του Μ. Μαυροειδή, από το Άρδην τ. 29, Μάρτιος-Απρίλιος 2001
Μιλώντας σήμερα για την ελληνική μουσική παράδοση, συνήθως κάνουμε την υποσυνείδητη παραδοχή ότι αυτή προσδιορίζεται -και περιορίζεται- από τα γεωγραφικά όρια του νεολληνικού κράτους. Ως εάν, οι γραμμές που χαράζουν στο χάρτη οι νικητές των πολέμων και οι πολιτικά ισχυροί, να μπορούν να διχοτομήσουν ακόμη και τον αέρα που ανασαίνουν οι κοινότητες των ανθρώπων.
Ομως, ο πολιτισμός δεν είναι σωρός από ανεξάρτητα μεταξύ τους αντικείμενα· δεν είναι αριθμήσιμο σύνολο που μπορείς να το μοιράσεις με αναλογίες 7:10. Ο πολιτισμός είναι ρευστό, σαν το νερό της βροχής, που νοτίζει τη γη και διαπερνά κάθε τεχνητό φράχτη αποκαθιστώντας αγώγιμο δρόμο επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο πλευρές του.
Ας μιλήσουμε λοιπόν για την ελληνική μουσική έχουντας κατά νου πως κι αυτή, όπως και η μουσική κάθε λαού στον κόσμο και στην ιστορία, δεν έπεσε από τον ουρανό, ούτε γεννήθηκε μέσα σε φυσικό ή κοινωνικό κενό. Ας τη δούμε και αυτήν ως προϊόν και γέννημα μιας πορείας και μιας διαδικασίας επικοινωνίας των ανθρώπων με τον εαυτό τους και με ό, τι τους περιβάλλει.
Από πάρα πολύ παλιά, η Μεσόγειος ήταν κέντρο ζωής και σημείο αναφοράς για τους λαούς που έπαιξαν το ρόλο τους σ’ αυτό που ονομάζουμε “Ευρωπαϊκή Ιστορία”, μέρος της οποίας είναι και οι πολιτισμοί που συναντιούνται σ’ αυτό το φεστιβάλ. Αποκαλυπτική η ετυμολογία της λέξης Μεσόγειος: το μέσον της Γης-μια τεράστια θαλάσσια λίμνη και τριγύρω της στεριά. Μια υδάτινη λεκάνη, μέσο επικοινωνίας και πηγή ζωής, στο κέντρο της Οικουμένης. Ανέκαθεν, λοιπόν, διαπιστώνουμε μια τάση των λαών να οδεύουν προς τη Μεσόγειο. Η εμφάνιση των Ελλήνων στο μεσογειακό προσκήνιο, όμως, σημαδεύει την έναρξη μιας νέας εποχής. Μιας εποχής όπου, για πρώτη φορά, ο άνθρωπος αποκτά ταυτότητα, όνομα και δικαίωμα στην έκφραση. Μιας εποχής που γεννά την κοινωνία της συμμετοχής, την πόλη-κράτος που κατοικείται και λειτουργείται όχι από υπηκόους, αλλά από πολίτες. Που αφήνει χώρο στη σκέψη και τη φαντασία. Και που, μέσα από τις αντινομίες της, καταφέρνει να δώσει τις υψηλότερες εκδοχές του ωραίου και του εύμορφου, στα μέτρα του ανθρώπινου. Μιλούμε για τη στιγμή “μηδέν” της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.
Μέσα στο πλαίσιο αυτής της νέας εποχής, η μουσική των Ελλήνων αποτελεί μια από τις σημαντικότερες εκδοχές και εκδηλώσεις πολιτισμού. Με σημείο εκκίνησης την προελληνική πραγματικότητα και με τα μάτια και τ’ αφτιά ανοιχτά στα κάθε λογής μηνύματα, η μουσική χτίζεται ως θεωρία και φιλοσοφία, αλλά, παράλληλα, και ως πράξη και στάση ζωής, κατά τρόπο αντίστοιχο προς τις νέες αντιλήψεις. Από τους μεγάλους πολιτισμούς που προηγήθηκαν, αυτούς της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας, αλλά και από τους λαούς της Μικράς Ασίας, οι Έλληνες έμαθαν πολλά. Απ’ όλα όσα δέχτηκαν, αποδέχτηκαν και οικειοποιήθηκαν εκείνα που μπορούσαν, αυτούσια ή τροποποιούμενα, να εκφράσουν τα αιτούμενα που γεννούσε η ελληνική πραγματικότητα.
