του Βλαδιμίρ Καγιέρ, από το Άρδην τ. 40-41, Ιανουάριος-Μάρτιος 2003
Για τον Περουβιανό δημοσιογράφο Βλαδιμίρ Καγιέρ, η Βενεζουέλα βιώνει μια ιστορική στιγμή κοινωνικού μετασχηματισμού. Γεγονός που δεν ανέχονται οι μεγάλες περιουσίες.
Στο Καράκας έχει χαθεί πλέον η γαλήνη. Ένας ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος κλάδος του συνδικαλισμού και οι πιο συντηρητικοί τομείς της εργοδοσίας σχημάτισαν μια παράξενη ιερή συμμαχία και εξαπέλυσαν μια απεργία απερίφραστα ανατρεπτική εναντίον του προέδρου Τσάβες.
Η απεργία αυτή αποτελεί συνέχεια μιας περιόδου συνεχούς αναταραχής σε μια ατμόσφαιρα που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε διαρκές πραξικόπημα. Το παράδοξο, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, είναι ότι το πρόβλημα φαίνεται να έγκειται στην ημερομηνία ενός δημοψηφίσματος: ο πρόεδρος είναι έτοιμος να πειθαρχήσει σε αυτό τον Αύγουστο του 2003, σύμφωνα με το Σύνταγμα, ενώ η πλέον ριζοσπαστική πτέρυγα της αντιπολίτευσης θα ήθελε να το επιβάλει τον Φεβρουάριο.
Ένας εξωτερικός παρατηρητής, βλέποντας τις πρόσφατες καταστροφές, θα μπορούσε να θέσει το εξής ερώτημα: καθώς ήδη βρισκόμαστε στον Ιανουάριο, τι θα τους πείραζε να περιμένουν μέχρι τον Αύγουστο, και έτσι να επιστρέψουν στη νομιμότητα επί μερικούς μήνες; Όμως το μόνο που έχει σημασία για την αντιπολίτευση είναι να εμποδίσει, μέσω των ταραχών, την κυβέρνηση να συνεχίσει τον μετασχηματισμό της χώρας και, κυρίως, να μην της αφήσει εκείνον τον χρόνο που θα της επέτρεπε να διασφαλίσει τα θετικά αποτελέσματα που άρχιζε να αποκομίζει.
Δια μέσου της διαρκούς κωλυσιεργίας, θέλουν να αποδείξουν ότι ο πρόεδρος δεν έκανε τίποτα, ότι το μοντέλο του ειρηνικού μετασχηματισμού μιας χώρας τόσο πλούσιας, όσο και άδικης, δεν λειτουργεί. Με δυο λόγια, ότι πρέπει να επιστρέψει στην παλιά της καθησυχαστική ακινησία και στην εκδοχή της παγκοσμιοποίησης, made in Bush, που η Ουάσιγκτον θέλει να επιβάλει σε όλη τη Λατινική Αμερική. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο συγκεκριμένος πρόεδρος, ο οποίος είναι επιπλέον μιγάς, έχει διαπράξει όλα τα εφικτά εγκλήματα. Κατ’ αρχάς, αντιτάχθηκε στα ισχυρά χρηματιστικά συμφέροντα σταματώντας την ιδιωτικοποίηση της εταιρίας Πετρέλαια της Βενεζουέλας (PDV) και θεσπίζοντας ότι το πετρέλαιο αποτελεί μια ζωτικής σημασίας πηγή για τη χώρα. Κατόπιν, ξεκίνησε μια αγροτική μεταρρύθμιση που υποχρεώνει τους μεγάλους κτηματίες να καλλιεργούν τη γη που αφήνουν χέρσα για κερδοσκοπικούς σκοπούς, υπό την απειλή της απαλλοτρίωσης υπέρ των ακτημόνων χωρικών. Επίσης υπέγραψε ένα νόμο για την αλιεία που επεκτείνει στα 18,5 χιλιόμετρα τη ζώνη την προορισμένη για τους μικρούς αλιείς, θέτοντας έτσι τέλος στην κυριαρχία της ανεμότρατας που ιδιοποιούνταν όλες τις ακτές. Επιπλέον, αποφάσισε όχι μόνον η δημόσια εκπαίδευση να είναι δωρεάν, αλλά και να υπάρχει ένα σύστημα παιδικών σταθμών, ακόμα και το απόγευμα, ώστε να επιτρέπει στις μητέρες να εργάζονται (κυρίως εκείνες που μεγαλώνουν μόνες τους τα παιδιά τους). Και ως αποκορύφωμα, η κυβέρνηση προσφέρει σε αυτά τα παιδάκια δύο γεύματα την ημέρα. Αφότου ο Τσάβες βρίσκεται στην εξουσία, περισσότερα από 1 εκατομμύριο παιδιά έχουν επωφεληθεί από αυτού του τύπου τη φοίτηση.
