Αρχική » Ο Διαφωτισμός δεν είναι φωτισμός

Ο Διαφωτισμός δεν είναι φωτισμός

από Άρδην - Ρήξη

του Φ. Δημητρακόπουλου, από το Άρδην τ. 27, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2000

…κι έρχεται η δύση
η Δύση
κι όλα παν χαημένα

Νίκος Εγγονόπουλος

Αν στους δύο προηγούμενους αιώνες η συζήτηση στην Ελλάδα περί διαφωτισμού και περί Βυζαντίου είχε χαρακτήρα ως επί το πλείστον ακαδημαϊκό και πολιτισμικό, από δω κι εμπρός ολοένα και περισσότερο θα φαίνεται ότι δεν είναι απλώς ζήτημα αυτογνωσίας και αυτοπροστασίας. Δηλαδή η διεκδίκηση της ετερότητας, το δικαίωμα να διατηρώ το πρόσωπο μου,

ολοένα θα εξαλείφεται και θα ισοπεδώνεται μέσα στην ομαδοποίηση-παγκοσμιοποίηση, στο πνεύμα της αγέλης, και τούτο πια δεν είναι μόνον πρόβλημα του τόπου μας. Το πνεύμα του διαφωτισμού είναι πλέον φόβητρο εξαναγκασμού: ή θα μπείτε μέσα στην αγέλη για να επιβιώσετε, ή θα πεθάνετε έξω απ’ αυτήν…

Να το πούμε πιο πρακτικά: το μόνο όραμα που πρόσφερε η πολιτική των κομμάτων μετά το 1974 στο ντόπο μας ήταν η είσοδος μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωσάν αυτό να γινόταν μόνο αν αποκλειόταν ο,τιδήποτε άλλο. Έτσι κάθε συζήτηση περί αξιών του παρελθόντος, περί ιδανικών, περί θρησκειών, περί φαντασίας και συναισθήματος, δεν εμφανιζόταν ως ρομαντική αλλά ως επικίνδυνη. Η αλλοτρίωση ενσκήπτει πλέον ενδημική, η εξαθλίωση αναπόφευκτη, η κοινωνική μέριμνα απλώς ασύμφορη, το κράτος πρόνοιας οχληρή υπόμνηση.

Το σχήμα πορεύεται ως εξής: ο διαφωτισμός είναι ο θρίαμβος του ορθού λόγου, ο ορθός λόγος είναι η επικράτηση του πρακτικού συμφέροντος, το πρακτικώς συμφέρον είναι η οικονομική επιβίωση, η οικονομική επιβίωση είναι η κυριαρχία του χρήματος, η κυριαρχία του χρήματος είναι η επικράτεια του ζόφου, η επικράτεια του ζόφου είναι ο θάνατος του πνεύματος.

Η αδιαφορία για τις ιδέες, η νέκρωση των ιδεολογιών, ιδίως μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών κρατών, “απέδειξε” στον κοινό άνθρωπο, στον μέσο πολίτη, ότι η μόνη αξία είναι το χρήμα και ότι το μόνον δίκαιο είναι το δίκαιο του ισχυροτέρου. Περιδεείς περιχαρακωνόμαστε εντός της χρηματικής αγέλης, καταργώντας αυτόχρημα την έγνοια μας για το παραπέρα, για το άγνωστο, για το επέκεινα. Πιστεύω ότι η ιδεολογία είναι, τελικώς, αυτό που πιστεύεις γι’ αυτό που δεν βλέπεις. Βλέποντας λοιπόν έναν εκχρηματισμένο κόσμο και μια εικονική πραγματικότητα, εντάσσεσαι άνετα σ’ αυτόν χωρίς ιδεολογίες, χωρίς καν να ενδιαφέρεσαι για το τι γίνεται γύρω σου: “όσοι μένουν άνεργοι ή λιμοκτονούν είναι απλώς άχρηστοι”.

