Αρχική » Περικλής Γιαννόπουλος: Προς την Ελληνική Αναγέννηση

Περικλής Γιαννόπουλος: Προς την Ελληνική Αναγέννηση

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 40-41, Ιανουάριος-Μάρτιος 2003

(ἐφ. «Ἀκρόπολις», 11, 13-3-1903)

ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΒΗΜΑ

Α’

Διὰ νὰ ὁμιλήσῃ κανεὶς λογικὰ δι᾿ ἕνα ζήτημα ἑλληνικόν, εἴτε γλωσσικόν, εἴτε ἐθνικόν, εἴτε κοινωνικόν ἀνάγκη νὰ ἀνατρέξῃ εἰς τὸ παρελθόν, νὰ συμβουλευθῇ τὴν Ἱστορίαν. Καὶ Ἑλληνικὴ Ἱστορία δὲν ὑπάρχει. Δι᾿ αὐτὸ βασιλεύει τοιαύτη σύγχυσις καὶ σύγκρουσις ἰδεῶν εἰς ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἰδικά μας πράγματα. Καὶ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ ἀκόμη. Διότι ἔως χθὲς ἡ μεγαλειτέρα καὶ σπουδαιοτέρα ἐποχὴ τοῦ παρελθόντος μας, ἡ Βυζαντινή, τὸ Κλειδὶ πρὸς νόησιν τῆς ἀρχαίας, πρὸς νόησιν τῆς τωρινῆς Ἑλλάδος, πρὸς νόησιν Ἑλληνισμοῦ καὶ Ἕλληνος, τὸ εἶχε βυθίσει ἡ Εὐρώπη εἰς ἀπύθμενον βάθος βορβόρου. Ὑπάρχει λοιπὸν μία Ἱστορία γραφεῖσα χωρὶς τὸ κλειδὶ αὐτό, συρραφεῖσα ἀπὸ τὰς Εὐρωπαϊκὰς ἱστορίας καὶ γνώμας περὶ ἡμῶν, μὲ ἕνα πνεῦμα σχεδὸν δουλικόν, μὲ ἕνα πνεῦμα μαθητικόν, τὸ ὁποῖον τρέμει τὸν εὐρωπαῖον δάσκαλον. Ἄνθρωποι, μὲ πνεῦμα, ἐντελῶς ἐλεύθερον δουλικῶν αἰσθημάτων πρὸ τοῦ Εὐρωπαίου, δὲν ἐπαρουσιάσθησαν εἰς τὴν μελέτην τῆς Ἱστορίας. Ἄνθρωποι, μὲ πύρινον πάθος ἔρωτος ριχθέντες εἰς τὴν μελέτην τῆς Ἱστορίας δὲν ἐφάνησαν μέχρι τοῦδε. Καὶ οἱ φανέντες τοιοῦτοι κατέγιναν εἰς τὰς λεπτομερείας, ἀφωσιώθησαν εἰς τὸν πολυτιμώτατον φωτισμὸν μίας ἢ ἄλλης ἐποχῆς. Ὥστε ἑλληνικὴ ἱστορία δὲν ὑπάρχει. Δὲν κατηγορῶ. Θέτω τὰ πράγματα. Καὶ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ συμβῇ ἄλλως. Μέγιστον καὶ δυσκολώτατον καὶ ὑπεράνθρωπον ἦτο τὸ πρόβλημα τὸ ὁποῖον ἐτέθη ἀπό τῆς Ἐλευθερίας ἐνώπιον τῶν ἱστορικῶν τῆς ἀφυπνισθείσης Ἑλλάδος. Καὶ τὸ ἔργον ὑπερανθρωπότερον. Καὶ ἰδοὺ αὐτό.

