από το Άρδην τ. 32, Νοέμβριος 2001
μείνε η παραβολή λέξεων και φράσεων της σημερινής γλώσσης με τας παλαιάς. Σκοπός ταύτης είναι να διεγείρω τους νέους εις ακριβεστέραν γνώσιν της προγονικής γλώσσης, όχι δια να την αναστήσωσι (ας αφήσωσι την ανάστασιν αυτής εις τούς έχοντας το χάρισμα των Θαυμάτων), αλλ’ ως μόνον μέσον να διορθώσωσι και να καλλύνωσι την σήμερον ζώσαν από ζώντας λαλουμένην γλώσσαν, τρίβοντες και πλύνοντες τας προσκολλημένος εις αυτήν από την μακροχρόνων του ελληνικού γένους δυστυχίαν πολλάς ασχήμιας. (…)
Η γλώσσα, όσον καν εβαρβαρώθη, είναι όμως γλώσσα λαλουμένη προ πολλοτάτων εκατονταετηρίδων απ’ όλον τον κοινόν λαόν της Ελλάδος.
Ότι να φανή παράξενος η τοιαύτη αλήθεια, ας παραβάλη την ανεπαίσθητον διαφοράν της προ σχεδόν 700 ετών γλώσσης του Πτωχοπροδρόμου προς την σήμερον του λαού γλώσσαν έπειτα ας αναβή επέκεινα της επτακοσιετούς ταύτης γλώσσης άλλα επτακόσια έτη, οπού θέλει απα-ντήσειν ελληνικούς συγγραφείς, ακμάσαντας από την τετάρτην έως περί τα μέσα της πέμπτης από Χριστού εκατονταετηρίδος. Αυτοί εσυνωμίλουν με τον περί αυτούς λαόν, όχι ως έγραφαν, αλλ’ ως έμελλαν να λαλώσι μετ’ αυτούς οι της δωδέκατης εκατονταετηρίδας Γραικοί, των οποίων την γλώσσαν, χάρις εις τον Πτωχοπρόδρομον, γνωρίζομεν σήμερον. Εάν δύο μόνον ή τρεις εκατονταετηρίδας προχωρήσωμεν ανώτερον, απαντώμεν ενδοξότερους άλλους όσοι ήκμασαν από την πρώτην και δεύτερον από Χριστού εκατονταετηρίδα, οι οποίοι και αυτοί συνελάλουν με τους περί αυτούς εις γλώσσαν όχι πολύ ευφραδεστέραντης Πτωχοπροδρομικής γλώσσης, ως ηθέλαμεν το πληροφορηθήν, αν ευρίσκετο τις μεταξύ των, κατ’ εκείνους τους χρόνους, αρκετά τολμηρός να γράψη εις του χυδαίου λαού την γλώσσαν.
Γλώσσα ούτε δημιουργείται ούτε μεταβάλλεται εις ολίγων ετών διάστημα. Μακρός χρόνος την πλάσσει και μακρός χρόνος την μεταπλάσσει, ούδ’ εμπορεί να την εξάλειψη ολότελα, αν δεν εξάλειψη πρότερον αυτό το έθνος.
Δεν ήθελα τολμήσει να δώσω εις την χυδαίαν γλώσσαν δύο σχεδόν χιλιάδων ετών ηλικίαν, εάν άλλος τολμηρότερος μου δεν είχε την κρίνειν και αυτού του Ομήρου συνηλικιώτι-δα.(…)
Και το αίτιον τούτου δεν είναι των αδήλων. Καθέν έθνος μίαν γλώσσαν έχει, και ταύτην μόνην λαλεί πριν του πολιτισμού του. Αλλ’ ευθύς απού αρ-χίση να πολιτίζεται, διαιρείται εις δύο κόμματα· το πολυπληθές κόμμα των έτι χυδαίων, και τους πολλά ολίγους οπωσούν πλέον πολιτισμένους και λογιωτέρους των άλλων. Ούτοι και λαλούν κομψότερα παρά τους άλλους, και, αν η τέχνη του γράφειν έγι-νεν ήδη γνωστή, φέρονται φυσικά εις το γράφειν, και εκφράζουν έτι κομψότερα τους λογισμούς των, έχοντες πλειοτέραν ευκαιρίαν να καλλωπίζωσι την χυδαίαν γλώσσαν. Από την διαφοράν ταύτην γεννώνται εις καθέν έθνος δύο γλώσσαι, η γλώσσα του πλέον πολιτισμένου κόμματος του έθνους, και η γλώσσα των χυδαίων.
