Αρχική » Η διαχρονική παρουσία του ελληνισμού

Η διαχρονική παρουσία του ελληνισμού

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Τσαγκρινού, από το Άρδην τ. 28, Δεκέμβριος 2000-Ιανουάριος 2001

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την ουσία του τρόπου ζω ής και σκέψης του Έλληνα ανθρώπου και την σχέση του με την ορθοδοξία, θα πρέπει προηγουμένως να εμβαθύνουμε στην έρευνα που θα ανιχνεύσει στις πολιτικοθρησκευτι-κές δυνάμεις της αρχαίας Ελλάδος, όπως αυτές εμφανίσθηκαν με μία εξωτερική μορφή (σαν πολυθεϊστικό δωδεκάθεο) ή σαν εσωτερική αναζήτηση του Θείου (Ορφικοδιονυσια-σμός), καθώς και στις επιδράσεις τους στον ψυχισμό, τη νοοτροπία και στη συμπεριφορά του.

Οι περισσότεροι μελετητές του αρχαίου κόσμου συμφωνούν ότι ο Ορφικοδιονυσιασμός, κυρίως μετά τον 6° π.Χ. αιώνα, έκανε εντονότατη την παρουσία του στον ελληνικό χώρο, σαν το θρησκευτικό κομμάτι του Έλληνα, που με ένα εσωτερικό, μυστηριακό τρόπο ολοκλήρωνε το ελληνικό πολιτικοθρησκευτικό σύστημα. Ο όρος “πολιτικοθρησκευτικό σύστημα” δεν είναι τυχαίος, γιατί όντως η θρησκεία των αρχαίων ελλήνων φτάνει στην τελείωσή της μέσα από την έννοια της Πόλης. Η εσωτερική μυστηριακή θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων (ορφικοδιονυσιασμός) φαίνεται ότι κληροδοτεί την ουσία σε ό,τι αργότερα θα εμφανισθεί σαν “ελληνορθοδοξία”.

Είναι ανάγκη λοιπόν να γυρίσουμε στις ρίζες του ελληνικού θρησκευτικού φαινομένου.

Στις ρίζες του φαινομένου

Το μεγάλο ερώτημα δεν είναι αν υπάρχει θεός ή όχι, αλλά, αν τελικό αυτό που υπάρχει έχει τα χαρακτηριστικά που διάφορες θρησκείες του αποδίδουν. Αρκεί κάποιος να διαβάσει το βιβλίο Η Ιστορία του Θεού της θρησκειολόγου της Οξφόρδης Κάρεν Αρμστρονγκ, για να καταλάβει τις ποικίλες οπτικές με τις οποίες διάφοροι λαοί προσεγγίζουν το Θείο Ον.

Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι ένας ή πολλοί θεοί, μία θεία οντότητα ή πολλές, ακόμη και η πιθανότητα η οντότητα να μην είναι “Θεία”, αλλά απλώς ένα ευφυές, φυσικό, υλοενερ-γειακό σύστημα.

Η μεγάλη και αναγκαία προϋπόθεση για να πούμε ότι αυτό το “κάτι” είναι Θεός ή Θεοί, είναι να υπάρχε τρόπος επικοινωνίας τους με τους ανθρώπους και αντιστρόφως. Αν δεν υπάρχει τρόπος να εισακουστούμε όταν έχουμε ανάγκη την αίσθηση της παρουσίας θείου, και αν το θείο κατά οιονδήποτε τρόπο δεν ανταποκρίνεται σε παρόμοιες ποιότητες προσδοκιών μας, όπως η προαναφερθείσα, τότε είναι παράλογο να μιλάμε για ύπαρξη θεού ή θεών. (…)

Αν όντως ένα υπερνοήμον ον υπάρχει, τότε είμαστε αναγκασμένοι να αναζητήσουμε τα πραγματικά του χαρακτηριστικά στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό. Στην ουσία μόνο αυτή η περίπτωση μπορεί να μας ενδιαφέρει, γιατί μόνο αυτή μας δίνει τη δυνατότητα να ζούμε σε ένα κόσμο με νόημα, όπου ένα συμπαντικό ευφυές ον βρίσκεται σε άμεση σχέση με εμάς και με μια ιδιαίτερης μορφής επικοινωνία.

