Αρχική » Πρωτογενής τομέας και παραγωγική ανασυγκρότηση. Υπάρχουν προοπτικές;

Πρωτογενής τομέας και παραγωγική ανασυγκρότηση. Υπάρχουν προοπτικές;

Πρωτογενής τομέας και παραγωγική ανασυγκρότηση. Υπάρχουν προοπτικές;

Του Μανώλη Εγγλέζου Δεληγιαννάκη από το newshub.gr

Συνηθίζουμε, όταν μιλούμε για πρωτογενή τομέα, να εννοούμε τη γεωργική, κτηνοτροφική, αλιευτική παραγωγή καθεαυτή και να υπολογίζομε την αξία της για τον παραγωγό στην τιμή που το αγοράζει ο χονδρέμπορος. Αυτό είναι κατ’ αρχήν σωστό. Όμως αφενός αποκρύπτει την προστιθέμενη αξία που μπορεί να έχει σε μια τελική μεταποιημένη μορφή, αφετέρου καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει μια τέτοια διαδικασία μεταποίησης στην Ελλάδα στο μέγεθος που θα δικαιολογούσε η παραγόμενη ποσότητα. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε σε άρθρο του το Μάιο 2020 στο αγροτικό περιοδικό Agrenda ο βουλευτής Μ. Λαζαρίδης, o πρωτογενής τομέας ανέρχεται σε 11 δισ., ήτοι 5,1% του ΑΕΠ, οι επιδοτήσεις του ανέρχονται σε 2 δις (1% ΑΕΠ) και η μεταποίησή του προϊόντος σε ακόμα 12 δις, δηλαδή 5,2% του ΑΕΠ. Στο ίδιο κείμενο τονίζεται πως τα στοιχεία αυτά είναι διπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου αλλά υπολείπονται σημαντικά των αντίστοιχων στοιχείων των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου, που έχουν παρόμοια δομή και προϋποθέσεις με την Ελλάδα.

Αν σκεφτούμε δε ότι το 1970 ο πρωτογενής τομέας ήταν 14% του ΑΕΠ, μπορούμε να δούμε πώς μειώθηκε στη διάρκεια των χρόνων η παραγωγή. Η αύξηση των υπηρεσιών, ιδίως του τουρισμού, δεν επαρκεί για να εξηγήσει τη μείωση αυτή, καθώς παρίσταται η ανάγκη διατροφής περισσότερων ανθρώπων, οπότε μια οικονομία που προσανατολίζεται στην αυτάρκεια θα ζητούσε να καλύψει τέτοιες ανάγκες από την παραγωγή της αυξάνοντάς την. Από την άλλη, από την κρίση και μετά ο πρωτογενής τομέας παρουσίασε αύξηση, αν υπολογίσει κανείς ότι το 2010, έτος έναρξης της κρίσης, η συμβολή του στο ΑΕΠ είχε πέσει στο 4,5% του ΑΕΠ, δηλαδή παρουσίασε αύξηση 0,6%. Βέβαια, αυτό δεν αντανακλά απαραίτητα μιαν ουσιαστική αύξηση, αλλά είναι απόρροια και του ότι παρατηρήθηκε μείωση των υπόλοιπων τομέων της οικονομίας, οπότε το σχετικό μερίδιο της αγροτικής παραγωγής φάνηκε να αυξάνεται σε μια συρρικνωμένη πίτα. Οι ιδιαίτερες συνθήκες της κρίσης οδήγησαν και στην αύξηση του αριθμού αυτών που δηλώνουν κατ’ επάγγελμα αγρότες.

Στον πρωτογενή τομέα έχομε δύο σημεία παθογένειας: Το πρώτο είναι ότι εγκαταλείπεται η παραγωγή, η καλλιέργεια, και τείνει να αντικατασταθεί με εισαγωγές. Το δεύτερο είναι ότι η όποια παραγωγή, προσεγγίζεται στη χύμα εκδοχή της και δεν υπάρχει μια στροφή στην τυποποίηση. Τα δύο λειτουργούν σα φαύλος κύκλος. Η χαμηλή χύμα τιμή καθιστά ασύμφορη την καλλιέργεια (ή την περιορίζει στο ελάχιστο σημείο που θα δικαιολογούσε επιδότηση, η οποία λαμβάνεται συχνά βάσει παραποιημένων μεγεθών και επίσης συχνά δε χρησιμοποιείται για το σκοπό που λαμβάνεται). Η ασύμφορη καλλιέργεια εγκαταλείπεται. Η παραγωγή μειώνεται. Προς κάλυψή της καταφεύγομε στις εισαγωγές, οπότε διογκώνεται το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο ακόμα και σε τομείς που θα μπορούσε η Ελλάδα να πλησιάσει την αυτάρκεια. Αυτό οδηγεί και σε μείωση του πρωτογενούς τομέα, και σε μειωμένη απόδοση στους απασχολούμενους σε αυτόν. Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει την απόδοσή του ανά εργαζόμενο ως τη χαμηλότερη διαχρονικά στην Ελληνική οικονομία.

