Αρχική » Σεισμογενείς αφέλειες

Σεισμογενείς αφέλειες

από Άρδην - Ρήξη

του Χ. Γιαλλουρίδη, από το Άρδην τ. 29, Μάρτιος-Απρίλιος 2001

Ο μεγάλος θεωρητικός του πολέμου Σουν Τσου είχε διατυπώσει πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, μια πάντα διαχρονική και επίκαιρη μέχρι σήμερα ρήση: «Το να πολεμάς και να νικάς σε όλες σου τις μάχες δεν είναι η ύψιστη τελειότητα-η ύψιστη τελειότητα συνίσταται στην εξουδετέρωση της εχθρικής αντίστασης χωρίς μάχη» (Σουν Τσου Η Τέχνη του Πολέμου). Το κινέζικο αυτό απόφθεγμα έχει, όπως και οι αντίστοιχες ρήσεις του Θουκυδίδη, μια μοναδική διαχρονικότητα και επικαιρότητα στην εφαρμογή του στις σχέσεις σύγκρουσης και πολέμου μεταξύ κρατών ή λαών και εθνών. Βρίσκει όμως, μια σχεδόν απόλυτη εφαρμογή στην ελληνοτουρκική σύγκρουση, όπως αυτή εκδηλώθηκε ή αναβίωσε από το 1955 έως σήμερα, ιδιαίτερα όμως από το 1974 και εντεύθεν.

Μια πολιτική μακράς πνοής…

Η Τουρκία πέτυχε τα τελευταία 50 χρόνια, να επιβάλει στην Ελλάδα μια στρατηγική συρρίκνωσης και απομεί-ωσης της εθνικής της κυριαρχίας, μιας πολιτικής που είχε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση ουσιαστικά του Ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο, τον στρατιωτικό και πολιτικό έλεγχο της κατεχόμενης Βόρειας Κύπρου, τον γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό έλεγχο της ευρύτερης περί τη Κύπρο περιοχής, να διεκδικεί συγκυριαρχία στο Αιγαίο και να ασκεί πολιτική επιρροή στη μειονότητα της Δυτικής Θράκης.. Η Τουρκία επέβαλε τη στρατηγική της στη χώρα, χωρίς πόλεμο, χωρίς ένοπλη σύγκρουση. Επεβλήθη μόνο με την πολιτική της αποτρεπτικής απειλής, της αποφασιστικότητας και της σταθερότητας στη χάραξη και υλοποίηση των επεκτατικών της σχεδίων έναντι της Ελλάδας.

Στο πλαίσιο του πιο πάνω στρατηγικού σχεδιασμού, η Τουρκία τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, κλιμακώνει μεθοδικά και οργανωμένα, τόσο την ένταση όσο και το περιεχόμενο των διεκδικήσεων της έναντι της Ελλάδος. Και αυτό συμβαίνει γιατί κατάφερε η γειτονική χώρα να ανατρέξει σε αυτό το διάστημα την ισορροπία ισχύος, κυρίως στον αέρα και να διατυπώνει καινούρια αιτήματα, καινούριες διεκδικήσεις (βλ. Αιγαίο, Κυπριακό, γκρίζες ζώνες, βραχονησίδες κτλ) έναντι μιας Ελλάδας που δεν κατάφερε να διατυπώσει σε συνέχεια και με συνέπεια μια συγκροτημένη και κυρίως αξιόπιστη, δηλαδή πειστική ως προς το κόστος για τον αντίπαλο, στρατηγική αποτροπής. Πρόκειται για ένα ζήτημα που ταλανίζει ως παθογενές συστατικό στοιχείο της δομής του Ελληνικού κράτους, όπως το γνωρίζουμε στην μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πορεία του, ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του 50′ και εντεύθεν. Αφορά στην αδυναμία της χώρας μας να παράγει στρατηγική, δηλαδή μακράς εμβέλειας στοχοθεσία, με πρόβλεψη των μέσων και των τακτικών, που θα οδηγήσουν

στην επίτευξη των στόχων της. Το κυρίαρχο γνώρισμα της παθογένειας αυτής, εντοπίζεται στην προφανή ανικανότητα των κυβερνώντων αφενός να παράγουν πολιτική συνέπειας και συνέχειας, να προβλέψουν τις κινήσεις και τη στρατηγική του αντιπάλου και να ιδρύσουν μια δομή, ένα θεσμικό πλαίσιο που θα ακολουθούσε τη στρατηγική υπεράσπισης των συμφερόντων του έθνους, ανεξαρτήτως κομματικών, πολιτικών ή προσωπικών αλλαγών στα εκάστοτε κυβερνητικά σχήματα.

