της Σοφίας Μαρτίνου, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ “ΠΟΛΙΤΕΙΑ” ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΑΚΗΣ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ: ΕΡΣΗ ΔΡΙΝΗ ΣΥΜΠΡΑΞΗ: ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΟΜΑΔΑ SlNE OUA ΝΟΝ ΚΟΡΥΦΑΙΑ: ΜΑΡΘΑ ΦΡΙΝΤΖΗΛΑ
Σοφία Μ α ρ τ ί ν ο υ
Οι κληρονομιές πολιτισμού -ακόμα και οι σπουδαιότερες- όταν δεν ξαναμπαίνουν με νέο πρόσωπο, με νέες διεκδικήσεις αενάως Τώρα, όταν δεν “απορούν” εξ αρχής, κινδυνεύουν να εξανεμιστούν, ή ακόμα χειρότερα να ξεπέσουν στο φολκλόρ και στις κάθε είδους “αναβιώσεις”.
Στους αντίποδες κινείται ένα είδος ματιάς απέναντι στο παρελθόν (εν προκειμένω αυτό του μυθικού σύμπαντος της προ-αστικής Ελλάδας, και όχι μόνο) που -επειδή κατορθώνει να φτάσει στη ρίζα των πραγμάτων-το καθιστά Παρόν, και για τον ίδιο λόγο και Μέλλον. Σ’ αυτήν τη ματιά δεν υπάρχει προσκόλληση σε εξωτερικά μορφολογικά στοιχεία, δεν υπάρχει νοσταλγία συμβατικά εννοούμενη, αντίθετα η λέξη αυτή ξαναβρίσκει την ετυμολογική της αυθεντικότητα, το άλγος για έναν νόστο προς την Ολότητα, προς τη θαυμασιακή βίωση του κόσμου. Αυτή την “πλήρη ματιά” (κατά τον Λακανι-κό “πλήρη λόγο”, τον θεραπευτικό) μας προσφέρει η “Νύχτα του Τράγου”.
Το νήμα και το νόημα που η παράσταση αυτή ξετυλίγει, πάει πολύ μακριά, ανασυντάσσοντας χρόνους κυκλικούς που ανιχνεύονται και δηλώνονται μέσω της σωματικότητας των ηθοποιών-χορευτών (σημαντικότητας σχεδόν υπερβατικής, που δεν αντιδιαστέλλεται ως προς το “πρόσωπο” αλλά συνυπάρχει και ασκείται μαζί του).
“Νύχτα του Τράγου”. Γιατί αυτός ο τίτλος; Νύχτα πριν απ’ τη θυσία “ίσως του ύπνου της λογικής, που γεννάει τέρατα”; (και ο Goya κάπου ανά-μεσά μας να σκιτσάρει πυρετωδώς, και να καγχάζει;). Ή μήπως νύχτα -σπαρμένη μάγια- του λαϊκού δρώμενου απέναντι στο ολόφωτο παιδί του, το θέατρο;
Σκοτάδι: Η στιγμή πριν αρχίσει η παράσταση. Στιγμή που όλα μπορούν να γεννηθούν ή να χαθούν. Σιωπή. Διαστολή του χρόνου, και η θεατρική σύν-βασις αρχίζει. Μπαίνει ο χορός των ψαλτών/ αφηγητών ανυπόδητος, μαυροφορεμένος. (Μπαίνουμε “εμείς”, το κοινό, ο όμιλος, για ν’ αρχίσουμε αν θέλει ο θεός -ο θεός του θεάτρου- να ομιλήσουμε, δηλαδή να τραγωδήσουμε. Άραγε θα παραμείνουμε κοινό, θεατές, άτομα μεμονωμένα, ή θα μεταμορφωθούμε σε θίασο;)
Τα κρουστά βαράνε, και ο συλλογικός λόγος, η κατά κυριολεξίαν ομιλία ξεκινάει. Μέσα στην πέτρινη αυλή αρχίζει να γεννιέται η ορχήστρα, το κοίλον, η θυμέλη-θυσιαστήριο.
Το κέντρο του κύκλου κενό (για κανέναν και για όλους) έτοιμο για τη θυσία κέντρο, που κάποια στιγμή θα γίνει και τόπος της “ισηγορίης”, της αγοράς, και της δημοκρατίας.
Ο Τράγος/Διόνυσος, Προμηθέας, Χριστός Πάσχων, ο Αίρωντας αμαρτίας, αρχίζει τον μυητικό καθαρτικό χορό. Γεννάει την συλλογικότητα και γεννιέται απ’ αυτήν, γεννάει τον θρήνο, το θάμβος, την αρά και την χαρά. Τροφοδοτείται απ’ τις υλα-κές και απ’ τα χτυπήματα των χεριών στη Γη-οι χθόνιοι ζωντανεύουν στο δονούμενο απ’ τα κρουστά
διάφραγμα των θεατών που, παραδίνοντας τις όποιες δικλείδες “ασφαλείας”, αρχίζουν να μεταμορφώνονται σε θιασώτες, θίασος πια και όχι “κοινό”, θέατρο και όχι θέαμα. Ο θεός του θεάτρου ήρθε και είναι εδώ, καταλαμβάνοντας με τον σαμανικό χορό του το ιερό κέντρο της ορχήστρας. “Τας μεγίστας” λοιπόν “τιμάς, ώ Διόνυσε χορευτά” (και θα σου πιούμε το αίμα, και θα σου φαμε την σάρκα, την υπέρ ημών κλώμενη, όπως ακριβώς εσύ μας προτρέπεις και θα σου κλέψουμε -ίσως- μια στιγμή αθανασίας…).