(Πηγή: άρθρο του Περικλή Γκόγα, Αναπληρωτή Καθηγητή Οικονομικής Ανάλυσης και Διεθνών Οικονομικών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, 26/10/2017, δημοσιευμένο στη HuffingtonPost)

Σημαίνει αυτό πως ο πρωτογενής τομέας είναι μη προσοδοφόρος; Ας δούμε μιαν υπόθεση εργασίας με οδηγό το λάδι στον κατωτέρω πίνακα (από την ιστοσελίδα ypaithros.gr, Έρευνα ελαιόλαδο: Με δυσκολίες αλλά και ευκαιρίες εξελίσσεται η αγορά ελαιοκομικών προϊόντων, Γ. Τσιφόρος, 13.5.2020):

Χώρες προορισμούΑξία (χιλ.ευρώ)Ποσότητα (τόνοι)Μέση τιμή (€/κιλό)
Ιταλία107.81139.9442,70
Γερμανία47.2159.9394,75
ΗΠΑ35.6178.6614,11
Αυστρία13.0672.4995,23
Γαλλία6.6981.3624,92
Καναδάς6.4401.7153,76
Ην. Βασίλειο6.2931.5084,17
Ελβετία5.1258526,02
Κύπρος4.7441.4323,31
Σ. Βέλγιο4.5609354,88
Πολωνία3.9767325,43
Ιαπωνία3.6476955,25
Αυστραλία3.3759293,63
Ολλανδία2.6775345,01
Τσεχία2.3675084,56
Σουηδία2.3565364,40
Ισπανία2.0286513,12
Ουκρανία1.9643795,18
Ην. Αρ. Εμιράτα1.9494953,94
Νορβηγία1.8913096,12
Λοιπές26.6325.3894,52
Σύνολο290.43280.5043,61

Από παραγωγή 80.000 τόνων εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου που εξήχθη το 2019, εξαγάγαμε στην Ιταλία χύμα το μισό, ήτοι 40.000 τόνους, σε τιμή 2,70€/λίτρο. Αν το 2,70 είναι η τιμή που εισπράττει ο χονδρέμπορος, ο παραγωγός εισέπραξε ακόμα λιγότερο. Δυστυχώς, η συζήτηση για το λάδι σε επίπεδο παραγωγών γίνεται στο επίπεδο αυτών των τιμών, κι αν ξεπεράσει τα 2,50€ ο παραγωγός είναι ευχαριστημένος, πράγμα που δείχνει πόσο χαμηλά έχει τεθεί ο πήχυς. Το παράδειγμα της Ιταλίας θα μας δείξει έναν άλλο δρόμο. Η Ιταλία είναι η μεγαλύτερη εξαγωγός χώρα ελαιολάδου στον κόσμο. Συγχρόνως είναι και η μεγαλύτερη εισαγωγός, δηλαδή η παραγωγή της δεν αρκεί για να καλύψει την πελατεία της και εισάγει από τρίτες ελαιοπαραγωγούς χώρες προϊόν, το οποίο τυποποιεί και πωλεί σαν ιταλικό. Οι τιμές εκεί ξεπερνούν σταθερά τα 12$/λίτρο, φτάνοντας και πάνω από τα 64$/λίτρο (ενδεικτικά https://www.olioandolive.com/italian_extra_virgin_olive_oil_s/1826.htmhttps://www.insicilia.com/en/171-sale-italian-extra-virgin-olive-oil). Σ’ αυτή την υπεραξία συντελούν μια σειρά κλάδοι, καθώς η τυποποίηση ανεβάζει θεαματικά την αξία του προϊόντος, την οποία καρπώνεται η χώρα που τυποποιεί κι όχι η παραγωγός, αποτελεί όμως παράδειγμα του τί πρέπει να γίνει στη χώρα μας. Την υπεραξία δημιουργούν και μοιράζονται μια σειρά επαγγελματίες που εμπλέκονται στην αλυσίδα αυτήν, όπως ο γραφίστας που θα φτιάξει το λογότυπο, ο κατασκευαστής της φιάλης ή άλλης συσκευασίας, ο εμφιαλωτής, ο ετικετάς που θα κολλήσει τη γραφική παράσταση και τα διατροφικά στοιχεία στη συσκευασία, ο διαφημιστής κλπ και απομένει ένα σημαντικό περιθώριο κέρδους για τον παραγωγό που τυποποιεί. Δεν αποτελεί προϋπόθεση για μια χώρα που τυποποιεί/μεταποιεί να είναι και παραγωγός, κι αυτό μπορούμε να το αποτιμήσουμε επαρκώς αν σκεφτούμε πόσες φυτείες κακάο υπάρχουν στην Ελβετία ή το Βέλγιο, τις κατεξοχήν χώρες που ελέγχουν την αγορά της σοκολάτας παγκοσμίως!