Ἰδοὺ πῶς εὔρον τὴν Ἑλληνικὴν Ἱστορίαν οἱ ἐλεύθεροι ἕλληνες ἱστορικοί. Κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους, ὁ μέγας χριστιανὸς Σουλτάνος τῆς Εὐρώπης, ὁ Πάπας, εἶχε γράψει τὴν ἱστορίαν μας, κατὰ τὸ φανατικὸν καὶ πλαστογραφικὸν σύστημα τῶν ρασσοφορούντων λεγεώνων, κατὰ τὸ σύστημα ποὺ ἔγραψεν καὶ τὰς ἱστορίας τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐθνῶν, διὰ τὸν καθαρισμὸν τῶν ὁποίων ἐχρειάσθησαν ἐπίσης ὑπεράνθρωποι ἀγῶνες.

Ἡ φαυλοτάτη κακουργοτάτη πλαστογραφία αὐτή, ἐχρησίμευσεν ὡς βάσις εἰς ὅλας τὰς εὐρωπαϊκὰς ἱστορίας περὶ ἡμῶν. Ἀφ᾿ ἑτέρου ἡ ἱστορία μας εἶναι ἡ μακροτέρα ὅλων. Διότι ἐνῷ ἡ Εὐρώπη ἀριθμεῖ 10 αἰώνων ἐνάρξεως πολιτισμοῦ ἡμεῖς ἔχομεν 30 καὶ πλέον ὥστε ὁ ἱστορικὸς τοῦ Ἕλληνος ἔχει νὰ ἐρευνήσῃ ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς ἀνθρωπότητος ἕως σήμερον. Ἡ μακροτέρα ὅλων λοιπὸν καὶ ἡ περιπλοκωτέρα. Διότι ὁ Ἕλλην Ὀδυσσεὺς μεταμορφώνεται ἐξωτερικῶς κατὰ πᾶσαν ἱστορικὴν ἐποχήν…

Ἰδοὺ πῶς γράφουν τὴν Ἑλληνικὴν ἱστορίαν οἱ Εὐρωπαῖοι ἱστορικοὶ κατὰ γενικὸν καὶ ἀπαράβατον κανόνα.

Ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν ἀρχήν, ἀρχίζουν ὅπως εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν φαντασθοῦν ξένοι, προχωροῦν ὑμνοῦντες καὶ δοξολογοῦντες, ἐκσποῦν εἰς τὴν τελείαν ἐποχήν, εἰς ὕμνους ἀκατασχέτους, ἐνθουσιώδεις, φρενήρεις. Ἔπειτα συναντῶντες τὸν Δημοσθένην, τόσον πολὺ παλαβόνονται ἀπὸ τὴν δύναμίν του, ὥστε μεταβάλλονται ὅλοι εἰς Δημοσθένας καὶ ἀπολύονται εἰς ἕνα χείμαρρον μομφῶν, ὕβρεων, μωρολογιῶν, μοιρολογημάτων. Καὶ ὅ,τι ἔλεγεν ὁ Δημοσθένης εἰς τοὺς συγχρόνους του καὶ ὅπως ὡμίλει ὁ Δημοσθένης -στενοκέφαλος τοπικιστὴς καὶ σὰν κάθε Ἕλληνα- ὁμιλοῦν διὰ κάθε ἐποχήν, ἐκεῖθεν καὶ κάτω, μέχρι σήμερον, μέχρις ἡμῶν τῶν τωρινῶν. Τίποτε καὶ καμμία ἐποχὴ δὲν ἀνθίσταται εἰς τὸν χείμαρρον αὐτὸν τῆς κατηγορίας. Οἱ Εὐρωπαῖοι ἱστορικοὶ σχεδὸν ὅλοι, ἐντοπίζονται εἰς μίαν ἐποχήν. Ἄλλοι εἰς τὴν ἀρχαίαν, ἄλλοι εἰς τὴν Βυζαντινήν, ἄλλοι εἰς τὴν Ρωμαϊκήν, ἄλλοι εἰς τὴν Ἀλεξανδρινήν, ἄλλοι εἰς τὴν τωρινήν. Καὶ ἔχοντες ἐλαχίστην ἢ καμμίαν γνῶσιν τῶν ἄλλων ἐποχῶν, προσπαθοῦν νὰ ἀναλύσουν τὴν μίαν ἐκλεγεῖσαν ἐποχήν, διὰ τῶν στοιχείων τὰ ὁποῖα ἐσώθησαν.

