Αρχική » Έχουμε γίνει ρατσιστές;

Έχουμε γίνει ρατσιστές;

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 29, Μάρτιος-Απρίλιος 2001

Οι δολοφονικές επιθέσεις του Καζάκου ενάντια σε μετανάστες, η ανατίναξη δεκάδων και ο θάνατος έξι μεταναστών που προσπαθούσαν να περάσουν τον Έβρο , ο φρικτός θάνατος, από την πυρκαγιά του σούπερφέρυ, ένδεκα μεταναστών, ήρθε να θέσει και πάλι με τον πιο ωμό και βίαιο τρόπο το ζήτημα της μετανάστευσης, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.

Όπως πια είναι σε όλους μας γνωστό, η Ελλάδα πέρασε «ανεπαισθήτως», αλλά σε μεγάλη κλίμακα, από την κατάσταση χώρας παραγωγής και εξαγωγής μεταναστών σε χωρα υποδοχής τους. Όντας μάλιστα μια χώρα στο σταυροδρόμι της Ευρώπης, των Βαλκανίων, της Ασίας και της Αφρικής, δέχεται μεταναστευτικά κύματα από όλες αυτές τις κατευθύνσεις, κύματα που στοχεύουν είτε στην εγκατάσταση στην Ελλάδα, είτε στην χρησιμοποίηση της σαν «πλατφόρμα», ή πρώτο σταθμό για την διείσδυσή τους στη Δύση. Έτσι, μέσα σε μια δεκαετία, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, και ίσως είναι εκατομμύρια αυτοί που πέρασαν από αυτή. Σε μικρότερη κλίμακα αλλά σε ένα κομβικό τομέα της ελληνικής οικονομίας, στη ναυτιλία, οι ξένοι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 άρχισαν να αντικαθιστούν τους ‘Ελληνες: στην δεκαετία του ’90 στα ελληνικά ποντοπόρα πλοία δεν υπάρχουν πλέον ελληνικά κατώτερα πληρώματα. Στην δεκαετία του ’80 θα είναι οι Πολωνοί, ενώ στα ’90 το φαινόμενο αποκτά χαρακτήρα χιονοστιβάδας, Αλβανοί, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Ρώσοι, Πακιστανοί, Κούρδοι, Αφρικανοί και παράλληλα εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες νεοπρόσφυγες από την Βόρειο Ήπειρο, τον Πόντο, κλπ.

Η «ειδυλλιακή» ελληνική κοινωνία με την μεγάλη εθνική συνοχή, που μόλις είχε ολοκληρώσει την ενσωμάτωση του μεγάλου κύματος του 1922, βρίσκεται πλέον μπροστά σε ένα φαινόμενο άλλης τάξης και κλίμακας. Μέσα σε δέκα χρόνια μεταβάλλεται από μονοεθνική (το ποσοστό των μουσουλμάνων της Θράκης ήταν σχετικά μικρό και τοπικά εντοπισμένο) σε πολυεθνική κοινωνία. Και αυτό γίνεται με όλα τα χαρακτηριστικά που ταιριάζουν στους νεοέλληνες και το κράτος τους. Χωρίς καμιά προετοιμασία, χωρίς την ύπαρξη προγράμματος ή θεσμικού πλαισίου.

Ξαφνικά, «άγρια», βίαια, μεταβληθήκαμε σε χώρα «υποδοχής» μεταναστών.