Η (κόκκινη) κλωστή του μύθου, του Παραμυθιού -και της παραμυθίας- ιστός ύφανσης των Μεγάλων Αφηγήσεων της ανθρωπότητας, αρχίζει να ξετυλίγεται μέσα απ’ το τραγούδι το συλλογικό, αυτό που περιέχει και αναδεικνύει το Πρόσωπο, χωρίς να το αποψιλώνει. Σώμα, ρυθμός, ήχος και Λόγος ενωμένα. Το ξετύλιγμα ετούτης της κλωστής, ετούτου του μίτου, είναι κυκλικό και λαβυρινθικό, συμπυκνώνει και ανατρέπει γραμμικές χρονικότητες και επίπεδες “λαογραφικές” λογικές, ανοίγοντας τον δρόμο στην ολότητα και στο ταυτόχρονο του Αφηνιάζεσθαι και του θεωρείν, του Εννοείν, και του Πάσχειν. Αέναη και ανεμπόδιστη μεταμόρφωση που η εξαιρετικά λιτή και καίρια σκηνική έκφρασή της την πολλαπλασιάζει και την δυναμοποιεί. Κόσμος του συλλογικού ονείρου, κόσμος της μήτρας (και μήτρα του κόσμου)’ και για μας τους διαφωτισμένους (;) κόσμος της ψυχανάλυσης και του υπερρεαλισμού.
Κόσμος ενωμένος – και κάποτε σκλάβος αυτής της ενότητας.
Δεν είναι στο χώρο του υπερβατικού, αλλά στο ίδιο το κατώφλι προς το υπερβατικό που ο αγώνας (και ο θεατρικός αγώνας) λαμβάνει χώρα. Εκεί ακριβώς που όλα ακόμα διακυβεύονται, που όλα-ακόμα- μπορούν να χαθούν ή να κερδηθούν (όπως κερδήθηκαν σ’ αυτήν την παράσταση). Μεταξύ σκιάς και φωτός στον χώρο των μεταιχμίων. Η Τρίμορφη Εκάτη, η Λάμια και η Μπάμπω, η σελήνη της
οργιαστικής τούτης “Νύχτας ίου Τράγου” λίγο θέλουν και είναι -ανία πολύ κοντά (όσο αντέχουμε εμείς κοντά) για να μεταμορφωθούν σε Αριαδ1.·” και Άλκηστη, σε Αντιγόνη και σε Κλυταιμνήστρα. Και πάλι πίσω και πάλι μέσα· στο σκότος, και πάλι πάνω, εκεί που ανασταίνεται ο Άξονας του Χώρου και του Χρόνου ο αέναα ορχούμενο; διπλός θεός του θεάτρου.
Σώμα, Ρυθμός, Ήχος, Λόγος, θεμελιακές συνιστώσες της συλλογικότητας, της αφήγησης, καθώς και της θεατρικής πράξης, αξεχώριστες μεταξύ τους. Μια ενότητα που στην περίπτωση της “Νύχτας του Τράγοι.’ διαποτίζεται από έναν λόγο διαχρονικά Εληνικό, που κινείται σαν στο σπίτι του. γιατί είναι στο σπίτι του, σε πολλά πεδία αναφοράς και σημασιών ταυτόχρονα, που δεν αναγνωρίζει στεγανά (γραμματολογικά, υφολογικά, ιστορικά) ούτε αδιέξοδα, όπως δεν αναγνωρίζει αδιέξοδα και ο σπειροειδής χρόνος/χορός μέσα στον οποίο εγγράφεται. Λόγος χαοτικός (τρόμος και ελπίδα της ουτοπίας) που ενσωματώνει το αδιαίρετο της ιστορίας, επικός, αποφατικός. Λόγος ένσαρκος (οδυνηρά οικείος, και γι’ αυτό στην καθημερινή πρακτική αποδιοπομπαίος αλλα αυτό είναι μια άλλη ιστορία).
Αδιαίρετη Ιστορία σημαίνει Βιωματική Ιστορία, που διαποτίζει και την σωματικότητα, τους κώδικες έκφρασης, κίνησης, ήθους και ύφους, το ηχόχρωμα της ομιλίας, της φωνής. Πολύ μακριά απο οποιαδήποτε Ηθογραφική προσέγγιση και ερμηνεία -αντιδιαμετρικά θα έλεγα- ο Σωτήρης Χατζάκης και οι εξαιρετικοί χορευτές, ηθοποιοί, τραγουδιστές της ομάδας Sine Qua Non (ιδιαίτερη μνεία στην κλασσικού βεληνεκούς κορυφαία Μάρθα ΦριντζήΑα) βουτάνε στα -πολύ- βαθειά, και βγάζουν στην επιφάνεια ένα νήμα συνέχειας και ταυτότητας που δεν φοβάται Χάρο, γιατί και μ’ αυτόν -ή κυρίως με αυτόν-; καταφέρνει να συνδιαλέγεται.
Μια καθαρτική διαδικασία αυτογνωσίας αυτή η παράσταση, ένας ιαματικός καθρέπτης για το Πρόσωπο εκείνο που είναι απαραίτητο να διατυπώσουμε προκειμένου να συνυπάρξουμε και να συνεισφέρουμε δημιουργικά -και άφοβα- στη σημερινή και επερχόμενη διεθνιστική (και όχι “παγκοσμιοποιημένη”) κοινωνία.