Αρχική » Ο πόλεμος των Δύο Κόσμων

Ο πόλεμος των Δύο Κόσμων

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 32, Νοέμβριος 2001

Με τον πόλεμο Δύσης και ισλαμικής Ανατολής να έχει μόλις αρχίσει, κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας, στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, εγκαινιάζεται η βαθύτερη αλλαγή της οικονομίας, της κοινωνίας και των διεθνών σχέσεων από την εποχή της έναρξης του ψυχρού πολέμου.

Η καταστροφή των “Διδύμων” στη Νέα Υόρκη δεν είναι απλώς μια “απάντηση” του Ισλάμ στην ήττα που είχε καταφέρει στον Αραβικό Κόσμο η αμερικανική υπερδύναμη δέκα χρόνια πριν, με τον πόλεμο του Κόλπου, αλλά συνιστά τη δραματικότερη ανατροπή που έχει συντελεστεί μετά την κατάρρευση του σοβιετικού στρατοπέδου. Κυρίως, όμως, κλείνει με απρόβλεπτο τρόπο την περίοδο της μονοπολικής “υπερ-παγκοσμιοποίησης” και της δεκαετούς απρόσκοπτης ηγεμονίας των Η ΠΑ – της περιβόητης “δεκαετίας Κλίντον”.

Οι επιπτώσεις της νέας κρίσης στο Παλαιστινιακό και στους ευρύτερους συσχετισμούς δυνάμεων στην περιοχή -όπου εμπλέκεται η Ελλάδα και το Κουρδιστάν- καθώς και εκείνες που αφορούν στην αντιπαράθεση Βορρά-Νότου, στην εξέλιξη της ενεργειακής πολιτικής και οικολογικής ισορροπίας του πλανήτη, όπως επίσης οι ιδεολογικές και ηθικές επιπτώσεις της, θα σφραγίσουν τη δεκαετία που άρχισε.

Παρόλο που η αμερικανοδυτικη επίθεση στο Αφγανιστάν φαίνεται να στέφεται από μερική “επιτυχία”, μετά από τους κτηνώδεις βομβαρδισμούς και την αποχώρηση των Ταλιμπάν από τις μεγάλες πόλεις, θα οδηγήσει πιθανώς σε ακόμα μεγαλύτερες περιπλοκές. Καταρχάς, διότι δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί πραγματική ειρήνευση στο Αφγανιστάν, δεδομένης της φυλετικής πραγματικότητας που συνεχίζει να τροφοδοτεί τον εμφύλιο πόλεμο. Στο Αφγανιστάν η μόνη ενοποιητική (σχετικά) δύναμη είνοι οι Παστούν (40% του πληθυσμού), οι οποίοι αποτελούσαν και την βάση των Ταλιμπάν. Και η “Βόρεια Συμμαχία” προσπαθεί να αποφύγει την επάνοδο του Βασιλιά που έχει πα-στουνική καταγωγή. Κατά συνέπεια οι δυτικοί θα εγκλωβιστούν σε μια παρουσία στο Αφγανιστάν πολύ μεγαλύτερης έκτασης και διάρκειας από αυτή που επιθυμούν. Με απρόβλεπτες συνέπειες για τη συνέχεια. Ήδη οξύνονται οι αντιθέσεις με το γειτονικό Πακιστάν, που εξαιτίας της παρουσίας εκατομμυρίων Παστούν στο έδαφος του θα επιθυμούσε ένα καθεστώς ελεγχόμενο από αυτούς. Εν συνεχεία, και κυρίως, διότι αυτή η σύγκρουση, η δεύτερη μετά τον πόλεμο του Κόλπου, έφερε και πάλι σε αντιπαράθεση τη Δύση με τον ισλαμικό κόσμο και οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες θα είναι ανυπολόγιστες.

Η συμμαχία που είχε δημιουργήσει η Δύση, και ειδικά οι Αγγλοσάξωνες, με το συντηρητικό σουνιτικό Ισλάμ και τις παραδοσιοκεντρικές μεσαίες τάξεις διερράγη ανεπανόρθωτα. Και αυτό το γεγονός θα έχει συνέπειες τόσο για τη Δύση όσο και για την εσωτερική δυναμική των ισλαμικών χωρών. Μπρός στην αποτυχία των παραδοσιακών αρχουσών τάξεων (κοσμικών όπως στη Τουρκία ή ισλαμικών όπως στο Πακιστάν και τη Σαουδική Αραβία)„είναι πιθανόταπο η ριζοσπαστική συνιστώσα του ισλαμισμού να ενισχυθεί και πάλι, επιχειρώντας την ανατροπή πολλών από τα συντηρητικά μουσουλμανικά καθεστώτα. Το ισλαμικό οικονομικό δίκτυο (ήδη οι ισλαμικές τράπεζες έχουν καταθέσεις του ύψους των 200 δισ. $) θα ενισχυθεί και ο μηχανισμός της απομάκρυνσης από τη Δυση θα καταστεί ακαταμάχητος. Η αδυναμία μαλίστα μιας βιώσιμης λύσης του Παλαιστινιακού, παρά της ανέξοδες δηλώσεις καλών θελήσεων, επιτείνει το αδιέξοδο και την αντιπαράθεση.

