Έστω και μετ’ εμποδίων, η χώρα επανεξοπλίζεται μετά από… 15 χρόνια «ανεμελιάς»
Του Νικόλα Δημητριάδη
Η αγορά των γαλλικών μαχητικών Ραφάλ πήρε την έγκριση του Κοινοβουλίου και όλα δείχνουν έτοιμα για τις τελικές υπογραφές, στα τέλη του μήνα, όπου αναμένεται να παραστεί η Γαλλίδα υπουργός Άμυνας κ. Παρλί. Να υπενθυμίσουμε ότι τη συνάντηση με την Παρλί την περιμέναμε αρχικά την άνοιξη και εν συνεχεία το καλοκαίρι, όπου αναμενόταν και η υπογραφή ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας, αλλά ακυρώθηκε χωρίς επαρκή αιτιολόγηση. Η αγορά των Ραφάλ σηματοδοτεί, έστω και καθυστερημένα, την προσπάθεια επανεξοπλισμού της χώρας, αφού επί 15 χρόνια είχαμε επιλέξει «να το ρισκάρουμε». Τα Ραφάλ αποτελούν αναμφίβολα μία σημαντική προσθήκη στο ελληνικό οπλοστάσιο και, παρά τον μικρό αριθμό τους, ενισχύουν καθοριστικά την ελληνική αποτρεπτική ισχύ.
Το «παζλ» της ενίσχυσης του στόλου
Το έτερο μείζον εξοπλιστικό πρόγραμμα που επανέρχεται διαρκώς στην επικαιρότητα είναι αυτό της ενίσχυσης του στόλου, που περιλαμβάνει την αγορά νέων φρεγατών, την απόκτηση μεταχειρισμένων πλοίων ως «ενδιάμεση λύση» και την αναβάθμιση των φρεγατών ΜΕΚΟ (που από τις διαρκείς καθυστερήσεις κοντεύει πια να… κακοφορμίσει). Δυστυχώς το πρόγραμμα αυτό πηγαίνει από αναβολή σε αναβολή, με δυσάρεστες συνέπειες για τον στόλο, ο οποίος βρίσκεται στα όριά του.
Το ζήτημα έφερε στη Βουλή και ο Τομέας Άμυνας του Κινήματος Αλλαγής, μιλώντας για «αναβλητικότητα και ολιγωρία». Αναφέρεται στην «απότομη στροφή της κυβέρνησης στο πρόγραμμα νέας φρεγάτας τον περασμένο καλοκαίρι», που «δεν έχει δικαιολογηθεί επισήμως», και κάνει λόγο για «προσαρμογή των επιχειρησιακών αναγκών του ΠΝ σε αυτό που έχουν να προσφέρουν οι κάθε λογής αντιπρόσωποι, με το οποίο φαίνεται ότι η κυβέρνηση είναι έτοιμη να συμβιβασθεί», υπονοώντας την αμερικάνικη αντιπρόταση για την αγορά των «προβληματικών» φρεγατών MMSC, οι οποίες δεν διαθέτουν τις αυξημένες αντιαεροπορικές δυνατότητες που ζητά επιμόνως το Πολεμικό Ναυτικό, ώστε να επιχειρεί με ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο ζήτημα αυτό «τσίμπησε» και ο Σύριζα, καθώς ο Γιώργος Τσίπρας, μιλώντας στη Βουλή για τα Ραφάλ, άφησε το εξής υπονοούμενο: «Η θετική μας στάση στο θέμα των RAFALE έχει έναν όρο. Ο όρος είναι ότι δεν ανατρέπεται ο αμυντικός εκείνος σχεδιασμός της χώρας, τον οποίο συνεχίζατε τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι του 2020, ο οποίος προέβλεπε τη δυνατότητα της χώρας να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά και ανατολικότερα, με ό,τι σημαίνει αυτό. Αυτός είναι ο όρος.» Είναι δεδομένο ότι αν ο κ. Μητσοτάκης ενδώσει στις αμερικανικές πιέσεις για το θέμα των φρεγατών, η αντιπολίτευση θα τον περιμένει στη γωνία.
Πάντως, το σήριαλ των φρεγατών συνεχίζεται, καθώς στο παιχνίδι έχει μπει και η ολλανδική Damen (το ΠΝ εκτιμά αρκετά τα ολλανδικά πλοία, που αποτελούν άλλωστε και τη ραχοκοκαλιά της Διοίκησης Φρεγατών), ενώ η επίσκεψη της Παρλί αναμένεται να φέρει και νέα, ελκυστικότερη προσφορά για τις φρεγάτες Μπελαρά. Ας ελπίσουμε, ότι ο χρόνος που πέρασε δεν χάθηκε άσκοπα και οι επιτελείς του Πολεμικού Ναυτικού θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν καλύτερες προτάσεις από τις ανταγωνιζόμενες εταιρείες και μεγαλύτερα ανταλλάγματα από τις κυβερνήσεις των χωρών τους.