Ο μονόδρομος λοιπόν για την αγροτική παραγωγή είναι να ελέγξουν οι παραγωγοί την τυποποίηση/μεταποίηση και διάθεση του προϊόντος τους. Το θέμα της τυποποίησης δεν απαιτεί να έχει κάποιος αντίστοιχη εγκατάσταση, που πιθανόν να μη δικαιολογείται από μια μικρή σε ατομικό επίπεδο παραγωγή. Μπορούν βέβαια περισσότεροι, ως συνεταιρισμός ή ως ομάδα παραγωγών να αποκτήσουν εφόσον τα αθροιστικά τους μεγέθη το επιτρέπουν. Μπορεί όμως κάποιος και μόνος του να απευθυνθεί σε τυποποιητήριο τρίτου που θα αναλάβει εργολαβικά την τυποποίηση, με τον παραγωγό να εισφέρει το προϊόν και ενίοτε τον περιέκτη και τον εργολάβο να αναλαμβάνει την πλήρωση του περιέκτη και ενίοτε την επίθεση των ετικετών κλπ.

Το θέμα της διάθεσης είναι υπαρκτό. Όμως μπορούν να ανοίξουν αγορές και με τη διάθεση στους ξένους επισκέπτες της Ελλάδας, οι οποίοι θα συναντήσουν το τυποποιημένο προϊόν εδώ και θα το διαφημίσουν στην πατρίδα τους, και με το άνοιγμα αγορών του εξωτερικού. Το ελληνικό προϊόν του πρωτογενούς τομέα δεν είναι φτηνό και δε μπορεί να ανταγωνιστεί τα φτηνότερα προϊόντα άλλων χωρών, όμως δεν είναι αυτοί οι ανταγωνιστές μας ούτε στοχεύομε στο ίδιο καταναλωτικό κοινό. Τα ελληνικά προϊόντα, πρέπει να εισέρχονται σε νέες αγορές ως πρώτης ποιότητας (premium, delicatessen) και να απευθύνονται σε ένα κοινό που να είναι συνειδητοποιημένο και να διατίθεται να ξοδέψει περισσότερα για μια ποιοτική διατροφή. Υπάρχει πάντα η επιφύλαξη ότι δεν έχουμε τις ποσότητες εκείνες που θα κάλυπταν την ξένη αγορά, ιδίως Κίνα και Ινδία. Όμως δε θα πρέπει να σκεφτόμαστε πως στόχος είναι η κάλυψη ολόκληρης της αγοράς αυτών των χωρών, αλλά ένα μέρος τους μικρό ποσοστιαία αλλά και πάλι ικανό να απορροφήσει την ακριβή και ποιοτικά υπέρτερη παραγωγή μας.

Εδώ βέβαια απαιτείται να υπάρχει μια στήριξη από το κράτος. Υπάρχουν οι εμπορικοί ακόλουθοι στις πρεσβείες μας και το Enterprise Greece, ο πρώην Οργανισμός Προώθησης Εξαγωγών. Υπάρχουν και τα επιμελητήρια που υποδεικνύουν ευκαιρίες για συνεργασία με ξένους οίκους που φτάνουν σε αυτά. Απαιτείται όμως κάτι παραπάνω και από πλευράς Πολιτείας και από πλευράς παραγωγών.

Η Πολιτεία θα πρέπει να μπορεί να προσφέρει μιαν υποδομή με μηδενική γραφειοκρατία και παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και καθοδήγησης για τον παραγωγό που θέλει να τυποποιήσει, μεταποιήσει, εξαγάγει τα προϊόντα του. Θα πρέπει επίσης να υπάρξει μια συντονισμένη δραστηριότητα που θα καταγράψει μια σειρά από προϊόντα δεκτικά κατοχύρωσης ως ΠΓΕ (Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη), ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης), ΓΕ (Γεωγραφική Ένδειξη για αλκοολούχα), ΕΠΠΕ (Ειδικά Παραδοσιακά Προϊόντα Εγγυημένα) κλπ. Αυτό από μόνο του κινητοποιεί μια διαδικασία που περιλαμβάνει μεγάλο φάσμα εμπλεκομένων: Την τοπική αυτοδιοίκηση, τις υπηρεσίες του Υπουργείου, τα πανεπιστήμια που θα κληθούν να κάμουν έρευνα ώστε να στοιχειοθετηθεί η κατοχύρωση, τις τοπικές ενώσεις, συνεταιρισμούς και μεμονωμένους παραγωγούς στις εκμεταλλεύσεις και προϊόντα των οποίων θα διενεργηθούν οι έρευνες. Δηλαδή συνδέεται η παραγωγή με τα ΑΕΙ, κινητοποιείται ο διοικητικός μηχανισμός και δημιουργείται ένα υπόστρωμα που προσθέτει αξία στο παραγόμενο προϊόν. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί κίνητρο στον παραγωγό να ασχοληθεί, και οδηγεί σε αύξηση της παραγωγής, του κέρδους του, και μπορεί να αντιστρέψει τη φθίνουσα πορεία της παραγωγικότητας στον πρωτογενή τομέα, να αυξήσει το μερίδιό του στο ΑΕΠ και να αυξήσει και τις συνέργειές του με το δευτερογενή τομέα ώστε και αθροιστικά να κερδίσουν μερίδιο στο ΑΕΠ.

