Αρχική » Ο ρόλος του ελληνικού στοιχείου στην Οθωμανική αυτοκρατορία τον 18ο αι

Ο ρόλος του ελληνικού στοιχείου στην Οθωμανική αυτοκρατορία τον 18ο αι

από Άρδην - Ρήξη

του Λ. Αξελού, από το Άρδην τ. 45, Ιανουάριος 2004

Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από τη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα. Ρήγας Βελεστινλής: Σταθμοί και όρια στην διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα το οποίο εξεδόθη τον Νοέμβριο του 2003, από τις εκδόσεις “Στοχαστής” και κυκλοφορει στα βιβλιοπωλεία

ΣΕ ΟΛΗ την διάρκεια του 18ου αιώνα, ολόκληρη η Βαλκανική, όπως άλλωστε και το σύνολο της οθωμανικής επικράτειας, παρουσίαζε ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά μιας παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας στην οποία ο αγροτικός -φυσικός τομέας- εμφανιζόταν ως ο εξωτερικά κυρίαρχος. Τυπικά έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνία στην οποία το σύνολο σχεδόν της ιδιοκτησίας ανήκει στο κράτος, το οποίο και απορροφά την μερίδα του λέοντος από το υπερπροϊόν που το αποσπά κατά βάσιν άμεσα με την μορφή των πολλαπλών, σε είδος ή χρήμα, φόρων από τους αμέσους παραγωγούς και την αναγκαστική υπερεργασία που πήρε η βαθμιαία καθιέρωση ποικίλων μορφών αγγαρείας.1

Όμως η πραγματικότητα δεν ήταν ακριβώς αυτή. Το τέλος των τουρκικών κατακτήσεων και η ανάπτυξη μιας αναγκαστικής «εσωστρέφειας» δίνουν την δυνατότητα στο να ολοκληρωθούν μορφοποιήσεις που η προηγούμενη περίοδος, χωρίς ουσιαστικά να ανακόπτει, περιόριζε έως έναν βαθμό, την ανοιχτή προς τα έξω έκφρασή τους. Η βαθμιαία θραύση της παραδοσιακής δομής αλλάζει σταδιακά τον χαρακτήρα των από την περίοδο των βυζαντινών ήδη κληρονομημένων μεγάλων ιστορικών πόλεων, που σταματούν σιγά-σιγά να αποτελούν τμήμα του κυρίαρχου αγροτικού χώρου, μεταβαλλόμενες σε κέντρα νέας, ποιοτικά διάφορης, οικονομικής λειτουργίας.2 Η αργή, πλην βασικότατη αυτή μετατροπή του πρώην οργανωμένου σε οργανωτή της χαλαρής και εκτεταμένης αγροτικής περιφέρειας, ανοίγει νέες προοπτικές στην πορεία του δοσιματικού αυτού σχηματισμού.

Αυτό φυσικά χαρακτηρίζει περισσότερο τα παράλια αστικά κέντρα που ήταν οργανικά δεμένα έστω και με μιαν περιορισμένης μορφής εμποροναυτική δραστηριότητα. Για την αχανή «εσωτερική έρημο», η πραγματικότητα της κλειστής φυσικής οικονομίας φαίνεται να παραμένει μόνιμο καθεστώς. Οι περιορισμένες μορφές εκχρηματισμού παρουσιάζουν σοβαρά μειονεκτήματα, στον βαθμό που «ο εκχρηματισμός ωστόσο αυτός προσανατολίζεται περισσότερο στην εξυπηρέτηση της φορολογικής προσόδου παρά στην επέκταση και εδραίωση των χρηματικών σχέσεων στη διαδικασία της αγροτικής παραγωγής. Η υποχρεωτική εμπορευματοποίηση, εξάλλου, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της φορολογίας και έτσι οι δυνατότητες για δημιουργία καθαρών εισοδημάτων ανακόπτονται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την αλλοτρίωση των χωρικών: αυτή η αρνητική επίπτωση του έξω-οικονομικού εκχρηματισμού της αγροτικής οικονομίας έχει σαν σύμπτωμα την αποκοπή του άμεσου παραγωγού από την αγορά ή ειδικότερα την περιορισμένη συμμετοχή του σε ένα προ-στάδιο αγοράς, σε ένα σύστημα τιμών που δεν επιτρέπει την πραγματοποίηση χρηματικών καθαρών εισοδημάτων»3