Ολοταχώς, μέσα σ’ ένα τέτοιο κόσμο, τα ράκη της αριστεράς ανεμίζουν εντελώς αξιοθρήνητα. Τουλάχιστον, λέγουν πολλοί, ο έστω και αδίστακτος καπιταλισμός κινείται, ενώ η αριστερά καταρρέει ραγδαία. Πράγματι, ενώ η κε-φαλαιοκρατία κινείται οδηγώντας τον πλανήτη προς την καταστροφή μέσω της καταλήστευσης των πόρων (τους οποίους ονόμασε “πλουτοπαραγωγικούς”), η αριστερά το μόνο που ψελλίζει είναι ότι έχει τη δύναμη να εξωραΐσει το σύστημα. Πολύ απλά, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τα αυτονόητα. Επί του προκειμένου, αυτονόητο για μένα είναι ότι αριστερός σημαίνει φιλάνθρωπος και αντιεξουσιαστής, ή καλύτερα, μη εξουσιαστής, αρνούμενος να ασκήσει εξουσία, όχι αρνούμενος την εξουσία, όπως φθηνά και παρεξηγημένα διαδίδεται.

Πρακτικώς και πάλι, το θριαμβευτικό επιχείρημα της διαφωτιστικής σκέψης ήταν πάντοτε τα επιτεύγματα των θετικών επιστημών, αυτό που σήμερα λέμε θαύμα της τεχνολογίας. Όσο ία αν ανησυχούμε, η επιστημονική έρευνα θα συνεχίζει ουσιωδώς ανεξέλεγκτη τον δρόμο της. Είναι και το μόνο σημείο όπου αναγκαστικά θα συμφωνήσω: είναι τόσες οι ανοικτές πληγές που άφησε στον πλανήτη το τεχνολογικό θαύμα και τέτοιας λογής, που μόνο η ίδια η τεχνολογική πρόοδος θα μπορούσε να θεραπεύσει, αν αυτό είναι δυνατό, κατά το σχήμα “ο τρώσας και ιάσεται”.

Κατ’ ακολουθίαν, τι σχέση μπορεί να έχει το κυνήγι του χρήματος και της επιτυχίας με την γνώση του παρελθόντος, με την ιστορική μνήμη, με την μυθολογική θέαση του κόσμου, με την θρησκευτική ενατένιση; φαινομενικώς καμία. Και όμως υπάρχει. Στις ΗΠΑ, που είναι το πρότυπο της προηγμένης κοινωνίας στον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο, η διάλυση της συντεταγμένης θρησκείας, η γελοιοποίηση του χριστιανισμού, βοήθησε να αναδυθούν όλοι οι δαίμονες της ανθρώπινης ψυχής: φαιδρές αιρέσεις, επικίνδυνες παραθρησκείες, πνευματικοί καθοδηγητές, όμιλοι αστρολόγων, απατεώνες μάντεις, ωροσκόποι, χαρτορίχτρες, χειρομάντεις, μέντιουμ, παραψυχολόγοι και πάει λέγοντας. Την ίδια στιγμή, οι ημεδαποί φωτισμένοι εξακολουθούν να ειρωνεύονται το δεισιδαίμον και θρησκόληπτο μεσαιωνικό Βυζάντιο:

Η πιθανή ένσταση ότι όλη η παραπάνω συμπτωματολογία δεν έχει άμεση σχέση με τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό είναι ανυπόστατη, και κατά το ότι όλοι οι σημερινοί διαχειριστές της εξουσίας στον δυτικό κόσμο είναι συντεταγμένοι στις αρχές της διαφωτιστικής αντίληψης, της εκλογίκευσης ήγουν της οικονομικής δραστηριότητας. Είναι εντελώς απλό: πέρα από θεωρητικά σχήματα, φιλοσοφικούς στοχασμούς και ανθρωπιστικές ιδέες, για να επικρατήσει ο,τιδήποτε σε τούτο τον κόσμο, είναι ζήτημα ισχύος, δύναμης, επιβολής, κυριαρχίας. Οι ιδέες του διαφωτισμού συνοψίζονται στα ακόλουθα βασικά άρθρα: πίστη στη δύναμη του ορθού λόγου, στην εξελιξιμότητα του ανθρώπου, στην πρόοδο και στην δυνατότητα της ευτυχίας. Συνεχίζω από το βιβλίο του Κ.Θ. Δημαρά, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σ.6: “ο Διαφωτισμός είναι αισιόδοξος αποδίδει κατά συνέπεια, ιδιάζουσα σημασία στα θέματα της αγωγής προάγει τις ζωντανές γλώσσες και ιδιαίτερα τα εθνικά ιδιώματα, σε βάρος των νεκρών γλωσσών, καλλιεργεί την ελεύθερη κριτική έρευνα, την γνώση του φυσικού κόσμου, κηρύχνει την ανεξιθρησκεία, διδάσκει την αξιοπρέπεια του κάθε ανθρώπου. Για τον Διαφωτισμό ο ορθός λόγος είναι ισχυρότερος από οποιαδήποτε παράδοση και οποιαδήποτε αυθεντία το πείραμα νικά την παράδοση και εξασφαλίζει τη γνώση του φυσικού κόσμου”. Ελπίζω να μην μένουν πολλές αμφιβολίες άλλωστε η διατύπωση στην τελευταία περίοδο του Δημαρά είναι απερίφραστη: “ο ορθός λόγος είναι ισχυρότερος”, “το πείραμα νικά την παράδοση” που είναι το αντικείμενο. Προσέξτε τα ρήματα, πρόκειται περί ισχύος και νίκης! Ισχύς και νίκη εν τω κόσμω τούτω δεν επιβάλλεται παρά μόνο μέσω της οικονομικής κυριαρχίας. Η ανυποληψία της παράδοσης αποτελεί ύβρη του μεγίστου ιστορικού διδάγματος ότι η δύναμη του κακού ταλανίζει την ύπαρξη και έτσι η αισιοδοξία του διαφωτισμού είναι άκρως επικίνδυνη, ιδίως σήμερα που το οικολογικό πρόβλημα είναι κοινή εμπειρία.

Στην Ελλάδα τα διδάγματα του διαφωτισμού επικράτησαν εντελώς κακέκτυπα, κυριάρχησαν απόλυτα και διέφθειραν τις ετοιμόρροπες κομματικές συνειδήσεις. Έγραφα παλιότερα:

“Ο νεοελληνικός γραικυλισμός ως νόσημα της ελληνικής διανόησης απορρέει από ένα παλαιό σύμπτωμα μειονεξίας απέναντι στη Δύση, συνοδευόμενο με αισθήματα προκατάληψης κατά του Βυζαντίου, ένεκα παντελούς αγνοίας της ελληνορθόδοξης θέασης του κόσμου. Το νόσημα παρουσιάζει συγκεκριμένα παθολογικά φαινόμενα, και προσβάλλει κυρίως τους νεοέλληνες λογίους, διανοουμένους και πολιτικούς. Ως ιδεολογικό σύνδρομο εμφανίζεται γενικώς ως κρίση ταυτότητας, ως απόρριψη των ημετέρων και θαυμασμός των αλλότριων, ήγουν ως πλέγμα εθνικού αισθήματος κατωτερότητας. Ο γραικυλισμός εμφανίζεται και ως οξεία μορφή της χρονίας νόσου του μιμητισμού και της ξενομανίας, ακυρώνει τον πατριωτισμό, παραλύει το εθνικό φρόνημα, καταργεί κάθε εθνική θεωρία, συχνά οδηγεί τα θύματάτου να μεταβληθούν σε άτυπους εξωμότες. Εν άλλοις λόγοις, βρίσκεται στους αντίποδες του σωβινισμού”.