Κι εδώ θα πρέπει να γίνει συνείδηση πως η αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας (από καλλιεργητικές εφαρμογές μέχρι ηλεκτρονικό κατάστημα) και η τυποποίηση είναι μονόδρομος για τον παραγωγό.  Απαιτεί κόπο στο στήσιμό της αλλά εάν υποστεί κάποιος τη βάσανο της διαδικασίας αυτής μια φορά, θα την έχει δρομολογήσει σε μόνιμη βάση. Όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν πρόκειται για απλή διαδικασία. Εμπλέκονται οι προαναφερθείσες ειδικότητες κι άλλες ακόμα, τις οποίους πρέπει να συντονίσει ο παραγωγός ή η ομάδα/ένωση/συνεταιρισμός που προχωρά στην τυποποίηση. Σε περίπτωση μεταποίησης, δηλαδή στη δημιουργία νέου προϊόντος του διατροφικού, φαρμακευτικού, κοσμετολογικού κλπ τομέα που θα έχει σα βάση το παραγόμενο προϊόν, περαιτέρω ειδικότητες και φορείς εμπλέκονται, όπως κέντρα ερευνών (ΑΕΙ, Ιδρύματα, εργαστήρια). Φορείς αδειοδοτήσεων χρειάζεται να εμπλακούν από την πλευρά της διοίκησης, δημιουργώντας μια κατάσταση που απαιτεί χρόνο και έξοδα, αλλά και προσωπική ενασχόληση.

Ένας ακόμα ανασταλτικός παράγοντας σε μια τέτοια προσπάθεια, είναι σε αρκετές περιπτώσεις ο ίδιος ο παραγωγός. Ακόμα κι αν έχει ξεπεράσει το στάδιο των επιδοτήσεων ως αυτοσκοπό και τις εντάσσει σε ένα παραγωγικό σχέδιο, έχει συνηθίσει να συναλλάσσεται με το χονδρέμπορο σε βάση χύμα διάθεσης της παραγωγής. Πολλές φορές δεν είναι εξοικειωμένος με το όλο φάσμα των εργασιών που απαιτούνται μέχρι να φτάσει στην τυποποίηση και αποθαρρύνεται είτε στην αρχή, είτε στην πορεία. Βρίσκεται σε μιαν αδράνεια που προκαλεί μια παγιωμένη κατάσταση και τον ξεβολεύει να βγει από αυτήν, ακόμα και αν τα κίνητρα υπάρχουν. Και να ενδιαφέρεται θεωρητικά, όταν έρθει η ώρα της πράξης διστάζει να προχωρήσει. Εδώ θα πρέπει να υπάρξει συνειδητοποίηση, βούληση και ενίοτε συντονισμένη δράση με άλλους παραγωγούς. Και αυτό όμως δημιουργεί επιφυλάξεις, καθώς πέραν ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων, η συλλογική δράση έχει αποκτήσει κακό όνομα, λόγω των αποτυχιών πολλών συνεταιρισμών, ενώ και η συνεννόηση μεταξύ περισσότερων προσκρούει σε εγωισμούς και προσωπικές θεωρήσεις και επιδιώξεις που δε μπορούν να εναρμονιστούν με μια κοινή πορεία.

Σε όλα αυτά δεν υπάρχουν μαγικά ραβδιά που θα μεταμορφώσουν τη Διοίκηση σε αποτελεσματική, οραματική και φιλική στον πολίτη και τους παραγωγούς σε επιχειρηματίες και συνεταιριστές. Χρειάζεται από κάπου να αρχίσει κανείς, κι αυτό θα είναι από μεμονωμένες περιπτώσεις με όραμα και σχέδιο, που θα έχουν άποψη για το πώς θέλουν να κινηθούν και θα μπορέσουν να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους με την απαραίτητη υπομονή και επιμονή. Στην πορεία θα αποκτήσουν τις γνώσεις και με τα λάθη που θα κάμουν θα καταλήξουν στο πώς θα διαμορφωθεί η προσπάθειά τους και το τελικό προϊόν. Κι αν μπορούν να συνεννοηθούν με κάποιους ακόμα, μπορούν να φτιάξουν κάτι πιο μεγάλο, κατά προτίμηση σιγά σιγά, με μετρημένα βήματα που το επόμενο θα προέρχεται από τη σταθερότητα και αποδοτικότητα του προηγούμενου. Μια άλλη προσέγγιση θα ήταν βέβαια να πάνε κατευθείαν σε κάτι μεγάλο, πχ Ομάδα παραγωγών ή Συνεταιρισμό, όμως η εμπειρία έχει δείξει πως κάτι που ξεκινά με υψηλούς στόχους αλλά δίχως να έχουν δοκιμαστεί στην πράξη οι σχέσεις και οι συμπεριφορές, αποδυναμώνεται στην πορεία όταν αυτά εκδηλώνονται. Ίσως μια σταδιακή αναβάθμιση της συνεργασίας βάσει των θετικών αποτελεσμάτων του προηγούμενου σταδίου να είναι πιο συμβατή στη νοοτροπία του Έλληνα παραγωγού.