Αυτή η «εισβολή» αποτέλεσε, για αρκετά χρόνια τουλάχιστο, μια «ευλογία» για τον ελληνικό παρασιτικό, μικρομεσαίο και τρισαθλιο καπιταλισμό. Η είσοδος των μεταναστών και μάλιστα χωρίς «χαρτιά» και δικαιώματα, που αποζητούσαν κυριολεκτικά ένα κομμάτι ψωμί, συμπίεσε τις αμοιβές και τα μεροκάματα προς τα κάτω, έριξε τον πληθωρισμό, επέτρεψε στην ελληνική οικονομία και τους «εκσυγχρονιστές» να επιβιώσουν σε μια δύσκολη στιγμή αποσύνθεσης του παλιού μοντέλου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Όχι μόνο για τα χαμηλά μεροκάματα, αλλά για το ότι δεν απαιτούσαν καμία επένδυση σε κοινωνικές υποδομές, δεν ήταν ασφαλισμένοι και βεβαίως έριχναν τα μεροκάματα και την ιδέα ακόμα κάποιας διεκδίκησης των Ελλήνων εργαζομένων. Τα ημερομίσθια στην οικοδομή έμειναν καθηλωμένα στο επίπεδο της δεκαετίας του ’80, ενώ στον αγροτικό τομέα οι μετανάστες εκτόπισαν ακόμα και τους παραδοσιακούς αγρεργάτες τσιγγάνους. Όσο δε για την «σεξουαλική υγεία» των νεοελλήνων, που τόσο ενδιαφέρει υποκείμενα τύπου Αναστασιάδη και άλλων ψευδογιάπηδων, βεβαίως «βελτιώθηκε» με το φτηνό κρέας των ξένων γυναικών. Το «Προσεχώς Βουλγάρες» αποτέλεσε τρέχον ανέκδοτο των νεοελλήνων.

Ωστόσο, από το 1995-96 τα πράγματα άρχισαννα εμφανίζουν απειλητικά την άλλη τους όψη. Η ανεργία στους Έλληνες, αλλά και στους ξένους, σταδιακά, άρχισε να διογκώνεται. Για τις φτωχότερες ελληνικές τάξεις και στρώματα, οι ξένοι άρχισαννα εμφανίζονται ως η αιτία της δυστυχίας τους και της εξαθλίωσής τους. Διότι, οι άμεσοι υπεύθυνοι, τα δια-πλεκόμενα, ο Λαμπράκης, ο Σημίτης, ο Κόκκαλης, βρίσκονται πολύ μακριά και φαντάζουν άτρωτοι. Η διαφθορά της αστυνομίας, της διοίκησης, αλλά και του απλού πολίτη επιτάθηκε, διότι η ύπαρξη εκατοντάδων χιλιάδων «παρανόμων», τους μετέτρεπε σε άμεσο αντικείμενο εκβιασμών. Η εγκληματικότητα, και ιδιαίτερα στα πιο σοβαρά αδικήματα, Ελλήνων και ξένων, διευρύνθηκε (εξ άλλου η ανεργία αποτελεί την κυριότερη πηγή της). Στα νοσοκομεία και τα σχολεία, ιδιαίτερα στα δημοτικά, ορισμένων περιοχών άρχισε να δημιουργείται το αδιαχώρητο. Ορισμένες γειτονιές μεταβάλλονται ήδη σε γκέτο. Επί πλέον, το μεγάλο βάρος των Αλβανών μεταναστών, την ίδια στιγμή που τα Βαλκάνια φλέγονται και ο Αλβανικός αλυτρωτισμός αποτελεί το κύριο βαλκανικό πρόβλημα, ήρθε να περιπλέξει ακόμα περισσότερο την κατάσταση.

Από την «ξενοφοβία» στο «ρατσισμό»;

‘ Ετσι άρχισε σιγά-σιγά να αναπτύσσεται ένα αίσθημα ξενοφοβίας στον εγχώριο πληθυσμό, ιδιαίτερα στις λαϊκές και υποβαθμισμένες συνοικίες με μεγάλη συγκέντρωση μεταναστών. Η ξενοφοβία είναι ένα συναίσθημα που αισθάνονται οι ανθρώπινες ομάδες από πολύ παλιά όταν έρχονται σε επαφή με το διαφορετικό και έχει αποτελέσει την αιτία αναρίθμητων πολέμων και συγκρούσεων. Η μετατροπή της σε ρατσισμό, δηλαδή σε μια μόνιμη και συστηματική εχθρότητα και ιδεολογική καταφρόνηση κάποιων διαφορετικών ομάδων αποτελεί συνάρτηση πολλών παραγόντων. Στις αποικιακές χώρες είναι βαθύτατα ριζωμένο. Στην Ελλάδα ρατσιστικές συμπεριφορές μπορούν να ανιχνευτούν απέναντι στους τσιγγάνους, όπως σε όλους ευρωπαϊκούς λαούς, και στο παρελθόν είχαν εμφανιστεί έναντι των προσφύγων και εν μέρει των εβραίων. Σήμερα υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η ξενόφοβη αντίδράση στην πλημμυρίδα των ξένων, ιδιαίτερα των Αλβανών, να μεταβληθεί σε ρατσισμό, ιδιαίτερα στα φτωχότερα στρώματα: Ο σημερινός ρατσισμός, σε αντίθεση με τον αντισημιτισμό, συγκεντρώνεται κατ’ εξοχήν στα λαϊκά και μικροαστικά στρώματα, γιατί αυτά θίγονται πιο άμεσα από την μετανάστευση και αγγίζει και ένα μέρος των μεσαίων στρωμάτων μέσω του φόβου της εγκληματικότητας. Ο ρατσισμός που ξαπλώνεται σήμερα στην Ευρώπη (αρκεί να δει κανείς τα εκλογικά ποσοστά του Λε Πεν στη Γαλλία, του Χάιντερ στην Αυστρία, των Φιλελευθέρων στην Ελβετία, του Βλααμς-μπλοκ στην Φλαμανδία κλπ.) είναι ένας ρατσισμός που αφορά κατ’ εξοχήν τα λαϊκά στρώματα.