Η μουσική στην αρχαία Ελλάδα, λοιπόν, πάτησε γερά στην παράδοση που κληρονόμησαν οι Έλληνες και, συγχρόνως, παρέμεινε ανοιχτή σε νέα πράγματα. Και κατέκτησε κεντρική θέση στη ζωή τους, γιατί κατάφερε, όχι μόνο να εκφράσει τις τρέχουσες ανάγκες τους, αλλά ακόμη και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους για μια όλο και πιο ανθρώπινη κοινωνία: ιχνηλατώντας την εξέλιξη της αρχαιοελληνικής μουσικής, διαπιστώνουμε μια συνεχή διαπάλη ανάμεσα στο παλιό και το νέο, το συντηρητικό και το καινοτόμο. Μια διαπάλη που έχει τα ανάλογα της στο χώρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, στο χώρο της θρησκείας και της επιστήμης, στο χώρο του Λόγου και των ιδεών. Οι αναλογίες είναι εντυπωσιακές και δείχνουν την ενότητα της αρχαιοελληνικής σκέψης, που αντιμετωπίζει τη ζωή και τα φαινόμενά της μία και ενιαία πραγματικότητα, η οποία δεν αποδέχεται τεχνητές διαιρέσεις και τομές. Και συγχρόνως φανερώνουν τη ζωντάνια του αρχαίου κόσμου που, όσο τουλάχιστον διαρκεί η ελληνική ακμή, αρνείται τον εφησυχασμό και την ικανοποίηση κι αναζητά διαρκώς το νέο και το καλύτερο.
Ποιά όμως είναι τα χαρακτηριστικά της μουσικής; Πρώτα απ’ όλα, η κεντρική μετοχή της στη ζωή των Ελλήνων, την ιδιωτική και δημόσια. Δεν είναι πια η μουσική προνόμιο και αγαθό μόνο του Ιερατείου, των αρχόντων και των ευπόρων, αλλά δικαίωμα όλων των πολιτών. Και είναι ακριβώς αυτή η σημαντικότητα της μουσικής που κάνει ώστε να επενδυθεί σε αυτήν η επιστήμη και η τεχνολογία της αρχαιότητας. Έτσι, από τη μια πλευρά τα μουσικά όργανα εξελίσσοντα. σε περίπλοκα τεχνολογήματα με νέες και αυξημένες δυνατότητες και από την άλλη, η νεογέννητη επιστημονική σκέψη εισάγεται οριστικά στο χώρο της μουσικής και παράγει, για πρώτη φορά στην Ιστορία του Πολιτισμού συμπαγή μουσική θεωρία, εγκαινιάζοντας έτσι την επιστήμη της μούσικής, τη μουσικολογία.
Αυτή είναι η σημαντικότερη πρωτοτυπία της αρχαιοελληνικής μουσικής. Η ανάπτυξη της μουσικής σκέψης δηλαδή, που με τη σειρά της είχε ως αποτέλεσμα την αποκρυστάλλωση ενός μουσικού συστήματος ολοκληρωμένου και αναπτυγμένου σε όλα τα επίπεδα: από αυτό των θεμελιωδών δομικών στοιχείων της μουσικής εκφοράς, των μουσικών διαστημάτων, ως το επίπεδο της “μουσικής ποιητικής”, της σύνθεσης δηλαδή.
Τα βασικότερα χαρακτηριστικά του συστήματος αυτού είναι:
(α) Το πλήθος των διαφορετικών διαστημάτων, τα οποία είναι επακριβώς προσδιορισμένα με αριθμητικούς λόγους από τους θεωρητικούς συγγραφείς.
(β) Το πλήθος των “συστημάτων”, των συνδυασμών, δηλαδή, των διαφορετικών διαστημάτων,
(γ) Το πλήθος των μουσικών τρόπων, που συγκροτούνται από τα διάφορα “συστήματα”, και
(δ) Το πλήθος των ρυθμών και ρυθμικών σχημάτων.