Μη ενδιαφερόμενος για θέματα ισχύος και κυριαρχίας ο ρομαντισμός δεν επέδρασε καθόλου στην πολιτική και παρέμεινε η γονιμοποιός μήτρα της τέχνης του 19ου και 20ου αιώνα, σαφώς αντιεξουσιαστικός και αθεράπευτα. .. ρομαντικός. Τούτο δεν σημαίνει πως δεν είχε πολιτικά μηνύματα. ‘Εγραφα άλλοτε αναφερόμενος στην ελληνική πραγματικότητα:

“Αλλά σώζουν την αξιοπρέπεια μας: οι λογοτέχνες μας που δείχνουν ότι, η ψυχή της Ρωμιοσύνης είναι η Ανατολή. Ενώ ο Κοραής το 1805 με το Τι πρέπει να κάμωσινοι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις ζητεί από τους Γραικούς να προσκολληθούν στους Γάλλους όπως παλιότερα είχαν προσκολληθεί στους Ρώσους, μέσα στα χρόνια της Επανάστασης ο Κάλβος με την ωδή του Αι Ευχαί λέγει στους Έλληνες να εγκαταλείψουν την αναζήτηση προστατών, να σφίξουν το ξίφος και να κοιτάξουν τον ουρανό οπού είναι ο μόνος προστάτης μας, ο Θεός. Ο Μακρυγιάννης καταγγέλλει τη Βαυαροκρατία και ζητάει να μην ξεπουλήσουμε την πίστη μας και το παρελθόν μας, ο Βαλαωρίτης καταγγέλλει, στον Φωτεινό του, τα σκυλιά τους Ενετούς και υμνεί τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’, ο Αχιλλέας Παράσχος καταριέται τους Φράγκους και υμνεί τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ο Παπαδιαμάντης σαρκάζει τους αρχαιόπληκτους και τους γραικύλους της σήμερον, ο Καρκαβίτσας περιγράφει τον ελληνισμό της αισθησιακής ανατολής, ο Παλαμάς κάνει έπος τη φλογέρα του βασιλιά και το δωδεκάλογο του γύφτου, ο Καβάφης τιμά τον ένδοξο μας βυζαντινισμό, η λεγόμενη γενιά του ’30 ξαναπιάνει την ελληνικότητα, ο Κόντογλου ξαναστήνει την παράδοση, ο Ρίτσος αποτυπώνει τον καημό της Ρωμιοσύνης, ο Ελύτης υμνολογεί τον ελληνισμό με τον τρόπο ενός Άξιον εστί, ο Σεφέρης ξαναβλέπει το θαύμα στην Κύπρο του ’53-’55, κι ο Εγγονόπουλος αναφωνεί ότι ο Μπολιβάρ είναι ωραίος σαν Έλληνας.

Οι λογοτέχνες μας διαρκώς καταγγέλλουν το νεοελληνικό πλέγμα του μιμητισμού και υποστηρίζουν τη συγκριτική αφομοίωση. Οι λογοτέχνες μας διαρκώς τιμούν την ελληνική καρδιά μας, ενώ οι ψευδολόγιοι και οι ανεπαρκείς πολιτικοί μας το μόνο που αντιλαμβάνονται είναι πώς να προσδέσουν την Ελλάδα στο άρμα της δύσης. Αυτόν τον άκριτο μιμητισμό μαζί με την περιφρόνηση των πατρίων κήρυσσαν οι διαφωτιστές και οι επίγονοι τους. οι προοδευτικοί, και οι δεξιοί πατριδοκάπηλοι, και οι αριστεροί του Κολωνακίου, και οι ευρωπαϊστες. ‘Κύριε, όχι μ’ αυτούς’, όπως λέει ο Σεφέρης. Αλλά με ποιους; Με τους λογοτέχνες μας στο χερι πρώτα, με νέες χρηστομάθειες. Η νεοελληνική καρδιά μας, ο νεοελληνισμός μας βρίσκεται στην λογοτεχνία μας. Όπου και αν σας βρίσκει το κακό αδελφοί, οποτε ία αν θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό κα: μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Η φωνή πού δεν ξερετε από ψέμα ας αναπαύσει το προσωπο του μαρτυρίου’.