Απέναντι του είναι δυνατές δύο στάσεις και συμπεριφορές, η μία κάποιων εφημερίδων της δεξιάς, ενός μέρους των ΜΜΕ και ορισμένων «προσωπικοτήτων» που χρησιμοποιώντας και τα πραγματικά εθνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα προσπαθούν να εκμεταλλευτούν πολιτικά και εκλογικά την ξενοφοβία, προς μια συστηματική ρατσιστική κατεύθυνση, αποκρύβοντας στην ουσία το γεγονός πως οι μετανάστες στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν από το τα διαπλεκόμενα, την κυβέρνηση, τους επιχειρηματίες, μικρούς και μεγάλους, για να ρίξουν τον πληθωρισμό και να αποδυναμώσουν τους εργαζόμενους στην Ελλάδα συνολικά. Αυτές οι λογικές είναι εκείνες που οπλίζουν το χέρι διαταραγμένων προσωπικοτήτων όπως ο Καζάκος και που, αναπόφευκτα, θα οδηγήσουν στην εμφάνιση ή την ενίσχυση συστηματικών ρατσιστικών φαινομένων. Είναι εκείνες οι λογικές που αρνούνται να κατανοήσουν την ανάγκη μιας ενσωμάτωσης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα πολιτικά μέτρα.

Στους αντίποδες βρίσκεται μια ψευδοπροοδευτική αντίληψη, διανοούμενων μεσοστρωμά-των και αστών «προοδευτικών» που αρνούνται να κατανοήσουν την πραγματική υπόσταση του φαινομένου και φαντάζονται πως αρκεί ένα ιδεολογικό σφυροκό-πημα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας για να εξαφανιστεί από την πραγματικότητα. Πρόκειται βέβαια για την στάση ανθρώπων που αδιαφορούν για το τι συμβαίνει στις λαϊκές γειτονιές και στα φτωχά στρώματα και αντιμετωπίζουν το φαινόμενο από τη σκοπιά εκείνου που βρίσκει φτηνές οικιακές βοηθούς, κηπουρούς, οικοδόμους για μερεμέτια ή σεξουαλικά αντικείμενα και όχι βέβαια του ανέργου που έρχεται σε άμεσο ανταγωνισμό με τους μετανάστες ή του κατοίκου των λαϊκών περιοχών. Αυτή η στάση με τη σειρά της εκτρέφει την περιθωριοποίηση των φτωχών γηγενών στρωμάτων και ανοίγει το δρόμο για την ανάπτυξη ενός εγχώριου ρατσιστικού φαινομένου.