Είναι εύκολο να διαπιστώνει κανείς ότι τα στοιχεία αυτά χαρακτηρίζουν εξίσου τις μουσικές, σε όλες τις μεταγενέστερες εποχές, όλων των τόπων της ευρύτερης περιοχής γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου. Και να επισημάνουμε εδώ ότι η σύλληψη του μουσικού τρόπου ως λειτουργικής σύνθεσης επί μέρους υπομονά-δων (των “συστημάτων” δηλαδή), είναι η σπουδαιότερη προσφορά της αρχαιοελληνικής μουσικής σκέψης και πως, έκτοτε, η έννοια αυτή καθορίζει δομικά τα μουσικά συστήματα όλων των λαών που κατοικούν στα Μεσογειακά παράλια, στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή.
Ένα ακόμη πολύ σημαντικό στοιχείο της αρχαιοελληνικής μουσικής σκέψης, είναι οι αντιλήψεις περί Ήθους. Σύμφωνα μ’ αυτές η μουσική, στην πολυμορφία της, έχει τη δύναμη να γεννήσει στον άνθρωπο κάθε λογής φρόνημα και κάθε λογής διαφορετικό συναίσθημα. Οι αντιλήψεις αυτές ανήγαγαν τη μουσική σε σημαντικό μέσο παιδαγωγίας και την έκαναν βασικό στοιχείο της αγωγής των νέων.
Η προέλευση τέτοιων απόψεων είναι πολύ παλιά και ανάγεται, πιθανώς, σε κατά πολύ αρχαιότερες δοξασίες των Μεσοποταμιτών και των Αιγυπτίων. Όπως και να έχει το πράγμα όμως, οι Έλληνες τις ενέταξαν στο πλαίσιο της φιλοσοφικής τους σκέψης ανοίγοντας έτσι για πρώτη φορά το δρόμο σε μιαν αισθητική θεώρηση του μουσικού φαινομένου. Μια θεώρηση, η οποία επιβίωσε στον Μεσαίωνα στα μουσικά συστήματα γύρω από τη μεσογειακή λεκάνη. Ειδικά δε στις μουσουλμανικές μουσικές παραδόσεις, εξακολουθεί να ζει και να λειτουργεί ως τις μέρες μας.
Μια τελευταία, αλλά καθόλου αμελητέα, συνεισφορά των Ελλήνων είναι η επινόηση μουσικής γραφής, της Παρασημαντικής. Για πρώτη φορά στη μεσογειακή Ιστορία γίνεται δυνατή η καταγραφή της μουσικής. Το σύστημα αυτό μουσικής γραφής αποδείχθηκε ιδιαίτερα περίπλοκο και εγκαταλείφθηκε στα τέλη της ύστερης αρχαιότητας, η σπουδαιότητα του ωστόσο είναι πολύ μεγάλη, γιατί εισήγαγε στον θεωρητικό μουσικό προβληματισμό την παράμετρο της μετατροπής του μουσικού φαινομένου από συγχρονικό σε διαχρονικό μέσω της αποτύπωσής του με τη βοήθεια συμβόλων. Και είναι χάρη ο’ αυτό, που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας ένα σημαντικό αριθμό από μουσικές συνθέσεις της ελληνικής αρχαιότητας καταγραμμένες σε ανάγλυφα ή χειρόγραφα.
Στην ελληνορωμαϊκή εποχή συνεχίζεται, στην ουσία, η μουσική παράδοση της κλασικής αρχαιότητας. Κι αν οι υψηλές πραγματώσεις του Λόγου και της σκέψης της κλασικής εποχής δεν βρίσκουν πάντα το ανάλογο τους στην περίοδο αυτή, ανθίζουν όμως οι πρακτικές επιστήμες και η τεχνολογία με μορφές όπως ο Ευκλείδης, ο Ήρωνας ή ο Αρχιμήδης. Και η μουσική έχει το μερίδιο της από αυτή την εξέλιξη: χαρακτηριστικό παράδειγμα η επινόηση από τον Αλεξανδρινό μηχανικό Κτησίβιο της υδραύλεως, προγόνου του βυζαντινού αρμονίου και του δυτικού εκκλησιαστικού οργάνου.
