Αρχική » Οι Έλληνες αγρότες

Οι Έλληνες αγρότες

από Άρδην - Ρήξη

του Ν. Πρωτόπαππα, από το Άρδην τ. 29, Μάρτιος-Απρίλιος 2001

Οι αγρότες της Θεσσαλίας πραγματοποίησαν τα τελευταία χρόνια κινητοποιήσεις μεγάλης κλίμακας ξεκινώντας από ένα μερικό αίτημα, την στήριξη του εισοδήματος των βαμβακοπαραγωγών που πλήπονται από την μείωση της στήριξης στο βαμβάκι, στο βαθμό που η παραγωγή τους ξεπερνάει την ποσόστωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τις κινητοποιήσεις τους έθεσαν -ίσως άθελα τους- ζητήματα που ξεπερνούν κατά πολύ την τρέχουσα συζήτηση για την αβελτηρία, τη στενοκαρδία ή την ανικανότητα της κυβέρνησης – ζητήματα υπαρκτά αλλά οπωσδήποτε μερικά. Έθεσαν θέματα που αφορούν την ίδια τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και το ίδιο το μοντέλο του πολιτισμού μας, του δυτικού πολιτισμού. Εν τέλει, μπορούν να μας οδηγήσουν σε ερωτηματικά σε σχέση με την δυνατότητα εφαρμογής μιας οποιασδήποτε διαχειριστικής πολιτικής σήμερα.

Ας υποθέσουμε -προς στιγμήν-ότι διαθέταμε μια επαρκή από διαχειριστική άποψη κυβέρνηση, η οποία θα έκανε τις πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο εσωτερικό πεδίο, σε σχέση με την πολιτική της. θα ήταν δυνατό να έχει μια θεμελιωδώς διαφορετική πολιτική;

Όχι! Το όνειρο ενός “νοικοκυρέματος” της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας με το οποίο εξελέγη και η κυβέρνηση Σημίτη -ο κατάλληλος “υδραυλικός” επί τέλους ο οποίος θα πεταχτεί στο περιθώριο αφού εκτελέσει το “έργο” του- προϋποθέτει μια μετωπική σύγκρουση με ευρύτατα στρώματα εργαζόμενων αλλά κυρίως με τους μικρομεσαίους, των οποίων η έκταση σηματοδοτεί την ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, από κοινωνική άποψη, μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αγρότες, έμποροι, βιοτέχνες, ελεύθεροι επαγγελματίες, κ.λπ. αντιπροσωπεύουν ακόμα το 40-45% της απασχόλησης έναντι του 20%-25% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά συνέπεια εκεί βρίσκεται και το “σκάνδαλο” της ελληνικής οικονομίας. Σκάνδαλο που πρέπει να εξαλειφθεί. Ο όρος για την συγκέντρωση του κεφαλαίου στην Ελλάδα είναι ο υποδιπλασιασμός των “μικρομεσαίων” κάθε είδους και κατηγορίας και η επέκταση των μισθωτων και των μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτός ο υποδιπλασιασμός, για να μπορέσει η ελληνική οικονομία να γίνει “ανταγωνιστική” στο εσωτερικό της Ε.Ε. και διεθνώς, είναι ακόμα περισσότερο αναγκαίος στον αγροτικό τομέα όπου ο κλήρος παραμένει περίπου 4 φορές μικρότερος (43 στρέμματα έναντι 165).

Ο ΠΟΕ, η ΚΑΠ και η Ευρωπαϊκή Ένωση

Όπως είναι γνωστό, η ΕΟΚ -που υπήρξε ο πρόδρομος της Ευρωπαϊκής Ένωσης- οικοδομήθηκε μέσω της προστασίας και των επιδοτήσεων του αγροτικού τομέα, που κρίθηκε ως ο περισσότερο ευπαθής μετά την τελωνειακή ένωση. Από το 1956 και μετά, οι χώρες του αρχικού πυρήνα της ΕΟΚ -που είχαν ένα ποσοστό αγροτικού πληθυσμού ανάλογο ή ήδη μικρότερο από εκείνο της σημερινής Ελλάδας-εφαρμόζουν μια πολιτική στήριξης του αγροτικού τομέα (η Κοινή Αγροτική Πολιτική απορροφούσε πάνω από το 70% του προϋπολογισμού της ΕΟΚ) που θα του επέτρεπε να προσαρμοστεί σταδιακά στο σοκ της ενοποίησης. Και η “προσαρμογή” σε μεγάλο βαθμό έγινε. Ο αγροτικός πληθυσμός είναι γύρω στο 5% του συνόλου, ενώ στις βόρειες και πλούσιες χώρες φθάνει ήδη το 3%.

Όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί αυτή η διαδικασία στο εσωτερικό της κοινότητας και η ευρωπαϊκή αγροτική οικονομία αντιμετωπίζει ένα δεύτερο σοκ, εκείνο της παγκόσμιας οικονομίας και ιδιαίτερα της αμερικάνικης αγροτικής παραγωγής, όπου ο αγροτικός “κλήρος” φθάνει ή ξεπερνά ήδη τα 1.500 στρέμματα. Πράγματι, η περίοδος προστασίας της αγροτικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης οδηγείται στο τέλος της, διότι οι δασμοί πέφτουν στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ και οι επιδοτήσεις θα αρχίσουν να μειώνονται. Το δυτικό κεφάλαιο πολυεθνικοποιείται και επομένως προκρίνει τη λογική της προσαρμογής σε ένα παγκοσμιοποιημένο ανταγωνισμό και όχι βέβαια την προστασία της εσωτερικής οικονομικής και κοινωνικής συνοχής. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου θέτει ως στόχο την κατάργηση των δασμών και των επιδοτήσεων.

Έτσι η ελληνική αγροτική οικονομία, που βρέθηκε στο “προστατευμένο” περιβάλλον της ΚΑΠ για δεκαπέντε χρόνια και μόνο, μετά το 1981, και όχι για σαράντα, αντιμετωπίζει πλέον αυτό το διπλό σοκ..

Η κατάσταση είναι τραγική. Και βέβαια μεγάλη είναι η ευθύνη των αγροτοπατέρων -του ΠΑΣΟΚ κατ’ εξοχήν· και των υπευθύνων της αγροτικής πολιτικής (ας μη ξεχνάμε ότι ο Σημίτης υπήρξε πρώτα υπουργός Γεωργίας). Κατ’ αρχήν δημιούργησαν έναν παρατεταμένο εθισμό σε ένα παρασιτικό μοντέλο αγροτικής παραγωγής. Αυτό έχει ως συνέπεια την εξάρτηση από επιδοτήσεις (το ήμισυ σχεδόν του αγροτικού εισοδήματος αποτελείται από αυτές) και την μείωση των επενδύσεων οι οποίες βρίσκονται κάτω από το επίπεδο του 1970 και μειώνονται σχεδόν αδιάκοπα, ενώ τεράστιες ποσότητες προϊόντων οδηγούνται στις χωματερές. Και όμως, οι ίδιοι άνθρωποι σήμερα εμφανίζονται ως “εκσυγχρονιστές” και οπαδοί της “ανταγωνιστικότητας”.

Το καθεστώς των επιδοτήσεων αποκοίμισε, διέφθειρε και οδήγησε σε μια λογική κομπίνας μεγάλο μέρος των αγροτών, ενώ έφτιαξε την “τύχη” του κόμματος -και των στελεχών του- του οποίου η άνοδος στην εξουσία συμβάδισε με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά μετά από δεκαπέντε χρόνια, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ -και ολόκληρη η “γενιά” του Πολυτεχνείου, στην οποία στηρίχτηκε-αποτελούν πλέον μέρος των αρχουσών ελίτ και η οπτική τους έχει μεταβληθεί’ βλέπουν τα πράγματα από τα πάνω. Δεδομένου δε ότι ολοκλήρωσαν το έργο του δανεισμού και της καταστροφής της ελληνικής οικονομίας, το οποία διεκπεραίωσαν με υψίστη αποτελεσματικότητα, ξαφνικά στρέφονται κατά των στρωμάτων που τους έφεραν στην εξουσία. Αυτή η ρήξη του ΠΑΣΟΚ και των αγροτοπατέρων του με την μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών, και όχι βέβαια με τους πλούσιους αγρότες, όπως ισχυρίζονται (οι αγρότες που έχουν μεγάλες εκτάσεις θα είναι οι μόνοι που θα αντέξουν στη νέα πραγματικότητα), προφανώς έχει μεγάλη σημασία. Καταδεικνύει την αλλαγή των ταξικών συμμαχιών και την ανάπτυξη νέων.

