του Σπ. Τρωϊάνου, από το Άρδην τ. 45, Ιανουάριος 2004
ΠΡΙΝ ΑΠ’ ΟΛΑ ένα ευχαριστώ στον φίλο Γιώργο Καραμπελιά για την τιμή που μου έκανε να με καλέσει να μετάσχω στη σημερινή συζήτηση.
Διευκρινίζω ότι θα περιοριστώ στην περιγραφή των νομικών δεδομένων της διαφωνίας που έχει ανακύψει ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Αυτοκέφαλη Εκκλησίας της Ελλάδος, για τον απλό λόγο ότι το όλο ζήτημα είναι αποκλειστικά νομικό, εφόσον και οι δύο πλευρές αναφέρονται στην ερμηνεία και εφαρμογή νομικών κειμένων.
Το θέμα του εκκλησιαστικού καθεστώτος των περιοχών που απελευθερώθηκαν στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων αντιμετωπίστηκε πολύ ενωρίς, όπως αποδεικνύεται από το σχέδιο Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος που συνέταξε η Κληρικολαϊκή Επιτροπή του 1914, το κείμενο του οποίου (σχεδίου) έχει δημοσιεύσει ο μακαριστός μητροπολίτης Κίτρους Βαρνάβας Τζωρτζάτος. Η Επιτροπή εκείνη, αποτελούμενη από εξέχοντα μέλη της Ιεραρχίας και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του εκκλησιαστικού δικαίου -σε εκτέλεση ασφαλώς εντολών που αρμοδίως της είχαν δοθεί- περιέλαβε στις μητροπόλεις της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος τόσο τις νεοαπελευθερωμένες επαρχίες όσο και την Κρήτη. Το σχέδιο όμως εκείνο δεν ψηφίστηκε ποτέ από τη Βουλή λόγω του εθνικού διχασμού που ακολούθησε.
Το θέμα αναζωπυρώθηκε μετά δέκα και πλέον χρόνια. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’20, κατέληξε η εκκλησιαστική ηγεσία μετά πολλές αναζητήσεις στο (αμφίβολης κανονικότητας) σχήμα της ανάθεσης της διοικήσεως αυτών των περιοχών στην Εκκλησία της Ελλάδος με παράλληλη διατήρηση της επ’ αυτών πνευματικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Έτσι, στις 10 Ιουλίου 1928, δημοσιεύτηκε ο νόμος 3615 που όριζε ότι εφεξής ανώτατη διοικητική αρχή ως προς τις εκκλησιαστικές επαρχίες των «Νέων Χωρών» -όπως αποκλήθηκαν οι παραπάνω περιοχές-είναι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος και προέβλεπε, σε σειρά ειδικών διατάξεων, τη συμμετοχή των μητροπολιτών των επαρχιών εκείνων σε όλα τα όργανα της εκκλησιαστικής διοικήσεως.
Ύστερα από δύο περίπου μήνες, στις 4 Σεπτεμβρίου 1928, εκδόθηκε η πατριαρχική Πράξη, η εφαρμογή της οποίας βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων κατά τους τελευταίους μήνες. Η Πράξη επανέλαβε τις διατάξεις του ν. 3615, προσθέτοντας και μερικούς επί πλέον όρους για τη διοικητική υπαγωγή των «Νέων Χωρών» στην Εκκλησία της Ελλάδος. Στον όρο Ε’ προβλεπόταν ειδικότερα δικαίωμα του Πατριαρχείου να προτείνει ονόματα υποψηφίων για την πλήρωση των οικείων μητροπόλεων, καθώς και δικαίωμα εγκρίσεως του συνολικού καταλόγου των υποψηφίων, από τον οποίο -κατά τον ν. 3615- θα γινόταν η εκλογή και τον μητροπολιτών των «Νέων Χωρών».
Ως προς τη τελευταία αυτή προσθήκη αντέδρασε η I. Σύνοδος της Ελλαδικής Εκκλησίας, επισημαίνοντας το ανέφικτο της τηρήσεως αυτού του όρου. Πέρα όμως από αυτό πρέπει να παρατηρηθεί ότι, εφόσον ο «κατάλογος των προς αρχιερατείαν εκλόγιμων» είναι -πάντα κατά τον ν. 3615- ενιαίος, η αξίωση του Πατριαρχείου να τον εγκρίνει συνιστά παραβίαση του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος δοθέντος ότι η έγκριση θα αφορά και τις μητροπόλεις της Εκκλησίας αυτής.
