Αρχική » Ο Χρήστος Μαλεβίτσης για τον Κώστα Παπαϊωάννου

Ο Χρήστος Μαλεβίτσης για τον Κώστα Παπαϊωάννου

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 44, Νοέμβριος 2003

ΔΙΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ με τη σύζυγο του αείμνηστου Χρήστου Μαλεβίτση (1927-1997) τα χειρόγραφα του αρχείου του, ανασύραμε από τα κατάλοιπά του και το πυκνό κείμενο που ακολουθεί -κι απ’ όσο γνωρίζω, παραμένει ως τα σήμερα άδημοσίευτο. Το κείμενο συνιστά την επί χάρτου, ουσιαστική όμως, συνάντηση δυό λαμπρών Ελλήνων στοχαστών που είχαν ως κοινή τους μέριμνα, και μάλιστα εναγώνια μέριμνα την όποία μόνον οι αυθεντικοί φιλόσοφοι ζουν, την ιστορία του πνεύματος. Οι αναγνώστες, βέβαια, του «Άρδην» είναι ήδη αρκετά καλά πληροφορημένοι για τη δύναμη της προσωπικότητας και το βάθος της κριτικής ιστορικής σκέψης του Παπαϊωάννου. Ο Μαλεβίτσης, γνωστός τόσο γιά τις πολυσήμαντες μεταφράσεις του (Χάιντεγγερ, Γιάσπερς, Όρτέγα ύ Γκασσέτ, Τίλ-λιχ, κλ.π.), όσο καί για το ογκώδες δοκιμιακό του έργο (Η τραγωδία της Ιστορίας, Περί του τραγικού, Ο φωτισμός του άνθρωπου, κ.ά.), ήταν απολύτως εύλογο να ενδιαφερθεί για τη σκέψη του Παπαϊωάννου: κινούμενος στον χώρο της μυθικής αποκάλυψης του αρχέγονου όντος, που τελείται ωστόσο μες στην ιστορική πορεία του άλλοτριωμένου, εξαιτίας της λήθης, ανθρώπου, ήταν μοιραίο να συναπαντήσει στον δρόμο του τον συγγραφέα του «Κόσμος καί Ιστορία». Ο αδόκητος θάνατος του τελευταίου αποτέλεσε και την αφορμή για την σύνταξη του παρακάτω κειμένου.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί και τούτο: Ο Μαλεβίτσης δεν έγραφε ποτέ για άλλους φιλοσόφους ή γιά έργα τους εάν δεν ήταν πεπεισμένος για την άξία τους και την ωφελιμότητά τους για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Όπως, δηλαδή, παρουσίασε και τις μεταφράσεις του με τη συλλογιστική ενός σχεδίου φιλοσοφικής διαπαιδαγώγησης των Ελλήνων αναγνωστών, το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με τα κείμενα- υποδείξεις για άλλους στοχαστές. Κι η επισήμανση της περίπτωσης του μεγίστου Παπαϊωάννου μόνο ως τμήμα ενός τέτοιου σχεδίου μπορεί τελικά ν’ αντιμετωπιστεί.

Δημήτρης Αγγελής

Ο Παπαϊώννου ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με το φαινόμενο του μαρξισμού και του εφαρμοσμένου σοσιαλισμού, κι ωστόσο δεν είναι ούτε κοινωνιολόγος ούτε ιστορικός -είναι φιλόσοφος. Ένας φιλόσοφος που δεν ενδιαφέρεται για το πόσες είναι οι κατηγορίες, αλλά που ενδιαφέρεται διακαώς για την έσχατη σημασία των ιστορικώς δρωμένων. Διότι η μέριμνα του Παπαϊωάννου είναι κατεξοχήν πνευματική -με την αυθεντική σημασία του όρου. Δηλαδή πρόκειται για μέριμνα διάσωσης της αλήθειας. Ήδη το έργο του, που έγραψε στα τριάντα του χρόνια Κόσμος και Ιστορία – («Αρχείο Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών», 1955), μαρτυρεί τις υψηλές διανοίξεις του πνεύματος του Παπαϊωάννου. Κάτω από την οπτική αυτής της δι-ανοίξεως, το έργο του που ασχολείται με το ιστορικό φαινόμενο του μαρξισμού προσλαμβάνει τις πραγματικές του διαστάσεις. Πρόκειται για την ενασχόλησή του με μια List der Vernunft και με την ερευνά του θέλει να διαπιστώσει ποιά «πονηριά» έστησε στην πρόσφατη ιστορία ο «Λόγος», προβάλλοντας σε πρώτο ιστορικό πλάνο την περιπέτεια του θεωρητικού και εφαρμοσμένου μαρξισμού.