Χρειάζεται ακόμα, μια συλλογική δράση που θα υποκαταστήσει τον αργό και εχθρικό κρατικό μηχανισμό, μέχρι εκεί που είναι αυτό αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά εφικτό. Η δημιουργία ενός δικτύου αλληλοενημέρωσης για κάποια θέματα πχ τυποποίηση, εξαγωγές κλπ μπορεί να υποκαταστήσει την έλλειψη επαρκούς συμβουλευτικής από το κράτος και να δημιουργήσει συνέργειες. Σε πρώτη φάση αυτό θα φαντάζει αναποτελεσματικό καθώς πολύ λίγοι θα εμπλέκονται, όμως η σταδιακή επέκταση του δικτύου και η τεχνογνωσία που θα αποκτάται, αρχικά σε αργό ρυθμό και στη συνέχεια εκθετικά, θα διευκολύνει την πρόσβαση περισσότερων στην αγορά. Η Ελληνική ιδιαιτερότητα του κατακερματισμού του κλήρου και των πολλών μικρών εκμεταλλεύσεων, που καταγράφεται σαν αρνητικό στοιχείο και στην έκθεση Πισσαρίδη, μπορεί εδώ να αντισταθμίσει, μέσα από τις συνέργειες που θα αναπτυχθούν, το μειονέκτημα που της αποδίδεται λόγω αδυναμίας οικονομιών κλίμακος. Και βέβαια οι συνέργειες δεν περιορίζονται στο δίκτυο που προαναφέρθηκε, μπορούν να εξελιχθούν σε συνεργασίες είτε ομοειδών προϊόντων, πχ παραγωγός που δε μπορεί να καλύψει έναν πελάτη να συμπληρώσει ποσότητα μέσω άλλου παραγωγού, είτε ετεροειδών, πχ παραγωγός που έχει πελάτη που αναζητά κι άλλα προϊόντα να υποδείξει τέτοιους παραγωγούς κλπ. Συνέργειες μεταξύ τομέων του πρωτογενούς τομέα μπορούν να λάβουν χώρα ιδίως σε περιπτώσεις μικρού κλήρου, πχ η βόσκηση ζώων σε δενδρώδη καλλιέργεια, όπου τα ζώα βρίσκουν τροφή και συγχρόνως καθαρίζουν το χωράφι από τα χόρτα που φυτρώνουν και το λιπαίνουν με τη κοπριά τους, η απομάκρυνση κοπριάς από υπόστεγο/στάβλο και η εναπόθεσή της σε καλλιέργεια κλπ.