Συνάμα, η συνείδηση ότι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος φθίνει καθώς η παράδοσή του διαχέεται μέσα στο πολυεθνικό χωνευτήρι της Ανατολικής Μεσογείου, γεννά μια τάση “επιστροφής στις ρίζες” η οποία είχε, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, θεαματικά αποτελέσματα- αρκεί να σκεφτεί κανείς το τεράστιο έργο που συνέθεσαν οι γραμματικοί της Αλεξανδρινής εποχής. Το ανάλογο στο χώρο της μουσικής είναι οι θεωρητικές συγγραφές. Το μεγαλύτερο μέρος των θεωρητικών μουσικών πραγματειών που έχουν φθάσει ως τις μέρες μας, και στις οποίες χρωστάμε τις όποιες γνώσεις έχουμε για την αρχαία ελληνική μουσική, είναι γεννήματα συγγραφέων αυτής της περιόδου. Το βλέμμα των συγγραφέων αυτών είναι στραμμένο όχι τόσο στη μουσική πραγματικότητα της εποχής τους, όσο στη μουσική της κλασικής περιόδου, στη μουσική των “αρχαίων”. Γι’ αυτό και μέσα στα έργα τους είναι διάχυτη μια διαρκής αναφορά προς αυτή την τελευταία. Μια αναφορά κάπως ρομαντική αλλά και γεμάτη σεβασμό και δέος.
Ωστόσο, ο χρόνος δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Η επινόηση των τόνων από τους γραμματικούς δεν μπόρεσε να διασώσει την αρχαία προσωδία αφού αυτή δεν λειτουργούσε πια στην κοινή γλώσσα που μιλούσαν τα πολυάριθμα και ετερόκλητα φύλα και οι λαοί της ανατολικής Μεσογείου. Οι νοσταλγικές αναφορές των μουσικών συγγραφέων στην κλασική εποχή δεν μπόρεσαν να επαναφέρουν το αισχύ-λειο ήθος στη μουσική, αφού δεν ήταν αυτό ζητούμενο της εποχής. Όπως η πόλη-κράτος παραχωρεί οριστικά τη θέση της στη μεγάλη πολυεθνική επικράτεια με ένα κεντρικό άρχοντα, έτσι και ο πολιτισμός παίρνει ένα μαζικότερο και λιγότερο εκλεπτυσμένο χαρακτήρα για να μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα.
Βρισκόμαστε πια στην αυγή του Μεσαίωνα. Που σημαδεύεται από την εμφάνιση της νέας θρησκείας και τη δημουργία του πρώτου στην Ιστορία χριστιανικού κράτους, του Βυζαντίου. Καθώς η θρησκεία παίρνει κεντρική θέση μέσα στη βυζαντινή πραγματικότητα, το ελληνικό παρελθόν πιέζεται και, σε μεγάλο βαθμό, εκτοπίζεται από τις ανατολίτικες επιρροές που συνοδεύουν τον εκχριστιανισμό του κράτους. Αυτό έχει άμεσες επιπτώσεις και στη μουσική, αφού οδηγεί αρχικά στην καταδίκη της ειδωλολατρικής -ουσιαστικά, της ελληνορωμαϊκής-μουσικής παράδοσης και τον αποκλεισμό της από τους χώρους της λατρείας. Θα χρειαστούν μερικοί αιώνες μέχρι να υπάρξει ξανά ο χώρος γαι θεωρητική μουσική σκέψη και έντεχνη μουσική πράξη. 0α χρειαστούν μερικοί αιώνες Ιστορίας του νέου κράτους και της νέας θρησκείας μέχρι ένας χριστιανός Αγιος, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, να συνθέσει κατά τρόπο ιδιοφυή το θεωρητικό σύστημα της έντεχνης εκκλησιαστικής μουσικής των Βυζαντινών. Πρόκειται για την περίφημη Οκτώηχο, η οποία είναι ένα σύστημα διαστημάτων, κλιμάκων και τροπικών συμπεριφορών που, αν και προορίζεται να υπηρετήσει τις μουσικές ανάγκες της, φαινομενικά, ελ-ληνομάχου χριστιανικής εκκλησίας ουσιατικά υιοθετεί τη λογική του αρχαιοελληνικού μουσικού συστήματος.