Από το βιβλίο που εμνημονεύσαμε παραπάνω (δηλαδή το Κόσμος καί Ιστορία πού φέρνει τον χαρακτηριστικό για τον προσανατολισμό του πνεύματος του υπότιτλο «Ελληνική κοσμολογία καί δυτική εσχατολογία»), φαίνεται όχι μόνο το ύψος από το οποίο ατενίζει την ιστορία, αλλά και η ευρεία και βαθειά φιλολογική του ενημέρωση επάνω στα κείμενα του αρχαίου και νεώτερου πνεύματος.

Ο Παπαϊωάννου επισημαίνει τη σημασία της γένεσης της ιστορικής συνείδησης στην Ευρώπη, πράγμα που δεν μπόρεσαν να το πραγματοποιήσουν οι Αρχαίοι Έλληνες. Και μάλιστα αντιπαραθέτει τη στάση του Εγέλου, που βλέποντας τον Ναπολέοντα ατένιζε μια ενσάρκωση του «Παγκόσμιου Πνεύματος», με τη στάση του Αριστοτέλη που, φίλος και δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν αντελήφθη το «ιστορικό φαινόμενο» του Μακεδόνα στρατηλάτη.

Γι’ αυτό και διαφέρουν μεταξύ τους οι δυο ουμανισμοί. Ο Αρχαίος Έλληνας συμφιλιώνει τον άνθρωπο με τον κόσμο, ενώ ο νεότερος Ευρωπαίος προβαίνει στην «εσχατολογική ερμηνεία και κατανόηση της ιστορίας σαν προοδευτικής πραγμάτωσης του Απολύτου». Έτσι η ιστορική μέριμνα για πρώτη φορά γεννιέται στη συνείδηση του Ευρωπαίου και η συνακόλουθη σύλληψη του σκέλους της παγκόσμιας ιστορίας, η όποια παγκόσμια ιστορία εκπτύσσεται με την ελεύθερη επιλογή του άνθρώπου προοδευτικά για την πραγματοποίηση ενός υψηλού σκοπού, που συμποσούται στην πλήρη απελευθέρωση του ανθρώπου.

Η έλληνική αντίληψη θεωρεί τον «κόσμο» ως σημείο έσχατης αναγωγής, πηγή του νόμου, και της αρμονίας, την οποία, όταν ο άνθρωπος με την Ύβρη του πάει να διαταράξει, η Δίκη θα τον τιμωρήσει δίκαια. Έτσι η γνώση του κόσμου είναι αρετή. Αντίθετα, η γνώση του κόσμου γίνεται δύναμη με τον άνθρωπο της Ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως, αφού η ex nihilo δημιουργία του κόσμου συνέτριψε το στερέωμα του και τον κατέστησε ένα δημιουργημένο όν, δεύτερης τάξεως. Και ξεκινάει η νέα περιπέτεια του Ευρωπαίου για την κατάκτηση και την υποδούλωση της φύσης. Πρόκειται για μια βούληση «ανυποψίαστη για τους κλασικούς Έλληνες… Δεν είναι παρά η θέληση μιας διαρκούς επανάστασης, μιας διαρκούς υπερνίκησης των ορίων της ανθρώπινης κλίμακας». Όποτε, πλέον, ο κόσμος του ανθρώπου είναι η ιστορία και εκεί μέσα δείχνει την αθλιότητα του και το μεγαλείο του, αφού στην ουσία, αλλά και ρητά, στρέφεται πλέον κατά του Θεού). Αλλά κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος νοιώθει έρημος και τυχαία ριγμένος στον χωρίς όρια κόσμο. Έτσι γεννήθηκε στη Δύση η τραγική ιστορική συνείδηση, ως τρόπος εξευμενισμού των Εριννύων, που πάντοτε καραδοκούν στα όριά μας. Πράγμα που σημαίνει πως στο ιστορικό δράμα του ανθρώπου δεν υπάρχει παρά ιστορική κάθαρση. Καθώς όμως, τώρα πλέον, έργο της Ιστορίας είναι να θέσει τον άνθρωπο στη θέση του Απολύτου, η επερχόμενη κάθαρση προϊωνίζεται καταστροφική.