Τα όρια ανάμεσα στην δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης και το βάρος της επικρατούσας οικονομικοκοινωνικής δομής, στην περίοδο αυτή, είναι δύσκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Πολύ περισσότερο μάλιστα, στον βαθμό που, ξεφεύγοντας από την ασάφεια γενικών τοποθετήσεων, επιδιώκουμε να στοιχειοθετήσουμε την όποια μας άποψη για τον συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό, χρησιμοποιώντας τα αναγκαία εκείνα ιστορικά στοιχεία που η επιστημονική έρευνα έφερε στο φως, τα οποία όμως, από μόνα τους, δεν καλύπτουν επαρκώς ένα τόσο πολύπλοκο και σύνθετο ζήτημα.

Η σημαντική έλλειψη αυτών ακριβώς των στοιχείων περιορίζει την απόπειρά μας αυτή, χωρίς όμως να την εξουδετερώνει. Από τα μέχρι σήμερα πάντως υπάρχοντα στοιχεία, μπορούμε κατ’ αρχήν να παρατηρήσουμε τα εξής: Ανεξάρτητα από τις ερμηνείες που δίνονται, είναι ιστορικό γεγονός, ότι το καθεστώς της κλειστής φυσικής οικονομίας δέχεται ισχυρά πλήγματα σ’ όλη την διάρκεια του 18ου αιώνα. Την ανάπτυξη αστικών θυλάκων σ’ όλη τη Βαλκανική και ειδικότερα στο μαλακό της υπογάστριο μάς την δίνει ανάγλυφη η αγωνία των Γάλλων προξένων της Ανατολής που διαπιστώνουν λ.χ., ότι, από το 1746, «τα ελληνικά μεσολογγίτικα πλοία κυριαρχούν τώρα απολύτως στην ακτοπλοΐα της σκάλας και δεν γίνεται πια λόγος για καμμιά άλλη σημαία…»4.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας δίνει ο Φελίξ Μπωζούρ, το 1797, «ο πληθυσμός της Ελλάδας δεν μπορεί να υπολογιστεί πάνω από 1.920.000 ψυχές», δηλαδή το 20,6% περίπου του συνολικού πληθυσμού της Βαλκανικής με βάση τα στοιχεία του 1820. Στις αρχές του 19ου αιώνα (1820) ο πληθυσμός της Ελλάδας των σημερινών γεωγραφικών ορίων αποτελούσε κατά τον F. Barkan το 36,8% του συνόλου του βαλκανικού πληθυσμού. 0 περισσότερος πληθυσμός της χώρας, σαν αποτέλεσμα της αδιάκοπης μετακίνησης των πεδινών πληθυσμών προς την ασφαλέστερη ορεινή ενδοχώρα, κατοικεί στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές, όπου και πραγματοποιούνται τα 2/3 της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής στα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα. Δεν είναι η πεδινή Ελλάδα και τα πλούσια νησιά του Αρχιπελάγους που αποτελούν τους ζωτικούς οικονομικούς χώρους. Είναι τα άγονα, δυσκολοπόρθητα αιγαιοπελαγίτικα νησιά και οι δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές του ηπειρωτικού χώρου που δίνουν το μέγιστο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό βάρος στην Ελλάδα του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα και του πρώτου τέταρτου του 19ου.

Η ελληνική εμποροναυτική δραστηριότητα, υπαρκτή από τα τέλη του 15ου αιώνα, ολοκληρώνεται και ουσιαστικοποιείται στα μέσα του 18ου. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη αυτή διεδραμάτισε η σταδιακή παρακμή των ιταλικών ναυτικών πόλεων και ιδιαίτερα της κυρίαρχης στον χώρο της Αδριατικής και κατ’ επέκτασιν στην Δ. Στερεά, Πελοπόννησο και Κρήτη, Βενετίας, της οποίας ο κύκλος άρχισε να κλείνει το 1669 με την κατάληψη της Κρήτης από την Τουρκία, ύστερα από δυόμισι περίπου δεκαετίες πολέμων και άγριου ανταγωνισμού.