Το φαινόμενο της μετανάστευσης από μια ιστορική προοπτική

Παραδοσιακά, η στάση της προοδευτικής ιδεολογίας έναντι της μετανάστευσης υπήρξε άκρως αντιφατική. Από τη μια κατήγγελλε πάντα την μετανάστευση των Ελλήνων ως «κατάρα», σε αντίθεση π.χ. με την δεξιά που στις δεκαετίες του 1950 ή ’60 την χαρακτήριζε ευλογία. Η ελληνική αριστερά υπογράμμιζε έτσι όχι μόνο το ξερίζωμα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από τον τόπο τους και το ρίξιμο τους στα «σκλαβοπάζαρα» της Γερμανίας, αλλά και την αποδυνάμωση του εγχώριου παραγωγικού δυναμικού με την μετανάστευση των πιο δυναμικών ομάδων του πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά, πιστή στην «αντιρατσιστική» ιδεολογία αδυνατούσε να κατανοήσει τα προβλήματα που γεννούσε η μετανάστευση και η χρήση της από τις άρχουσες τάξεις για την συντριβή του εγχωρίου εργατικού κινήματος στις χώρες υποδοχής μεταναστών, η χρήση δηλαδή των μεταναστών ως τεράστια εφεδρική βιομηχανική στρατιά και ως παράγοντα συντηρητικοποίησης και εν τέλει ελέγχου της εγχώριας εργατικής τάξης στις χώρες υποδοχής! Και η πηγή αυτής της αντιφατικότητας βρίσκεται στο γεγονός ότι οι ρίζες της αριστερής ιδεολογίας ήταν και παραμένουν δύο. Από τη μια ήταν η λογική της αποδοχής της παγκοσμιοποίησης ως «σε τελευταία ανάλυση» προοδευτικής διαδικασίας που θα οδηγήσει σε μια παγκόσμια και πανανθρώπινη ταυτότητα και από την άλλη η καταγγελία του ξεριζώματος και της εκμετάλλευσης των ανθρώπων. Έτσι, στον θεωρητικό της πυρήνα ήταν υπέρ της παγκοσμιοποίησης και των διαδικασιών του ξεριζώματος ανθρώπων, πολιτισμών και ταυτοτήτων και από την άλλη ως πραγματικό κίνημα πραγματικών ανθρώπων στρεφόταν ενάντια σε αυτό το ξερίζωμα. Ας θυμηθούμε τον Μαρξ, που άλλοτε υμνολογεί την «εκπολιτιστική δράση» του καπιταλισμού στις αποικίες, διότι σπάει την παραδοσιακή απομόνωση των κοινωνιών και άλλοτε την καταγγέλλει ως απάνθρωπη βαρβαρότητα.

Έτσι, σήμερα, οι Έλληνες προοδευτικοί αρνούνται τα πραγματικά προβλήματα που δημιούργησε η ανεξέλεγκτη μετανάστευση, την διάλυση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, την ανάπτυξη των ανισοτήτων, της διαφθοράς, της διαίρεσης ξένων και ντόπιων εργαζόμενων, τους ρατσιστικούς κίνδυνους που δημιουργεί, τα προβλήματα που συνδέονται με την κατάσταση στα Βαλκάνια.

Και έτσι διεξάγεται ένας διάλογος κουφών, όπου οι προοδευτικοί παίζουν το ρόλο του μεγάλου κεφαλαίου και των διαπλεκομένων που επιθυμούν όσο δυνατό φτηνότερα και ανασφάλιστα εργατικά χέρια, και οι ακροδεξιοί συμπληρώνουν τον πίνακα στρέφοντας τους Έλληνες εργαζόμενους ενάντια σε εκείνους που καμιά ευθύνη δεν έχουν για την κατάσταση.

Είναι προφανές λοιπόν ότι δεν μπορούμε να ταχθούμε υπέρ της παγκοσμιοποίησης των πολυεθνικών, που οδηγεί στο ξερίζωμα εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη, αλλά επιμένουμε στην ανάγκη μιας ανάπτυξης των ανθρώπων στον τόπο τους. Οσο για την παγκόσμια κοινότητα δεν επιθυμούμε να δημιουργηθεί με το αίμα και τα δάκρυα των ανθρώπων που εκριζώνει ο καπιταλισμός, αλλά μέσα από μια σταδιακή συγκρότηση μιας πραγματικό αλληλέγγυας ανθρώπινης κοινότητας.

Στο μεταξύ βέβαια οι μετανάστες είναι εδώ, στη χώρα μας, και θα πρέπει να πάρουμε όχι μόνο μια θεωρητική θέση, αλλά να προ-τείνουμε και πρακτικά μέτρα, πριν τα πρώτα ξενοφοβικά αισθήματα και οι πρώτες ρατσιστικές συμπεριφορές μεταβληθούν σε κάτι συστηματικότερο.