Ο Παπαϊωάννου βρίσκει την φιλοσοφική κορύφωση της Ελληνικής κοσμολογίας στον Πλάτωνα και της δυτικής εσχατολογίας στον Έγελο. Είναι σπουδαία η επισήμανσή του, ότι κυρίως η διαφορά μεταξύ των δυο αντιλήψεων έγκειται στο πως κάθε φιλόσοφος εννόησε την Μνήμη. Στον Πλάτωνα η ανάμνηση είναι η αναγωγή στην άκεραιότητα του αρχεγόνου οντος, το οποίο κείται εκτός της ιστορίας, ενώ στον Έγελο Η ανάμνηση συγκεφαλαιώνει το πάθος της ιστορίας για να καταστεί ολοσχερές μάθος, συνείδηση που εν τέλει ταυτίσθηκε με τον εαυτό της, ύστερα από την ιστορική της σταύρωση. Και ο άνθρωπος ξαναβρίσκει τον χαμένο εαυτό του αφού διαπέρασε την εποχή της δουλείας του, αποξενωμένος από την ουσία του. Έτσι, ενώ ο άνθρωπος του Πλάτωνα βλέπει προς το παρελθόν, ο άνθρωπος του Εγέλου βλέπει προς το μέλλον. Στο μέλλον θα φανερωθεί η καθαρή ουσία του, αυτό για το όποιο προορίζεται και που άκόμη δεν το γνωρίζει. Στο τέλος θα σχηματισθεί το όλον, και μόνον η ολότητα είναι η αλήθεια. Μια ολότητα που, όπως λέγει ο Έγελος, «ολοκληρώνεται μέσα στην ίδια της την άνάπτυξη. Και το Απόλυτο είναι ουσιαστικά άποτέλεσμα, επειδή μόνο στό τέρμα (αύτής τής ανάπτυξης) γίνεται αυτό πού αληθινά είναι».

Αυτές οι υψηλές συνειδητοποιήσεις είναι οι αφετηρίες του Κώστα Παπαΐωάννου, συνειδητοποιήσεις περιωπής, που ξεκινούν από την ένδοξη πνευματική εμπειρία της ανθρωπότητας, όπως αυτή διασώθηκε στα φιλοσοφικά και ποιητικά κείμενα, αλλά και όπως εμπραγματόθηκε στην κοινωνική πρακτική.

Την υψηλή ιδέα του Εγέλου για την αυτοπραγματοποίηση του ανθρώπου, για την εσχατολογική άρση της ιστορικής του αποξένωσης και την απόκτηση, εν τέλει, της αυθεντικής ουσίας του, την παρέλαβε ο Μαρξ και την έκαμε ιστορική πρακτική, την έθεσε ως ιστορικό σκοπό μιας κοινωνικής τάξης. Ο μαθητής του Μαρξ, ο Λένιν, την κατέστησε σκοπό ενός αυστηρά οργανωμένου κόμματος. Και την έφερε εις πέρας ο Στάλιν, εγκαθιδρύοντας το πρώτο μαρξιστικό κράτος του κόσμου.

Είναι επόμενο, ο Παπαϊωάννου, που τόσο συνεπάρθηκε από τις ακραίες συνειδητοποιήσεις του πνεύματος, να θέλει να διερευνήσει πως επραγματοποιήθηκε η υψηλή εγελιανή ιδέα της ιστορικής αποκατάστασης του ανθρώπου από αυτούς που ανέλαβαν ως εμπράγματη ιστορική εξουσία πλέον να την εφαρμόσουν. Και διαπίστωσε πως η θερμή ιδεολογία ενός Πλάτωνα και ενός Εγέλου κατάντησε μιά ideologie froide, μια ψυχρή ιδεολογία, όπως την ονομάζει σε τίτλο του έργου του που βγήκε στα γαλλικά το 1967. Αλλά ήδη από το 1959 είχε προβεί σε μια διεξοδική ανάλυση της ιστορικής εφαρμογής του μαρξισμού και της θλιβερής αποτυχίας του στο μνημειώδες έργο του Η γένεση του Ολοκληρωτισμού* που εκδόθηκε στα ελληνικά και που μόλις πρόσφατα επανακυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση.

