Αρχική » Απόγνωση και αποκαΐδια

Απόγνωση και αποκαΐδια

από Βασίλης Στοϊλόπουλος

του Β. Στοϊλόπουλου, από το Άρδην τ. 27, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2000

Για ένα ακόμη καλοκαίρι οι πυρκαγιές των δασών κατέλαβαν δεσπόζουσα θέση στο κοινωνικό και πολιτικό τοπίο της χώρας μας, καθώς η ελληνική ύπαιθρος βγήκε από μια νέα σκληρή δοκιμασία σοβαρά τραυματισμένη και φτωχότερη. Στον τηλεοπτικό στίβο, οι παραστατικές εικόνες από την καταστροφή του δασικού πλούτου που

τη συνόδευε δημόσια θλίψη και οργή, εναλλάσσονταν με τις αλληλοκατηγορίες των ειδικών, τους άγονους απολογισμούς των δημοσιογράφων για το μέγεθος του “εθνικού εγκλήματος”, τους αδυσώπητους εξωραϊσμούς των υπευθύνων για τη διοικητική ανεπάρκεια και τους “καυγάδες” των πολιτικών για το “τις πταίει”. Η παραπάνω ιστορία, που την διεκτραγώδησαν αρμοδίως στα ΜΜΕ, μοιάζει βέβαια από τα παλαιά και είναι απορίας άξιον πως χαλαρώνουν κάθε φορά οι συνειδήσεις όλων μας μετά το καταλάγιασμα της έντασης που μας προκαλεί στο θερινό διάβα της η πύρινη λαίλαπα. Ακόμη και όταν συνειδητοποιούμε ότι ο φυσικός πλούτος της χώρας μας είναι απίστευτα μικρός, ακόμη και όταν επισήμως μας ανακοινώνουν ότι τα τελευταία πενήντα χρόνια η Ελλάδα έχει χάσει σχεδόν το 20% του δασικού της πλούτου. Ίσως γιατί η κατανάλωση του φυσικού περιβάλλοντος είναι πλέον τόσο φτηνή που δεν υπεισέρχεται καν στις στατιστικές που αφορούν στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν. Ίσως πάλι γιατί οι ελπίδες για ένα υγιές φυσικό περιβάλλον να έχουν εγκαταλειφθεί προ πολλού στα αποκαΐδια και στις χωματερές και η παράνομη ιδιωτικοποίηση δημόσιας γης να είναι το καταρχήν μέλημά μας. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί γιατί μόνο στην Αττική οι καταπατητές διεκδικούν με πολλές ελπίδες επιτυχίας περίπου 380.000 στρέμματα ανα-δασωτέας γης του δημοσίου

Είναι γνωστό ότι το δάσος μπορεί να ευδοκιμήσει στο σύνολο σχεδόν της ελληνικής γης, όμως σήμερα το ποσοστό δασοκάλυψης κυμαίνεται περίπου στο 16-17%. Η αυξητική τάση των δασικών καταστροφών τις τελευταίες δεκαετίες έχει καταγραφεί σαφώς. Η έκταση των εθνικών δρυμών, των αισθητικών δασών και των μνημείων της φύσης φτάνει μόλις το 0,9% της επικράτειας, όταν το ποσοστό αυτό σε άλλες χώρες είναι διψήφιο. Το “εθνικό έγκλημα” είναι συνεχές και οι αιτίες μοιάζουν σαν ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό με πολλές ψηφίδες : ανεπάρκεια και αναποτελεσματικότητα της διοίκησης σε όλες τις βαθμίδες της, πλαστογραφίες και ψεύτικες αγοραπωλησίες, έλλειψη δασικού κτηματολογίου, οικοπεδοποίηση δα-σοτεμαχίων, παράβαση καθήκοντος κρατικών λειτουργών, νομοθετικά κενά, έλλειψη πολιτικής δασικής αρχής, αστικοποίηση, συντεχνίες οικοπεδοφάγων, ανεπαρκής εθελοντισμός, μη ικανοποιητικό ποσοστό τεχνητής αναδάσωσης, μικροπολιτικά συμφέροντα, αποχαρακτηρισμοί δασικών εκτάσεων, ελλειμματική κοινωνική συνείδηση και μειωμένο αίσθημα υπευθυνότητας των πολιτών, πάθος για κοινωνική ανέλιξη, φαινόμενο του θερμοκηπίου, τεχνοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος,….