Οι συνέργειες μπορεί να σημαίνουν από κοινού αγορά και εκ περιτροπής χρήση μηχανημάτων που θα ήταν ασύμφορο να αγοράσει καθένας μόνος του. Ξεκινώντας από μικρές ομάδες, και με απαραίτητη προϋπόθεση το σεβασμό και την υπευθυνότητα στη χρήση των μηχανημάτων, μπορεί αυτή η κατάσταση να μεγαλώσει μέχρι την κοινή πια επιχειρηματική δράση. Αλλά κι αν δε φτάσει μέχρι εκεί, πάλι κέρδος θα είναι να φτάσομε σε ένα επίπεδο συνεργασίας μέχρι εκεί που το επιτρέπει η διάθεση και οι στόχοι του καθενός, δίχως δυσαρέσκειες αν τυχόν δεν πάει παραπέρα η σχέση. Μέχρι εκεί που μπορεί θα πρέπει να προχωρά ο καθένας.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στις επιδοτήσεις. Στην Ελλάδα υπάρχει μια στρεβλή χρήση τους, καθώς πολλές βασίζονται σε αναληθή στοιχεία και δε χρησιμοποιούνται για το σκοπό που λαμβάνονται. Επιπλέον, αποφασίζει να ξεκινήσει κάποιος μιαν εκμετάλλευση όχι γιατί είναι αυτή βιώσιμη αλλά γιατί επιδοτείται. Αυτό σημαίνει πως η εκμετάλλευση δε θα προχωρήσει, καθώς συντηρείται στο όριο της επιβίωσής της για να δικαιολογεί την επιδότηση δίχως κάποιο ενδιαφέρον από τον παραγωγό, ενώ θα εγκαταλειφθεί μόλις η επιδότηση σταματήσει. Τούτο συντελεί στη μείωση της παραγωγής. Η πορεία θα πρέπει να είναι αντίστροφη: μια εκμετάλλευση θα πρέπει να ξεκινά εφόσον ο παραγωγός θεωρεί ότι μπορεί να αποδώσει από μόνη της. Εκεί μπορεί να συνδυάσει επιδοτήσεις στοχευμένα που δίδουν πρόσθετη αξία στο προϊόν, που διευκολύνουν την προσπάθεια του παραγωγού, που τον βοηθούν να περάσει και στην τυποποίηση/μεταποίηση. Κι επειδή με τον τρόπο χρήσης τους, οι επιδοτήσεις έχουν βγάλει κακό όνομα, θα πρέπει αυτό να το αντιστρέψομε και να τις δούμε σα μοχλό διευκόλυνσης της προσπάθειάς μας. Αυτό σημαίνει επίσης και συγκεκριμένη πολιτική κεντρικά, ιδίως όταν δίδονται κίνητρα για την εγκατάλειψη κάποιας δραστηριότητας. Θα πρέπει σε τοπικό επίπεδο να κρίνουν οι παραγωγοί εάν όντως πρέπει να αλλάξουν δραστηριότητα με βάση τη δική τους πραγματικότητα κι όχι τις επιταγές του κράτους ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από την άλλη η Πολιτεία οφείλει να έχει κεντρικό σχέδιο για τον πρωτογενή τομέα, που θα εστιάζει στην εφικτή αυτάρκεια και στην εξωστρέφεια. Θα πρέπει να εντοπίσει πού δεν επαρκεί η παραγωγή μας και να στοχεύσει να καλύψει το κενό. Αυτό, στο βαθμό που μειώνει τις εισαγωγές λειτουργεί ως αντίστροφη εξαγωγή και βελτιώνει το εμπορικό ισοζύγιο. Σε προϊόντα όπου υπάρχει κάλυψη της εσωτερικής ζήτησης (συμπεριλαμβανομένης αυτής που ο τουρισμός προκαλεί), θα πρέπει να υπάρχει στοχευμένο σχέδιο για εξαγωγές και διευκόλυνση των παραγωγών που θα θελήσουν να τις πραγματοποιήσουν. Αντί δηλαδή να ψάχνονται οι παραγωγοί, θα πρέπει να υπάρχει έτοιμος ένας οδικός χάρτης από τη Διοίκηση. Κι αν όχι, αυτό το ρόλο θα πρέπει να παίξουν τα δίκτυα που προαναφέραμε.

Βέβαια, συζητώντας για διατροφική αυτάρκεια, θα πρέπει να προβληματιστούμε πάνω στο διατροφικό πρότυπο που έχομε υιοθετήσει ως κοινωνία, με έμφαση στην υπερκατανάλωση κρέατος. Δε θα πρέπει πχ να επιδιώξομε αυτάρκεια που θα τροφοδοτεί ένα κρεατοκεντρικό μοντέλο διατροφής. Πέραν του θέματος υγείας, μια τέτοια αυτάρκεια θα οδηγούσε σε παραγωγή χαμηλής ποιότητας κρέατος, με κτηνοτροφία σταβλισμένη και βασισμένη στις ζωοτροφές. Η στροφή στη μεσογειακή διατροφή, όπως αυτή έχει μελετηθεί και τεκμηριωθεί σε μεσογειακές χώρες, μεταξύ των οποίων και στην πατρίδα μας (και που, παρεμπιπτόντως, σχεδόν κανείς δεν ακολουθεί πια στην Ελλάδα), θα σημάνει πέρα από τη βελτίωση των δεικτών υγείας και μείωση των εισαγωγών κρέατος.