Τὸ αὐτὸ σύστημα ἐφήρμοσαν φυσικὰ καὶ εἰς τὴν Ἱστορίαν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἥτις διεπλάσθη μὲ ἐντελεστάτην ἄγνοιαν τῶν πραγμάτων, διεμορφώθη συμφώνως πρὸς τὰς θεωρίας, τὰς ἐξελίξεις καὶ τὰς ἀναπτύξεις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν -πράγματα ὅλα ποὺ δὲν ἔχουν τὴν παραμικροτέραν σχέσιν μὲ τὰ ἰδικά μας. Καὶ ὅλοι οἱ Εὐρωπαῖοι ἱστορικοὶ καὶ ἄλλοι ἐπιστήμονες, ὁμιλοῦντες περὶ ἑλληνικῶν πραγμάτων, εὑρίσκονται εἰς πληρεστάτην, βαθυτάτην, ἐντελεστάτην ἄγνοιαν τοῦ Ἕλληνος ἀνθρώπου.

Ἑπομένως, ἐὰν ἤθελε κανεὶς νὰ σχηματίσῃ μίαν ἰδέαν περὶ ἑλληνικῆς ἱστορίας, περὶ τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς, καὶ περὶ τοῦ Ἕλληνος, ἀπὸ ὅλας αὐτὰς τὰς ἱστορίας -ἀπὸ τὰς ὁποίας κατὰ μέγιστον μέρος ἀπεσταλάχθησαν καὶ αἱ ἰδικαί μας σύγχρονοι ἱστορίαι, ὅπως τὸ κάθε τι ποὺ ἔχομεν τώρα ἢ ποὺ λέγομεν περὶ παντὸς πράγματος, καὶ ἡμῶν αὐτῶν ἀκόμη- θὰ ἔβλεπεν ὅτι εἰς τὸ σύνολον δὲν ὑπάρχει πλέον μυθιστορικὴ καὶ καταπληκτικὴ Μωρία.

Β’

Καὶ ἦτο ἀπολύτως ἀδύνατον κατὰ φυσικὸν λόγον νὰ εἶναι τίποτε ἄλλο. Διότι ὅσον σοφοί, ὅσον μεγαλοφυεῖς καὶ ἂν ὑποτεθοῦν οἱ Εὐρωπαῖοι, εὑρεθέντες πρὸ τόσον μακροῦ καὶ σκοτεινοῦ λαβυρίνθου, ἀκολουθοῦντες τὸ σύστημα αὐτὸ τῆς τμηματικῆς ἐρεύνης, μὲ ριζωμένας ἰδέας ὅτι κάθε ἐποχὴ εἶναι ἄσχετος ἀπὸ τὴν ἄλλην -ἀφοῦ ὁ Ἕλλην, ἐχάθη εἰς τὴν Ἀλεξανδρινὴν ἐποχήν, ἐξερωμαΐσθη εἰς τὴν Ρωμαϊκήν, ἐξεβαρβαρώθη καὶ ἐξεπατώθη εἰς τὴν Βυζαντινήν, εἶναι νέος ἄνθρωπος τώρα μὲ νέαν γλῶσσαν,- καὶ ὄντες ἄνθρωποι ξένοι, πολὺ περισσότερον φιλόλογοι καὶ δάσκαλοι καὶ ἐλάχιστα περιηγηταί, ἐπιστήμονες καὶ πρακτικοί, εἶναι ἀληθῶς θαῦμα θαυμάτων, ὅτι χάρις εἰς τὴν λατρείαν των, εἰς τὴν φιλοπονίαν των, εἰς τὴν σοφίαν των, ἐφώτισαν τόσα καὶ τόσα καὶ δὲν ἔφθασαν εἰς πολὺ γελοιωδέστερα ἀποτελέσματα ὅπως ἦτο φυσικόν.