Για να κυριαρχήσουν στον τοπο μας τα διδάγματα του διαφωτισμού έπρεπε να κατασυκοφαντηθεί το Βυζάντιο, δηλαδή οι ελληνικοί μέσοι χρόνοι. Τη δουλεία αυτή που ξεκίνησε ο Κοραής, τη συνέχισαν αδιάκοπα οι επίγονοι του Την ανίχνευση των πρώτων σταδίων όλης της προσπάθειας κατασυκοφάντησης του Βυζαντίου την επιχείρησα στο βιβλίο μου Βυζάντιο και νεοελληνική διανοηση στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνος (εκδ. Καστανιώτη, α εκδ. 1996, β’ έκδ. 1999). Το βιβλίο αυτό προήλθε από μια απορία και μια αναζήτηση. Απορία, γιατί να θεωρείται ο Μεσαιωνικός Ελληνισμός υπόθεση παρακμής, και αναζητηση γιατί ακόμη και σήμερα οι νεότεροι Έλληνες να το δέχονται αυτό με πλήρη άνεση. Προχθές μόλις άκουγα σε ιδιωτική συζήτηση τις απόλυτες δηλώσεις πανεπιστημιακού συναδέλφου ότι π Ελλάδα ως ελεύθερο κράτος οικειοποιήθηκε το όνομα αυτό ως φαντασιακό θέσπισμα που δεν εχει καμιά σχέση με την αρχαιότητα, αφού το Βυζάντιο είναι η ασυνέχεια της ελληνικής αρχαιότητας. θυμήθηκα τον τόμο Byzantium and the Classical Tradition των πρακτικών του δεκάτου τρίτου εαρινού συμποσίου του Birmingham 1979, τυπωμένο το 1981, όπου η μονομερής εργασία του Cyril Mango “Discontinuity with the classical Past in Byzantium” στις σελίδες 48-57 του τόμου. Θυμήθηκα το βιβλίο Ελληνικός Ρομαντισμός του Κ. Θ. Δημαρά, Αθήνα 1982, όπου στη σ. 48 γράφει για τον Κωνσταντίνο Οικονόμο ότι “φυσικά είναι και αυτός ένας από τους λογίους τούς όχι ευάριθμους που απελάκτισαν την πνευματική κληρονομιά του Κοραή και παρεμπόδισαν έτσι ως ακόμη στις ημέρες μας την φυσιολογική ανάπτυξη του νέου ελληνισμού”. Και ξαναδιάβασα τη δοκιμή του Σεφέρη “Κωστής Παλαμάς” στον τόμο των Δοκiμών του: “Από την εποχή που γράφτηκαν τα Ευαγγέλια [ ] πέρασαν είκοσι αιώνες περίπου. Και όμως η τόσο μακριά αυτή περίοδος παρουσιάζει, για τον μελετητή της ελληνικής λογοτεχνίας, ορισμένα χαρακτηριστικά. Πρώτα δεν υπάρχει διακοπή και δεν υπάρχει μεταβολή ή μεταστροφή – ο δρόμος είναι ίσιος: δεν είχαμε ποτέ Αναγέννηση’, τέτοια που γνώρισαν οι ευρωπαϊκοί λαοί της Δύσης. [ ] Δεύτερο και κύριο χαρακτηριστικό αυτές τις απέραντες χιλιετίες τις σκεπάζει μια διπλομανταλωμένη σιωπή. Θέλω να πω από την άποψη της ποίησης [ ] Τι συμβαίνει; Συμβαίνει ότι από την εποχή των Ευαγγελίων ως τα χρόνια που ξυπνά το σκλαβωμένο έθνος, τα ελληνικά κείμενα δεν εκφράζουν, δεν δημιουργούν, περιγράφουν. Όταν τα διαβάζουμε, έχουμε την εντύπωση πως γυρίζουμε γύρω από έναν κλειστό πύργο. Που δεν θ’ ανοίξει ποτές. Είναι νεκρά, και η γλώσσα τους είναι νεκρή”.

