Αρχική » Η πολλαπλότητα των τοποθετήσεων

Η πολλαπλότητα των τοποθετήσεων

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 45, Ιανουάριος 2004

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ανάμεσα στην εκκλησία της Ελλάδας και το Πατριαρχείο, η οποία συνεχίζεται εδώ και μερικούς μήνες, έχει πολλαπλές παραμέτρους και διαστάσεις: διαστάσεις ιστορικές, εκκλησιαστικές, νομικο-κανονικές και εθνικές. Αφετηρία για την οργάνωση μιας τέτοιας συζήτησης από το Άρδην είναι η ευρύτερη εθνική και πολιτισμική του διάσταση, χωρίς να παραγνωρίζονται όλες οι άλλες καθώς και το γεγονός ότι αναδεικνύει ένα ακόμα κεφαλαιώδες και υποφώσκον ζήτημα, εκείνο της σχέσης έθνους και γένους.

Οι πλευρές που αντιπαρατίθενται είναι φορείς μιας πλειάδας απόψεων και στάσεων.

Αρχικώς, όσοι θεωρούν, καλόπιστα, πως το γένος των Ελλήνων έχει μια ευρύτερη διάσταση από το έθνος ως έθνος-κράτος, πως το ιστορικό κέντρο αυτού του γένους υπήρξε εδώ και πολλούς αιώνες η Κωνσταντινούπολη και πως θα πρέπει αυτό το γεγονός να αποτυπώνεται και στην πραγματικότητα της εκκλησίας. Κατά συνέπεια, με τον ένα ή άλλο τρόπο, η Κωνσταντινούπολη και το Πατριαρχείο θα πρέπει να παραμείνουν το κέντρο της ορθοδοξίας, τουλάχιστον στην ελληνική της εκδοχή, και να ξεπεραστεί η ελλαδικότητα της εκκλησίας. Άρα, η άμεση υπαγωγή ενός σημαντικού τμήματος της εκκλησίας στο Πατριαρχείο πιθανώς να συνιστά ακόμα και θετική εξέλιξη, διότι αποτελεί, ίσως, ένα βήμα για την επανασύσταση του γένους και την επανενεργοποίηση του ρόλου του Πατριαρχείου και της Κωνσταντινούπολης. Το ελληνικό Πατριαρχείο είναι η ζωντανή παράδοση της οικουμενικότητας του ελληνισμού και της απόρριψης του. «εθνσφυλετισμσύ» που σηματοδότησε η Αυτοκεφαλία. Στον αντίποδα αυτής της άποψης βρίσκονται εκείνοι που θεωρούν πως το γένος των Ελλήνων ως μια κατ’ εξοχήν υπερεθνική ταυτότητα δεν υπάρχει πλέον ή, τουλάχιστον έχει ταυτιστεί με το έθνος-κράτος, ως συνέπεια αναπόδραστων γεωπολιτικών εξελίξεων. Η Κωνσταντινούπολη δεν έχει πλέον παρά ελάχιστους Έλληνες κατοίκους και σχεδόν 15 εκατομμύρια Τούρκους και Κούρδους. Κατά συνέπεια, κάθε υπαγωγή ιδιαίτατα ευαίσθητων περιοχών, όπως οι λεγόμενες «Νέες Χώρες» και μάλιστα η νευραλγική Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης, σε μια διοικητική δικαιοδοσία εκτός ελληνικού κράτους, και μάλιστα σε τουρκικό έδαφος, ακόμα και εάν πρόκειται για το ελληνικό πατριαρχείο, εγκυμονεί πολλαπλούς εθνικούς κινδύνους και εγκαθιδρύει μια απαράδεκτη πολυγλωσσία και πολυκεντρισμό – πρόξενο διχαστικών φαινομένων στα εκκλησιαστικά πράγματα της Ελλάδας. Επομένως, όχι μόνον δεν πρέπει να υπαχθούν διοικητικώς οι Νέες Χώρες στο Πατριαρχείο αλλά θα έπρεπε προοπτικώς να αρθεί το καθεστώς των πολλαπλών διοικήσεων: Εκκλησία της Ελλάδος, Δωδεκάνησα, Κρήτη, Νέες Χώρες, Άγιο Όρος, Αυτή η άρση μπορεί να συντελεστεί είτε με την ενοποίηση όλων στην ελλαδική εκκλησία, είτε με την λύση που προτείνει ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, την κατάργηση της αυτοκέφαλης ελλαδικής εκκλησίας και την μεταφορά του Πατριαρχείου στη Θεσσαλονίκη ή το Άγιο Όρος με την ταυτόχρονη υπαγωγή όλων των ελληνικών εκκλησιών σε αυτό.