Ως προς τη σχέση του ν. 3615 και της Πράξης έχει διατυπωθεί η άποψη, ότι στα κείμενα αυτά αποτυπώνεται το περιεχόμενο σύμβασης μεταξύ Ελληνικού Κράτους, Οικουμενικού Πατριαρχείου και Εκκλησίας της Ελλάδος. Η άποψη αυτή δεν μπορεί να ευσταθήσει, επειδή σύμβαση είναι, ως γνωστόν, ένα κείμενο που περιέχει τις συμπίπτουσες δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων. Σπιν προκείμενη περίπτωση, πέρα από πολλές άλλες επιφυλάξεις (ακόμη και Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου), διαπιστώνεται διάσταση των δηλώσεων.
Λόγω των αντιρρήσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Αθηνών και Φαναριού μέχρις ότου, τον Αύγουστο 1929, κατέστησε ο τότε Πατριάρχης με επιστολή του γνωστό, ότι από τον όρο Ε’ της Πράξης αρκείται το Πατριαρχείο στην πρόταση υποψηφίων, χωρίς να επιμένει στην έγκριση του καταλόγου. Σήμερα το Πατριαρχείο, αμφισβητώντας την έκταση της ενεργητικής νομιμοποίησης του Πατριάρχη -προϋπόθεση που δεν μπορούσε (και δεν δι-καιούτο) να ελέγξει η Εκκλησία της Ελλάδος- αρνείται τη δεσμευτικότητα του περιεχομένου της πατριαρχικής επιστολής του 1929. Όπως κι αν έχει το πράγμα, η έγκριση του καταλόγου, αποτελώντας υπέρβαση των προβλέψεων του ν. 3615, δεν κυρώθηκε σε κανέναν από τους Καταστατικούς Χάρτες της Εκκλησίας που εκδόθηκαν μετά το 1928.
Τον Ιούνιο 1975 τέθηκε σε ισχύ το -τότε- νέο Σύνταγμα, στο άρθρο 3 § 1 του οποίου γίνεται μνεία του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και της Πράξης του 1928. Αυτή η μνεία οδήγησε στη διατύπωση της άποψης, ότι τα δύο αυτά κείμενα έχουν περιβληθεί αυξημένη τυπική ισχύ και. επομένως, δεν μπορούν να τροποποιηθούν με κοινό νόμο. Η άποψη αυτή ελέγχεται αστήρικτη. Κατά την επεξεργασία του σχεδίου του Συντάγματος στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή, σε ερώτημα βουλευτών, ποιες είναι οι έννομες συνέπειες αυτής της μνείας στο κείμενο του Συντάγματος (η σχετική φράση υπήρχε αρχικά ως ερμηνευτική δήλωση), διευκρινίστηκε από τον αρμόδιο για τα Εκκλησιαστικά Υφυπουργό Χρυσόστομο Καραπιπέρη, ότι η συνταγματική κατοχύρωση αφορά μόνο τη διάταξη σε σχέση με τη συγκρότηση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, ώστε να μην επαναληφθεί το φαινόμενο αριστίνδην Ιερών Συνόδων, όπως το 1967. Με βάση αυτή τη διευκρίνιση διαμορφώθηκε η παγία νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για το συγκεκριμένο θέμα. Άλλωστε, εκτός από τη γραμματική διατύπωση της συνταγματικής διάταξης, στην οποία αποτυπώθηκε με σαφήνεια η βούληση του Σώματος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι χωρίς κύρωση από πι Βουλή των Ελλήνων δεν είναι νοητή η περιβολή κειμένου με αυξημένη τυπική ισχύ (βλ. και άρθρο 28 Συντ. για τις διεθνείς συμβάσεις). Τέλος, στο άρθρο 3 (του Συντάγματος) μαζί με τον Τόμο και την Πράξη αναφέρεται και ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας που εκάστοτε ισχύει. Επομένως και αυτού οι διατάξεις σχετικά με πι συγκρότηση της Διαρκούς I. Συνόδου περιβάλλονται με το ίδιο συνταγματικό κύρος, όπως οι αντίστοιχες διατάξεις Τόμου και Πράξης.