Παρέθεσα τις τρεις παραπάνω ανισοσκελείς απόψεις για να φανεί το τρίπτυχο της σύγχρονης αμφισβήτησης: πρώτον, μεταξύ αρχαιότητας και Βυζαντίου υπάρχει μάλλον ασυνέχεια, όχι συνέχεια δεύτερον, μόνον η γραμμή των διαφωτιστών, του Κοραή, έχει δικαίωμα ύπαρξης τρίτον, έχουμε είκοσι αιώνες ποιητικής αφωνίας. Μ’ άλλα λόγια, ξένοι και ημέτεροι ελληνιστές αμφιβάλουν αν είμαστε Έλληνες, ξένοι και δικοί μας ισχυρίζονται πως δεν υπήρξε δημιουργία στο Βυζάντιο. Ποικίλοι βαθμοί: εσκεμμένη αποσιώπηση, ηθελημένη παραχάραξη, επικίνδυνη άγνοια, πρόχειρη παραγνώριση, πλέγματα κατωτερότητας. Τι συμβαίνει; από τη μια μεριά ένας υφέρπων ανθελληνισμός πολλών ξένων βυζαντινολόγων και νεοελληνιστών, κι από την άλλη μια ασύγγνωστη προχειρότητα των δικών μας, λογίων, επιστημόνων και πολιτικών. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η αναγνώριση, η προβολή και η διασύνδεση, σπεύδουν να καταμυκτηρίσουν οι δικοί μας τον τόπο τους. Τα γράφει αυτά φιλόλογος πανεπιστημιακός, που έχει κινηθεί στον ακαδημαϊκό χώρο της Ελλάδας και του εξωτερικού επί μία εικοσιπενταετία.

Οπωσδήποτε σήμερα βρισκόμαστε στο στάδιο της ανάσχεσης του διαφωτισμού. Η αμφισβήτηση ωστόσο δεν έχει πάψει. Δεν έχουν τελειώσει να γράφονται θεωρίες και να υπερτονίζονται απόψεις περί φυλετικής ασυνέχειας και μη καθαρότητας αίματος των σημερινών Ελλήνων. Ωσάν όλοι οι άλλοι λαοί να είναι φυλετικώς και αιματολογικώς καθαροί, ή σαν να έχει τούτο κάποια σπουδαία σημασία, ή σαν να είναι οι ιστορικοί είδος ιατρών που έχουν ανιχνεύσει και επακριβώσει τα γονίδια. Το απαράδεκτο παιχνίδι του εθνισμού βασισμένο στην αρχή των εθνικοτήτων, δεν έπαψε να παίζεται εις βάρος των λαών. Η ιδέα του Κράτους βασισμένου στη φυλετική κυριαρχία, είναι παραλλαγή της κυριαρχίας της ύλης έναντι του πνεύματος. Αυτό το παιχνίδι της επιβολής, της διαχείρισης της εξουσίας, δεν έχει καταλαγιάσει. Και δεν φαίνεται να επέρχεται σωτηρία δια μέσου των θρησκειών όσες εκ παραλλήλου πρεσβεύουν την έννοια της θρησκευτικής κυριαρχίας.

