του Π. Νούτσου, από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000
Η πορεία της ελληνικής κοινωνίας του μεσοπολέμου, τουλάχιστον μετά την μικρασιατική καταστροφή και πάντως με την έναρξη της δεκαετίας του ’30, όταν δηλαδή η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν αναστέλλει την ολοκλήρωση των κεφαλαιοκρατικων δομών της χώρας, είχε κατανοηθεί ως πολιτική κρίση ή – στην απλούστευσή της- ως χρεοκοπία των πολιτικών. Εκτός από την ισχυροποίηση των θεσμών του αντικομμουνιστικού κράτους στην αντιμετώπιση του ταξικού εχθρού, δηλαδή στην πρόληψη ή στην καταστολή της οργανωμένης πια πολιτικής παρέμβασης για την ανάφλεξη των κοινωνικών αντιθέσεων, το πολιτικό στοιχείο διατηρεί την ιδιάζουσα θέση στο σκηνικό της ελληνικής κοινωνίας και μεταστοιχειώνει, με κάποιες τώρα αντιστάσεις, την ενδοαστική ρήξη σε “εθνικό” διχασμό. Η καταγγελία των “παλαιοκομματικών”, στο όνομα της αναγκαιότητας για την “έλευση της τρίτης κατάστασης”, παραπέμπει στην ενίσχυση των “ειδικών” για την άσκηση της πολιτικής εξουσίας και επομένως αρμόδιων για την διαχείριση και την υπέρβαση της κρίσης. Οι “ειδικοί” αυτοί, τόσο στην τυπική εκδοχή των “τεχνοκρατών” (μια από τις πρώτες μαρτυρίες για την ελληνική απόδοση του όρου “technocracy” ανήκει στον Κ.Θ. Δημαρά, όταν τον Απρίλιο του 1933 σχολιάζει σύντομα το νέο αυτό “σύστημα” που υπόσχεται την αποτελεσματική εφαρμογή των “τεχνικών μέσων” για την κατοχύρωση της ανθρώπινης ευημερίας και για τούτο προβάλλεται σαν εναλλακτική λύση τοσο προς την “κεφαλαιοκρατία’) οσο και ως πνευματικοί “ταγοί” που ενσαρκώνουν το πρόγραμμα του αντεστραμμένου τεχνοκρατισμού (οι διανοούμενοι αυτοί κινούνται από τις παρυφές του Κόμματος των Φιλελευθέρων, όπως συνέβαινε με τους κυριότερους συνεργάτες της Ιδέας, ως τους ακραίους συντηρητικούς κύκλους που εκδίδουν το περιοδικό Επιστημονολόγος προτρέποντας στη δημιουργία “Ενιαίου Εθνικού Μετώπου” για την αποσόβηση της φθοράς των αρμών του εθνικού κορμού), επικαλούνται κάποια δύναμη έξω από την τρέχουσα πολιτική τριβή, την πρόοδο της “Τεχνικής” ή το μεγαλείο του “Πνεύματος”, μολονότι σαφώς κάνουν ανταγωνιστική πολιτική προς τα υπάρχοντα κομματικά σχήματα. Ο ιδεολογικός τους λόγος τροφοδοτείται, ρητά ή όχι, από τη φασιστική και εθνικοσοσιαλιστική φραστική που ωστόσο δεν ριζώνει σε ένα ομόλογο κοινωνικό κίνημα, παρά την εμφάνιση κάποιων ολιγάριθμων οργανώσεων (“Εθνική Ένωσις Ελλάς”, “Τρίαινα”, “Σιδηρά Ειρήνη”) ή κομμάτων (όπως το “Εθνικοσοσιαλιστικόν” του Γ. Μερκούρη) με πενιχρή απήχηση. Το καθεστώς “εκτάκτου ανάγκης” θα μπορούσε να εκληφθεί ως πολιτική άρση της κρίσης, έστω με την κινητοποίηση στρατιωτικών που είχαν κοινοβουλευτική κάλυψη είτε από τους Φιλελεύθερους είτε από τους Λαϊκούς.
