Αρχική » Κοσμοθεωρητική ετερότητα

Κοσμοθεωρητική ετερότητα

από Άρδην - Ρήξη

του Π. Ήφαιστου, από το Άρδην τ. 32, Νοέμβριος 2001

Η σταθεροποίηση των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου τους τελευταίους αιώνες, τα συστήματα συλλογικής ασφάλειας πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η συντριβή της τελευταίας μεγάλης διεθνιστικής κοσμοθεωρίας στην Σοβιετική Ένωση, την τελευταία δεκαετία, και η σταθεροποίηση της κυριαρχίας των εθνών-κρατών στο σύστημα ευρωπαϊκής διακυβέρνησης την τελευταία δεκαετία, είναι γεγονότα που συμβολίζουν την ανεπίστροφη ιστορική νίκη της αξίωσης εθνικής-κρατικής κυριαρχίας επί των διεθνιστικών ή κοσμοπολίτικων αξιώσεων και την καθιέρωση της κρατικής κυριαρχίας ως της βασικής αρχής ρύθμισης του συστήματος κρατών. Η επικράτηση του έθνους-κράτους ως της σημαντικότερης νομικής και κοσμοθεωρητικής οντότητας των διεθνών σχέσεων δεν είναι “ιστορικό ατύχημα” αλλά “νικηφόρα έκβαση” της ιστορικής διαπάλης μεταξύ των αέναων αξιώσεων διακριτής κυριαρχίας και των αέναων αξιώσεων διεθνιστικής κανονιστικής και κοσμοθεωρητικής συγκρότησης του κόσμου: Επί πέντε τουλάχιστον χιλιάδες χρόνια γνωστής ιστορίας είχαμε, από τη μια πλευρά, την αξίωση των διακριτών συλλογικών οντοτήτων για ανεξάρτητη-αυτόνομη ύπαρξη και από την άλλη πλευρά τις ηγεμονικές-αυτοκρατορικές διεθνιστικές ή υπερεθνικές αξιώσεις για οργάνωση του κόσμου σε οικουμενική βάση. Το αποτέλεσμα αυτής της αδυσώπητης ιστορικής αναμέτρησης ήταν η επικράτηση της διεθνούς πολιτειακής-κοσμοθεωρητικής ετερότητας που δημιούργησε έναν κατακερματισμένο κόσμο κυρίαρχων εθνικών-κρατικών οντοτήτων αντί ένα παγκόσμιο κράτος ή μια παγκόσμια ηγεμονία. Με διαφορετικά λόγια, η ανάδειξη του έθνους-κράτους ως της θεμελιώδους συλλογικής οντότητας του διεθνούς συστήματος κατά τη διάρκεια των νεότερων χρόνων οφείλεται στην αποτυχία όλων ανεξαιρέτως των αξιώσεων διεθνιστικής ηγεμονικής-αυτοκρατορικής συγκρότησης. Η χαριστική βολή που επισφράγισε -ενδεχομένως ανεπίστροφα- αυτή την αποτυχία είναι η τραγική κατάληξη και στη συνέχεια η συντριβή της Σοβιετικής Ένωσης. Καταδείχθηκε έτσι το πεπερασμένο της ισχυρότερης ίσως διεθνιστικής ιδεολογίας όλων των εποχών, δηλαδή της ιδέας για μια κομμουνιστική παγκόσμια αταξική κοινωνία που επιχειρήθηκε να ενσαρκωθεί στο σοβιετικό σύστημα.

Αυτή η θεώρηση των διεθνών σχέσεων, αν την στοχαστούμε ίσαμε την ακραία της συνέπεια, σημαίνει ουσιαστικά ότι η κρατική κυριαρχία πάνω στην οποία εδράζονται οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου της μη επέμβασης και της διακρατικής ισοτιμίας δεν είναι μόνο νομικό κριτήριο στον πυρήνα του καθεστώτος ρύθμισης των διεθνών σχέσεων. Συνιστά επίσης την πολιτική και κοσμοθεωρητική ενσάρκωση της ιστορικής αξίωσης των διακριτών κοινωνιών για ανεξαρτησία και αυτονομία. Αναμφίβολα, βεβαίως, η επικράτηση της ιδέας του έθνους-κράτους επί της ιδέας του παγκόσμιου κράτους δεν είναι χωρίς συνέπειες: Το “καθεστώς της κυριαρχίας” εξ ορισμού σημαίνει “καθεστώς διεθνούς αναρχίας”, δηλαδή αποκλεισμό κάθε παγκόσμιας ή διεθνούς εξουσίας. Ακόμη, σημαίνει αποκέντρωση της δικαιοσύνης στα εθνικά-κρατικά συστήματα και ταυτόχρονα δημιουργία διαρκούς ελλείμματος τάξης στις διεθνείς σχέσεις. Για να το θέσω διαφορετικά, η ικανοποίηση του δίκαιου αιτήματος κάθε κοινωνίας για εσωτερική αυτοδιάθεση και ξεχωριστά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης συνοδεύεται αναπόφευκτα από το “διεθνές πρόβλημα”, δηλαδή τη διεθνή αναρχία και τις συνέπειές της. Έτσι, στον ένα δίσκο της πλάστιγγας των διεθνολογικών διλημμάτων έχουμε το σύστημα κρατών και το διεθνές πρόβλημα και στον άλλο δίσκο την αξίωση παγκόσμιας κυριαρχίας η οποία, όπως η ιστορία διδάσκει, επιτυγχάνεται μόνο ηγεμονικά και γενοκτονικά.

