από το Άρδην τ. 45, Ιανουάριος 2004
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ διαπιστώνουμε μια έρπουσα και κατευθυνόμενη μετατόπιση των ανησυχιών για την εθνική μας ταυτότητα, από την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας και της παγκοσμιοποίησης, προς το πρόβλημα της μετανάστευσης.
Αυτή η μετατόπιση έχει πραγματικές κοινωνικές και πολιτικές βάσεις: Οι ελληνικές ελίτ κυρίως, αλλά και η ελληνική κοινωνία, σε μεγάλο βαθμό, φαίνεται να έχουν συμφιλιωθεί με το γεγονός πως η Ελλάδα θα πρέπει να αποδεχτεί την τουρκική προτεραιότητα στην περιοχή, γι’ αυτό και η αποδοχή του Σχεδίου Ανάν, οι ύμνοι στην ελληνοτουρκική φιλία, παρά τις δεκάδες καθημερινές παραβιάσεις στο Αιγαίο- η άρνηση εν τέλει από μια παρασιτική και αίφνης υπερκαταναλωτική κοινωνία να δεχτεί τις όποιες «θυσίες» συνεπάγεται η διατήρηση της εθνικής ανεξαρτησίας και αυτονομίας.
Παράλληλα η επίταση της παρασιτοποίησης της ελληνικής κοινωνίας -με την παραγωγική αποσύνθεση, την Ολυμπιάδα και τις ποικίλες δουλείες της, την εξάρτηση από τις επιδοτήσεις, την τρομολαγνεία που μας ενσωματώνει στη λογική του Μπους-, μας κάνει δεκτικούς στην οικονομική και πολιτισμική αποδοχή της παγκοσμιοποίησης.
Η αίσθηση απώλειας ταυτότητας διοχετεύεται από ορισμένους όλο και περισσότερο προς την κατεύθυνση των ξένων μεταναστών εργατών. Όπως, τόσο συχνά, συμβαίνει με το υποδεέστερο και καταπιεσμένο εγώ, που στρέφεται ενάντια σε κάποιους ακόμα κατώτερους και βολικούς «άλλους». Κάτι τέτοιο συνέβη στη χώρα μας και στο παρελθόν, όταν για πολλά χρόνια οι πρόσφυγες και οι Πόντιοι αντιμετώπιζαν διακρίσεις και αποκλεισμούς όχι μόνο από το κράτος, αλλά και από τα ντόπια «ελλαδίτικα» λαϊκά στρώματα. Πόσο μάλλον σήμερα απέναντι στους μετανάστες -και ιδιαίτερα τους Αλβανούς- που εισήχθησαν σε τέτοια έκταση στη δεκαετία του ’90 ακριβώς για να ρίξουν το κόστος εργασίας στην Ελλάδα.
Σήμερα οι μετανάστες έπαψαν να αποτελούν μόνο αντικείμενο εκμετάλλευσης – εκμετάλλευση που όπως έχουμε τονίσει έπαιρνε διαστάσεις δου-λοκτησίας. Πλέον έχουν αρχίσει να εγκαθίστανται μονιμότερα στην Ελλάδα: συγκεντρώνονται ιδιαίτερα σε ορισμένες λαϊκές ή μικροαστικές περιοχές (υπάρχουν σχολεία με 60 ή 70% αλλοδαπούς μαθητές)· συμμετέχουν και αυτοί στην εγκληματικότητα, και χρησιμοποιούν το δημόσιο σύστημα υγείας. Σε αυτές τις συνθήκες, όπως έχει συμβεί και σε άλλες χώρες, οι αντιθέσεις με τα φτωχότερα στρώματα αρχίζουν να γίνονται όλο και πιο έντονες, και η πλειοψηφία αυτών των στρωμάτων θεωρεί πως πλέον η παρουσία των αλλοδαπών έχει καταστεί υπερβολική.
Χαρακτηριστική είναι η δημοσκόπηση της MRB που δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία στις 12-12-2003. Στο σύνολο του πληθυσμού, το 83,8% των Ελλήνων θεωρεί πως οι μετανάστες είναι «πάρα πολλοί, περισσότεροι απ’ ό,τι πρέπει». Όσο δε για την κομματική τοποθέτηση των ερωτηθέντων, πολλούς βρίσκουν τους μετανάστες το 84,2% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, το 87,1 % της ΝΔ, το 76,5% του ΚΚΕ, το 60,4% του Συνασπισμού! [Ελευθεροτυπία, 12-12-2003, σελ.17]
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα υπάρχουν τρεις πιθανές κατηγορίες τοποθετήσεων. Η πρώτη, η εύκολη και «πολιτικά ορθή», είναι εκείνη που χαρακτηρίζει τους Έλληνες ως ρατσιστές και ξενόφοβους [το σχετικό άρθρο της «Ε» φέρει τον τίτλο «Ελληνόφρονες και ξενοφοβικοί»], που απλώς θα πρέπει να εκπαιδευτούν, να γίνουν ανεκτικοί και πολυπολιτισμικοί και να δεχτούν απεριόριστο αριθμό μεταναστών.