Πραγματικά, είναι γεγονός ότι, ανεξάρτητα από τους εξ αντικειμένου ανταγωνισμούς-περιορισμούς μέσα από τους οποίους αναπτυσσόταν το εξωτερικό εμπόριο που οφειλόταν στην διεθνοποίηση της αγοράς και ανεξάρτητα από τις ιδιόμορφες συνθήκες μέσα στις οποίες συνετελείτο η βιοτεχνική παραγωγική διαδικασία στον νοτιοβαλκανικό χώρο, η σταδιακή μετατόπιση της εμπορικής δραστηριότητας προς τις νότιες περιοχές του συγκροτήματος, εκεί δηλαδή όπου δέσποζε η ελληνική παρουσία, δίνει την δυνατότητα στο ήδη πρωτογενώς συγκροτημένο ελληνικό εμποροναυτικό στοιχείο, να απλώσει ακόμα περισσότερο την παρουσία του, επιβάλλοντας την σταδιακά στους περιορισμένου δυναμικού Βαλκάνιους ανταγωνιστές Εβραίους – Σέρβους και περιορίζοντας σχετικά τους Μικρασιάτες Αρμενίους.5

Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον ρωσο-τουρκικό πόλεμο, ο ηπειρωτικός αποκλεισμός και οι ναπολεόντειοι πόλεμοι ανοίγουν νέα περιθώρια στην ανάπτυξη της εμποροναυτικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας. Ένας έντονης μορφής οικονομικός οργασμός διαπερνά το σώμα του αναπτυσσόμενου ελληνικού αστισμού. Η ουσιαστική αυτή οικονομική ανάπτυξη οδηγεί στην άνδρωση πολλών παράλιων και αρκετών ηπειρωτικών αστικών κέντρων και στην ταχύτατη ανέλιξη της Θεσσαλονίκης και της Σμύρνης σε βασικές οικονομικές δεσπόζουσες της περιοχής.

Η ανοδική αυτή πορεία του ελληνικού στοιχείου αντανακλάται και στην πολλαπλών επιπέδων δραστηριότητα του που αναπτύσσει ως ελληνική διασπορά στον ευρύτερο παροικιακό χώρο. Η λειτουργία της νέας ελληνικής διασποράς αποτελεί μιαν εξαιρετικά σημαντική παράμετρο στην διαδικασία αναγέννησης και συγκρότησης του νεότερου Ελληνισμού. Χωρίς την συμπερίληψη της παρουσίας και συνεισφοράς της είναι αδύνατο να συγκροτηθεί μια συνεκτική άποψη για την συνολική δράση του Ελληνισμού στα έντονα προεπαναστατικά χρόνια. Καθ’ όλα εντυπωσιακή η δράση της ελληνικής διασποράς, επεκτείνεται όχι μόνο στα κατεξοχήν κέντρα άνθισης της που βρίσκονται στις τρεις μεγάλες αυτοκρατορίες (Οθωμανική, Ρωσική, Αψβουργική), αλλά και στα ανεπτυγμένα κράτη της Δυτικής Εύρωστης και την λεκάνη της Μεσογείου από το ένα άκρο της στο άλλο.6

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον ευρύτερο «ελλαδικό χώρο», που αποτελούσε και την σπονδυλική στήλη του υπόδουλου Ελληνισμού. Πιο αναλυτικά.

Ο ελληνικός χώρος του 18ου αιώνα ανήκε στον νοτιοβαλκανικό-ανατολικομεσογειακό ιστορικό χώρο. Ο χώρος αυτός αποτελούσε μιαν «ενδιάμεση ζώνη», ανάμεσα στο υπό διαμόρφωση κέντρο των ανεπτυγμένων καπιταλιστικά δυτικοευρωπαϊκών κρατών και την αχανή «έρημο» της αφρικανοασιατικής περιφέρειας. Σ’ αυτή την περίοδο, σημειώνεται δραστηριοποίηση της οικονομίας και ανάπτυξη των εμπορικών ανταλλαγών που από την αρχή όμως διαμορφώνεται στο δυναμικά επικαθορισμένο πλαίσιο του διεθνούς αποικιοκρατικού καταμερισμού της εργασίας.