Έτσι διατηρείται ο ομφάλιος λώρος της έντεχνης μουσικής με την ελληνική μουσική παράδοση. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τη λαϊκή μουσική όπου ουσιαστικά η γραμμή, από γενιά σε γενιά, δεν διακόπηκε ποτέ, όσοι αφορισμοί κι αν εκστομίστηκαν από επίσημα χείλη. Όσα ιδεολογήματα κι αν προβλήθηκαν κατά των παραδεδομένων, οι άνθρωποι εξακολούθησαν να τραγουδούν τη ζωή, τις χαρές της και τους πόνους της με τον τρόπο που τους ταίριαζε, κι ας βρισκόταν αυτό σε αντίθεση με τη γραμμή της επίσημης θρησκείας.
Το Βυζάντιο, ως συνέχεια του ρωμαϊκού Imperium που ήταν, διατήρησε την ενοποιό δύναμη του τελευταίου. Κάτω από το όρο “Ρωμαίος”, που θα παραφθαρεί ως “Ρωμηός”, στεγάζονται όλες οι φυλές και οι εθνότητες που κατοικούν την “Οικουμένη”, την επικράτεια του Βυζαντινου αυτοκράτορα. Και είναι μέσα στα πλαίσια του βυζαντινού χώρου και χρο-νου όπου αποκτά υπόσταση το πολιτικό και κοινωνικό μόρφωμα που αποκαλούμε Βαλκάνια. Μέσα στο οποίο έκτοτε συνυπάρχουν πολλοί λαοί της αν και έχουν διαφορετικές γλώσσες ή θρησκείες, έχουν ωστόσο κοινη ιστορία και, εν τέλει, κοινή Μοίρα
Στα 1453, η Κωνσταντινούπολη αλώνεται και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μπαίνει κυριολεκτικά στην Ιστορία. Αρχίζει η μακρά περιπέτεια του Νέου Ελληνισμού. Ωστόσο, ο όρος “Ρωμιός” παραμένει, θυμίζοντας το παρελθόν και υποδηλώντας το αιτούμενο της αποκατάστασής του. Και σε αρκετές περιπτώσεις η λέξη διατηρεί το παλιό της ενοποιό περιεχόμενο καλύπτοντας όχι μόνο το γένος τω. Ελλήνων αλλά και τα άλλα έθνη ιδιαίτερα της Βαλκανικής χερσονήσο. Στα 1453 αρχίζει η μακρά περιπέτεια του Νέου Ελληνισμού που θα φθανει στη σύγχρονη εποχή μέσα από το αγώνα της Ανεξαρτησίας και της δημιουργίας του νεολληνικού κρότο. Σ’ όλους αυτούς τους αιώνες η μουσική των Ελλήνων συντροφεύει το γενος με δύο μορφές. Ως επώνυμη έντεχνη και ως ανώνυμη λαϊκή μουσική. Κατά την πρώτη της εκδοχή, αφού η πτώση της Κωνσταντινούπολης στέρησε τη μουσική από το κοσμικό της βήμα, το παλάτι δηλαδή και την αυλή, καταφεύγει ολοκληρωτικά στους χώρους της λατρείας. Εκεί, συνεχίζοντας τη βυζαντινή παράδοση της Οκτωήχου, ασκείται και αναπτύσσεται ως αποκλειστικά φωνητικό είδος, εξελίσσοντας παράλληλα και την ιδιαίτερη της μουσική γραφή, και φτάνει ως τις μέρες μας εμπλουτισμένη με ένα τεράστιο ρεπερτόριο συνθέσεων αλλά και ένα σημαντικό όγκο θεωρητικών πραγματειών. Είναι το είδος που συμβατικά σήμερα ονομάζουμε Βυζαντινή Μουσική.
Η δεύτερη εκδοχή, είναι η μουσική των λαϊκών στρωμάτων. Που, στο μεγάλο ποσοστό της, είναι η μουσική των μικρών κοινοτήτων της υπαίθρου. Και είναι εξαιρετικά σημαντική η αποστολή της μουσικής αυτής: μέσα από τη λαϊκή λυρική έκφραση, περιγράφεται η ζοφερή πραγματικότητα, διατηρείται η εθνική μνήμη, διατυπώνονται οι πόθοι και οι προσδοκίες του έθνους. Αλλά, και συνοδεύεται η ζωή της κοινότητας σε όλες τις περιστάσεις του λαϊκού βίου, από τη γέννηση ως το θάνατο. Αυτή είναι η περίπτωση της Ελληνικής Δημοτικής Μουσικής που υπήρξε ένα από τα σταθερότερα σημεία αναφοράς των μελών της κάθε κοινότητας. Εκφραστής των ιδιαιτεροτήτων και τροφοδότης της ενότητας μεταξύ των μελών της και, συγχρόνως, ευαίσθητος δέκτης των ιστορικών γεγονότων και των περιπετειών του έθνους ολόκληρου.