Η έμφαση στη βιολογική παραγωγή πρέπει να είναι μεταξύ των προτεραιοτήτων. Εδώ υπάρχει αφενός η δυσπιστία των παραγωγών στο οικονομικό αποτέλεσμα και στις καλλιεργητικές μεθόδους, αφετέρου η ανυπαρξία υποδομών από το κράτος, πχ η έλλειψη βιολογικά πιστοποιημένου σφαγείου για βιολογική κτηνοτροφία σε πολλές περιοχές, και η έλλειψη αντίστοιχα βιολογικά πιστοποιημένου τυροκομείου, οδηγεί στο να πωλείται το βιολογικό κρέας και γάλα ως συμβατικά και με αντίστοιχες τιμές, ενώ οι κτηνοτρόφοι καθίστανται εξαρτώμενοι από τις επιδοτήσεις που δίδονται για βιολογική κτηνοτροφία αφού δεν έχουν τον τρόπο να ολοκληρώσουν μια τέτοιαν εκμετάλλευση, και βέβαια όταν οι επιδότηση λήξει θα απουσιάζει το κίνητρο για βιολογική κτηνοτροφία. Η στροφή στη βιολογική παραγωγή οφείλει να είναι στην πρώτη γραμμή της προσπάθειας της Ελλάδας να διαμορφώσει ένα ισχυρό εμπορικό όνομα διεθνώς, αλλά πρέπει να ενταχθεί σε μια συνολική προσπάθεια και σχέδιο. Και εδώ η βραδύτητα του δημοσίου θα πρέπει να υποκατασταθεί από τη λειτουργία των δικτύων, αλλά μόνο ως προς την προπαρασκευή, καθώς οι αδειοδοτήσεις και η δημιουργία υποδομών σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από τη Διοίκηση. Εδώ φαίνονται και τα όρια μιας προσπάθειας, καθώς και ότι το κράτος πρέπει να γίνει αρωγός κι όχι εμπόδιο στις προσπάθειες των πολιτών του, να είναι οι πολίτες του.

Ο μικρός κλήρος αποτελεί χαρακτηριστικό του ελληνικού πρωτογενούς τομέα. Αν και χαρακτηρίζεται ως μειονέκτημα στην έκθεση Πισσαρίδη, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί μια πραγματικότητα, η οποία πιθανόν με μια πρώτη προσέγγιση να μη φαίνεται οικονομοτεχνικά αποδοτική, πλην όμως έχει ένα ιστορικό βάθος και αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά του κοινοτισμού, της άμεσης δημοκρατίας, της μικρής κοινωνικής ψαλίδας μεταξύ των μελών της κοινωνίας και άρα την ισότιμη συμμετοχή του καθενός στην κοινότητα, ενώ σφυρηλάτησε και την αξία της αλληλεγγύης αφού μέσα από τις συνέργειες αναίρεσε η κοινότητα τις δυσκολίες που ο μικρός κλήρος μπορεί να παρουσιάσει. Σήμερα, η τεχνολογική πρόοδος μπορεί να τεθεί σύμμαχος στη διαχείριση μιας εκμετάλλευσης, ενώ συμμετοχικές πρακτικές θα συντελούσαν σε οικονομίες κλίμακος. Η αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας, η εργολαβική ανάθεση σε τρίτους επί μέρους εργασιών σε περίπτωση που δεν υπάρχει ιδία υποδομή (πχ όργωμα από κάτοχο τρακτέρ, ανάθεση τυποποίησης σε τυποποιητήριο τρίτου κλπ), είναι ακόμα ένας τρόπος διεκπεραίωσης των απαιτούμενων εργασιών δίχως δέσμευση κεφαλαίων και αυξημένο κόστος ανά μονάδα, ενώ η υποστήριξη από τη διοίκηση ή/και δίκτυα πολιτών/παραγωγών θα πρέπει να πλαισιώνει τις προσπάθειες στοχεύοντας σε ένα βέλτιστο αποτέλεσμα.

Το σημείο εκκίνησης για όλα αυτά είναι κοντά στο μηδέν, έχει δηλαδή, για να χρησιμοποιήσουμε μια διατύπωση που ωραιοποιεί τα χάλια μας, «τεράστια περιθώρια βελτίωσης». Στόχος θα πρέπει να είναι να οργανωθεί τόσο καλά σε επίπεδο κρατικό, παραγωγών και συλλογικής προσπάθειας, ώστε να εξαντλήσει όσο γίνεται περισσότερο αυτά τα περιθώρια. Κι αυτό προϋποθέτει και σε αυτό το επίπεδο, να πραγματοποιήσομε μια ρήξη με το σύστημα, με τον παρασιτισμό, με το βολεμένο εαυτό μας. Αλλά αν αποφασίσουμε πράγματι αυτή τη στροφή σαν κοινότητα και σαν πρόσωπα, ο πρωτογενής τομέας θα είναι ένας από τους πολλούς που θα επηρεαστούν, οπότε σε μια συνολική προσπάθεια η επί μέρους αλλαγή θα φαντάζει πιο εύκολη.

