξαρτημένο ελληνικό κράτος, ήδη από την εποχή της Επανάστασης, η αγγλοσαξονική ιστοριογραφική σχολή στοχεύει στην ιστορική/επιστημονική θεμελίωση αυτού του εγχειρήματος. Για να αποδεχθούν οι Έλληνες την παρασιτική πρόσδεσή τους στη Δύση, θα πρέπει να αποκοπούν από μια ιστορική παράδοση που τους μεταβάλλει «νοερά» σε ένα μεγάλο ιστορικό έθνος. Γι’ αυτό και η ιδιαίτερη επιμονή στην ιστορία και στο ζήτημα της «συνέχειας» από τους Αγγλοσάξονες ιστορικούς. Εξ άλλου, ο ιδεολογικός μέντορας της «νέας ιστορίας», ο Έρικ Χομπσμπάουμ, το έχει διατυπώσει απερίφραστα:

Η έννοια ενός ελληνικού «έθνους» είναι ασφαλώς μία πολύ σύγχρονη ιδέα. Δεν υπήρχε στην κλασσική αρχαιότητα. Δεν υπήρχε την περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Δεν υπήρχε στη βυζαντινή αυτοκρατορία – το Βυζάντιο, παρά τη γλώσσα του, ήταν μία ρωμαϊκή χριστιανική αυτοκρατορία. Επίσης στον πόλεμο της ανεξαρτησίας οι Έλληνες δεν πολέμησαν εναντίον των Τούρκων ως «Έλληνες» εναντίον «Τούρκων». Πολέμησαν ως Χριστιανοί εναντίον «μουσουλμάνων» –πολέμησαν ως Ρωμιοί, όχι ως «Έλληνες». Φυσικά μιλούσαν ελληνικά –αν και όχι όλοι τους. [ ] Διότι, όπως είπα προηγουμένως, όλα τα έθνη είναι σχετικά πρόσφατα και σχετικά τεχνητά δημιουργήματα. Αυτό ισχύει, όπως είπα, και για το ελληνικό έθνος, που δεν υπήρχε πριν από τον 19ο αιώνα[14].

Γ. Από την ανάπτυξη της εθνοαποδομητικής ιστοριογραφίας που δεν αναγνωρίζει οποιαδήποτε φυλετική, εθνοτική ή έστω πολιτισμική βάση στα σύγχρονα έθνη, αλλά τα θεωρεί απλώς δημιουργήματα μιας «αλλαγής παραδείγματος», μια «νοερή» ή φαντασιακή κοινότητα, που αποκτά σάρκα και οστά δια του κράτους και της «αφήγησης» του έθνους, ρεύμα στο οποίο πρωτοστατούν και πάλι οι Αγγλοσάξονες. Ο Μπένεντικτ Άντερσον θα θεωρήσει τα έθνη «φαντασιακές κοινότητες», ενώ ο Έρνεστ Γκέλνερ θα επιμείνει στον ρόλο του κράτους και του εκπαιδευτικού μηχανισμού, οδό στην οποία θα τον ακολουθήσει και ο Έρικ Χομπσμπάουμ[15]. Και παρότι οι απόψεις τους έχουν αμφισβητηθεί ευρέως στον δυτικό κόσμο, εξακολουθούν να βρίσκουν απήχηση στην Ελλάδα[16].

Αυτά τα τρία ρεύματα θα συνευρεθούν μέσα στο ιδεώδες melting pot της ύστερης μεταπολίτευσης και θα συγκροτήσουν έναν ενιαίο χώρο, παρά τις πιθανές επιμέρους διαφοροποιήσεις: Η πλειοψηφία των «νέων ιστορικών» έχει θητεύσει στην Αριστερά –προπαντός την «ανανεωτική», κάποτε την τροτσκιστική ή ακόμα και τη σοσιαλδημοκρατία–, έχει σπουδάσει σε αμερικανικά ή αγγλικά Πανεπιστήμια, κάτω από την άμεση επιρροή των Μάνγκο-Χομπσμπάουμ, και υπό την ηγεμονία των αποδομητικών αντιλήψεων στις επιστήμες του ανθρώπου.

Διαβάστε και τα προηγούμενα μέρη:

Από τον Φαλμεράϋερ στον Χομπσμπάουμ (μέρος Α΄)

Από τον Φαλμεράϋερ στον Χομπσμπάουμ (μέρος Β΄)


[1] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 139.