Αφού όμως το δημοτικό τραγούδι γεννιέται και αναπτύσσεται μέσα στα πλαίσια μιας μικρής σχετικά ομάδας, έχει αναπόφευκτα τοπικό χαρακτήρα. Και καθώς οι ελληνικοί τόποι, κατ’ αναλογία προς τις αρχαιοελληνικές πόλεις, χαρακτηρίζονται από πολύ μεγάλη διασπορά και διαφοροποίηση, το σώμα της Ελληνικής Δημοτικής Μουσικής είναι ένα μωσαϊκό πολυποίκιλο συντιθεμένο από διαφορετικές μουσικές εκφορές. Παράλληλα με τις διαφορές αυτές όμως, υπάρχει και ένας κορμός κοινών τόπων και στοιχείων που συνιστούν ένα ενιαίο μουσικό σύστημα, με χαρακτηριστικά την πολυδιαστηματικότητα, την πολυτροπικότητα και την πολυρυθμία. Αυτά τα στοιχεία υποδεικνύουν την αδιάκοπη συνέχεια της μουσικής από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας στον Ελλαδικό χώρο, παρά τις οποίες επιρροές και τις οποίες ιστορικές περιπέτειες. Και ακόμα παραπέρα, συνδυασμένα με τα αντίστοιχα κοινά στη μουσική, αλλά και με τους κοινούς τόπους στην ποίηση και την λογοτεχνία των γειτονικών λαών, αποδεικνύουν το ενιαίο των λαών των Βαλκανίων.
Παράλληλα με τη μουσική των κοινωνιών της υπαίθρου και όσο, πλησιάζοντας τις μέρες μας, εντείνεται η αστικοποίηση, αναπτύσσονται τα διάφορα είδη αστικής λαϊκής μουσικής. Τα είδη αυτά, συνήθως, έχουν ορατές τις καταβολές σε δημώδη μουσικά είδη ωστόσο, αναπτύσσουν ένα ιδιαίτερο, συχνά απλοποιημένο, μουσικό ύφος και μια αστική θεματολογία, και αποκτούν ένα μαζικότερο χαρακτήρα. Και αυτό είναι αναγκαίο, γιατί απευθύνονται σε ανθρώπους με διαφορετικές καταβολές. Το ρεμπέτικο π.χ. όφειλε να εκφράσει όλους τους πρόσφυγες ή μεταναστάτες των λαϊκών συνοικιών της Αθήνας ή του Πειραιά, ανεξάρτητα από την προέλευση ή την καταγωγή τους. Η, το τραγούδι της Κωνσταντινούπολης, θα έπρεπε να μπορεί να βρεθεί το ίδιο στα χείλη του Ρωμηού, του Αρμένη, του Τούρκου ή του Εβραίου.
Όλα τα είδη αυτά λαϊκής μουσικής καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες και αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες συνθήκες. Κι όταν οι συνθήκες αλλάξουν και οι ανάγκες πάψουν να υπάρχουν, τότε παύει να γεννιέται το συγκεκριμένο είδος μουσικής. Και μπαίνει στο ράφι της Ιστορίας απ’ όπου, μερικές φορές, ιδιαίτερα σε στιγμές μουσικής αγωνίας και αμηχανίας, ανασύρεται και επαναβιώνει παροδικά, σαν ένα είδος μουσικού ρετρό.
Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τη δημοτική μουσική. Καθώς οι παραδοσιακές κοινωνίες φθίνουν ραγδαία κάτω από την πίεση των ποικίλων πολιτισμικών εισβολών, όλο και περισσότερα στοιχεία του χθές παύουν να λειτουργούν και μετατρέπονται σε μουσειακά είδη και όλο και περισσότερες δράσεις της παραδοσιακής κοινωνίας αχρηστεύονται. Μοιραία λοιπόν και η παραδοσιακή μουσική, όλο και περισσότερο χάνει το φυσικό της περιβάλλον και την πρωτογενή της λειτουργικότητα. Και μένει έρμαιο στα χέρια του θάλλοντος στις μέρες μας λαϊκισμού, ο οποίος την αξιοποεί -με την πολιτική της λέξης έννοια· αναπαράγοντας την κακόγουστα από σκηνής και ευτελίζοντάς την συστηματικά.