Πρόκειται για καταστροφική κάθαρση της εγελιανής προοπτικής; Μήπως το «δικαστήριο της ιστορίας», το εγελιανό Weltgericht, που τόσο επικαλέσθηκε ο Έγελος, αποφάνθηκε αρνητικά στις θέσεις του Εγέλου, που ανέλαβε να ιστορικοποιήσει ο Μαρξ; Εδώ πλέον πρόκειται για την πιο σπαραχτική τραγωδία του νεώτερου ανθρώπου, διότι αυτό που συνέβη δεν ήταν μίμηση πράξεως σπουδαίας επάνω στη σκηνή του θεάτρου, αλλά τέλεση πράξεως επάνω στην σκηνή του κόσμου, όπου τα ιστορικά δρώμενα κατέληξαν σε νεκρούς, σε βασανισμένους, σε εγκλεισμένους, σε κατεστραμμένους, σε εξανδραποδισμούς εκατομμυρίων ανθρωπίνων υπάρξεων. Και κάτι σπουδαιότερο: η «πράξη» αυτή εξακολουθεί να τελείται και να απειλεί σύμπασα την οικουμένη.

Θα μπορούσε κανείς να παραμερίσει από αυτήν την τραγωδία τον Έγελο και τον Μαρξ ως μη υπεύθυνους γι’ αυτή τη διαστροφή. Αυτό φαίνεται ότι το κάνει ο Παπαϊωάννου. Αν και δεν είναι τόσο σαφές. Στο έργο του Η ψυχρή ιδεολογία θέτει ως κατευθυντήριες προμετωπίδες τη ρήση του Μαρξ πως «Αυτό που εγώ ξαίρω είναι ότι δεν είμαι μαρξιστής» και τη ρήση του Ένγκελς πως «κατάντησαν τη θεωρία μας ένα μοναδικό σωτηριολογικό δόγμα».

Αν όμως απαλλάξομε από την ευθύνη τον Έγελο και τον μαθητή του Μαρξ, τότε πως θα χωνευθεί εγελιανά, δηλαδή διαλεκτικά, τούτο το ιστορικό κακό του ρωσικού κομμουνιστικού δεσποτισμού, ώστε να πούμε Das Versohnente Ja, το «Ναι της συμφιλίωσης», για να το υπερβούμε διαλεκτικά; Ή ηθική μας συνείδηση ανθίσταται. Κι ωστόσο το έρώτημα δεν μπορεί να τα αποφύγει ούτε ο Έγελος, ούτε ο Μάρξ, αφού και για τους δύο τα ιστορικώς δρώμενα, όλα τα ιστορικώς δρώμενα, εγγράφονται μέσα στην ιστορία του Πνεύματος, μια που το Πνεύμα είναι για τους δυό αυτούς διανοητές αυτή η ίδια η ιστορία. Ενώ ο Έγελος και ο Μαρξ επερίμεναν την δόξα της «πολιτικής κοινωνίας» κατά την εφαρμογή του «παγκοσμίου πνεύματος», συνέβη το αντίθετο, η ριζική καταστροφή της «πολιτικής κοινωνίας». Και αυτό προκαλεί τη μεγάλη κατάπληξη στον Παπαϊωάννου, αυτή η ανάδυση του τερατώδους ολοκληρωτισμού.

Ο Παπαϊωάννου δεν εγέρθηκε επάνω από αυτή την αγωνιώδη ψηλάφηση των εγκάτων του ιστορικού κακού πρός τις άρχικές πνευματικές σφαίρες του νεανικού έργου του Κόσμος και Ιστορία. Αυτό επεβάλλετο, διότι η αρχική σύλληψη απαιτούσε τη βάσανο μέσα στην κάμινο, ώστε να επανεξεταστούν τα αρχικά φιλοσοφικά υποθέματα. Μια που εξεκίνησε από το «Δικαστήριο της Ιστορίας», έπρεπε να κομίσει σ’ αύτό τις πρόσφατες εμπειρίες, γιά νέα Κρίσι. Δεν το έκαμε, ίσως διότι τον πρόλαβε ο θάνατος. Στα 56 χρόνια του, στις 20 Νοέμβριου 1981, απεχώρησε τόσο από τον «Κόσμο» όσο και από την «Ιστορία». Είναι κρίμα που η ελληνική και η γαλλική σκέψη έχασε ένα ευρύ και διεγερμένο πνεύμα και μια σωφρονούσα συνείδηση. Το έργο του ώστόσο, σημαντικό σε ποιότητα και σε ποσότητα, εξακολουθεί να είναι δραστικό. Και αυτό είναι μια κάποια παρηγοριά για την πρόωρη απώλεια αυτού του εκλεκτού τέκνου του νέου ελληνισμού.

Χρήστος Μαλεβιτσης

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