Μιας επικοινωνίας, όμως, που οφείλουμε σαν “άνω θρώσκοντες” άνθρωποι, να ανακαλύψουμε πώς ακριβώς πρέπει να την αναπτύξουμε προς την ουσία του όντος, ώστε το βίωμα της επικοινωνίας μας με το ον να μας δίνει την αίσθηση του ουσιαστικού και του πραγματικού.

Φαίνεται ότι από τα αρχαία χρόνια και μάλιστα από τα χρόνια που η φιλοσοφία αρχίζει να ανθεί, οι δύο τάσεις ένθεων κι άθεων φιλοσόφων είναι ήδη ιστορικά καταγεγραμμένες. Με κριτήριο λοιπόν ότι το σύνολο των Ελλήνων φιλοσόφων είναι ένθεοι, όπως επίσης ότι όλοι οι πατέρες της ορθοδοξίας είναι επίσης ένθεοι, μας δίνει και σε φιλοσοφικό επίπεδο έναν ακόμη κοινό τόπο πάνω στον οποίο μπορεί να βασισθεί μια έρευνα σχετικά με την ελληνική σκέψη και την ορθοδοξία.

Μια ματιά τη νύχτα μας πείθει πως σύμπαν υπάρχει. Ένα σύμπαν όμως, που αναπτύσσεται όχι μέσα σε τρεις διαστάσεις, αλλά σε πολύ περισσότερες. Αφού υπάρχει το σύμπαν συνεπώς το ον υπάρχει. Για το αν τώρα, αυτό το ον είναι Θείο, ή όχι, ο δρόμος είναι μακρύς και δύσβατος. (…)

Φυσική και θρησκεία

Η ανθρωποκεντρική φυσική, επειδή βασίζεται στην παρατήρηση, στο πείραμα και την απόδειξη, δεν μπορεί να αγκαλιάσει το συμπαντικό μακρόκοσμο ούτε φυσικά και όλες τις συμπαντικές διαστάσεις, γιατί είναι καταδικασμένη στις ανθρωποκεντρικές δυνατότητές της. Παρόλα αυτά, ήδη η φυσική επιστήμη με σοφά μαθηματικά, με αιχμή ομάδα φυσικομαθηματικών, της οποίας γνωστότερος είναι ο αστροφυσικός Έντουαρντ Βίτεν, οι οποίοι ανέπτυξαν την εξαιρετικά πρωτότυπη θεωρία των υπερχορδών ή θεωρία των πάντων, μιλούν ήδη για ένα σύμπαν δέκα διαστάσεων. Όταν ήδη στη 4η διάσταση, όπως είναι ο χωρόχρονος, οι επιστήμονες παρατηρούν εκπληκτικά φαινόμενα, όπως είναι π.χ. η καμπύλωση του χώρου, ή το “πολυυπόστατον” του χρόνου, καταλαβαίνουμε το τι μπορεί να συμβαίνει στις υπόλοιπες έξι διαστάσεις, οι οποίες από ότι μας λέει ο Βίτεν “υπάρχουν κατά κάποιον τρόπο” σαν “κόμποι” μέσα στον τρισδιάστατο κόσμο μας και αναμένουν τον ειδικό τρόπο για να λυθούν, ανοίγοντας τις πύλες τους για να μας περάσουν στο θαύμα. Κατανοούμε συνεπώς ότι η φυσική επιστήμη 1000 χρόνια μετά (αν ακόμη υπάρχουμε), θα καταπιάνεται με γνώσεις ασύλληπτες για σήμερα, που όμως και τότε θα είναι ένα μικρό μόνο κομμάτι από την αλήθεια της φύσης του σύμπαντος. (….) Συνεπώς μπορούμε να υποθέσουμε ότι, μπρος στα μάτια μας, και σε εμάς τα τρισδιάστατα όντα, μπορούν να εκδηλωθούν γεγονότα που υπάρχει πιθανότητα να είναι εκφράσεις ενός αποτελέσματος του οποίου το αίτιο ή τα αίτια βρίσκονται σε ένα περισσότερο των τριών διαστάσεων σύστημα.

