Αρχική » Ένας ρομαντικός Διαφωτισμός

Ένας ρομαντικός Διαφωτισμός

από Άρδην - Ρήξη

της Αλ. Κυριακίδου Νέστορος, από το Άρδην τ. 27, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2000

0 α προχωρήσουμε τώρα ο’ ένα δεύτερο σημείο, που αφορά ε πίσης την έννοια του έθνους, και στο οποίο το ελληνικό φαινόμενο φαίνεται πάλι να αποκλίνει από το γερμανικό. Η εθνική συνείδηση των Γερμανών αναπτύσσεται, μαζί με την ιστορική τους συνείδηση, μέσα στο κλίμα του Ρομαντισμού, στις αρχές του 19ου αιώνα. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τους Έλληνες. Η δική μας εθνική συνείδηση είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται, με σημείο αναφοράς τους αρχαίους Έλληνες, από το 1204, όπως υποστηρίζει ο Απόστολος Βα-καλόπουλος1, δεν μπόρεσε όμως να σπάσει το φράγμα των λογίων και να επεκταθεί στο λαό. Και μετά την Άλωση, οπότε η εκπαίδευση -υποτυπώδης, άλλωστε- πέρασε αποκλειστικά στα χέρια της Εκκλησίας, το όραμα των ενδόξων προγόνων ξεθώριασε αρκετά, τουλάχιστον στις τουρκοκρατούμενες χώρες. Η αναβίωση του συμπίπτει με την εμφάνιση της ιστορικής, αυτή τη φορά, συνείδησης των νεωτέρων Ελλήνων, και της εννοίας του ελληνικού έθνους που αναπτύσσεται στα πλαίσια της πνευματικής αναγέννησης του Ελληνισμού, στην καμπή του 18ου προς το 19ο αιώνα. Την ίδια λοιπόν εποχή, όταν στη Δύση αρχίζει το κίνημα του Ρομαντισμού, στις ελληνικές χώρες μεσουρανεί ο ελληνικός διαφωτισμός. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται και το ασυμβίβαστο που επισημάναμε στην αρχή: πώς είναι δυνατόν η εννοια του έθνους που διαμορφώνεται από τους Έλληνες αυτήν την εποχή, την εποχή του ελληνικού διαφωτισμού, να χαρακτηριστεί ως ρομαντική, τη στιγμή που έχουμε ήδη ‘ εξηγήσει ότι Διαφωτισμός και Ρομαντισμός είναι κινήματα αντίρροπα στην Ευρώπη; – Στην Ευρώπη, ναι τί γίνεται όμως στην Ελλάδα;

Ο ελληνικός διαφωτισμός διαμορφώθηκε, όπως είναι γνωστό, πάνω στα χνάρια του γαλλικού διαφωτισμού, γιατί με τη Γαλλία είχαν κυρίως σχέση οι φορείς του, οι Φαναριώτες. Τα φώτα λοιπόν, σύμφωνα με την έκφραση της εποχής, ήρθαν στην Ελλάδα από τη Γαλλία2. Ανάμεσα όμως στο γαλλικό πρότυπο και στο ελληνικό δάνειο υπάρχει μια βασική διαφορά, που αποδεικνύει πόσο πιο κρίσιμες είναι για τη διάδοση των φαινομένων του πολιτισμού οι προϋποθέσεις της παραδοχής, από τις δυνατότητες της παράδοσης. Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, τόσο οι ιστορικές περιστάσεις όσο και οι πνευματικές ανάγκες ήταν τελείως διαφορετικές από ό,τι στην πατρίδα του Διαφωτισμού, τη Δύση. Για να πετύχει η μεταφύτευση, για να μπορέσει να ριζώσει το καινούργιο κίνημα στον τόπο μας, χρειάστηκε να μεταβάλει την υπερεθνική του βάση και να προσαρμοστεί, πρώτα απ’ όλα, στο κλίμα της εθνικής υπερηφάνειας που ζωογονούσε το πνεύμα και την καρδιά των Ελλήνων τα ατελείωτα χρόνια της σκλαβιάς.

