Αρχική » Είναι δυνατή μια άλλη Βραζιλία;

Είναι δυνατή μια άλλη Βραζιλία;

από Άρδην - Ρήξη

Ρεβερσόν – Σεβιγιά, από το Άρδην τ. 44, Νοέμβριος 2003

«Ο ΛΟΥΛΑ ΠΑΕΙ ΚΑΛΑ, Η ΧΩΡΑ ΟΧΙ», είχε πρόσφατα ως τίτλο στο εξώφυλλο της η Isto Ε, η μία από τις τρεις μεγαλύτερες εβδομαδιαίες επιθεωρήσεις της Βραζιλίας. Πράγματι, ενώ η καμπύλη της ανεργίας ξεπέρασε ύψη άγνωστα ως τώρα των επίσημων στατιστικών, η δημοτικότητα του προέδρου παραμένει σε ύψη που δεν έχουν καταρριφθεί από το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας (1964-1985).

Αναμφισβήτητη η χαρισματική προσωπικότητα του Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, που έγινε δεκτός την Παρασκευή 20 Ιουνίου στην Ουάσιγκτον από τον Τζορτζ Μπους -ο οποίος δήλωσε “εξαιρετικά εντυπωσιασμένος από την εικόνα που παρουσιάζει ο πρόεδρος της Βραζιλίας»-, ακτινοβολεί και στη διεθνή επίσης σκηνή.

Επευφημούμενος στα φόρουμ του Πόρτο Αλέγρε και του Νταβός, προσκεκλημένος-βεντέτα στην τελευταία συνάντηση κορυφής των G8 στο Εβιάν, ο ιδρυτής του Κόμματος των Εργαζομένων (ΡΤ), πρώτος Βραζιλιάνος αριστερός πρόεδρος, ενσαρκώνει την πολιτική άνθηση σε μία χειμαζόμενη από γενικευμένο μαρασμό Νότια Αμερική, με εξαίρεση τη Χιλή.

Εργαστήριο ενός πρωτόγνωρου πειράματος, μπορεί άραγε η Βραζιλία του Λούλα να χρησιμεύσει παρ’ όλα αυτά, αν και δοκιμάστηκε σε πειραματικό επίπεδο μόλις έξι μηνών προεδρίας, ως μοντέλο τόσο για την περιοχή όσο και για τις αναπτυσσόμενες χώρες γενικά; Θα το ξέρουμε, υπόσχεται ο πρόεδρος, όταν θα έχει «συγυρίσει το σπίτι», δηλαδή όταν θα έχει βάλει τάξη στα δημόσια οικονομικά, που αποσταθεροποιήθηκαν από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις κατά του ρεάλ στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Για να το κατορθώσει, ο πρόεδρος ακολούθησε κατά γράμμα, αλλά και με επιτυχία, τις συνταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σε σημείο του να δεχτεί τα εγκώμια του ΔΝΤ, που προσπαθεί έτσι να αποκαταστήσει τα οφέλη του ως εταίρου με μια εικόνα εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, ενώ η διεθνής οικονομική κοινότητα αγαλλιάζει επίσης από το μήνα του μέλιτος αυτού του απίθανου ζεύγους.

Δεν χρειάστηκε τίποτα περισσότερο προκειμένου οι «ριζοσπαστικοί» του ΡΤ στο εσωτερικό, και οι οπαδοί της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης στο εξωτερικό, που πίστευαν πως είχαν επιτέλους βρει στη Βραζιλία του Λούλα «Το» μοντέλο, να διακηρύξουν την απογοήτευσή τους. Ο Λούλα είχε λοιπόν «προδώσει»;

Σε ένα πρόσφατο έργο του (Lula et I’ autre Bresil, Εκδόσεις Iheal), ο Κάντιντο Μέντες, πρύτανης πανεπιστημίου και συνοδοιπόρος του ΡΤ, προτείνει μια άλλη εξήγηση, που βρίσκει τις πηγές της στις βραζιλιάνικες ιδιαιτερότητες, γι’ αυτά τα φαινομενικά λοξοδρομίσματα.

Για τους καινούργιους Βραζιλιάνους ηγέτες, πράγματι, η οικονομία της χώρας τους είναι επαρκώς ευρεία και διαφοροποιημένη ώστε να επιτρέπει τη συγκατοίκηση από τη μία πλευρά ενός τομέα ανοικτού στη διεθνή κοινότητα, ικανού να υπακούει στα κελεύσματα των χρηματιστικών ιδρυμάτων και να «σερβίρει» στους επενδυτές ένα υψηλό εισόδημα και, από την άλλη πλευρά, ενός τομέα «ανάπτυξης», που επιστρατεύει τις

προσπάθειες του Κράτους και ταυτόχρονα τις κοινότητες βάσης για να οικοδομήσει μια οικονομία της αγοράς και μια δημόσια υπηρεσία, ικανή να προσφέρει στους πιο φτωχούς Βραζιλιάνους -που είναι και οι περισσότεροι- τα καταναλωτικά αγαθά και τις υπηρεσίες που στερούνται δραματικά. Όμως, μόνο ο σεβασμός των κανόνων της «παγκοσμιοποιημένης αγοράς» επιτρέπει να απελευθερωθούν τα μέσα ανάπτυξης αυτής της «εσωτερικής αγοράς» δίχως να διαταραχθεί η εμπιστοσύνη των χρηματοδοτών, εσωτερικών και εξωτερικών.