Η πολυπλοκότητα του θέματος γίνεται εμφανής μόνο με την απλή παράθεση κάποιων αιτιών της καταστροφής και ορισμένων στατιστικών στοιχείων. Αναφέρομαι όμως εν τά-χει στο πρόβλημα της τεχνητής αναδάσωσης που εσφαλμένα θεωρείται από πολλούς η ενδεδειγμένη αν όχι μοναδική λύση. Μπορεί τα ποσοστά της τεχνητής αναδάσωσης στις τελευταίες δεκαετίες να είναι όντως αποκαρδιωτικά και να παρατηρείται μια αντίστροφη σχέση μεταξύ τεχνητής αναδάσωσης και καμένων εκτάσεων. Το γεγονός αυτό, όσο σοβαρό και να φαίνεται, μετριάζεται από το δεδομένο ότι τα μεσογειακά δάση μπορούν μέσα σε μια 50ετία περίπου να ξαναφυτρώ-σουν με φυσική αναδάσωση. Αρκεί βέβαια να εκλείψει η μάστιγα των καταπατητών και να ληφθούν άμεσα και αξιόπιστα μέτρα για την αντιμετώπιση του σοβαρού προβλήματος της διάβρωσης των εδαφών. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την εμμονή των ιθυνόντων στα κατασταλτικά μέτρα. Το κλίμα αισιοδοξίας που στηρίχτηκε στην πρόσφατη αύξηση του υλικοτεχνικού εξοπλισμού καταστολής των πυρκαγιών και στην εν γένει προνομιακή ανάπτυξη του Πυροσβεστικού Σώματος κράτησε μόνο για ένα χρόνο. Τελικά αποδείχθηκε ότι η αιτία των λιγοστών περσινών πυρκαγιών ήταν οι ασυνήθιστα πολλές καλοκαιρινές βροχές, καθώς οι ημέρες βροχόπτωσης το καλοκαίρι του 1999 έφτασαν για παράδειγμα στη ΒΔ και ΒΑ Ελλάδα σχεδόν στο 65%.

Αυτό που απουσιάζει κραυγαλέα και θα έπρεπε να προηγείται ιεραρχικά στο σχεδιασμό αντιπυρικής προστασίας είναι η πρόληψη των πυρκαγιών. Όμως πώς να μη υπερτονίζεται από τους ειδικούς το γεγονός ότι στερούμαστε σχεδιασμού αντιπυρικής προστασίας, όταν η πρόληψη είναι στην πατρίδα μας από πολύ δύσκολη έως αδύνατη, αφού για παράδειγμα η χάραξη επιθυμητών ζωνών προστασίας δεν πραγματοποιείται, καθώς δεν γνωρίζουμε ακόμη επακριβώς τα κριτήρια και τον ορισμό του δάσους και δεν υφίσταται δασικό κτηματολόγιο; Και πως να μη μοιάζει με άλλοθι ο ισχυρισμός των αρμοδίων για “ακραία καιρικά φαινόμενα” ως αποκλειστική αιτία των πυρκαγιών, όταν φέτος από τα 2,1 εκατομμύρια στρέμματα καμένης δασικής έκτασης περίπου τα μισά ήταν αποτέλεσμα αηαζωπυρώσεων;

Είναι σαφές ότι η ελληνική κοινωνία με εφόδια το μορφωτικό της επίπεδο, τις πολιτιστικές της ιδιαιτερότητες και συνήθειες αλλά και την όποια διοίκησή της, θα βρίσκεται αντιμέτωπη διαχρονικά με τις πυρκαγιές των δασών, καθώς πέρα από τις σύνθετες ανθρωπογενείς αιτίες, σπουδαίο ρόλο παίζουν και κλιματικοί και γεωμορφολογικοί παράγοντες. Εφόσον όμως οι δημόσιες και ιδιωτικές πρακτικές μας στο πλαίσιο της Νέας Εποχής της Παγκοσμιοποίησης εξακολουθούν να μην έχουν καμιά σχέση με τις πρακτικές μιας βιώσιμης κοινωνίας, όπου για παράδειγμα το φυσικό αλλά και το πολιτιστικό και κοινωνικό κεφάλαιο θα είναι ενσωματωμένο στις τιμές των προϊόντων της αγοράς, και με δεδομένο ότι η δεκτικότητα της κοινωνικής μας συνείδησης σε οικολογικά μηνύματα έχει αμβλυνθεί επικίνδυνα, το μέλλον των δασών στη χωρά μας – και όχι μόνο -φαντάζει σαν τις ολόμαυρες ράχες μετά τις πυρκαγιές

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