Τον Μάιο 1977 ψηφίστηκε από τη Βουλή και τέθηκε σε ισχύ ο νόμος 590 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», ο οποίος στα άρθρα 17-26 θεσπίζει με λεπτομέρεια τη διαδικασία εκλογής των μητροπολιτών. Στο άρθρο 17 § 3 προβλέφθηκε το δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να προτείνει υποψηφίους για εγγραφή στον σχετικό κατάλογο, οι οποίοι θα ήταν εκλέξιμοι για τις «Νέες Χώρες». Στη συνέχεια όμως ορίζεται «ισχυουσών κατά τα λοιπά των διατάξεων του παρόντος νόμου». Επομένως με τη διάταξη αυτή καθίσταται ολοφάνερη η βούληση του νομοθέτη να μην ισχύσει ως προς το λοιπό περιεχόμενο του ο όρος Ε’ της Πράξης. Έτσι αποδεικνύεται και το αστήρικτο του ισχυρισμού ότι με πι μνεία της Πράξης στο άρθρο 1 του ν. 590/1977 κυρώθηκε αυτή νομοθετικώς στο σύνολο της.
Αλλά και χωρίς τη ρητή διάταξη του άρθρου 17, είναι γνωστό ότι προϋπόθεση τέτοιας κύρωσης αποτελεί η καταχώριση του κυρούμενου κειμένου στον κυρωτικό νόμο.
Η διατύπωση αυτή του άρθρου 17 αποκλείει την αποστολή του καταλόγου στο Πατριαρχείο προς έγκριση. Η εκλογή ενός μητροπολίτη αποτελεί μία σύνθετη διοικητική ενέργεια, δηλαδή μία σειρά αυτοτελών διοικητικών πράξεων, όπου η ακυρότητα μίας από αυτές συμπαρασύρει και όλες τις επόμενες. Η παρεμβολή μίας διαδικαστικής φάσης μη προβλεπόμενης από τον νόμο, όπως είναι η αποστολή για έγκριση, θα αποτελούσε λόγο ακυρότητας και επομένως θα δημιουργούσε προβλήματα (πέρα από τον έλεγχο νομιμότητας που διεξάγει ο αρμόδιος Υπουργός) και κατά τον ενδεχόμενο ακυρωτικό έλεγχο της εκλογής, εφόσον, αρμοδίως προβαλλόμενος, ο λόγος αυτός ακυρότητας από οποιονδήποτε θα είχε έννομο συμφέρον θα οδηγούσε σχεδόν με βεβαιότητα σε ακύρωση της προσβαλλόμενης εκλογής.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί, ότι πριν από τον ν. 590/1977, στα χρόνια που ακολούθησαν την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας (1974-1977), οπότε επικρατούσε πολλή ρευστότητα ως προς την ισχύουσα εκκλησιαστική νομοθεσία, στάλθηκε, επί αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, δύο φορές ο κατάλογος στο Φανάρι. Μετά όμως τη θέση σε ισχύ του ν. 590 ο ίδιος αρχιεπίσκοπος δεν επανέλαβε την αποστολή.
Ολοκληρώνοντας αυτή την παρουσίαση θέλω να επισημάνω τούτο. Το σχέδιο του ν. 590, μετά την κατάρτιση του από μία ειδική κληρικολαϊκή επιτροπή, πριν υποβληθεί στα αρμόδια πολιτειακά όργανα εγκρίθηκε από την Ιεραρχία, η οποία δεν διατύπωσε αντιρρήσεις ως προς το άρθρο 17. Οι περισσότεροι από τους αρχιερείς που αποχώρησαν κατά την πρόσφατη Σύνοδο της Ιεραρχίας από τη συνεδρίαση ήταν μέλη του σώματος και κατά το 1977. Διερωτάται λοιπόν κανείς, γιατί δεν διατύπωσαν την αντίθεση τους προς τη σχετική διάταξη τότε; Επειδή είχα δε την τιμή να είμαι ένας από τους τρεις νομικούς που μετείχαν στην παραπάνω επιτροπή αισθάνομαι την ανάγκη να τονίσω, ότι στον ν. 590 δεν εκδηλώνεται καμία έλλειψη σεβασμού προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Απόδειξη αποτελεί, ανάμεσα σε άλλα, και ότι το δικαίωμα εκκλήτου στον Οικουμενικό Πατριάρχη, που προέβλεπε η Πράξη (όρος ΣΤ’) μόνο για τους μητροπολίτες των «Νέων Χωρών», επεξέτεινε η επιτροπή και στους μητροπολίτες της Ελλαδικής Εκκλησίας (άρθρο 44 §2 ν. 590).
*Ο Σπύρος Τρωϊάνος είναι ομότιμος Καθηγητής του Παν/μιου Αθηνών στην Ιστορία Δικαίου.