Είναι δυνατή μια διαφορετική πολιτική;

Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν, με βάση τις πραγματικές συνθήκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την παγκόσμια αγορά, είναι κατά πόσο είναι δυνατή μια άλλη πολιτική στα υπάρχοντα πλαίσια. Ο Συνασπισμός και η Ν.Δ. -εν μέρει- προτείνουν την μέσω κάποιων προσαρμογών διατήρηση της υπάρχουσας πολιτικής, η οποία είναι αδιέξοδη. Το ΚΚΕ βρίσκεται στη μέση του δρόμου. Από τη μία πλευρά προπαγανδίζει -έστω αχνά- την έξοδο από την Ε.Ε. και από την άλλη καλλιεργεί στους αγρότες την λογική της διεκδίκησης επιδοτήσεων – ευρωπαϊκών και εθνικών.

Εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να αποδεχθούμε πως μια διαφορετική πολιτική είναι ανέφικτη όσο ακολουθείται το μοντέλο της βιομηχανικής γεωργίας και της αυξανόμενης ειδίκευσης της παραγωγής. Προφανώς θα μπορούσε η ίδια πολιτική να εφαρμοστεί με λιγότερους κραδασμούς και επιδεξιότητα ή διεκδικητική παρουσία στην Ε.Ε. Όμως η ουσία της δεν θα μεταβαλλόταν. Η εξαφάνιση του αγροτικού πληθυσμού -και η αδυναμία ανεύρεσης εναλλακτικής απασχόλησης κάτω από τις σημερινές συνθήκες της παρατεταμένης και παρατεινόμενης ύφεσης στη Δύση- είναι μονόδρομος για το μηχανιστικό μοντέλο της ανταγωνιστικής αγροτικής οικονομίας. Και το ίδιο ισχύει για τους μικρομεσαίους συνολικά. Το ερώτημα λοιπόν μπορείν.α τεθεί είτε με όρους συντήρησης του status quo ante, όπως το θέτει ο Τσοβόλας και το ΚΚΕ εν μέρει, που είναι αδύνατη μεσοπρόθεσμα, ή της επιλογής ενός διαφορετικού μοντέλο, απόρριψης του ανταγωνιστικού χαρακτήρα της οικονομίας και της βιομηχανικής γεωργίας. Μόνη εναλλακτικτή λύση θα ήταν ένα μη ανταγωνιστικό μοντέλο ανάπτυξης με οικολογικό προσανατολισμό, ένα μοντέλο απόρριψης της απάνθρωπης παγκοσμιοποίησης που θέλει να “εξισώσει” οικονομικά τον αγρότη της Ευρυτανίας με εκείνον της πεδιάδας του Σηκουανα ή των μεσοδυτικών Πολιτειών των Η ΠΑ, με συνέπεια το ξερίζωμα των “μη αποδοτικών” πληθυσμών. Η αγροτική εξέγερση θέτει εν τέλει το ζήτημα του μοντέλου κοινωνίας που επιλέγουμε ή που μας υποχρεώνουν να επιλέξουμε. Και όσο και αν είναι δύσκολη η επιλογή ενός εναλλακτικό, κοινωνικού μοντέλου, καταδεικνύετε. όλο και περισσότερο πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορετική διέξοδος για μια βιώσιμη ανάπτυξη των κοινωνιών μας. Για την Ελλάδα ένα τέτοιο εναλλακτικό μοντέλο που διατηρεί την κοινωνική συνοχή είναι -όσο και να φαίνεται παράδοξο- πολυ πιο αναγκαίο. Γιατί ο ελεύθερος ανταγωνισμός με οικονομίες περισσότερο αναπτυγμένες καπιταλιστικά οδηγεί υποχρεωτικά σε μια από τις ακόλουθες επιλογές: είτε στην κοινωνική υποβάθμιση ευρύτατων στρωμάτων και την καταστροφή του κοινωνικού κράτους για να επιτευχθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, είτε στην αδυναμία ανταγωνισμού, είτε και στα δύο μαζί. Και από ό,τι φαίνεται, για αρκετά χρόνια στην Ελλάδα θα ακολουθείται η τελευταία εκδοχή και η εκπτώχευση ευρύτατων στρωμάτων και η αδυναμία ανταγωνισμού Προφανώς δε, οι διαστάσεις του προβλήματος αφορούν και την εθνική συνοχή και όχι μόνο την κοινωνική.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