…μια κοντόφθαλμη στρατηγική

Η ελληνική πολιτική ηγεσία, Ελλαδική-Κυπριακή, διαπράττει σταθερά και με συνέπεια, εδώ και πενήντα χρόνια, τα ίδια λάθη στη σχέση της με την Τουρκία και την αντιμετώπιση του Τουρκικού επεκτατισμού. Δεν θέλησε, ούτε μπόρεσε μέχρι σήμερα να γνωρίσει τον αντίπαλο, να καταλάβει τις δομές εξουσίας, χάραξης και υλοποίησης του τουρκικού πολιτικού συστήματος. Ταυτόχρονα δε, ενώ δεν γνωρίζει την πολιτική του αντιπάλου, η ίδια η Ελλάδα, αυτοσχεδιάζει και δεν διαθέτει σταθερές δομές και μόνιμους θεσμούς παραγωγής στρατηγικής σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο.

Ο διάλογος που ήδη ξεκίνησε με την Τουρκία αφορά, όπως σημειώνουν οι εμπνευστές του, σε θέματα Χαμηλής Πολιτικής ώστε να δημιουργηθεί το κατάλληλο «ψυχολογικό κλίμα», που ενισχύθηκε πρόσφατα και από τους σεισμούς στις δύο χώρες, που θα υποβοηθήσει με τη σειρά του τις ηγεσίες των δύο χωρών, «να επιλύσουν» ή να «διευθετήσουν» τα μεγάλα ζητήματα που χωρίζουν τις δύο χώρες. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα νέο Νταβός, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Η φιλοσοφική προσέγγιση του Νταβός, όπως είναι γνωστό, ήταν ακριβώς η προαναφερθείσα: επικοινωνία σε θέματα Χαμηλής Πολιτικής με έμφαση στο εμπόριο και την οικονομία και με στόχο τη δημιουργία του κλίματος εκείνου που θα συνέβαλλε στην κατανόηση από τις ηγεσίες των δύο χωρών των μεγάλων προβλημάτων, ώστε η διευθέτηση ολόκληρου του πλέγματος των ελληνοτουρκικών διαφορών να γίνει πιο εύκολη και πιο ασφαλής. Σημειώνουμε εδώ και για τους έχοντες ασθενή μνήμη ή ελλιπή γνώση, ότι όταν μιλούμε για ελληνοτουρκικές διαφορές ή προβλήματα που χωρίζουν τις δύο χώρες, εννοούμε τις Τουρκικές διεκδικήσεις στην Ελλάδα και την Κύπρο!!!

…και ο «ψυχρός πόλεμος» που χάνουμε

Ο διάλογος ο οποίος άρχισε, όπως φαίνεται, θα επιφέρει τα ίδια προβλήματα στη χώρα μας που είχαν και οι προηγούμενες απόπειρες διαλόγου: ότι δηλαδή η Τουρκία θα αποκομίσει πολλαπλά οφέλη από έναν ελληνοτουρκικό διάλογο σε ζητήματα «Χαμηλής Πολιτικής», κυρίως ως προς την ευρωπαϊκή και διεθνή της εικόνα, χωρίς η Ελλάδα να έχει κανένα όφελος από κάτι τέτοιο, ενώ πιθανότατα θα έχει κόστος από μια τέτοια διαδικασία και με δεδομένες τις Τουρκικές διεκδικήσεις στα «Μεγάλα Ζητήματα». Αυτό γιατί, όπως είναι γνωστό, στην Τουρκία υπάρχει ένα κυρίαρχο κέντρο χάραξης Υψηλής στρατηγικής που λέγεται Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Πρόκειται για μια σταθερή, συνταγματικά κατοχυρωμένη δομή, που υφίσταται από το 1961 και η οποία σχεδιάζει και αποφασίζει πολιτικές, χωρίς να επηρεάζεται από τους οποιουσδήποτε εσωτερικούς ή εξωτερικούς παράγοντες, με βασικό κριτήριο, το Τουρκικό Εθνικό Συμφέρον. Η δομή αυτή λειτουργεί μονολιθικά, δεν δέχεται καμία επιρροή από την κοινωνία ή την κοινή γνώμη που είναι ανύπαρκτη σε θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, πολύ δε περισσότερο, δεν είναι επιρρεπής σε οποιοδήποτε εσωτερικό ή εξωτερικό κλίμα ή πιέσεις δημιουργηθούν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Είμαστε υποχρεωμένοι να συνειδητοποιήσουμε αυτή την πραγματικότητα, που αποτελεί την απλή και καθαρή εικόνα της Τουρκικής Πολιτικής, αν δεν θέλουμε να ζούμε ως αιθεροβάμονες ο’ ένα κόσμο ιδεολογικής φαντασίας!