Η προσαρμογή των πολιτειακών κανονιστικών δομών στη διεθνή κοσμοθεωρητική ετερότητα δυνατό να θεωρηθεί ως πολιτική και νομική εξέλιξη καθοριστικής ιστορικής σημασίας. Ουσιαστικά, ο εθνικός-κρατικός κατακερματισμός αποτελεί ευόδωση των αξιώσεων διακριτής κυριαρχίας, βασισμένων στην ιδέα της εσωτερικής αυτοδιάθεσης και της αντίστασης στις αέναες προσπάθειες των ισχυρότερων δυνάμεων να επιτύχουν παγκόσμια ενότητα. Προχωρώντας το επιχείρημα ένα ακόμη βήμα προς την ίδια κατεύθυνση, θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως “κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού” στις σχέσεις μεταξύ των κυρίαρχων-συλλογικών οντοτήτων την κατίσχυση των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου, δηλαδή την αρχή της διακρατικής ισοτιμίας, την μη επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις κάθε κυρίαρχης κοινωνίας και συνεπακόλουθα το δικαίωμα άσκησης εσωτερικής αυτοδιάθεσης με κριτήρια τις οικείες κοσμοθεωρητικές παραδοχές της κοινωνίας ενός έκαστου έθνους-κράτους. Μια τέτοια παραδοχή δεν σημαίνει δεοντολογική αποδοχή ενός συγκεκριμένου περιεχομένου του συστήματος κρατών ως αιώνιου και αμετάβλητου κοινωνικοπολιτικού γεγονότος αλλά μόνο παραδοχή πως η σταθεροποίηση της μορφής

του διεθνούς συστήματος στη βάση της κοσμοθεωρητικής ετερότητας αποτελεί ενδεχομένως κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού στην αέναη αναζήτηση κοινωνικής σταθερότητας, στη βάση της αναπόδραστης κοσμοθεωρητικής ετερότητας και υπό το πρίσμα του γεγονότος πως η αντίστροφη αξίωση της παγκόσμιας κυριαρχίας ήταν πάντοτε ηγεμονικού και γενοκτονικού χαρακτήρα.

Δηλαδή, το καθεστώς της κρατικής κυριαρχίας, αν και ακόμη ατελές λόγω προβλημάτων στην εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου, αποτελεί εν τούτοις κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού επειδή προσαρμόζει τις κανονιστικές δομές στην κοσμοθεωρητική ετερότητα μεταξύ των κοινωνιών, δημιουργώντας έτσι ανασχετικούς μηχανισμούς στις υπερεθνικές ή διεθνιστικές αξιώσεις των ισχυρότερων κρατών για παγκόσμια κυριαρχία.

Οι “ατέλειες” του συστήματος κρατών, όπως είναι φανερό, οφείλονται στην άνιση ανάπτυξη και στα διλήμματα ασφαλείας, στις διαιωνιζόμενες παρωχημένες ηγεμονικές συμπεριφορές, στις ιστορικές διακρατικές διαφορές, στις αναθεωρητικές επιδιώξεις και στις αξιώσεις ανεξαρτησίας μεγάλων κοινωνιών που δεν έχουν ακόμη κατακτήσει την πολιτική τους κυριαρχία. Παραδοχή ύπαρξης αυτών των “ατελειών” του συστήματος κρατών υποδηλώνει και τους τρόπους επίτευξης διεθνούς ειρήνης και σταθερότητας. Βεβαίως, η επιτυχής αντιμετώπιση αυτών των “ατελειών” δεν προδικάζεται στο ορατό μέλλον, γεγονός που υπογραμμίζει πι σημασία του έθνους-κράτους αφενός ως της θεμελιώδους νομικής, πολιτικής και κοσμοθεωρητικής συλλογικής οντότητας των διεθνών σχέσεων, και αφετέρου, ως του πολυτιμότερου αγαθού που διαθέτει κάθε κοινωνία για να εφαρμόζει τα οικεία συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης, να συναλλάσσεται ισότιμα με τις άλλες κοινωνίες και να οργανώνει την ασφάλειά της κατά αθέμιτων αξιώσεων άλλων κοινωνιών.

Εν ολίγοις, η εθνική-κρατική δομή, αν και κατά βάση το αίτιο της διεθνούς αναρχίας και του “διεθνούς προβλήματος”, αποτελεί εν τούτοις τη σημαντικότερη συλλογική κατάκτηση όλων των κοινωνιών στην εξ αντικειμένου δύσκολη και πολυτάραχη μακραίωνη αναζήτηση τρόπων οργάνωσης του διεθνούς συλλογικού βίου, ούτως ώστε αφενός να διασφαλίζονται οι προϋποθέσεις ειρηνικών διεθνών συναλλαγών και, αφετέρου, να προσφέρονται δυνατότητες άσκησης αυτοδιάθεσης στο εσωτερικό κάθε μιας κοινωνίας προικισμένης με πολιτική κυριαρχία.

Σημειώσεις

1. Το παρόν κείμενο είναι προσαρμοσμένο μέρος του προλόγου του βιβλίου Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρητική Ετερότητα και Αξιώσεις Πολίτικής Κυριαρχίας, Ευρωπαϊκή Άμυνα, Ασφάλεια και Πολιτική Ενοποίηση, εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2001, σελίδες 520.

* Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