Μια τρίτη άποψη είναι εκείνη που υποστηρίζει την διατήρηση του status quo. Δηλαδή μια προσπάθεια συνδυασμού των δύο αντιπαρατιθέμενων απόψεων που περιγράψαμε:

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να αναγνωριστεί το γεγονός πως το γένος έχει ταυτιστεί με το έθνος-κράτος, εκτός από την περίπτωση της Κύπρου, της Βορείου Ηπείρου και της υπερπόντιας, κυρίως, Ομογένειας. Η εκρίζωση των ελληνικών πληθυσμών από την καθ’ ημάς Ανατολή, αν δεν μηδένισε παντελώς, πάντως μετέβαλε σε δευτερεύουσα, ή τριτεύουσα, τη διάκριση γένους και έθνους. Πλέον ο ελληνισμός ως κατηγορία υπερεθνική έχει περιοριστεί δραματικά, έστω και εάν διατηρούνται στοιχεία της παλαιάς του λαμπρότητας. Μάλιστα, σήμερα, το ίδιο το ελληνικό έθνος-κράτος απειλείται τόσο με συρρίκνωση γεωγραφική – Αιγαίο, θράκη-όσο και πολιτισμική.

Ωστόσο, για ένα λαό όπως οι Έλληνες, η ιστορική μνήμη και η παράδοση είναι ιδιαίτερης σημασίας και επομένως τόσο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, όσο και τα άλλα Πατριαρχεία της καθ’ ημάς Ανατολής, συνεχίζουν να έχουν λόγο ύπαρξης ως θεματοφύλακες αυτής της Παράδοσης και ως ζωντανή υπόμνηση της οικουμενικότητας της αντίληψης μας. Συνεπώς θα πρέπει να διατηρηθεί η διοικητική υπαγωγή των «Νέων Χωρών» στην Εκκλησία της Ελλάδος, ενώ ταυτόχρονα θα συνεχίσει να αναγνωρίζεται η ιστορικότητα του ρόλου του Πατριαρχείου και των πολλαπλών καθεστώτων που διέπουν διοικητικά τους Έλληνες Ορθοδόξους. Δεν είναι, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, ορθή οποιαδήποτε πρωτοβουλία για την ανατροπή του status quo. Αυτή η ενδιάμεση άποψη αναγνωρίζει τη σημασία της ιστορικής μνήμης και της οικουμενικότητας, θέλοντας όμως να τη συνδυάσει με τις απτές πραγματικότητες του σήμερα. Εκείνοι βέβαια των οποίων οι απόψεις δεν συμπεριλαμβάνονται στη σημερινή συζήτηση είναι όσοι θεωρούν πως κάθε τι που αντιστρατεύεται το ελληνικό έθνος ή γένος -σχέδιο Ανάν, παράδοση Οτσαλάν, διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, απαλοιφή του θρησκεύματος από τις ταυτότητες- ταυτίζεται σήμερα με την αποδυνάμωση της ελλαδικής εκκλησίας και της ταυτότητας του υπάρχοντος ελληνισμού. Αυτοί προσφέρουν πολύ κακές υπηρεσίες σε όσους υποστηρίζουν την πρώτη άποψη για την οικουμενικότητα του ελληνισμού, εμφανιζόμενοι πως συμπλέουν μαζί τους. Εμείς όμως δεν θα επιχειρήσουμε ένα τέτοιο αμάλγαμα, να ταυτίσουμε τον κ. Σωμερίτη ή τον κ. Σηφουνάκη με όσους υποστηρίζουν καλόπιστα την ανάγκη ενίσχυσης του Πατριαρχείου, ως στοιχείου ενίσχυσης του γένους. Επιθυμούμε να γίνει μια συζήτηση σε βάθος. Διότι το ζήτημα είναι περίπλοκο και αφορά, στο βάθος του, την ίδια μας την αυτογνωσία.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