Είδαμε λίγο παραπάνω τη διάκριση εμείς και οι άλλοι που κάνει ο Νικόλαος Σοφιανός στα μέσα του 16ου αιώνα, καθώς και την άποψη για τη γλώσσα μας, ότι είναι η καλύτερη από όλες τις γλώσσες, που διατύπωσε ο Δημητράκης Καταρτζής στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Καταρτζής είναι βέβαια ένας από τους λαμπρότερους εκπροσώπους του ελληνικού διαφωτισμού. Αντίθετα όμως από ό,τι θα περίμενε κανείς από ένα ορθολογιστικό κίνημα, η πεποίθηση των Ελλήνων για την ανωτερότητα του γένους τους και τον υψηλό προορισμό του όχι μονάχα δεν μετριάζεται την εποχή αυτή, αλλά φτάνει σε μεγαλύτερη έξαρση. “Η φύσις”, γράφει ο Βενιαμίν Λεσβίος στα 1820, “έθετο όριον εις τα πάθη των λοιπών ανθρώπων, πλην όχι και εις τα των Ελλήνων. Οι Έλληνες δεν υπόκειντο ούτε το πάλαι ούτε τα νυν εις τους νόμους της φύσεως”·3. Ο Λέσβιος ήταν τότε, όταν τα έγραφε αυτά, γύρω στα εξήντα, μαθητής άλλοτε της Πολυτεχνικής Σχολής του Παρισιού και ένας από τους φωτισμένους Έλληνες που αποτελούσαν τις προοδευτικές δυνάμεις του έθνους. Αλλά και ένα άλλο ριζοσπαστικό πνεύμα, που ανήκε στις ίδιες δυνάμεις, ο Αθανάσιος Ψαλίδας, λέγεται πώς στα μαθήματά του στη Σχολή των Ιωαννίνων κατέτασσε το γένος των Ελλήνων ένα σκαλί πιο κάτω από τα τάγματα των αγγέλων4 Και δεν είναι μόνον αυτοί. Κοντά στα ονόματα του Βενιαμίν Λεσβίου και του Ψαλίδα, θα μπορούσε κανείς να προσθέσει, όπως παρατηρεί ο Κ. 0. Δημαράς,5 και άλλα. όπως λ.χ. του Κάίρη ή του Οικονόμου, οι οποίοι εκφράζονται κατά τον ίδιο τρόπο. Αυτό σημαίνει πως δεν πρόκειται για προσωπικές απόψεις, αλλά μάλλον για συλλογική νοοτροπία. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η αντίφαση που διαπιστώσαμε, και η οποία εμπεριέχεται στον όρο ελληνικός διαφωτισμός: Η νοοτροπία αυτή των φωτισμένων Ελλήνων δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως ρομαντική.

Μία από τις βασικές διαφορές ανάμεσα στον Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό εγγράφεται, όπως σημειώσαμε ήδη, στο επίπεδο της αντίληψης της Ιστορίας: στην αντίληψη αυτή, όπως διαμορφώνεται από τον Διαφωτισμό, δεν υπεισέρχεται η έννοια του έθνους, ενώ, αντίθετα, στον Ρομαντισμό η αντίληψη αυτή είναι συνάρτηση της έννοιας του έθνους. Η διαφορά μπορεί να γίνει ίσως πιο ξεκάθαρη, αν χρησιμοποιήσουμε εικονική γλώσσα -στην περίπτωση αυτή, αν αναφερθούμε στα δυο υποδείγματα σκέψης (models of thought), όπως ονομάζονται στην Κυβερνητική6, τα οποία χαρακτηρίζουν, αντίστοιχα, τον Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό. Πρώτα όμως χρειάζεται να εξηγήσουμε, νομίζω, πως εννοούμε εδώ τον όρο “υπόδειγμα σκέψης”: κατ’ αρχήν τον εννοούμε με την υλική (material) και όχι την τυπική (formal) μορφή του. Ένα χειροπιαστό λοιπόν υπόδειγμα σκέψης (material model of thought) είναι, κατά την άποψη της Κυβερνητικής, “η αναπαράσταση ενός σύνθετου συστήματος με τη βοήθεια ενός άλλου, υποτίθεται απλούστερου, το οποίο υποτίθεται ότι έχει ορισμένες ιδιότητες όμοιες μ’ εκείνες που θέλουμε να μελετήσουμε στο αρχικό σύνθετο σύστημα”7. Σύμφωνα μ’ αυτά, το κλασικό υπόδειγμα σκέψης του Διαφωτισμού, το οποίο απεικονίζει συνοπτικά το πολύπλοκο φιλοσοφικό σύστημα της Λογοκρατίας, είναι η μηχανή γενικά, και το ρολόι – ως η κατεξοχήν μηχανή – ειδικότερα. Υπάρχει μάλιστα η άποψη ότι και ο άνθρωπος είναι μια μηχανή,8 ενώ ο θεός είναι “ο μεγάλος ωρολογοποιός” που έφτιαξε τον κόσμο να γυρίζει όπως οι δείκτες του ρολογιού. Το υπόδειγμα σκέψης του Ρομαντισμού είναι, αντίθετα, ο οργανισμός. Οργανισμός και μηχανή αποτελούν βέβαια (όπως άλλωστε και ο Ρομαντισμός σε σχέση με τον Διαφωτισμό) ένα αντιθετικό ζευγάρι: μια μηχανή ισούται με το άθροισμα των μερών της- μπορείς, δηλαδή, να τη διαλύσεις και να τη συναρμολογήσεις ξανά’ ο οργανισμός, αντίθετα, αποτελεί μιαν ενότητα που -υπερβαίνει το σύνολο των μερών της και είναι, επιπλέον, μοναδική, αφού κανείς οργανισμός δεν είναι όμοιος με τον άλλον