Όμως δεν έχει κλείσει ο κύκλος του χθές μέσα στο σήμερα. Κι αν η μουσική μας παράδοση δεν αντιστοιχεί πια σε όλο της το φάσμα σε ζώσες λειτουργίες της κοινωνίας μας, μπορεί ωστόσο να λειτουργήσει ως αγωγός αισθητικής και ως σημείο εθνικής αναφοράς και αυτοσυνείδησης. Κι ακόμα, ως μέσο επικοινωνίας με τους γειτονικούς λαούς και αφορμή συνεργασίας μαζί τους. Επισημάνθηκε λίγο πριν η ύπαρξη κοινών στοιχείων στις διάφορες μουσικές των Βαλκανίων. Ας γίνουν λοιπόν τα κοινά αυτά στοιχεία αφορμή για την υπέρβαση των μη κοινών. Ας ξεκινήσουμε από τις ομοιότητες μας για να αμβλύνουμε τις διαφορές μας. Κι ας μην ξεχνάμε ότι ο πολιτισμός δεν πρέπει να χωρίζει, αλλά να ενώνει τους λαούς.
Αύγουστος 1995
Υποτυπώδης Βιβλιογραφία – Δισκογραφία
Α. Βιβλιογραφία
1. Georgiades Thrasyboulos: Der Griechische Rythmus, Hamburg, 1949.
2. Καράς Σίμων: Για ν’αγαπήσωμε την Ελληνική Μουσική, Αθήνα, 1946, Εκδόσεις Αστέρος.
3. Κυριακίδης Στίλπων: Το δημοτικό τραγούδι. Συναγωγή μελετών. Νεολληνικά Μελετήματα 3,1978.
4. Παπαδόπουλος Γεώργιος I :.Συμβολαίεις την ιατορίαν παρ’ ημίν εκκλησιαστικής μουσικής, Κωνσταντινούπολις, 1890.
5. Reinach Theodor: La musique grecque, 1928.
6. Samouel Baud-Bovy: Essaisurla chanson Grecque, Fondation ethnografique du Peloponnese Nauplie, 1983.
7. Χολστ Γκαίηλ: Δρόμος για το ρεμπέτικο, 1977.
8. Ψάχος Κ. Α: Τα δημώδη άσματα υπό διάφορα είδη και ιδιώματα, Φόρμιγξ, περ. Β’,έτ. Δ’, (1908/09), αρ. 19-20, σελ. 4-7.
Β. Δισκογραφία
Αναφέρονται μόνο συλλογές δίσκων λίγο ως πολύ ολοκληρωμένες. Για πληρέστερη εικόνα, οι ενδιαφερόμενοι παραπέμπονται στις ειδικές σελίδες του Οδηγού Φολκλορικής Μουσικής, Εκδόσεις Νε-οδίσκ, 1992
1. Συλλογή του Συλλόγου προς Διΰδοσιν της Εθνικής Μουσικής (31 δίσκοι)
2. Συλλογή του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος (8 δίσκοι)
3. Συλλογή του Οργανισμού “Ελληνικοί Χοροί – Δόρα Στράτου” (40 δίσκοι)
4. Συλλογή Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου “Μέλπως Μερλιέ” (4 δίσκοι)
5. Συλλογή Λυκείου Ελληνίδων (9 δίσκοι)
6. Συλλογή Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης (5 δίσκοι)
7. Δισκογραφία Δόμνας Σαμίου (12 δίσκοι).
*Ο Μάριος Μανροειδής, που δυστυχώς δεν βρίσκεται πια μαζί μας ήταν εθνομουσικολόγος και Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιόνιου Πανεπιστήμιο.Το κείμενο αποτελεί εισήγηση του στο Πρώτο Διαβαλκανικό φεστιβάλ που έγινε από το Δήμο Καλαμαριάς, το Δήμο Θεσσαλονίκης και τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη ’97, από τις 25-8 έως τις 3-9-1995.