Το πλαίσιο αυτό διαμορφώνει τα χαρακτηριστικά του άνισου αγώνα ανάμεσα στην ντόπια υπό διαμόρφωση εμποροναυτική-βιοτεχνική αστική τάξη και την δυτικοευρωπαϊκή που πάλευε να επιβάλει το δικό της καθεστώς, παγιδεύοντας, υπονομεύοντας ή καταστρέφοντας όλες εκείνες τις επιλογές που οδηγούσαν στην διαμόρφωση μιας ανεξάρτητης οικονομίας. Η αναγκαστική αυτή πραγματικότητα διαμόρφωσε, σε σημαντικό βαθμό, τους όρους μιας ιδιόρρυθμης ανάπτυξης των παραγωγικών σχέσεων μέσα από την εξάπλωση βασικά των εμποροναυτικών δραστηριοτήτων, χωρίς μιαν ανάλογη σε ποιότητα τουλάχιστον ανάπτυξη-εξάπλωση των εμπορικών, βιοτεχνικών και «βιομηχανικών» δραστηριοτήτων στο εσωτερικό. Ενώ δηλαδή η διαμόρφωση μιας αξιόλογης εμποροναυτικής τάξης των νησιών και των παράλιων πόλεων είναι γεγονός, δεν μπορούμε το ίδιο να ισχυριστούμε για την μικρή εμπορική και βιοτεχνική τάξη που δρούσε στην πεδινή και την ορεινή ενδοχώρα και κυρίως εκεί όπου ο κοινοτικός βίος είχε παρουσία και ισχύ.

Πράγματι, είναι γεγονός, ότι η δυναμική παρουσία των κοινοτήτων, που λειτούργησαν ως ένα είδος παρακράτους σε όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, δημιουργούσε ένα αφετηριακά θετικό πλαίσιο για την δημιουργία συλλογικών μορφών πολιτικής και οικονομικοκοινωνικής δραστηριότητας.7 Η ελληνική λ.χ. βιοτεχνία-«βιομηχανία» (νημάτων και βαφής, βυρσοδεψίας, σαπουνιού, κ.λπ.), αναγκαστικό αποτέλεσμα της ιδιόρρυθμης τροπής που πήρε η βιοτεχνική-«βιομηχανική» δραστηριότητα στα Βαλκάνια, διαμορφώθηκε, κατά κανόνα, στην βάση συντροφικών συσσωματώσεων.

Φυσικά, το γεγονός ότι συγκροτήθηκε και στήριξε την όποια της ανάπτυξη στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, μέσα στο καθεστώς μιας αδύναμης και επισφαλούς εσωτερικής αγοράς, δεν αναιρούσε την καπιταλιστική μορφή της. Απλά και μόνο εξέφραζε την ανάγκη μιας μερικής μείωσης του αναπόφευκτου ανταγωνισμού ανάμεσα στους εργαζομένους και τους εργοδότες, στον βαθμό που η όποια βιοτεχνική-βιομηχα-νική ανάπτυξη, αντιμετώπιζε την ωμή πραγματικότητα της οθωμανικής αυθαιρεσίας σε όλη την σφαίρα του κοινωνικού πολιτικού, στρατιωτικού και νομικού πεδίου. Πραγματικότητα που τελικά δεν μπόρεσε να υπερβεί. Έτσι παρ’ όλες τις προσπάθειες που καταβάλλει να οργανωθεί και οργανώσει την εσωτερική αγορά, προσκρούει σ’ ένα εξαιρετικά δυσμενές πλαίσιο. Χωρίς κρατικά στηρίγματα, έχοντας καταφύγει στα πιο φτωχά εδάφη, με βαριές και ολοένα αυξανόμενες φορολογικές υποχρεώσεις και με ανύπαρκτη την πολιτική συγκέντρωση και ενοποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων, που θα μπορούσε να διασφαλίσει ίσως μια κρατική οργάνωση, είναι ουσιαστικά καταδικασμένη στην εξαφάνιση ή την ακούσια υποβάθμιση και περιθωριοποίηση.8

Κι αυτό, παρ’ όλον ότι κατ’ αρχήν διαγραφόταν μια αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον της ελληνικής βιοτεχνικής-«βιομηχανικής» παραγωγής, όπως αυτό συνάγεται από την αξιόλογη ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων με την Κεντρική αλλά και την Βορειοδυτική Ευρώπη. Είναι λ.χ. γεγονός ότι οι Έλληνες έμποροι-επιχειρηματίες της περιόδου είχαν κάτω από τον ουσιαστικό τους έλεγχο το αυστροουγγρικό εμπόριο με την Ανατολή και είχαν ιδρύσει εμπορικούς οίκους-πρακτορεία σε αρκετά μεγάλα ευρωπαϊκά εμπορικά κέντρα όπως στην Μασσαλία ή στο Λιβόρνο, ακόμη και στην Μινόρκα όπου, υπό αγγλική «προστασίαν», δρούσε ικανός στόλος ελληνικών (κυρίως πατμιακών) πλοίων.

