Αρχική » Σημειώσεις για τον λαϊκό πολιτισμό

Σημειώσεις για τον λαϊκό πολιτισμό

από Μιχάλης Μερακλής

του Μ. Μερακλή, από το Άρδην τ. 32, Νοέμβριος 2001

να δίπτυχο βιβλίο που με ξάφνιασε εξέδωσε πρόσφατα ο καθηγητής κλασικής φιλολογίας Ανδρέας Παναγόπουλος. Το ξάφνιασμα μου έδωσαν και τα δύο μέρη. Το πρώτο, που επιγράφεται Τάξει: το δεύτερο, που επιγράφεται Αταξίες. Κλασικός φιλόλογος, μιλάει ωστόσο -και μ’ έναν εύθυμο -δηκτικό, κάποτε σαρκαστικό τρόπο- για το παρόν ταξικό συνοθύλευμα, το οποίο βέβαια δεν αναιρει διόλου το γεγονός της ύπαρξης τάξεων και ταξικού αγώνα, αν με αυτόν εννοούμε την αδιάλειπτη σύγκρουση, σε διάφορα επίπεδα, οικονομικών συμφερόντων των κοινωνικών ομάδων. Η οροθέτηση -η χωροθέτηση- των τάξεων που κάνει δεν είναι σαφής (μεταξύ τους περιγράφει και την ευνοούμενή του τάξη Χ, όπως τη λεει). Όχι από αδυναμία, αλλ’ ηθελημένα, με κάποια πανουργία: για να τονίσει οσο μπορεί την παρδαλή φαινομενολογία τους, που κάνει κάποιους (άλλους αφελείς, άλλους παμπόνηρο.; να νομίζουν ή να υποστηρίζουν, ότι το πρόβλημα των τάξεων έχει πιά λυθεί με τη “σύγκλιση” τους (στα ελληνικά καθέκαστα, αν δεν κάνω λάθος, το είχε, πριν από δεκάδες χρόνια, “λύσει” πρώτος ο υπουργος εργασίας Κωνσταντίνος Λάσκαρης…). Πόσο πιστεύει ο συγγραφέας σε κάτι τέτοιο το δείχνει η καταληκτική φράση του κειμένου του για τις κοινωνικές τάξεις: “Γενικό συμπέρασμα: οι κοινωνικές τάξεις δηλώνουν στη χώρα μας τη γενικότερη αταξία. Κι όμως η κοινωνία δεν είναι αταξική, άτακτη είναι. 0 καθένας “ότι φαει ότι πιει κι ότι πει””.

Ο κ. Παναγόπουλος λεει σοβαρά πράγματα. 0 αναγνώστης πάντως πρέπει να προσέξει και να μην παρασυρθεί από την εκφορά του, ώστε να περιοριστεί μόνο στο να γελάει και να διασκεδάζει. Π.χ. “φαίνεται πως ακόμη πληρώνει η Ελλάδα την ήττα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Πράγματι η Πελοπόννησος είναι ακόμη όχι μόνο η περιοχή που δίνει τους περισσότερους πρωθυπουργούς, υπουργούς, διοικητές οργανισμών, αλλά και τους πιο πολλούς αρχηγούς σωμάτων και όπλων. Δεν είναι τυχαίο π.χ., πως οι περισσότεροι αρχηγοί της Αεροπορίας είναι Μανιάτες”.

Στο έπακρο φτάνει η οξύτητα του λόγου -χωρίς καν τη συγκατάβαση του χιούμορ- όταν έρχεται (αλλά και πριν έλθει, μιλώντας έπ’ ευκαιρία) στις Πανεπιστημιακές τάξεις (μιλάει ακόμα για Στρατιωτικές και Σχολικές τάξεις). Εδ(~ το μαστίγιο πέφτει, ίσως, σε περισσότερες πλάτες απ’ όσες τους αξίζει να το δεχτούν.

Πρέπει να αναφέρω και τις φιλολογικά αμιγέστερες παρεμβάσεις (δίκην παρενθέσεων ή “ιντερμεδίων”) με τις ετυμολογικές και ιστορικές αναγωγές στις σημασίες διαφόρων λέξεων και φράσε^. (όπως για την τάξη και την αντίστοιχη λατινική classis εν σχέση και προς την κλάση, ή για τη φράση “vouς υγιής εν σώματι υγιεί”, για τη λέξη σνομπισμός ή την έκφραση “πράσιν’ άλογα”).

Με ξάφνιασαν, όπως είπα, και οι αταξίες του φιλολόγου, δεδομένου ότι αυτές συγκροτούνται απο δύο θεατρικούς μονολόγους, τρία αφηγήματα κι ένα δοκίμιο. Οι μονόλογοι, γραμμένοι και με την πνευματική παρόρμηση που του έδωσαν κείμενα του Καμπανέλλη και της Γιουρσενάρ (η τέχνη, όπως έχει λεχθεί, είναι μια απέραντη αλληλεγγύη), είναι, κατά την κρίση και την ευαισθησία μου, δύο έξοχα κομμάτια, ιδίως το πρώτο, όπου με εντυπωσιακή χρήση (σαν από έμπειρον ήδη και ταλαντούχο συγγραφέα) της ειρωνείας και του αναχρονισμού ως μέσων καλλιτεχνικών δίνεται η απολογία, δήθεν, προς Ορέστη του Αγαμέμνονα, ο οποίος παραμένει εντούτοις ένας αμετακίνητα ανδροκράτης. Διάφορετικής φύσεως και υφής ένταση και δόνηση μεταδίδει η βαθύτερη εσωτερική αφήγηση ενός οικογενειακού θανάτου που έζησε συγκλονισμένος ο συγγραφέας (“Πρέπει”), ενώ ως δίδυμο χαρακτηρίζω το ισαξιο τουκείμενο, όπου δοξάζει τους νέους -όχι όλους: εκείνους με την υποσυνείδητα επιλεγμένη ήδη “ευτυχισμένη καταστροφή”. Ένας τέτοιος νέος ή νέα “δεν μετράει τη ζωή του με τη μεζούρα της τιποτοσύνnς Δεν είναι χαμερπής, δεν σέρνεται στη ρίζα του τοίχου σαν σαύρα, δεν τσιγκουνεύεται τη ζωή το. r · υγεία του και την ασφάλειά του σα γεροντάκι, δεν έχει φοβίες, είναι απροστάτευτος, τολμάει να βγει νωρίς από το σπίτι για να παλέψει με τη ζωή”. Η περιγραφή μου θυμίζει κάποιους λαμπρούς νεαρούς ήρωες των παραμυθιών, που φεύγουν κι αυτοί νωρίς από το σπίτι τους για να βρουν, μακριά απο τους δικους τους, την τύχη τους και ν’ αναμετρηθούν μαζί της. Ο κ. Παναγόπουλος τους εντόπισε -γιατι υπάρχουν- και μέσα στη ζωή.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