Η αμιγώς διανοητική λοιπόν προσέγγιση του όντος είναι μια φοβερά επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία, άλλωστε ο σοφός πρόγονος μας Ηράκλειτος το είχε πει: “φύσις κρύπτεσθαι φιλεί” . Είναι θέμα αποσαφήνισης των ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών του όντος. Πρέπει λοιπόν επιτέλους να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε όταν μιλάμε για έναν θεό, για θεούς, ή ένα συμπαντικό ευφυές ον.

Συνήθως, όλες οι γνωστές θρησκείες, όταν μιλούν για θεό, εννοούν το ον που κατόπιν σχεδίου δημιούργησε τον κόσμο. Και αυτή είναι η μία ^g από τις βασικές διαφορές των περισσότερων θρησκειών από την αρχαία ελληνική θρησκεία. Γιατί, με το να αναφέρονται σε έναν θεό που σχεδιάζει τον κόσμο, οι περισσότερες θρησκείες μας παρασύρουν εκ προοιμίου σε μια παραπλανητική θέση, γιατί πριν ακόμη αρχίσουμε να αναφερόμαστε στο ον, ήδη το έχουν “φορτώσει” με ένα γνώρισμα που στη προκειμένη περίπτωση είναι ότι “δημιουργεί κατόπιν σχεδίου”.

Ομως, ας δούμε μία πιθανότητα που όντως μπορεί να υπάρξει. Ένα συμπαντικό ον που δημιουργεί, ενώ ταυτόχρονα αυτοδημιουργείται. Αυτό μπορεί να συμβαίνει με μία απλή μαθηματική προϋπόθεση. Να ισχύει ο νόμος των πιθανοτήτων. Ο φιλόσοφος Βοήθιος στο έργο του “Περί Φύσεως” γράφει: “Φύση είναι δύναμη αυτοκινούμενη, που δημιουργεί και συγκρατεί όσα δημιουργεί, σύμφωνα με τις σπερματικές αρχές, μέσα σε συγκεκριμένους χρόνους και προκαλεί αποτελέσματα ομοιογενή με τις πηγές τους”. Είναι περισσότερο από σίγουρο ότι ο Βοήθιος με την έκφραση “σπερματικές αρχές” εννοεί τους παγκόσμιους φυσικομαθηματικούς νόμους.

Αν λοιπόν υπάρχει ευφυές ον, μπορεί να αποδειχτεί ότι υπάρχει θεός και θεοί σαν εκφράσεις του ενός. Δεν είναι αναγκαίο το θείον ον να είναι μόνο πνεύμα ή ιδέα, μπορεί να έχει και μια υλικότατη, αλλά ταυτόχρονα και μία φιλεσπλαχνέστατη, αγαθή και σοφή υπόσταση.