Αὐτὴ εἶναι ἡ θέσις τῶν πραγμάτων τὴν ὥραν αὐτήν. Καὶ εἶναι ἀμέσως φανερὸν ὅτι, ἀφοῦ οὔτε αὐτὴν τὴν ἐσπεριοειδῆ ἱστορίαν ποὺ ἔχομεν μελετοῦμεν, εἰς τὶ κατάστασιν εὑρίσκονται αἱ ἰδέαι μας περὶ ἡμῶν αὐτῶν. Καὶ τὶ χαλασμὸς κόσμου ποὺ γίνεται εἰς ὅλας μας τὰς σκέψεις καὶ τὰ πράγματα. Καὶ εἶναι ἀμέσως φανερὸν ὅτὶ πᾶσα κίνησις ὀρθὴ ἑνὸς ἑλληνικοῦ ζητήματος εἶναι πρᾶγμα ἀδύνατον. Καὶ εἶναι ἀμέσως φανερὸν ὅτι πᾶσα σκέψις βάσιμος καὶ λογικὴ περὶ διευθύνσεως, διοικήσεως, νόμων, εἶναι λεπτομέρειαι χωρὶς καμμίαν σημασίαν, καὶ εἶναι ἀμέσως φανερὸν ὅτὶ τὸ ζητεῖν ἀπό τοὺς πολιτικούς μας νὰ φωτίσουν εἶναι ἄδικον καὶ παράλογον καὶ εἶναι καθαρώτατα, ἀφελέστατα καὶ ἁπλούστατα παιδαριωδῶς γελοῖον.

Ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες, ἀγνοοῦμεν τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸν Ἕλληνα, περισσότερον κάθε Κίνας κάθε Κινέζου. Φανταζόμεθα τὸν ἑαυτόν μας καὶ τὸν τόπον μας, ἀπὸ τὰ γράμματα ποὺ μᾶς στέλλουν οἱ Εὐρωπαῖοι, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἀγνοοῦν ἐντελέστατα. Καὶ εἰς τὴν ἰδικήν μας ὑπνοβατικὴν κατάστασιν καὶ εἰς τὴν ἰδικὴν μας παραφροσύνην, προστίθενται καὶ αἱ εὐρωπαϊκαὶ ἐξωφρενικαὶ γνῶμαι καὶ συμβουλαὶ καὶ μᾶς ἀποτρελλαίνουν τελειωτικῶς, χαπτόμεναι ὅπῶς χάπτεται ἡ κάθε γνώμη τοῦ κάθε Δίτεριχ ἢ Μίντεριχ, τοῦ ὁποίου τοῦ καπνίζει νὰ μᾶς φωτίσῃ καὶ μᾶς συμβουλεύσῃ καὶ μᾶς βάλῃ νόμον εἰς τὸ σπίτι μας καὶ μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τὸν δρόμον μας, σὰν νὰ εἴμεθα ἐμεῖς στραβοὶ καὶ παραλυτικοί. Ὅλαι μας λοιπὸν αἱ ἰδέαι, ὁ χωρισμὸς τῶν Ἰδανικῶν εἰς Ἀρχαϊσμὸν καὶ Κλεφτισμόν, ὅλη ἡ παραφροσύνη τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος, ἡ κάθε ἄγνοια καὶ ἡ κάθε ξενομανία, ἡ τελεία σύγχισις καὶ ἀνεμοζάλη κάθε ἰδέας καὶ κάθε πράγματος, ἐκεῖ ἔχει τὴν ἀληθῆ πηγήν της.


Πρέπει λοιπὸν νὰ τεθῇ πρῶτον ἕνας φραγμὸς καὶ δεύτερον νὰ εὑρεθῇ ἕνα μέτρον κρίσεως τῆς ξένης καὶ τῆς ἰδικῆς μας παραφροσύνης. Ἕνα θεμέλιον νέας ὁριστικῆς ζητήσεως. Καὶ ὁ φραγμὸς αὐτὸς καὶ τὸ μέτρον αὐτὸ καὶ τὸ θεμέλιον αὐτὸ εἶναι.