Κατά συνέπεια ο ισλαμισμός, όχι ως θρησκευτική δοξασία αλλά ως πολιτικο-κοινωνική θεωρία και κίνημα -κατ’ εξοχήν στη μορφή του ριζοσπαστικού ισλαμισμού- θα συνεχίσει να λειτουργεί ως μια απόπειρα απάντησης στην περιθωριοποίηση του Τρίτου Κόσμου και στην αποτυχία των εκκοσμικευμένων ιδεολογιών.

Η κρίση του σοσιαλισμού, και ιδιαίτερα του αραβικού εθνικισμού, άφησαν το πεδίο ελεύθερο στην παρέμβαση του Ισλάμ, που επιχειρεί μια κριτική στην ίδια την κυριαρχία του ορθολογικού δυτικού βιομηχανικού μοντέλου. 0 ισλαμισμός εμφανίζεται παράλληλα με το οικολογικό-εναλλακτικό κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης στη Δύση, ακολουθώντας όμως, μια διαμετρικά αντίθετη “ρομαντική” κατεύθυνση. Ενώ το εναλλακτικό κίνημα προσπαθεί να συνδυάσει την άρνηση του βιομηχανισμού με μια θεωρία κοινωνικής και ατομικής απελευθέρωσης, η οποία εμπεριέχει στοιχεία ορθολογισμού, αποτελώντας, μ’ αυτόν τον τρόπο, έναν “ριζοσπαστικό ορθολογικό ρομαντισμό” ο ισλαμισμός, αντιθέτως, και στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές του, δεσμεύεται από τον θρησκευτικό χαρακτήρα των κυρίαρχων δοξασιών, αυτό-υπονομεύει το απελευθερωτικό του περιεχόμενο και υπ’ αυτή την έννοια μπορεί να χαρακτηριστεί μάλλον ως κίνημα αντίστασης και όχι ως απελευθερωτικό κίνημα. Ένα κίνημα αντίστασης που μπορεί να κατευθυνθεί είτε προς μία απελευθερωτική είτε προς μία ολοκληρωτική-φασίζουσα λογική.

Πάντως, με τα σημερινά δεδομένα, είναι βέβαιο πως, για τις μουσουλμανικές χώρες, ο ισλαμισμός αποτελεί αναγκαίο πολιτισμικό υπόβαθρο για οποιαδήποτε μετάβαση προς την κατεύθυνση μιας μελλοντικής σύνθεσης: από την αντίσταση στην απελευθέρωση (και το ζήτημα είναι ακριβώς να πάψει να ταυτίζεται το Ισλάμ, ως πολιτισμός και παράδοση, με το Ισλάμ ως θρησκεία). Γι’ αυτό και θα πρέπει να υπερβούμε τη δαιμονολογία και τον ευρωποκεντρισμό των δυτικών διανοουμένων που θεωρούν τον ισλαμισμό ως ένα απλό φαινόμενο “θρησκευτικού φανατισμού”. Άλλωστε και το κομμουνιστικό κίνημα στη σταλινική εκδοχή του μεταβλήθηκε σε οιονεί θρησκευτικό κίνημα. Οι δρόμοι της κατάκτησης της αυτοσυνείδησης των υποκειμένων είναι συχνά περίπλοκοι και πορεύονται δια της τεθλασμένης. Δεν παύουν γι’ αυτό να είναι σημαντικοί ή ακόμα και συναρπαστικοί. Για τις μουσουλμανικές χώρες, η πρόσβαση στη νεωτερικότητα πραγματοποιείται μέσω της επανερμηνείας του ίδιου του ιστορικού και πολιτισμικού τους υποστρώματος. Και αυτή η διαδικασία θα είναι κοινή είτε πρόκειται για μια αυθεντική και απελευθερωτική μετεξέλιξη είτε για οποιοδήποτε αντιδραστικό αδιέξοδο.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