Αυτό που σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηρίζει ένα ευφυές υλικό ον, είναι η αθανασία, η αιωνιότητα κι η μο-νόδρομη ανέλιξη. Αφού είναι υλικό κάποτε θα πεθάνει, κάποτε θα αρχίσει, μετά το ύψιστο σημείο ακμής του, η πτώση του. Συνεπώς θα πρέπει να υπάρχει ένα μέρος του που θα ζει αιώνια και δεν θα υπόκειται στους νόμους της εντροπίας. Μία τέτοια περίπτωση θα ήταν ένας κόσμος “μαθηματικών ιδεών”, “γεωμετρικών σχημάτων” και “σκεπτομορφών”. Αλλά και γενικότερα ο μαθηματικός λόγος, στον οποίο εντάσσεται και ο νόμος των πιθανοτήτων. Γιατί ακριβώς αυτός ο νόμος των πιθανοτήτων μας λέγει ότι αν κάτι υπήρξε τουλάχιστον μία φορά, σίγουρα θα ξαναϋπάρξει στο μέλλον της απειροσύνης και με ποικίλες μορφές, που μπορεί να είναι αποκλίσεις της οντότητας του. Όμως ακόμη και αυτό το ίδιο, απολύτως το ίδιο, μπορεί να ξαναϋπάρξει σαν μια μορφή απόλυτης ανακύκλωσης. Αλλωστε ο Νίτσε ακολουθώντας τέτοιου είδους Στωικές και Πλατωνικές σκέψεις ανέπτυξε τη θεωρία περί ανακύκλωσης του σύμπαντος. Όταν ο σοφός Ηράκλειτος μας λέγει ότι ο κόσμος είναι “πυρ αείζωον, που ανάβει και σβήνει με μέτρο”, η ουσία του μηνύματος που μας δίνει δεν είναι τόσο “το ανάβει και σβήνει” που αρχικά μας εντυπωσιάζει, επειδή έχει να κάνει με το άναμα-τη ζωή και το σβήσιμο-το θάνατο, αλλά η λέξη μέτρο, γιατί το μέτρο είναι αυτό που πάντα “ζει”. Ακριβώς επειδή το μέτρο είναι ο παγκόσμιος μαθηματικός λόγος. Για αυτό και οι αρχαίοι πρόγονοι πίστευαν στο: “εν το παν”. Εδώ βρίσκεται και η αιτία, που ο αρχαιότερος κι ο μέγιστος θεός των Ελλήνων ήταν ο Αγα-θοδαίμων, ένας φιδοειδής αγαθός θεός, ο οποίος λατρευόταν στο ίδιο άντρο με την αγαθή τύχη. Ταυτιζόταν, κατά τον Αθηναίο, με τον θεό Διόνυσο-Μειλίχιο, που σε μια από τις υποστάσεις του τον τιμούσαν και σαν Θεό του Ελέους στην αρχαία Αθήνα. Αξίζει ιδιαίτερης προσοχής η λατρεία του Θεού του Ελέους στην Αρχαία Αθήνα, επειδή ήταν άγνωστος στους υπόλοιπους Έλληνες και ίσως να ήταν αυτός ο “άγνωστος” Θεός για τον οποίο μίλησε ο Παύλος στους Αθηναίους.