[2] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 139.

[3] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 140.

[4] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σσ. 140-141.

[5] P. Kitromilidis, «On the intellectual content of Greek nationalism: Paparrigopoulos, Byzantium and the Great Idea», στο Ricks-Magdalino, Byzantium…, ό.π., σσ. 25-26.

[6] Paschalis Kitromilidis, «On the intellectual content …», ό.π., σ. 33.

[7] Στην όψιμη Μεταπολίτευση, έστω και η παραμικρή υπόνοια υποστήριξης του αγώνα των Κυπρίων ή η διεκδίκηση του σεβασμού των δικαιωμάτων της βορειοπηρωτικής μειονότητας θα χαρακτηρίζεται ως συνέχεια της «Μεγάλης Ιδέας». Ο όρος μεταβλήθηκε σε υβριστική έκφραση· και όχι σε ό,τι αφορά στις πιθανές σοβινιστικές παρεκβάσεις ή στρεβλώσεις της, αλλά στην αυθεντική εθνικοαπελευθερωτική της διάσταση.

[8] Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική…, ό.π., σ. 133.

[9] Roderick Beaton, Η ελληνική μυθιστορία…, ό.π., σσ. 28-29.

[10] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 141.

[11] C. Mango, «Βυζαντινισμός…», ό.π., σ. 141.

[12] Norman F. Cantor, Medieval History. Τhe Life and Death of a Civilization, Macmillan 1963, σσ. 248-249.

[13] Σερ Στήβεν Ράνσιμαν: «Χρειαζόμαστε την πνευματική μετριοφροσύνη». Συνέντευξη του Οκτωβρίου 1994 στις Λαμπρινή Θωμά και Χρύσα Αράπογλου, η οποία δημοσιεύθηκε στο flash.gr, στις 6/11/2000, σε επιμέλεια της Λ. Θωμά.

[14] «Μύθος η συνέχεια 3.000 χρόνων ελληνικού “έθνους”». Συνέντευξη του Έρικ Χομπσμπάουμ στον Τάκη Μίχα, Ελευθεροτυπία, 27/3/1995. Βλ. την κριτική παρουσίαση των απόψεων του Χομπσμπάουμ και των Ελλήνων οπαδών του, στο Γ. Κοντογιώργης, Έθνος και εκσυγχρονιστική νεωτερικότητα: ο ελληνισμός ως έθνος κοσμοσύστημα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2006.

[15] Βλ. Μπένεντικτ Άντερσον (γεν το 1936), Φαντασιακές κοινότητες, Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, Νεφέλη Αθήνα 1997 (αγγλ. έκδ.1983) Έρνεστ Γκέλνερ (1925–1995) Έθνη και εθνικισμός, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992 (αγγλ. έκδ. 1983) Έρικ Χόμπσμπαουμ (1917–2012), Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, Καρδαμίτσα 1990 (αγγλική έκδοση 1990).

[16] Εδώ δεν θα αναφερθούμε εκτενέστερα στη διεθνή βιβλιογραφία και την αντίκρουση των σχετικών θεωριών, που συστηματικότερα επιχείρησε ο Άντονυ Σμιθ. Βλέπε σχετικά τα βιβλία του: Anthony D. Smith, The Ethnic Origins of Nations, Basil Blackwell, Οξφόρδη 1986· A. D. Smith, The Antiquity of Nations, 2004, Polity Press, Κέμπριτζ 2004· A. D. Smith, The Cultural Foundations of Nations: Hierarchy, Covenant, and Republic, Blackwell, Οξφόρδη 2008. Στα ελληνικά, βλ. A. D. Smith,  Εθνική ταυτότητα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2000. Για μια ευσύνοπτη αλλά επαρκή παρουσίαση της σχετικής διαμάχης, η οποία «έληξε» με τη σχεδόν ολοκληρωτική επικράτηση των απόψεων του Σμιθ για την εθνοτική και πολιτισμική «προϊστορία» των σύγχρονων εθνών, βλέπε Σπύρος Βρυώνης, «Κοινωνικές επιστήμες, έθνος και εθνικισμός», περ. Νέος Λόγιος Ερμής, τχ. 1, Ιανουάριος-Απρίλιος 2011, σσ. 38-46.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