Έχοντας εξασφαλίσει αυτή την εμπιστοσύνη, γίνεται εφικτό, σύμφωνα με τα λόγια του Λούλα, το «πέρασμα από τη χρηματοοικονομική επίδοση στην οικονομική επίδοση», δημιουργώντας μια ζήτηση προερχόμενη από κοινωνικές ανάγκες, δρομολογώντας την παραγωγή προς τις εσωτερικές απεραντοσύνες της χώρας, δίνοντας την προτεραιότητα στη δημιουργία θέσεων εργασίας αντί στο κεφάλαιο. Για να υπηρετήσει αυτό το σχέδιο, το ΡΤ, ακολουθώντας το μοντέλο της «συμμετοχικής δημοκρατίας», αναπτυγμένου στους δήμους και τις Πολιτείες που ήδη έλεγχε, υποστηρίζει την ικανότητα κινητοποίησης και αυ-τό-οργάνωσης των κατοίκων γύρω από σχέδια ανάπτυξης και εμπιστεύεται στα στελέχη και τα ενεργά μέλη του ΡΤ την επίβλεψη των διοικήσεων των κοινωνικών υπηρεσιών ώστε να ξεριζωθεί η διαφθορά.

Το εν λόγω πρόγραμμα εγγράφεται στα πλαίσια μιας ιστορικής συνέχειας στη Βραζιλία, ήδη από την εποχή των «αποίκων του Πρέστες» (από το όνομα εκείνου του επαναστάτη αξιωματικού του οποίου τα στρατεύματα, το 1922, όργωναν τη χώρα για να προστατεύσουν τους χωρικούς από τη βία των γαιοκτημόνων), μέχρι την προεδρία του λαϊκιστή Ζετούλιο Βάργκας (1937-1945) που, επιβάλλοντας δικτατορικά στην εργοδοσία τον ελάχιστο εργατικό μισθό και την κοινωνική ασφάλιση, υπήρξε ο πρωτεργάτης της βιομηχανίας των καταναλωτικών αγαθών.

Όμως, προκειμένου να καθησυχάσει τους διεθνείς επενδυτές για να προετοιμάσει καλύτερα την ανάπτυξη μιας εσωτερικής αγοράς προοριζόμενης για τους πιο φτωχούς, ο Λούλα «λησμονεί» στο μεταξύ τις μεσαίες τάξεις, που υπήρξαν το πρωταρχικό του εκλογικό στήριγμα. Μάλιστα, τις υποχρεώνει να υποστούν τις προσαρμογές και τροποποιήσεις που απαιτεί η στρατηγική του. Λειτουργοί ενός κράτους χρεωμένου στις παγκόσμιες αγορές ή υπάλληλοι επιχειρήσεων ανοιχτών στο διεθνή ανταγωνισμό, είναι από τους πρώτους που υφίστανται τις περιβόητες «δομικές ρυθμίσεις»: κουτσούρεμα συντάξεων, ανεργία… Αλλά διαθέτουν επίσης, συγκριτικά, και ένα εισόδημα υψηλό, αρκετό για να συνεισφέρουν στην αλληλεγγύη προς τους πιο φτωχούς υπό τη μορφή αυξημένων φόρων και την παραίτηση από «πλεονεκτήματα» παρεχόμενα από το γεγονός ότι ανήκουν στον κρατικό μηχανισμό. Συνεπώς, ο μεγαλύτερος πολιτικός κίνδυνος για τον Λούλα βρίσκεται στη δυσαρέσκεια ενός μέρους των ψηφοφόρων του, όπως μαρτυρά το πρώτο απεργιακό κάλεσμα κατά της κυβέρνησής του, προερχόμενο από τους ομοσπονδιακούς λειτουργούς.

Φυσικά, κάποιοι ανυπόμονοι υποστηρικτές της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης θα εύχονταν, αναμφίβολα, να αποδείξει σύντομα η Βραζιλία τη δυνατότητά της να ξεκόψει από το κυρίαρχο μοντέλο, κάτω από τις οποιεσδήποτε συνθήκες και καταστάσεις. Αλλά το «βραζιλιάνικο μοντέλο» δεν μπορεί να εμπνεύσει παρά χώρες αρκετά ισχυρές, ώστε να είναι σε θέση να προστατεύουν τουλάχιστον ένα κομμάτι της οικονομίας τους από την αρπαγή των διεθνών αγορών, και αρκετά μεγάλες ώστε να βρίσκουν στους κόλπους τους τα μέσα ανάπτυξης μιας εναλλακτικής οικονομικής λύσης. Ο Κάντιντο Μέντες ήδη σκέφτεται ως πιθανούς επιγόνους την Ινδία, τη Νότια Αφρική, την Κίνα και τη Ρωσία.

(Αντουαν Ρεβερσόν και Ζαν-Ζακ Σεβιγιά – Ρίο ντε Τζανέιρο) * Δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική σελίδα της Monde στις 23.06.2003.

Μετάφραση: Στράτος Ιωαννίδης

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