Το πρώτο μέτρο είναι μια πολιτική κοινωνικής ένταξης των μεταναστών μέσα από την εκμάθηση της γλώσσας, την ίδρυση ενός οργανισμού ενσωμάτωσης των μεταναστών που θα αναλάβει το ζήτημα της κατοικίας, της εργασίας, της παροχής ενισχύσεων για την ισόρροπη κατανομή τους στην κοινωνία και την αποφυγή δημιουργίας γκέτο.

Όσον αφορά τους Αλβανούς και τους Βορειοηπειρώτες που αποτελούντο μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών και προέρχονται από μια χώρα και μια περιοχή άμεσης γειτνίασης, θα πρέπει, παράλληλα με την ένταξή τους εδώ. να προωθηθεί η ιδέα του Φάτος Νάνο, που πρόσφατα κάλεσε τους Αλβανούς της Νότιας Αλβανίας και τους Βορειοηπειρώτες να επιστρέψουν στον τόπο τους. που όπως είπε έχει ερημώσει και έχουν μείνει μόνο οι γέροι και τα παιδιά, και να αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ενίσχυσης της εκεί εγκατάστασης τους. Ο Φάτος Νάνο έκανε αυτή την πρόταση, γιατί κατ’ αρχήν απεύχεται την ερήμωση της Νότιας Αλβανίας από τους χριστιανούς κατοίκους της, γεγονός που ενισχύει τον Αλβανικό μουσουλμανικό Βορρά, και ανησυχεί για τις πιθανές μελλοντικές επιπλοκές, εξ’ αιτίας της παρουσίας μεγάλου αριθμού Αλβανών στην Ελλάδα, ή ταυτόχρονα και για την πιθανή πλήρη ενσωμάτωση πολλών από αυτούς στην ελληνική κοινωνία. Προφανώς ένα τέτοιο πρόγραμμα πρέπει να στηριχθεί σε κίνητρα και να είναι σε εθελοντική βάση. Πάρα πολλοί μετανάστες θα προτιμούσαν να εργάζονται στον τόπο τους, αν είχαν εκεί δουλειά, ενώ κάτι τέτοιο θα ενίσχυε τους δεσμούς Ελλάδας και Αλβανίας και θα επέτρεπε στους Βορειοηπειρώτες να συνεχίσουν να ζουν στον τόπο τους και να μη μεταβληθούν σε ένα ακόμα κομμάτι κατοίκων του Λεκανοπεδίου, που θα νοσταλγεί τις «χαμένες πατρίδες».

Αν η ελληνική κοινωνία δεν σκύψει με την απαιτούμενη σοβαρότητα στο ζήτημα των μεταναστών, τα επόμενα χρόνια όχι μόνο θα συνεχιστούν και θα πολλαπλασιαστούν τα προβλήματα ξενοφοβίας και ρατσισμού, αλλά θα δημιουργηθεί αναπόφευκτα και κάποιος ρατσιστικός πολιτικός φορέας, ενώ θα συνεχιστεί η συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Σήμερα η νεοελληνική κοινωνία θα πρέπει «να χωνέψει» το πρώτο μεγάλο κύμα ξένων μεταναστών που έχει δεχθεί στην ιστορία της με τον πιο ομαλό τρόπο. Και προφανώς είναι κακός σύμβουλος και η λογική όλων εκείνων που θέλουν να αποφύγουν το πραγματικό πρόβλημα μέσα από μια αναφορά σε γενικές ιδεολογικές αρχές (οι οποίες σημειωτέον αφορούν τους άλλους και όχι τον εαυτό τους) οι οποίες έχουν ήδη αποδειχθεί λαθεμένες και καταστροφικές σε άλλες χώρες και σε άλλες ιστορικές στιγμές.

Αν αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν, θα πρέπει να περιμένουμε αυξανόμενες συγκρούσεις και εντάσεις γύρω από το ζήτημα των μεταναστών, που θα δηλητηριάσουν την ελληνική κοινωνία και θα αναπαράγουν γκέτο και αντιπαράθεση.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