Ο θνήσκων θεάς

Ο Αγαθοδαίμων όμως, ο σύντροφος της αγαθής τύχης, των ιδανικών δηλαδή πιθανοτήτων, σαν φιδο-θεός Βορέας, σύμφωνα με την ορφικοδιονυσιακή παράδοση, γονιμοποιεί την θεία Ευρυνόμη που είναι όλοι οι νόμοι του σύμπαντος, για να γεννηθεί στη συνέχεια το κοσμικό αυγό. Αυτή η κατάσταση μας θυμίζει τις συνθήκες του “κοσμικού αυγού” σύμφωνα με τη σύγχρονη αστροφυσική, πριν από το “Big Bang”. Μέσα από αυτό το κοσμικό αυγό, σπάζοντας το κέλυφος του, βγαίνει ο Φάνης-Έρωτας-Δημιουργός. Αυτός που φαίνεται δηλαδή, ο θεός του φωτός. Ίσως εδώ να έχει την αρχή του το “εγώ ειμί το φως του κόσμου”. Και επειδή σύμφωνα με τον νόμο των πιθανοτήτων, όπως προείπαμε, ο κόσμος μπορεί να ανακυκλώνεται, για αυτό και ο φιδοειδής θεός Αγαθοδαίμων, Διόνυσος ή Βορέας, στον συμβολισμό των εσωτερικών διδασκαλιών, παρουσιάζεται σαν ουροβόρος όφις, φίδι δηλαδή που σε σχήμα κύκλου δαγκώνει την ουρά του. Συχνά μάλιστα, μαζί με το σύμβολο του ουροβόρου όφεως εμφανίζεται και η φράση “Εν το Παν”. Σύμφωνα λοιπόν με την ελληνική σκέψη, όλα αποτελούν ένα ενιαίο σύστημα. Ακόμη και το πλατωνικό “επέκεινα” δεν είναι ακριβώς επέκεινα, αλλά ένα σύστημα γεωμετρικών σχημάτων-σκεπτομορφών, που έχουν μαθηματική υπόσταση και που προσπαθούν να αντανακλώνται, με όσον το δυνατόν περισσότερο επιτυχημένες αντιστοιχίες, πάνω στο κόσμο της ύλης. Και αυτή ακριβώς είναι μια δεύτερη βασική διάφορα από το “επέκεινα(;)” του χριστιανισμού, το οποίο θα μπορούσαμε να το δούμε σαν “υπερεπέκεινα”, δηλαδή σαν μία κατάσταση απερίγραπτη, όπου κυριαρχεί ένας θεός, μη προσεγγίσιμος, με τους τρόπους που εξασφαλίζει ο λόγος. Δημιουργεί δε έναν κόσμο, στον οποίο όχι απλώς δεν συμμετέχει, αλλά δεν αναπτύσσει σχεδόν καμία σχέση ή μορφή αντιστοιχίας με αυτόν. Εάν, σπάνια, αποκαλυφθεί, τότε είναι στιγμές που αυτός αυστηρά επιλέγει. (…)

Ίσως δεν είναι μια απλή σύμπτωση ότι ο Χριστός, απαντώντας σε μία ομάδα Φαρισαίων υποκριτών, τους λέγει, ότι “μπορεί να διατείνεσθε ότι είσθε παιδιά του Θεού, αλλά εγώ σας λέγω ότι είσθε τέκνα του σατανά”. Το Γνωστικό άλλωστε κίνημα, το οποίο ήταν μια ελληνοκεντρική απάντηση σε έναν φαρισαϊκού τύπου δογματικό ιουδαιοκεντρικό χριστιανισμό, αποκαλεί τον Γιαχβέ “Σατανήλ”. Φαίνεται ότι σαν παράδοση η ορθοδοξία βρήκε πρόσφορο έδαφος σε περιοχές που ήδη είχε επικρατήσει η ορφικοδιονυσιακή θρησκεία. Όλη η Ιωνία είχε κέντρα λατρείας του Διονύσου, ενός Θεού, που ήταν ο αγαπημένος του λαού, μια που όπως και ο Χριστός ήταν και αυτός ένας θνήσκων Θεός. Ένας Θεός δηλαδή που έμπαινε στο μαρτύριο του πόνου και του θανάτου και έτσι κατανοούσε βαθιά την ανθρώπινη αδυναμία και απόγνωση. (…) Τώρα, το πώς η ελληνική διονυσιακή θρησκεία αντικαταστάθηκε από την χριστιανική, περιγράφεται σε πολλούς τόμους διαφόρων συγγραφέων.

Η επικράτηση του χριστιανισμού

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο σπουδαίο βιβλίο του Γκίλμπερτ Μάρεϋ τα “Πέντε στάδια της ελληνικής θρησκείας”. Όμως το κλειδί για τη μετάβαση από την διονυσιακή θρησκεία στην χριστιανική βρίσκεται στα όσα γράφει σχετικά ο καθηγητής Χ. Ζανμέρ, στο μνημειώδες έργο του “Διόνυσος, ιστορία της λατρείας του Βάκχου”. Γράφει:

“Μπαίνει το ερώτημα με ποιο τρόπο αφανίσθηκε με την πρόοδο του χριστιανισμού εκείνο που ονομάσαμε “διονυσιακή θρησκεία”. Στις αρχές ιδίως του παρόντα αιώνα συζητήθηκε ζωηρά το ζήτημα των σχέσεων του διονυσιασμού ή του ορφικο-διονυσιασμού με τον χριστιανισμό, όπως και το ερώτημα αν τα “Μυστήρια του Διονύσου” ή άλλων θεών επέδρασαν στον χριστιανισμό. Αν όμως το ζήτημα τίθεται έτσι, δεν έχει κανένα νόημα ή τουλάχιστον θα είχε μόνο για εκείνον ο οποίος θα έθετε τον χριστιανισμό εκτός της ιστορίας. Είναι αυτονόητο ότι ο θεός που γεννήθηκε από θνητή, η λατρεία του λίκνου, οι ελπίδες περί της ελεύσεως ενός σωτήρα δεν είναι ξένα στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο χριστιανισμός κατά την επέκτασή του συνάντησε μοιραίως την διονυσιακή λατρεία της οποίας οι ρίζες και οι παραφυάδες βλάσταιναν με δύναμη κατά τους πρώτους αιώνες μ. Χ. Τον 2° αι. μ. Χ. ο μοντανισμός , ο οποίος γεννήθηκε στην Φρυγία, πιθανή πατρίδα του παλαιότερου Διονύσου, και ο οποίος δεν υπήρξε μια παροδική έκλαμψη, αφού η κίνηση αυτή διατηρήθηκε πολλούς αιώνες και μεταδόθηκε στην Δύση, ανανέωσε την μαντική και τον εκστασιασμό, σε συνάφεια με φαινόμενα δαιμονοπληξίας. Αντιθέτως, οι πρώτοι χριστιανοί απολογητές ήταν ανήσυχοι για τις συνέπειες που ήταν δυνατόν να επέλθουν από τους αντίπαλους του χριστιανισμού, οι οποίοι υπογράμμιζαν την ομοιότητα του “πάθους” του Διονύσου και του “πάθους” του Χριστού, όπως και την χρήση οίνου, σαν ποτό της ευχαριστίας: Ο Ιουστίνος δεν διστάζει να καταγγείλει ότι με τις ομοιότητες αυτές ο διάβολος προσπαθούσε να επιφέρει σύγχυση στην έννοια των προφητειών. Τέλος, δικαίως αναφέρθηκε επίμονα ότι ο χριστιανισμός, ήδη από τις κατακόμβες, υιοθέτησε, και μάλιστα χωρίς κανέναν δισταγμό, ολόκληρη σειρά διονυσιακών θεμάτων και συμβόλων, τα οποία οι Αρχαίοι συνήθιζαν να βλέπουν αλληγορικά και τα οποία δήλωναν την μέλλουσα ευτυχία, όπως π.χ. την άμπελον ή το δείπνο των εκλεκτών”.

Επειδή ο Διόνυσος ταυτιζόταν και με τον Άιδη-Αδη και είχε σαν ένα ακόμη σύμβολο του το “Ω” του Πλούτωνα, άλλωστε στα Ελευσίνεια Μυστήρια εμφανίζεται και σαν μυστικός Ίακχος σε άμεση σχέση με τον κάτω κόσμο, μπορούμε να πούμε ότι συσχετιζόμενος και με τον Φάνη – Ερωτα, Θεό του Φωτός και του Λόγου, που συμβολίζεται με το γράμμα “Α” εκ του “αλφός”, που σημαίνει αυτός που φεγγοβολά λευκό φως, ότι είναι το “Α και το Ω”, που μας θυμίζει το “Εγώ ειμί το Α και το Ω”.