Η διαφορά ωστόσο μεταξύ μηχανής και οργανισμού που μας ενδιαφέρει εδώ, επειδή απεικονίζει, ακριβώς, τη διαφορά Διαφωτισμού και Ρομαντισμού ως προς την αντίληψη της Ιστορίας, είναι η εξής: η μηχανή είναι άχρονη (δημιουργήθηκε κάποτε και από τότε γυρίζει, όπως οι πλανήτες του Νεύτωνα στις τροχιές τους)’ ο οργανισμός, αντίθετα, αναπτύσσεται μέσα στο χρόνο- η μηχανή δεν έχει παρελθόν (αν δεν υπήρχαν εξωτερικές επιδράσεις, το παρελθόν της θα ήταν όμοιο με το παρόν, και, αν γνωρίζεις το παρόν της, τη γνωρίζεις πέρα για πέρα)’ για τον οργανισμό, όμως, το παρόν δεν είναι όμοιο με το παρελθόν, και όχι μονάχα αυτό, αλλά δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι γνωρίζει το παρόν ενός οργανισμού, αν δε γνωρίζει το παρελθόν του10. Ει δη τις εξ αρχής τα πράγματα φυόμεν αβλέψειεν… κάλλιστ ‘αν ούτω θεωρήσειεν, είχε πει ο Αριστοτέλης, εκφράζοντας έτσι με ανεπανάληπτο τρόπο τον ιστορικό προσανατολισμό.

Σύμφωνα με το γερμανικό μας υπόδειγμα, το έθνος, όπως είδαμε, νοείται ως ένας οργανισμός- για να τον γνωρίσουμε, πρέπει να σκύψουμε στις ρίζες του, στην ιστορία του. Αυτό γίνεται μέσα στα πλαίσια του ρομαντικού κινήματος. Άλλωστε, Ρομαντισμός και Ιστορισμός συνδέονται στενά στη Γερμανία,12 και είναι φυσικό. Εκείνο που φαίνεται αφύσικο, είναι το αντίστοιχο φαινόμενο στην Ελλάδα: εδώ η στροφή προς τις ρίζες μας εξελίσσεται στα πλαίσια του ελληνικού διαφωτισμού. Πώς, αλήθεια, ο λεγόμενος ελληνικός διαφωτισμός μπόρεσε να συνδυάσει τις δύο αυτές αντίρροπες τάσεις, δηλαδή να συμβιβάσει, στην ουσία, τα ασυμβίβαστα; Πιστεύω ότι το κατόρθωσε, γιατί δεν προχώρησε ούτε τη μια ούτε την άλλη φιλοσοφική κατεύθυνση ως τις λογικές της συνέπειες, έμεινε στη μέση του δρόμου. Αγνοώντας τον επιστημονικό, εξελικτικό, υπερεθνικό στόχο του Διαφωτισμού, πρόβαλε τα επί μέρους χαρακτηριστικά του (την ανάπτυξη των φυσικών επιστήμων, την εμπιστοσύνη στο πείραμα, την ανεξαρτησία απέναντι στο θρησκευτικό πνεύμα) σε μιαν αντίληψη της ιστορίας καθαρά ρομαντική, όπως μας είναι ήδη γνωστή από τους Γερμανούς ρομαντικούς και ιδεαλιστές φιλοσόφους. Στην Ελλάδα όμως -και αυτό έχει σημασία- πρόκειται για έναν ιθαγενή ρομαντισμό, ανεξάρτητο από το ομώνυμο ευρωπαϊκό κίνημα, το οποίο, άλλωστε, χρονολογείται υ-στερότερα. Πρόκειται, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Κ. 0. Δημαράς, για ένα προανάκρουσμα του Ρομαντισμού στην Ελλάδα, για μια ρομαντική αντίληψη της Ιστορίας πριν ακόμη την εγκαινιάσει ο Herder -“un herde-risme avant la lettre”13