*Ο Μανώλης Εγγλέζος Δεληγιαννάκης είναι δικηγόρος-ερευνητής

ΣΧΕΤΙΚΑ

4 ΣΧΟΛΙΑ

ΚΥΡΑΝΗΣ ΑΝΔΡΈΑΣ 3 Ιανουαρίου 2021 - 15:05

Άριστο σε σφαιρικότητα άρθρο για την δυνατότητα της μεταποίησης και της μικρής ιδιοκτησίας στη χώρα μας. Επικεντρώνω στην ανάγκη στόχευσης σε μια αγορά με πολύ υψηλές προδιαγραφές ποιότητας και στον τρόπο μέσα απο σύγχρονες κοινοτικής ρίζας συλλογικότητες. Η μόνη μου ένσταση είναι στον όρο “τυποποίηση” που μπορεί να ερμηνευτεί και σαν ανάγκη “μαζικής” προσσέγγισης του ζητήματος. Νομίζω πως ό όρος “μεταποίηση” χαρίζει τα περιθώρια για παραγωγές μικρής κλίμακας και υψηλής ποιότητας που εστιάζουν σε αληθινές ανάγκες διατροφικής ποιότητας στίς οποίες η μεγάλη βιομηχανία ούτε θέλει αλλά και ούτε μπορεί να ανταποκριθεί. Ο στρατηγικός και απόλυτα σύγχρονος τρόπος της χώρας νομίζω ότι θα πρέπει, σε ολόκληρη την εναλλακτική μεταποίηση, να είναι στην κατεύθυνση υψηλής ποιότητας “βιομηχανικών” “εξατομικευμένων” προϊόντων “στα μέτρα μας στο ράφτη μας” και αυτό δεν έχει να κανει καθόλου με εξατομίκευση αλλά αντίθετα με μια σύγχρονου τύπου κοινοτιστική διαδικασία με συνδετήριο κορμό την ποιότητα απέναντι στην ευτέλεια της μαζικότητας

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Μανώλης Εγγλέζος Δεληγιαννάκης 11 Ιανουαρίου 2021 - 10:50

Ευχαριστώ, την τυποποίηση την εννοώ ως διαχείριση του προιόντος αυτούσιου δίχως επεξεργασία πχ εμφιαλώνω το λάδι. Τη μεταποίηση ως επεξεργασία του παραχθέντος προιόντος προς παραγωγή μέου πχ καλλυντικό με βάση το αβοκάντο.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Αφάσιος 4 Ιανουαρίου 2021 - 01:35

Πράγματι, άρθρο αρκούντως συγκεκριμένο, καίριο στις επισημάνσεις και τις προτάσεις του, που θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αποτελεί και το πρόπλασμα ενός πολιτικού προγράμματος.
Από άνθρωπο που φαίνεται ότι γνωρίζει εμπειρικά και άμεσα την κατάσταση.

Μια ένσταση μόνο :

Η ανύπαρκτη τραπεζική χρηματοδότηση πρωτοβουλιών παραγωγικής ανασυγκρότησης, όπως αυτές που ονοματίζει ή υπονοεί το άρθρο, θα παραμείνει ανύπαρκτη και υποτονική για το προβλεπτό μέλλον.
Έτσι ακούμε και διαβάζουμε, τουλάχιστον
Σ’ ό,τι αφορά τις εν Ελλάδι Τράπεζες.

Πώς μπορεί να ξεπερασθεί αυτή η θεμελιώδης αναπηρία,
το handicap αυτό του πρωτογενούς μας τομέα,
όταν οι ανταγωνιστές μας στις άλλες χώρες
πιστοδοτούνται αφειδώς και έτσι ρίχνουν τις τιμές,
συγκροτούν δίκτυα,
διεισδύουν δραστικά παντού;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Μανώλης Εγγλέζος Δεληγιαννάκης 11 Ιανουαρίου 2021 - 11:02

Καίρια παρατήρηση, ευχαριστώ! Η προσωπική μου εμπειρία από μια καλλιέργεια βιολογικού αβοκάντο που στήθηκε εκ του μηδενός (περίφραξη, δενδύλια, αρδευτικό κλπ), είναι ότι τα απαιτούμενα κεφάλαια δεν είναι απαγορευτικά και μπορεί να επωμιστεί κάποιος δίχως τραπεζικό δανεισμό. Από τον τέταρτο χρόνο που αρχίζει η παραγωγή η καλλιέργεια καθίσταται αυτάρκης. Έτσι κι αλλιώς μιλούμε για μικρομεσαίου μεγέθους καλλιέργειες που δεν απαιτούν μεγάλα ποσά λόγω του μεγέθους τους, κι αυτή είναι η ελληνική ιδιαιτερότητα που επιτρέπει τέτοιες απόπειρες. Πάντως στη χρηματοδότηση, υπάρχει και μια πρόκληση πλέον που πρέπει να δούμε με προσοχή: Η δυνατότητα που παρέχεται με νομοθετικό πλαίσιο για μικροχρηματοδοτήσεις, η οποία ταιριάζει στη μικρομεσαίο παράδειγμα της χώρας. Μια πρόταση θα ήταν να δημιουργηθεί μια τέτοια “τράπεζα” μικροχρηματοδοτήσεων συνεταιριστική, με πολιτική στήριξης της ενδογενούς παραγωγής στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα. Αν έχουμε τη βούληση μπορούμε να το κάνουμε!

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