Συνηγορώντας με τα παραπάνω, ο Ζανμέρ συνεχίζει:

” Μετά την σκιαγράφηση αυτή του συνόλου της ανάπτυξης των θρησκευτικών κινήσεων με κέντρο τον Διόνυσο, είναι δυνατόν να τεθεί ένα γενικότερο ερώτημα ακόμα, γιατί δηλαδή αυτός ο λαϊκός Θεός, ο Διόνυσος, απέτυχε τελικά να συλλέξει τον καρπό της παγκόσμιας αποδοχής, πράγμα που παραλίγο να γίνει τους τελευταίους π. Χ. αιώνες, και το οποίο θα πραγματοποιείτο γύρω από το πρόσωπο του θεού με την ανανέωση της αρχαίας λατρείας, την θρησκευτική ενότητα προς την οποία φαίνεται ότι έτεινε ο κόσμος της Μεσογείου. Οι λόγοι αυτοί της αποτυχίας (της Διονυσιακής θρησκείας)… είναι πολλοί και ποικίλοι και δεν μπορούμε να τους απομονώσουμε από την γενική ιστορία των τελευταίων αιώνων της αρχαίας εποχής”.

Ο Ζανμέρ παραθέτει στην συνέχεια κάποιες, κατά την γνώμη του, αιτίες που συνετέλεσαν στην άνοδο του χριστιανισμού και την συρρίκνωση της διονυσιακής θρησκείας, και που είναι περιληπτικά η μεγάλη ανταγωνιστικότητα των διαφόρων θρησκευτικών ρευμάτων, το γεγονός ότι ο διονυσιασμός στήριζε πολλά σε συμβολισμούς και μυθολογικά πρόσωπα, όπως επίσης το σημαντικότατο στοιχείο ότι η διονυσιακή θρησκεία δεν είχε κεντρικό ιερατείο, μάλιστα οι ιερείς του ήταν άνθρωποι που ιερουργούσαν μετά από τις κοινές καθημερινές τους εργασίες. Σ’ αυτές τις θέσεις του Ζανμέρ, αν προσθέσουμε και τις απόψεις του Γκίλμπερτ Μάρεϋ που εξηγεί την συρρίκνωση και την αποδυνάμωση του διονυσιακού ρεύματος και γενικότερα του ελληνικού κινήματος και τις αποδίδει στην κατάπτωση της ελληνικής Πόλης, έχουμε ένα μέρος της αλήθειας. Το ουσιαστικότερο κατά την γνώμη μου είναι η ισχυροποίηση του πρωτοσιωνιστικού φαρισαϊκού κέντρου, που μετά την ισοπέδωση της Ιερουσαλήμ από τον Αυτοκράτορα Τίτο Φλάβιο, γύρω στο 70 μ. Χ. , περνά στην διασπορά και συσπειρώνει τις δυνάμεις του εντός της Ρώμης (…). Πολλά σχετικά με αυτό το θέμα αναφέρει η Λιλή Ζωγράφου στο βιβλίο της “Αντιγνώση”. Από αυτήν την περίοδο και μετά θα αρχίσει ένας ανηλεής υπόγειος πολιτισμικός αγώνας μεταξύ ελληνισμού και ιουδαϊσμού και ενώ από την μία η Ελλάδα θα κερδίζει την διανόηση της Ρώμης, από την άλλη θα χάνει την ψυχή των λαϊκών μαζών, που μέχρι τότε αγκάλιαζε ο Διόνυσος. (…) Η Ελλάδα θα περάσει στην επίθεση με τον ελληνοκεντρικό γνωστικισμό που εμφανίζεται κυρίως σε ελληνικά αποικιακά κέντρα της Μεγάλης Ελλάδος και της Μασσαλίας, ενώ ο Ιουδαϊσμός θα αντεπιτεθεί με έναν ιουδαιοκεντρι-κό γνωστικισμό, με ηγέτη τον Σίμωνα τον Μάγο.