Τα δύο αυτά συστατικά του ελληνικού διαφωτισμού, τα φώτα που μας ήρθαν από τη Γαλλία και η ρομαντική έννοια του έθνους που δημιουργήθηκε επί τόπου, κάτω από τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, βρίσκονται σε άμεση σχέση με αυτό που αποτελεί το βασανιστικότερο πρόβλημα των νεώτερων Ελλήνων από τη στιγμή που αρχίζει να αναπτύσσεται η ιστορική τους συνείδηση: το πρόβλημα εμείς και οι αρχαίοι. Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο θα επισημάνουμε μιαν ακόμη απόκλιση από το γερμανικό υπόδειγμα: για τους Γερμανούς, η έννοια του έθνους αναπτύσσεται μέσα στο ρομαντικό κίνημα και με βάση τη διάκριση εμείς και οι άλλοι. Για τους Έλληνες, η έννοια του έθνους αναπτύσσεται στα πλαίσια του ελληνικού διαφωτισμού και με βάση, κυρίως, τη σχέση εμείς και οι αρχαίοι.

Σημειώσεις

1.            Βακαλόπουλος, 1974, 46.

2.            Δημαράς, 1977, 13.

3.            Δημαράς, 1962, 23.

4.            Dimaras, 1969, 112.

5.            Ibid.

6.            Πολύ χρήσιμο για τη διευκρίνηση και, κυρίως, για τη διδασκαλία ορισμένων εννοιών που επανέρχονται στην ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος ήταν για μένα το βιβλίο του Deutsch, 1966, 22 επ. Το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρομαι έχει τίτλο “Some Classic Models in the History of Thought”.

7.            Ibid., 23.

8.            Βλ. το βιβλίο του Julien de la Met-

trie, L’ homme machine, 1748.

9.            Deutsch, 1966, 26-34.

10.          Αυτή είναι η άποψη του ιστορι-σμού, την οποία αντέκρουσε στις μέρες μας ο στρουκτουραλισμός, με τη συγχρονική μελέτη των φαινομένων. Όσον αφορά την ιστορική σκέψη, βλ. τη θαυμάσια ανάλυση του Braudel, 1969, 269-289, άπου κρίνονται οι

“οργανισμικές” θεωρίες των Spen-gler και Toynbee.

11.          Αριστ. Πολιτ. I, 3.

12.          0 Herder λ.χ. και ο Schlegel δεν είναι μόνον οι πρώτοι Γερμανοί ρομαντικοί, αλλά και σι πρώτοι που αναγνώρισαν την πρωτοκαθεδρία της Ιστορίας, ταυτίζοντας την ουσιαστικά με την έννοια της ανθρωπόπιταζ. Βλ. Cassirer, 1962,178.

13.          Dimaras, 1969, 120.

*Η Αλκή Κυριακίδου-Νέστορος διετέλεσε καθηγήτρια Λαογραφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο θεσσαλονίκης. Παραθέτουμε απόσπασμα από το κεφάλαιο “Ρομαντική έννοιε του έθνους και λαογραφία” του βιβλίου της, Η θεωρία της ελληνιιτ·: λαογραφίας, που εκδόθηκε από την Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και γενικής Παιδείας. Σχολή Μωράίτη, (Α’ έκδοση 1977) Δ-έκδοση 1997, σελ. 35-39. Τον τίτλο του παραθέματος επέλεξε η Σύνταξη του Άρδην.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