Αρχική » Οι Αγιατολάδες

Οι Αγιατολάδες

από Άρδην - Ρήξη

του Σπύρος Κακουριώτη, από το Άρδην τ. 27, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2000

Ας το ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξ αρχής: η αστυ νομική ταυτότητα, ως έγγραφο “αναγνώρισης” του πολίτη από το κράτος και τη γραφειοκρατία του, ιδιαίτερα μάλιστα την αστυνομία του, δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης. Είναι ένα κατασκεύασμα της εποχής της παντοδυναμίας των χαφιέδικων μηχανισμών και η μόνη αλλαγή της θα ήταν η κατάργηση της. Αρκετά κράτη στον κόσμο, μεταξύ των οποίων η Βρετανία και οι ΗΠΑ, συναλλάσσονται μια χαρά με τους πολίτες τους χωρίς την ύπαρξη τέτοιου εγγράφου.

Αυτή η θέση αρχής μόνο περιθωριακά προβλήθηκε στον διάλογο περί της αναγραφής ή μη του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες – και δικαίως: μέσα στον “μαξιμαλισμό” της, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αποφεύγει να απαντήσει με ένα “ναι” ή ένα “όχι” στο δίλημμα.

Οφείλει κανείς να απαντήσει, λοιπόν. Και, συνεπώς, να συνταχθεί με τη μία ή την άλλη πλευρά. Κριτικά, αποστασιοποιημένα, με μισή καρδιά, ίσως -αλλά να συνταχθεί.

Το επιχείρημα πίσω από το οποίο οχυρώνεται η “εκσυγχρονιστική” πλευρά είναιλογικοφανές. Το τι πιστεύει κανείς είναι δικός του λογαριασμός, όχι του κράτους. Δεν το αποδεικνύει η αστυνομική ταυτότητα ούτε οφείλει να το επιδεικνύει στον κάθε χωροφύλακα

Όμως το “Χ.Ο.” των ταυτοτήτων δεν αφορά το τι πιστεύει κανείς. Δεδηλωμένοι άθεοι, άνθρωποι που βλέπουν εκκλησία και με αγαλλίαση σκέπτονται την τύχη των παπάδων στον ισπανικό εμφύλιο, καταγράφονται, ωραία και καλά, ως Χ.Ο.

Δεν πρόκειται για την πίστη, αλλά για την ένταξη, που πιστοποιείται διά της βαπτίσεως. Και σ’ αυτό το “Χ.Ο.” εντάσσονται όλοι, όσοι τουλάχιστον δεν εντάσσονται κάπου αλλού, παιδιόθεν ή ελευθέρα βουλήσει. Η Εκκλησία πιστεύει ότι αυτή η πρώτη “ένταξη” στο εκκλησιαστικό σώμα αποτελεί και το πρώτο βήμα για τη σωτηρία. Είναι όμως σαφές ότι, πέραν αυτού, η διεύρυνση του εκκλησιαστικού σώματος ώστε να περιλαμβάνει το 97% περίπου του ελληνικού λαού αποτελεί την ασφαλιστική δικλίδα στις σχέσεις της Εκκλησίας με την πολιτεία και την κοινωνία ευρύτερα.

Απέναντι στον (υπαρκτό) κίνδυνο της εκκοσμίκευσης της διοικούσης Εκκλησίας και της μετατροπής της σε οιονεί κόμμα (ή επιχείρηση, ή κράτος, όπως συνέβη σε άλλες χριστιανικές ομολογίες), η μετοχή του 97% του ελληνικού λαού, ενεργά ή όχι, στις “τάξεις” της αποτελεί την ασπίδα που προφυλάσσει τόσο την ίδια όσο και την (πολιτική) δημοκρατία.

Οι διάφοροι “προοδευτικοί” (και ακριβοπληρωμένοι) κονδυλοφόροι, που επισείουν τον κίνδυνο των καθ’ ημάς “αγιατολάδων”, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ωθούν (πολλοί μάλιστα εν πλήρει συνειδήσει) την εκκλησιαστική ιεραρχία στην παγίδα της “κομματικοποίησης”. Να χωρίσει δηλαδή τους “δικούς της” από τους άλλους, να οριοθετήσει έτσι με άλλα κριτήρια, ξένα προς τα εκκλησιολογικά, το ποίμνιο της και να μετατραπεί σε ευσεβιστική σέχτα φανατικών.

Σε αυτό το δρόμο επιδιώκει να οδηγήσει, μέσα από τη σύγκρουση για τις ταυτότητες, η κυβέρνηση Σημίτη και οι περί αυτόν λυσσασμένοι “προοδευτικοί”. Μια τέτοια “εκκλησία” μπορεί να αποτελεί εύκολο αντίπαλο για τον εκσυγχρονισμό, θα παραμένει όμως πάντα ένα αγκάθι στα πλευρά της δημοκρατίας.

Η τακτική της διοικούσας Εκκλησίας στη διαμάχη δείχνει ότι η Ιεραρχία συναισθάνεται αυτόν τον κίνδυνο, αν και “οργανωσιακών” καταβολών κύκλοι περί τον αρχιεπίσκοπο αποφεύγουν να κλείσουν τ’ αυτιά τους στις Σειρήνες που τους οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση.

Η συλλογή υπογραφών με σκοπό την ενεργοποίηση του άρθρου του Συντάγματος για τη διενέργεια I δημοψηφίσματος πάνω στο ζήτημα της αναγραφής ή όχι του θρησκεύματος στις ταυτότητες, από πολιτική άποψη, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί άψογη. Η ενεργοποίηση αμεσοδημοκρατικών θεσμών, όπως τα δημοψηφίσματα, ήταν πάντα αίτημα, των κοινωνικών κινημάτων -και της ίδιας της αριστεράς, που σήμερα δυσφορεί, όταν δεν λοιδορεί ανοχτά την πρακτική της Εκκλησίας.

Ποια όμως θα είναι η θέση της Εκκλησίας όταν η Ιεραρχία βρεθεί με ένα ή και πέντε ακόμη εκατομμύρια υπογραφές στα χέρια της και όχι με την υπογραφή του συνόλου του ποιμνίου της; Πολιτικά, το βάρος ενός εκατομμυρίου υπογραφών θα είναι συντριπτικό. Εκκλησιαστικά, η εικαζόμενη άρνηση εκατομμυρίων πιστών να υπογράψουν ίσως αποβεί καταστροφική.

Φαίνεται πως παρόμοιες σκέψεις ταλανίζουν και αρκετούς ιεράρχες -όσους τουλάχιστον συναισθάνονται τον πειρασμό του φατριασμού- γι’ αυτό και ο τόνος αρχίζει να δίνεται στην ιδιότητα των πιστών ως Ελλήνων πολιτών. Η συλλογή του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού υπογραφών υπέρ του δημοψηφίσματος μπορεί να απομακρύνει τον κίνδυνο, όχι όμως και να τον εξαλείψει. Ο πειρασμός της εκκοσμίκευσης είναι διαρκής και μόνο η ίδια η Εκκλησία, με έργο πνευματικό και κριτήρια εκκλησιαστικά, μπορεί να το εξαλείψει, “ορθοτομούσα τον λόγον της Αληθείας”.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