Το παζάρι για τον Σκαραμαγκά
Όποια πρόταση και να επιλεγεί, είναι δεδομένο ότι μπορεί να συνοδευτεί και από την εγχώρια ναυπήγηση των πλοίων. Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, είναι να διαθέτει η χώρα… ναυπηγείο. Παράλληλα, λοιπόν, με το πρόγραμμα των φρεγατών, εκτυλίσσεται και το «σήριαλ» της εξυγίανσης των ναυπηγείων Σκαραμαγκά.
Δύο είναι οι ενδιαφερόμενοι. Από τη μία, ο ελληνικός όμιλος North Star, του Θεόφιλου Πριόβολου, που έκανε προσφορά 15 εκατ. ευρώ, υποσχόμενος ένα βιώσιμο πλάνο επενδύσεων συνολικού ύψους 700 εκατ. ευρώ. Το πλάνο αυτό προβλέπει την αυτόνομη ανάπτυξη του ναυπηγείου, ανεξαρτήτως κρατικών παραγγελιών, όπως έκανε και η Onex στη Σύρο (εξυπακούεται, βέβαια, ότι θα μπορεί να εκτελέσει και το όποιο πρόγραμμα φρεγατών επιλεγεί). Από την άλλη, ενδιαφέρον έχει δείξει και η αμερικανικών συμφερόντων Onex, η πρόταση της οποίας έχει συνδεθεί από τον Τύπο με την αγορά των αμερικανικών φρεγατών. Στην πορεία φαίνεται ότι παρουσιάστηκαν σύννεφα στο μεγάλο «ντηλ». Έτσι, η Onex κατέβηκε τελικά στον διαγωνισμό με «μη ανταγωνιστική» προσφορά, απλώς για να διατηρήσει το έννομο δικαίωμα παρακολούθησης του διαγωνισμού.
Το παρασκήνιο της υπόθεσης φαίνεται να είναι έντονο. Από τη μία, η ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας δεν δείχνει ενθουσιασμένη με τις αμερικανικές φρεγάτες MMSC. Επιπλέον, οι Η.Π.Α. δεν είναι διατεθειμένες να παραχωρήσουν στην Ελλάδα τα πανίσχυρα αντιτορπιλικά τύπου Arleigh Burke, τα οποία έχει αιτηθεί κατά καιρούς το Πολεμικό Ναυτικό και τα οποία θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν, εν μέρει, τις ελλείψεις των MMSC.
Από την άλλη, η αμερικανική πρόταση έχει και πολλούς οπαδούς, όπως ο κ. Άδωνης Γεωργιάδης, ο οποίος, φερόμενος ως… άτυπος υπουργός Άμυνας, προανήγγειλε την αγορά των αμερικανικών φρεγατών και την εξαγορά του ναυπηγείου Σκαραμαγκά από την Οnex, πριν καν ολοκληρωθεί ο σχετικός διαγωνισμός!
Τελικά, παρότι η πρόταση του κ. Πριόβολου υπερίσχυσε, ο διαγωνισμός κηρύχθηκε άγονος, προκαλώντας υπόνοιες για υπόγειες μεθοδεύσεις…
Οι πολιτικές προεκτάσεις
Η σημασία του προγράμματος των φρεγατών είναι μεγάλη καθώς, πέραν του υψηλού κόστους του (περί τα 5 δισ. ευρώ), θα καθορίσει το μέλλον του Πολεμικού Ναυτικού (τον προσανατολισμό και τις επιχειρησιακές δυνατότητές του) και θα επηρεάσει αποφασιστικά και τη δυνατότητα άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Το ζήτημα λαμβάνει ευρύτερες προεκτάσεις, αν σκεφτούμε την απόπειρα της Γαλλίας να δημιουργήσει ένα πλαίσιο ασφαλείας στη Μεσόγειο, που να πηγαίνει πέρα από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ.
Μένει να φανεί αν η Ελλάδα θα στηρίξει έμπρακτα τα σχέδια αυτά και θα αναπτύξει μία δυναμική και τολμηρή εξωτερική πολιτική, ή αν θα προτιμήσει να παραμείνει στον παθητικό ρόλο που συνιστούν οι οπαδοί του κατευνασμού και του ευρωατλαντισμού.
Ο προσανατολισμός της Ελλάδας προς μία στενότερη συμμαχία με τη Γαλλία –δεδομένης της μεγάλης ταύτισης των συμφερόντων– μοιάζει αναπόφευκτος. Δεν είναι όμως και δεδομένος. Από τη μία, η Γερμανία δεν βλέπει με καλό μάτι την εξέλιξη αυτή – το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν τα δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου που σχολιάζουν αρνητικά τις ελληνικές προσπάθειες επανεξοπλισμού. Ούτε και οι Η.Π.Α., όμως, θα ήθελαν να δουν την Ελλάδα να απομακρύνεται από το μοντέλο εξάρτησης/πατρωνίας που ισχύει μέχρι τώρα.
Περιμένοντας την Παρλί, λοιπόν, περιμένουμε να δούμε και την κατεύθυνση που θα επιλέξει να πορευτεί η κυβέρνηση.