Αλλα και ο καλλωπισμός, ή να εί-πω ούτως, κτενισμός και στολισμός της γλώσσης έχει όρια, τα οποία όστις αγωνίζεται να υπερπήδηση, γίνεται τύραννος της γλώσσης, και τύραννος γελοίος, δια το αδύνατον της κατορθώσεως. Άλλο τι δημοτικώτερον παρά την γλώσσαν δεν είναι’ ούτε μοναρχίαν ουτ’ ολιγαρχίαν υπομένει. Η γλώσσα είν’ αυτό το έθνος, σε συγχωρεί να την καλλωπίζης και να την στολίζης, αλλ’ όχι και να βάλης εις τόπον αυτής άλλην γλώσσαν ιδικήν σου. Μας υποφέρει (να επαναλάβω την μεταφοράν) να την κτενίζω-μεν, άλλ’ όχι και να της πληγώνωμεν την κεφαλήν.(…)
Τούτο έκαμαν οι πρώτοι ποιηται ή συγγραφείς της γλώσσης (ό,τι παρατηρείται γινόμενον εις όλας τας γλώσσας), και πάλιν, γράφοντες ή στι-χουργούντες, αλλ’ όχι και δια ζώσης φωνής λαλούντες με τους χυδαίους του έθνους. Με τούτους, παρ’ όσας εδέχθησαν στιχουργούντες ή πεζογραφούντες, ηναγκάζοντο να μεταχειρίζωνται και τας λοιπάς της χυδαϊκής γραμματικής ανωμαλίας. Ο Ισοκράτης, ο Δημοσθένης, ο Πλάτων και οι λοιποί λόγιοι του έθνους ωμιλούσαν με τους χυδαίους Αθηναίους, όχι ως έγραφαν, αλλ’ οποίαν σχεδόν ελαλού-σαν οι χυδαίοι γλώσσαν, ήτις πιθανόν ότι δεν διέφερε παραπολύ από την σήμερον συνήθη γλώσσαν, αν και δεν ήτο διόλου η αυτή. Διότι, καθόσον επληθύνοντο οι λόγιοι του έθνους, τόσον πλέον εωωτίζοντο και οι χυδαίοι φιλοτιμούμενοι να μιμώνται πλειότερον ή ολιγώτερον όσα ήκουαν, ή ανεγίνωσκαν γραμμένα απ’ εκείνους, κο να διορθωνωσι σύγχρονα με τας εννοίας και την έκφρασιν των εννοιω· αυτών.
Αλλ’ οι λόγιοι του έθνους, ως εγεννήθησαν από τον πολιτισμόν, μί τον πολιτισμόν ομοίως διαμένουν, κο μ’ αυτόν συναποθνήσκουν, αν κατά, δυστυχίαν θανατώση τον πλουτισμόν δουλεία. Τότε το έθνος όλον επανα στρέφει εις την αρχαίαν του βαρβαρότητα, και οι λόγιοι’ του, αντί να γ.-νωνται κανόνες γλώσσης και napc-δειγμα εις τους χυδαίους, τους ακο- λουθούν ως οδηγούς. Τούτο δεν γίνεται πάραυτα. Πρώτον αρχίζουν να φθείρωσι την γραφομένην γλώσσαν, και, με πρόφασιν να την καλλωπίσωσιν επιπλέον, την μολύνουν κατά μικρόν με φράσεις και λέξεις χυδαιότητας, αυξημένης τότε και από την επιμιξίαν ξένων και βαρβάρων εθνών. Και αν γεννηθώσι μεταξύ των τινές με φα-ντασίαν αχαλίνωτον ευρεταί νέας φιλοσοφίας, μεταβάλλουν και την γλώσσαν εις αινιγματώδη λαλιάν σοφιστών, ή εις ψιττακών ακατανόητα ψελλίσματα.