1

«Εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νὰ ἐρευνηθῇ ὀρθῶς καὶ μελετηθῇ λογικῶς μία οἱαδήποτε ἑλληνικὴ ἐποχή, ἐὰν ὁ θέλων νὰ μελετήσῃ αὐτήν, δὲν ἔχει ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν του ὅλας τὰς ἄλλας ἐποχὰς καὶ πρωτίστως τὴν τωρινήν».

Πᾶσα γνώμη καὶ πάσα σκέψις οἱουδήποτε ἰδικοῦ μας ἢ ξένου σοφοῦ, κάθε βιβλίον τὸ ὁποῖον εἰς κάθε γραμμήν, δὲν παρουσιάζει τὴν ὁμοίαν αὐτὴν γνῶσιν καὶ δὲν συσχετίζει εἰς κάθε γραμμὴν ἀποδείξεις μιᾶς γνώμης, δὲν πρέπει νὰ ἔχῃ καμμίαν οὐσιαστικὴν ἀξίαν· δύναται νὰ περιέχῃ θαυμασίαν ὕλην καὶ μεγαλοφυεῖς παρατηρήσεις, εἶναι μόνον χρήσιμον ὡς ὑλικὸν καὶ τὰ συμπεράσματά του δὲν ἔχουν καμμίαν ἀξίαν.

2

«Εἶναι ἐντελῶς, ἀδύνατον, νὰ ἐννοηθῇ ἐντελῶς καὶ ἐξηγηθῇ ὀρθῶς, ἕνα οἱονδήποτε ἑλληνικὸν ζήτημα, ὁλόκληρος ἡ ἑλληνικὴ ἱστορία, ἄνευ τῆς βαθυτάτης γνώσεως τοῦ τωρινοῦ Ἕλληνος».

Πᾶσα σκέψις, γνώμη, ζήτησις ἰδικοῦ μας ἢ ξένου σοφοῦ, εἴτε περὶ τῶν Μυθολογικῶν χρόνων μας εἴτε περὶ τῶν τωρινῶν, ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν της Ἑλληνικῆς Ἱστορίας μέχρι τῆς ἄλλης εἰς οἱονδήποτε ζήτημα, εἴτε παρελθόν, εἴτε τωρινὸν δύναται νὰ εἶναι περίφημον ὡς ὑλικὸν ἀλλὰ δὲν ἔχει καμμίαν ἀξίαν καὶ δὲν πρέπει νὰ κάμνῃ καμμίαν ἐντύπωσιν, διότι ὅλα του τὰ συμπεράσματα δὲν ἔχουν καμμίαν θετικὴν βάσιν, εἶναι μόνον χρονογραφικὴ ἐργασία, ἐνόσω δὲν παρουσιάζουν τὴν γνῶσιν τοῦ τωρινοῦ Ἕλληνος καὶ ὁ τωρινὸς Ἕλλην εἶναι ἄγνωστος εἰς τοὺς ξένους.

Καὶ ὅσον ἀφορᾷ τοὺς Εὐρωπαίους τοὺς οἰουσδήποτε, ἔστω καὶ ἀκαδημαϊκούς, ἕνας Ἕλλην ἔχει τὸ θάρρος νὰ τοὺς εἰπῇ, ὅτι εἶναι ἀπρεπὲς καὶ ἀδικαιολόγητον, ἐνῷ τοιοῦτον βαθὺ ἐπιστημονικὸν πνεῦμα βασιλεύει εἰς τὴν Εὐρώπην, εἰς κάθε ζήτησιν, νὰ ἐφαρμόζονται εἰς τὴν ἑλληνικὴν ζήτησιν, κατ᾿ ἐξαίρεσιν μοναδικήν, τόσον παιδαριωδῶς ἐπιπόλαια συστήματα, καὶ νὰ ἐπιδεικνύεται τοιαύτη τόλμη πεποιθήσεως καὶ συμπερασμάτων, ἐπὶ πραγμάτων τόσον μακρυνῶν καὶ ἀγνώστων.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