Ορθοδοξία και προτεσταντισμός

Αργότερα, όταν μετά τον 9° μ.Χ. αιώνα το Βυζάντιο θα αρχίσει να σφύζει από ελληνικότητα, με τους Μακεδόνες βασιλείς και πεφωτισμένους αυτοκράτορες όπως ο Βασίλειος, αλλά και σοφούς πατριάρχες όπως ο Φώτιος, που μόνο με την “Μυριόβιβλο” του περιέσωσε σε περιλήψεις τον ανθό της αρχαίας ελληνικής σκέψης, η Δύση θα επιτεθεί με πρόσχημα του Αγίους Τόπους και με τις σταυροφορίες της θα καταφέρει ένα σκληρό κτύπημα στον Ελληνισμό. Αυτή η υπόγεια πολιτισμική μάχη θα συνεχισθεί για αιώνες ενώ, στα χρόνια της Αναγέννησης, η Ελλάδα με κέντρο την Φλωρεντία και άλλες ιταλικές πόλεις

θα προσπαθήσει να κερδίσει την μεγάλη ρεβάνς. Η Ευρώπη και παλι νασαίνει με την ανάσα της Ελλάδος και του ελληνορωμαϊκού πολιτισμοί Ακριβώς τότε η αντίπαλη πλευρά θα αντεπιτεθεί και, με σύνθημα: ‘Μακριά από τους έλληνες ειδωλολάτρες και τον κρυπτοπολυθείστικο καθολικισμό και ορθοδοξία”, θα προτρέψουν τα πλήθη για μια αυστηρά επιστροφή στην Βίβλο. Έτσι δημιουργείται ο Προτεσταντισμός που μαζί του φέρνει και το σπέρμα του καπιταλισμού. Ο Θεός, λένε οι προτεστάντες, σε βοηθά να γίνεις πλούσιος επειδή σε ανταμοίβει γιατί είσαι καλός χριστιανός. Και αν είσαι φτωχός είναι επειδή ο Θεός σε τιμωρεί. Περισσότερα για την σχέση προτεσταντισμού-καπιταλισμού μπορούμε να διαβάσουμε στο βιβλίο του Μαξ Βεμπερ “Προτεσταντική ηθική και άνοδος του καπιταλισμού”.

Σπέρματα όμως αυτής της μορφής του χριστιανισμού, όπου το οικονομικό κέρδος βρίσκεται ανάμεσα στα θεία δώρα, μπορούμε να βρούμε κα. στο βιβλίο του Καρλ Κάουτσκι. Ή γέννηση του Χριστιανισμού”. Από την άλλη έναν ακόμη εχθρό που ο καπιταλιστικοκεντρικός προτεσταντισμός φροντίζει να εξουδετερώσει είναι η θεία θηλυκή αρχή. Η Παναγία, που για ορθόδοξους και καθολικούς σαν μητέρα του Θεού έχει και η ίδια θεία υπόσταση, στον προτεσταντισμό εκπίπτει στο επίπεδο της απλής θνητής. Δεν είναι λοιπόν συμπτωματικό ότι εκτός από τον καπιταλισμό και ο σεξισμός ξεκινά από τα προτεσταντικά κράτη. Λείπει ο θείος χυμός που προσδίδει η θηλυκή οντότητα στον έρωτα. Σ’ αυτές τις δύσκολες μέρες μας, της παγκοσμιοποίησης, όπου οι “W.A.S.P.” (White Anglo Saxon Protestants), με συμμάχους τους σκληροπυρηνικούς σιωνιστές τραπεζίτες με όπλο τους ένα τοκογλυφοκεντρι-κό σύστημα, εγκλωβίζουν έθνη και λαούς σε μία μέγκενη που έχει σαν σκοπό την σύνθλιψη του ψυχισμού του ελεύθερου δημοκράτη ανθρώπου, όπως και την ξεχωριστή πολιτισμική οντότητα του κάθε λαού, ώστε έτσι σε ένα ομογενοποιημένο πλανήτη να μπορούν να κυβερνούν σαν μέλη μιας συναρχίας, μια ανθρωπότητα που θα αποτελείται από ανθρώπους -ρομπότ.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