Τούτο συνέβη και εις τους Έλληνας. Δουλωθέντες εις τους Μακεδόνας, έμβασαν εις την γλώσσαν πολ-λάς λέξεις και φράσεις Μακεδονικάς, και ακολουθήσαντες τους διαδόχους του Αλεξάνδρου βασιλείς εις την Αί-γυπτον, την Συρίαν, και άλλα μέρη της Ασίας, προσέλαβαν και τον Ασιανόν του λόγου χαρακτήρα. Υποκύψαντες έπειτα εις τον ζυγόν των Ρωμαίων, την έβαψαν και με Ρωμαϊκά χρώματα όχι ολίγα. Και εκ τούτων εγεννήθη ο λεγόμενος παρακμάζων ελληνισμός…)
Επειδή η γλώσσα είναι κοινόν και δημοτικόν όλων των ομογλώσσων κτήμα, τόση μόνον εξουσία συγχωρείται εις τους καλλωπιστάς αυτής, όση δεν τους κάμνει ακατανόητους εις τον απαίδευτον λαόν. Είναι όμως και πολλόταται περιστάσεις αναγκάζουσαι τον γράφοντα να μεταχειρίζεται και λέξεις αγνώστους εις τους πολλούς· αλλ’ έχει και τούτου θεραπείαν, αν φροντίζη να τας θέτη (ως και άλλοτε το είπα) εις τον τόπον όπου τρόπον τίνα σχολιάζονται από τας συνοδεύουσας λοιπός λέξεις, ή καν να τας εξηγή με υποσημείωσιν, δια να γνωρίζωνται εις το εξής απ’ όλους. Αν είναι χρέος των λογίων να συγκαταβαίνωσιν εις την άγνοιαν των χυδαίων, δια να μην ακούωσι κατά πάσαν ώραν απ’ αυτούς το: “Αμαθέστερόν πως ειπέ και σαφέστερον” (Αριστ. Βα-τρ.), χρεωστούν όμως και οι χυδαίοι να αναβαίνωσιν κατά μικρόν προς τους λογιωτέρους, δια να μην αποχυδαϊσθώσιν ολότελα. Δεν είναι δίκαιον ουτ’ οι ιδιώται να καταδικασθώσιν εις την ακαταληψίαν της γλώσσης, δια την άλογον όρεξιν των ζητούντων ν’ αναστήσωσι την παλαιάν γλώσσαν, ούτε πάλιν οι λόγιοι να καταφρονήσωσι, προς χάριν των απαιδεύτων, τον καλ-λωπισμόν και πλουτισμόν της γλώσσης.
Η ανάστασις είναι αδύνατος- μέρος τι μόνον από τον πλούτον του νεκρού τούτου μας εσυγχωρήθη να κληρονομήσωμεν, και να το συναρμόσω-μεν με την κοινήν γλώσσαν. Και το μέρος τούτο, κατ’ ευτυχίαν, είναι ασυγκρίτως πλουσιώτερον των από την Λατινικήν γλώσσαν καταγομένων νεωτέρων γλωσσών.
Η σημερινή μας γλώσσα είναι όλη Ελληνική, πλην ολιγωτάτων τινών λέξεων Ιταλικών και Τουρκικών και τούτων μόνον την εξόρισιν χρεωστούμεν να φροντίζωμεν, οπού τούτο είναι δυνατόν, μεταχειριζόμενοι τας λοιπάς, ως να ήσαν και εις τους Έλληνας συγγραφείς και ποιητάς, με την χρειαζομένην μόνον κρίσιν, ποίαι παρά ποίας, και εις ποίον λόγου χαρακτήρα αρμόζουν πλέον. Πολλαί εξ αυτών αφανίσθησαν από τα συγγράμματα των παλαιών αλλ’ ο αφανισμός των δεν αρκεί να κάμη ύποπτον την γνησιότητα των διότι ούτε όλοι οι παλαιοί συγγραφείς και ποιηταί σώζονται πλέον, και εις τους Γλωσσογράφους ευρίσκονται πολλαί, εκ των οποίων ουδεμία φέρει παλαιάν μαρτυρίαν. Και ως πιστεύομεν τούτους, ακόμη και αμαρτύρους, ομοίως πρέπει να πιστεύω-μεν και την κοινήν γλώσσαν, ως σωζόμενον Ελληνικής γλώσσης Λεξικόν άνέκδοτον.
Τούτο μόνον προσθέτω τελευταίον, ότι εις όσας ελάβαμεν από τον παρακμάζοντα ελληνισμόν λέξεις και φράσεις, συνήργησε μάλιστα και η Παλαιά και Νέα Διαθήκη, συγγραμμέναι και’ αι δύο εις ελληνισμόν παρακμάζοντα. Αυτάς αναγιγνώσκοντες ή ακούοντες αναγιγνωσκομένας καθημέραν εις την εκκλησίαν, φυσικά έπρεπε και να τας μιμηθώμεν πολλάκις. Και τούτο ίσως εχρημάτισε εν από τα αίτια να μην αποβαρβαρωθή ολότελα η γλώσσα.
(1829. Άτακτα Β’ Προλ.)
Από τα “Άπαντα”, εκδ. Μπίρης, τόμ. 1, Αθήνα 1969, σελ. 331-6.