Εννοείται ότι όλα αυτά έχουν ένα κόστος, και εκεί βρίσκεται το πρόβλημα. Διότι σε αυτή τη χώρα όπου αφθονούν οι πόροι, όπως στην πλειονότητα των λατινοαμερικανικών χωρών, υπάρχουν βαθιές ανισότητες στην ανακατανομή του εθνικού πλούτου. Σύμφωνα με μια πηγή που δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι ανήκει στην άκρα αριστερά (www.cia.gov/ cia/publications/ factbook/geos/ve), το 10% των πιο φτωχών οφείλουν να αρκούνται στο 1,6% του πλούτου. Η ανισότητα αυτή εξηγεί γιατί το 80% του πληθυσμού ζει σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας ενώ οι εξαγωγές του πετρελαίου έχουν ήδη αποφέρει στη χώρα το “ισοδύναμο είκοσι σχεδίων Μάρσαλ1”. Με έναν τέτοιο ισολογισμό, είναι αδύνατο να ξεκινήσει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, δίχως να θιχτούν τα προνόμια του παρελθόντος.
Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει σε αυτές τις περιστάσεις το γεγονός ότι, ανάμεσα στους αρχιτέκτονες της αμφισβήτησης, βρίσκονται οι υπεύθυνοι της εταιρίας πετρελαίων, των οποίων οι βασικοί μισθοί κυμαίνονται μεταξύ των 20.000 και 50.000 δολαρίων μηνιαίως, χωρίς να υπολογίσουμε τα διάφορα επιδόματα και προμήθειες. Ούτε είναι περίεργο εξάλλου που οι βορειοαμερικανικές ή ισπανικές επιχειρήσεις, όπως οι ExxonMobil, Chevron και Repsol, εκδηλώνουν μια κάποια ανυπομονησία απέναντι στον συγκεκριμένο πρόεδρο που φέρθηκε αγενώς, παγώνοντας τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης του πετρελαϊκού τομέα. Η περίεργη σύγκλιση που παρατηρήσαμε, στην αρχή των συμβάντων, ανάμεσα στις ταραχές στους δρόμους του Καράκας και τη διαρροή των κεφαλαίων, που υποκινήθηκε από τη Γουόλ Στριτ, είναι επίσης ευνόητη: σκοπός όλων, ταυτόσημος, ήταν να τεθεί τέλος σε μια ριζοσπαστική πολιτική. Από την άλλη, είναι πολύ παράξενο που η Ευρωπαϊκή Ένωση (EE) δεν έχει ακόμα αντιδράσει απέναντι στη στάση, τουλάχιστον αντιδημοκρατική, του κ.Αθνάρ, ο οποίος τον Απρίλιο είχε προσφέρει την υποστήριξή του στο πραξικόπημα, τότε που οι συνωμότες, οι ίδιοι με τους σημερινούς, είχαν παραμερίσει τον πρόεδρο Τσάβες από την εξουσία επί σαράντα οχτώ ώρες. Όμοια με τη Χιλή το 1973 ή τη Νικαράγουα των Σαντινίστας της δεκαετίας του ’80, η Βενεζουέλα του σήμερα βιώνει μία από τις σπάνιες της στιγμές στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής όπου τα μαύρα πρόβατα κατορθώνουν να πάρουν την εξουσία, και αυτή τη φορά, το άκρον άωτον της αυθάδειας, δια της δημοκρατικής οδού. Όσοι δεν θα ανέχονταν με τίποτα κάτι τέτοιο είναι αποφασισμένοι να μην τους παραχωρήσουν την παραμικρή πίστωση χρόνου, ούτε έστω μερικών μηνών.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ /. Ιγνάσιο Ραμονέτ, Le Monde diplomatique, Οκτώβριος 1999. Από το εβδομαδιαίο περιοδικό America Latina en Movimiento που εκδίδεται στο Κίτο του Ισημερινού.
Μετάφραση: Στράτος Ιωαννίδης