Αυτή η συμπεριφορά των ελίτ και των διανοουμένων εκτρέφει στο έπακρο την δεύτερη, αντίστροφη τάση, εκείνη που θέλει να μεταβάλλει αυτή την αντίδραση σε όντως ξενοφοβική και ρατσιστική, να φορτώσει όλα τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας -εγκληματικότητα, ανεργία, κρίση των αξιών- στους μετανάστες και να αποφύγει την αντιμετώπιση της κρίσης της εθνικής ταυτότητας, η οποία απαιτεί οδυνηρές επιλογές για τον ίδιο τον τρόπο ζωής των Ελλήνων.
Και, τέλος, μια τρίτη άποψη, η οποία χαρακτηρίζει ακόμα την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Η πλειοψηφία των Ελλήνων θεωρεί υπερβολικό τον αριθμό των μεταναστών αλλά δεν συντάσσεται με συνθήματα του τύπου «έξω οι μετανάστες». Η κυρίαρχη άποψη παραμένει εκείνη που υποστηρίζει πως πράγματι υπήρξε υπερβολική και βίαιη η είσοδος ενός εκατομμυρίου μεταναστών πως αποτελεί πρόβλημα το γεγονός ότι (πην πλειοψηφία τους προέρχονται από την Αλβανία, που είναι γειτονική χώρα και τα Βαλκάνια είναι γεμάτα μειονοτικά προβλήματα’ πως συμμετέχουν στην άνοδο της εγκληματικότητας και πως θα πρέπει να συγκρατηθεί στην αμέσως επόμενη περίοδο ο αριθμός των καινούργιων μεταναστών αλλά πλέον δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από την προσπάθεια ένταξης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία με σεβασμό των δικαιωμάτων τους, αλλά και της ιδιοπροσωπίας του ελληνικού λαού, έτσι ώστε να αποφευχθούν οι εντάσεις και η μετατροπή της δυσφορίας σε πραγματική ξενοφοβία και ρατσισμό. Προς επίρρωσιν των ανωτέρω, πανελλαδική δημοσκόπηση του Πολυτεχνείου Κρήτης (ΒΗΜΑ ΜΙ 2-03 σελ. Α40): το 61% των ερωτηθέντων πιστεύει πως οι αλλλοδαποί θα πρέπει να ελληνοποιούνται σε ένα διάστημα 1-10 χρόνων! Στη δε ερώτηση εάν “έχουν παρθεί αρκετά μέτρα από την πολιτεία για την αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας”, το 76% τα θεωρεί είτε ανεπαρκή είτε ανύπαρκτα και το 42,6% θεωρεί υπεύθυνους για την ξενοφοβία τους κοινωνικούς παράγοντες!
Η μη αναγνώριση της ύπαρξης του προβλήματος, αντιστρατεύεται ευθέως την πραγματικότητα και τα αισθήματα του λαού και προφανώς θα ενισχύσει τις ξενοφοβικές απόψεις. Και έτσι συμβαίνει πράγματι. Οι απόψεις Καρατζαφέρη ενισχύονται από όλους εκείνους που επαναλαμβάνουν καθημερινά πως η Ελλάδα πρέπει να έχει ανοικτά σύνορά στη μετανάστευση, αγνοώντας πως κάτι τέτοιο καταδικάζει έλληνες και ξένους εργάτες σε έναν εργασιακό Μεσαίωνα, διότι διαρκώς θα υφίστανται τον ανταγωνισμό της μαύρης εργασίας των νέων μεταναστών και πως, η μεταβολή της αγοράς εργασίας σε μια μόνιμη ζούγκλα ευνοεί την διαρκή υπερεκμετάλλευση των ίδιων των μεταναστών. Στην πραγματικότητα θα πρέπει να καταβληθεί μία μεγάλη προσπάθεια για την ένταξη των υπαρχόντων μεταναστών και η είσοδος νέων να είναι πιο οργανωμένη και μάλιστα με κανονικά “χαρτιά”, ώστε να μη γίνονται βορά στα χέρια των εργοδοτών, μικρών και μεγάλων – ενώ βέβαια θα πρέπει να γίνονται δεκτοί οι διωκόμενοι και οι πρόσφυγες.
Μόνον η θαρραλέα αντιμετώπιση του ζητήματος από μια προοδευτική αντίληψη μπορεί να κλείσει το δρόμο στην μετατροπή της δυσφορίας σε αυθεντική ξενοφοβία. Και κάτι τέτοιο δεν συμφέρει μόνον την ξενοφοβική ακροδεξιά, αλλά και την παγκοσμιοποιητική ψευδοαριστερή ελίτ η οποία θα μπορεί εύκολα να ταυτίζει κάθε διεκδίκηση ταυτότητας με την ακροδεξιά. (Γι αυτό ο κ. Σωμερίτης έγραφε στο «Βήμα» σε ανύποπτο χρόνο πως είναι καλύτερα να υπάρξει ένας Λεπέν στην Ελλάδα, ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να μη μπερδεύεται από τον «αριστερό λαϊκισμό»).Και πάντως η κρίση της εθνικής μας ταυτότητας δεν πρέπει και δεν μπορεί να φορτωθεί κυρίως στους μετανάστες. 0α πρέπει μάλλον να την αναζητήσουμε στον παρασιτισμό μας, στην ενδοτικότητά μας, στη βύθισή μας στον κόσμο των αποβλακωτικών ρηάλιτυ.