Επομένως και εάν ακόμα ο Ελληνοτουρκικός διάλογος ή οι σεισμοί επηρεάζουν θετικά την Τουρκική κοινή γνώμη και δημοσιότητα, η Τουρκική ηγεσία, δηλαδή το Στράτευμα, δεν θα ήταν διατεθειμένο να περιορίσει ή να μεταβάλλει τις διεκδικήσεις του απέναντι στην Ελλάδα. Διότι ακριβώς όπως είπαμε πιο πάνω, για την Τουρκική ηγεσία δεν υφίσταται κοινή γνώμη για τα θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Υψηλής Στρατηγικής, ενώ οι τουρκικές διεκδικήσεις εντάσσονται σε ένα δομικό επεκτατισμό, που δεν είναι συγκυριακού τύπου, αλλά αποτελεί τον πυρήνα του στρατηγικού σχεδιασμού της γείτονος. Αντίθετα στην Ελλάδα, θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια θετική για την ελληνοτουρκική προσέγγιση κοινή γνώμη, που ούτως ή άλλως ασκεί επιρροή στη λήψη αποφάσεων και για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, η οποία σε αυτό το υποθετικό σχήμα θα επηρέαζε την πολιτική ηγεσία της χώρας για περαιτέρω υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας. Το τελευταίο ενισχύεται και από την παθογενή τάση της Εξωτερικής Πολιτικής της χώρας να αυτοσχεδιάζει ή να λειτουργεί εν θερμώ. Οι σεισμοί μπορεί να έφεραν εν προκειμένω τους ανθρώπους και τον ψυχισμό τους πιο κοντά, μπορεί να επηρέασαν την Ελληνική πολιτική ηγεσία να βάλει ακόμη περισσότερο νερό στο κρασί της, δεν επηρέασαν όμως την Τουρκική πολιτική δομή εξουσίας ούτε στο ελάχιστο να κάνει έστω μια συμβολική χειρονομία καλής θέλησης. Η Τουρκία βαδίζει ακάθεκτη και σταθερή στην πορεία υλοποίησης του Ιμπεριαλιστικού της σχεδιασμού μετατροπής της σε Ηγεμονική Περιφερειακή Δύναμη.

Κλείνοντας, θα ήταν σκόπιμο να υπενθυμίσουμε και πάλι τον Σουν Τσου, σε σχέση με τον πόλεμο ή τη σύγκρουση: «Εάν γνωρίζεις τον εχθρό και τον εαυτό σου, δεν έχεις ανάγκη να φοβάσαι το αποτέλεσμα ακόμη και εκατό μαχών, εάν γνωρίζεις τον εαυτό σου αλλά όχι τον εχθρό για κάθε νίκη που κερδίζεις θα έχεις και μια ήττα. Εάν δεν γνωρίζεις ούτε τον εαυτό σου ούτε τον εχθρό, θα νικηθείς σε κάθε μάχη». Ως προς το τελευταίο, φοβούμαστε πως ο Σουν Τσου είναι επίκαιρος και εύστοχος σε σχέση με τη χώρα μας και σε αυτή του τη ρήση.

Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης, Αν. Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Παντείου Πανεπιστημίου

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