Αν θέλουμε να είμαστε επιεικείς, οι Έλληνες διαφωτιστές δεν θα μπορούσαν να λατρεύσουν τίποτε άλλο από το προγονικό παρελθόν παρά μόνο την ελληνική αρχαιότητα. Ο ελληνικός μεσαίωνας ήταν γι’ αυτούς κάτι το εξωφρενικό, όπως το παρουσίαζαν οι Ευρωπαίοι διαφωτιστές του δεκάτου όγδοου αιώνα, ο Βολταίρος, ο Μοντεσκιέ, ιδίως ο Γίββων. Έτσι μπροστά στη “βαρβαρότητα” του Βυζαντίου έβαζαν τη “λαμπρότητα” της αρχαιότητας, και μη μπορώντας να παρακάμψουν τον χριστιανισμό έφτιαχναν ένα ευσεβιστικό ηθικισμό. Τούτα τους προσπόριζαν θέσεις, αξιώματα και αναγνώριση. Εν συνεχεία, προστέθηκαν σ’ αυτά τα δεινά η αισχρή καπηλεία της πατρίδας, της θρησκείας και της καθαρεύουσας από την εξουσία, την πολιτεία και τη δεξιά εθνικοφροσύνη απέναντι σ’ αυτά ορθώθηκε η παρόμοια καπηλεία των προοδευτικών-αριστερών. Συγκοινωνούντα δοχεία που το ένα έδινε το άλλοθι για την ύπαρξη του άλλου. Για να παραλλάξουμε μια ρήση του Στέφανου Κουμανούδη, θα λέγαμε: “Ταλαίπωρος

Ελλάς! Δεξιοί πατριδοκάπηλοι και φωτισμένοι αριστεροί έμελλον να σε διαβουκολώσιν μεσούντος του εικοστού αιώνος!”

Και τώρα, πώς να μιλήσεις σ’ ένα κόσμο που ζητάει σιγουριές και βεβαιότητες, που μιλάει με αφορισμούς, “αυτό είναι έτσι και δεν είναι αλλιώς”; Πώς να πεις ότι δεν είναι άχρηστο να στέκουμε μακριά από βεβαιότητες και ασφάλειες, ότι η γλυκύτητα του προσώπου μας είναι το χαμόγελο της αμηχανίας, η παραδοχή του πεπερασμένου, η υπόσταση του λογικώς ανυπόστατου; Τίνα πούμε για το μεσαιωνικό μήνυμα της ανατολικής ορθοδοξίας, ότι υπάρχει σωτηρία ανά πάσα στιγμή και για όλους όταν αλλάξουμε νου και ενδυθούμε την αγάπη των σχέσεων; Η πραγματικότητα που ζούμε είναι η διαθεσιμότητα του εαυτού μας προς σχέσεις αγαπητικής προσφοράς, χωρίς στόχους, άνευ επιφυλάξεων, απροκαθόριστα και απροσδιόριστα, ταυτόχρονα εμπιστευόμενος και ενοχλούμενος, απορώντας και επιμένοντας. Μόνο αυτή η διαδικασία μπορεί να με κάνει να πονάω τον άλλον, ό,τι κι αν μου έχει κάνει. Μακριά από ηθικισμούς και ευσεβισμούς, πέρα από τυποποιημένες θρησκειοποιήσεις, άνευ συστημάτων, αυτοσχέδια και αυτοβιογραφική εγκατάλειψη στην αναζήτηση του άλλου, που θα είναι η διαρκής χαρά μας, ωσότου μας φωτίσει ο Αλλος. Ο διαφωτισμός δεν είναι φωτισμός. Εδώ, βεβαίως, ας αναλογισθούν οι εκκλησιαστικώς αρμόδιοι πόσον και αυτούς και εμάς έχουν εμποτίσει τα νοησιαρχικά διδάγματα του διαφωτισμού, και πόσο έχουμε απομακρυνθεί από το γλυκύ και το πράον, από την συγκατάβαση και τη συγχώρηση, από τη συγγνώμη και την επιείκεια, από το ευπροσήγορο και το καταδεκτικό του ταπεινού προσώπου. Τούτα όμως ανοίγουν άλλα κεφάλαια.

*Ο Φώτης Δημητρακόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και της Χαϊδελβέργης.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