Η πρόσληψη και ο εγκλιματισμός των ιδεολογημάτων της “τεχνοκρατίας” στην Ελλάδα δεν ευνοήθηκε μόνο από την διεθνή συγκυρία, που επέτρεψε και τον συμφυρμό τους με τις ιδεολογικές συνιστώσες του φασιστικού και εθνικοσοσιαλισπκού καθεστώτος, αλλά και από την εγχώρια διαδικασία της εκβιομηχάνισης που υπερδιπλασιάζει ταχύτατα την παραγωγική ικανότητα χάρη στον περιορισμό των εισαγωγών και τον υψηλό κρατικό προστατευτισμό. Στη μερίδα του αντεστραμμένου τεχνοκρατισμού, όπως ελέω “Πνεύματος” αυτοπροσδιορίζονται οι “ειδικοί” στη χειραγώγηση των φυγόκεντρων ροπών του κοινωνικού οργανισμού, συνωθούνται κυρίως “στοχαστές” και καθηγητές πανεπιστημιακών “θεωρητικών” σχολών (Θεολογική, Φιλοσοφική, Νομική). Στην τυπική εκδοχή των “τεχνοκρατών” ανήκουν πρώτιστα καθηγητές του Πολυτεχνείου και της ΑΣΟΕΕ με ανεπαρκή μάλλον κοινωνιολογική μόρφωση και με την ελπίδα να θέσουν σε αποστρατεία την κοινωνική επανάσταση. Στην περίοδο της ραγδαίας εκβιομηχάνισης της χώρας, μετά τη μικρασιατική καταστροφή και παρά τους κλυδωνισμούς που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση, οι τεχνικοί συμμετείχαν από την άποψη των κερδών δυσανάλογα στην ιδιοποίηση της υπεραξίας που πραγματοποιούσε σε βάρος των εργαζομένων ο κεφαλαιοκρατικός “παρασιτισμός”. Τούτο ακριβώς οδηγούσε τους εισηγητές του αντεστραμμένου τεχνοκρατισμού από το πεδίο των προνομίων και των “υλικών” απολαβών στην αυτάρκεια του “πνεύματος”, άσχετα αν η ευζωία του τελευταίου είχε χρεωθεί σε ξένες φάτνες και σε αλλοδαπά σπουδαστήρια. Η ολοκλήρωση των κεφαλαιοκρατικών δομών της ελληνικής οικονομίας και η σύστοιχη αναδιάταξη του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας επέφερε την ανάδειξη του στρώματος των διανοουμένων και συνάμα τη διαφοροποίησή τους, με συμπληρωματικούς ρόλους την προώθηση των παραγωγικών δυνάμεων ία αντίστοιχα την προβολή των πνευματικών “αξιών” του ελληνικού έθνους. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η γκραμσιανού τύπου αντιθετικότητα “παραδοσιακών και οργανικών” διανοουμένων (που ήδη είχε σχηματισθεί κατά την εποχή της ανόδου του Βενιζελισμού στην πολιτική εξουσία) αίρεται με την ένταξη και των δυο τους στον ίδιο στίβο. Το ιδεολογικό εκκρεμές του μεσοπολέμου κυμαίνεται ανάμεσα στους “ειδικούς” της γονιμοποίησης της “Τεχνικής” και στους “ειδικούς” της γονιμοποίησης του “Πνεύματος”.
Η κρίση της ελληνικής κοινωνίας, όπως την εννοούν όσοι διανοούμενοι δεν υπερβαίνουν τα πλαίσια του status quo, δεν αντιμετωπίζεται με τους όρους που θα έθετε μια διεργασία εκ-φασισμού της, παρά τη σχετική ιδεολογική προετοιμασία, καθώς είχε καταγραφεί στον ορίζοντα της εγχώριας σκέψης. Η εκ των υστέρων απόπειρα να σχηματισθεί μια συνεκτική φασιστική ιδεολογία από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου υπήρξε απλώς η πρόθεση αρκετών διανοουμένων που το υπηρέτησαν. Εκτός από την εκλαΐκευση του φασιστικού και εθνικοσοσιαλισπκού ιδεολογικού περιγράμματος που εκπόνησαν, προσπάθησαν να καθορίσουν τα δομικά στοιχεία του “τρίτου ελληνικού πολιτισμού”, συχνά εξελληνίζοντας ιδεολογήματα που είχαν εμφανιστεί στην Ιταλία και τη Γερμανία. Πνευματικές μετριότητες οι ίδιοι στην πλειονότητά τους, δεν κατόρθωσαν να δικαιολογήσουν την εγκαθίδρυση του “νέου κράτους”, με την ταυτόχρονη μάλιστα απόρριψη του αστικού φιλελευθερισμού και του κομμουνισμού και τη χάραξη του “τρίτου δρόμου”, ούτε να τονώσουν τη συναίνεση των πολιτών ως προς την αυταρχική δομή της εξουσίας και τις αποφάσεις της. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα έδινε απλώς την επίφαση της νομιμότητας της δικτατορίας και δεν θα ενίσχυε τα κοινωνικά της ερείσματα. Η πλήρης απουσία ενός μαζικού φασιστικού κινήματος, που θα επιχειρούσε να συμφιλιώσει στις ιδεολογικές του κατασκευές την ιμπεριαλιστική με τη μικροαστική ιδεολογία, δεν επέτρεψε στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου ν’ αποκρύψει τα συγκεκριμένα οικονομικά της στηρίγματα, δηλαδή το ξένο τραπεζικό κεφάλαιο που εξακολουθεί να παραμένει αγγλικό (παρά την κάποια γερμανική διείσδυση), με την πολιτική του εκπροσώπευση στους στρατιωτικούς και το Παλάτι. Οι εκκλήσεις ωστόσο των διανοουμένων του “νέου κράτους” έχουν το νόημα ότι επιβάλλεται να διαμορφωθεί μια “νέα κοσμοθεωρία” και όχι να διαδοθεί μια ήδη έτοιμη. Συχνά τονίζεται ότι δεν αντιγράφουν “ξένας προς την ελληνικήν πραγματικότητα θεωρίας” – ό,τι “εξελισσόμενον τελειοποιείται” πήγασε από την “ελληνικήν ψυχοσύνθεσιν” – και ότι το “νέον ελληνικόν κράτος” μπορεί να προχωρήσει προς την τελική συγκρότηση μιας “καθαράς ελληνικής εθνικόφρονος κοινωνιστικής ιδεολογίας, ήτις θα προωθήση, όσον ουδέν άλλο, το έθνος μας εις την οδόν των πεπρωμένων του”.
Η επίγνωση της αδυναμίας εγκλιματισμού των φασιστικών ιδεών στοιχούσε προς την ανεπάρκεια του “τρίτου ελληνικού πολιτισμού” ως προς το να καταστεί ηγεμονική και προωθητική δύναμη της εγχώριας κοινωνίας.
Λίγο πριν την κήρυξη της με-ταξικής δικτατορίας, από τον κύκλο των καθηγητών του Πολυτεχνείου εκδηλώνεται το ενδιαφέρον για την “Κοινωνική Τεχνική” που ως κυρίαρχη λειτουργία προσδοκάται να υλοποιηθεί από τους “κατασκευαστές” και τους “οργανωτές” (και όχι από τους “συμβατοκτράτορες” ή τους “γραφειοκράτες”) για να επιτυγχάνεται με το ελάχιστο έργο η μέγιστη απόδοση και να εξασφαλίζεται ο πλούτος για το σύνολο και η ευμάρεια για το άτομο. Το “Τεχνικόν Κράτος”, που αναμένεται να οικοδομηθεί πέρα από την προλεταριακή “οχλοκρατία” και την αστική “συμβατοκρατορία”, θα έχει αριστοκρατική φυσιογνωμία, θα μόρφωσε όλους τους υπηκόους σε αρίστους και οι δούλοι του θ αποκτήσουν σάρκες από χάλυβα και εγκέφαλο από ηλεκτρισμό. Μολονότι η «Κατασκευή» εκφράζει την κύρωσιν του Ανθρώπου” που δρα μεσα στο “ασυμβάτιστον” και “ουσιαστικον” κράτος, χάριν “ομαλοτερας διαβαθμίσεως” και ως προδρομος του “τεχνικού κράτους”, τόσο με τη μορφή του φασιστικού όσο και του μπολσεβίκικου καθεστώτος. Η πρώτη λύση επικροτείται από καθηγητές της ΑΣΟΕΕ που πλαισιώνουν το περιοδικό Νέα Πολιτική (διευθυντής του, θιασώτης της “τεχνικοκρατίας”, εκτιμά ότι η ιδέα του “τρίτου ελληνικού πολιτισμού” μπορεί να πραγματοποιηθεί με την επέκταση των εφαρμογών της επιστήμης και τη συνάλληλη ανάπτυξη του “τεχνικού πνεύματος του λαού”, ακόμη και με την ίδρυση μέσων τεχνικών σχολών όπου θα διδάσκεται και το μάθημα της “ορθολογικής οργανώσεως” της εργασίας), ενώ οι εισηγητές της δεύτερης εκδοχής της “ενδιαμέσου καταστάσεως’ αποποιούνται τον φασιστικό ολοκληρωτισμό” κατά τη διάρκεια Κατοχής και στρέφονται προς την ανάλυση της “σοσιαλιστικής τεχνικής” και της σχεδιασμενης οικονομίας.
Το κείμενο του καθ. της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Παναγιώτη Νούτσου έχει δημοσιευτεί στην πλήρη μορφή του στο βιβλίο του, Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλαδα,τόμος Γ, εκδόσεις Γνώση, σελ. 19-24.