Η αξιόλογη αύξηση των εξαγωγών στα τέλη του 18ου αιώνα, οδηγούσε σε σημαντική κεφαλαιοποίηση από την μια και από την άλλη, στην ανάγκη για έναν αντίστοιχο προσανατολισμό της αγροτικής παραγωγής, που σημείωνε αξιόλογη επίδοση στις εύφορες σταφιδοπαραγωγικές πεδινές εκτάσεις. Στα τέλη του 18ου αιώνα η βιοτεχνία απασχολεί 40-50.000 περίπου άτομα και κινητοποιεί κεφάλαια το λιγότερο 50 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων.9 Η από πολλές πλευρές ευνοϊκή αυτή εικόνα αλλοιωνόταν από την ωμή πραγματικότητα του ότι, η δράση και η ανάπτυξη του γηγενούς και ιδιαίτερα του πεδινού και ορεινού βιοτεχνικού και εμπορικού στοιχείου, προσέκρουε καθημερινά στην υπάρχουσα οθωμανική και αποικιοκρατική πραγματικότητα. Η ανάπτυξη των υφαντουργικών βιοτεχνικών κέντρων, θαυμαστή από πολλές πλευρές, στον βαθμό που ξεπερνά τα τοπικά πλαίσια της αδύναμης και ισχνής σε απορροφητικότητα εσωτερικής της αγοράς, συνδεόμενη με τα κεντροευρωπαϊκά κατ’ αρχήν και τα δυτικοευρωπαϊκά αργότερα, αντίστοιχα βιομηχανικά κέντρα, βρίσκεται μπροστά σε ζωτικά διλήμματα. Διλήμματα που συνδέονται με την ανοδιάρθρωση-καταστροφή της υπάρχουσας δομής και της προσαρμογής της στις απαιτήσεις μιας μεγάλης και απαιτητικής αγοράς που έχει κατακλυστεί από πανούργους και εμπειροπόλεμους αντιπάλους.

Διαφορετικά παρουσιάζονται τα πράγματα στον εμποροναυτικό χώρο. Η ασφυκτική παρουσία του Οθωμανού στις ηπειρωτικές περιοχές, σε συνδυασμό με τους επικαθορισμούς που προδιέγραψε η κυριαρχία του μητροπολιτικού κεφαλαίου στην ζωτική αυτή «ενδιάμεση ζώνη», προσανατόλισε σημαντικά του τμήματα στο εξωτερικό εμπόριο. Για πάνω από μισόν αιώνα (μέχρι και την δεκαετία του 1770), το εξωτερικό εμπόριο στην ανατολικομεσογειακή λεκάνη κυριαρχείται από τους Γάλλους αποικιοκράτες. Ο σκληρός όμως ανταγωνισμός με τον ανερχόμενο Βρετανό ανταγωνιστή, διαμορφώνει μια νέα πραγματικότητα στην οποία ο προσεταιρισμός και η συνεργασία με το γηγενές εμπορικό στοιχείο γινόταν αναγκαία.

Πραγματικά, «ο ευρωπαϊκός οικονομικός κύκλος πού περιέβαλλε τις αγορές και προστατευότανε από τον κατακτητή, με άμεσο αποτέλεσμα τα μεγάλα αποικιακά κέρδη, έσπασε μέσα στην ίδια του την δράση, επειδή κάθε μία από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, ζητούσε μεγαλύτερη θέση για χα δικά της εμπορεύματα, εις βάρος της άλλης. Αυτό όμως δεν μπορούσε να το επιτύχη, χωρίς να προσεταιρισθή το τοπικό ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο, χωρίς δηλαδή να εκχώρηση ο’ αυτό ένα ποσοστό, ολοένα και πιο μεγαλύτερο από τα συναποκσμιζόμενα κέρδη. 0 ρόλος του ελληνικού αυτού κεφαλαίου, χαράζεται από τα πράγματα σαν ρόλος ενδιάμεσος. Και τέτοιος παρέμεινε και μετά την ανεξαρτησία. Όμως ήτανε από τους ενδιάμεσους εκείνους ρόλους, χωρίς τους οποίους δε θα μπορούσε να κατανοηθή η εμπορική δράση που έγινε όχι μόνο στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, αλλά και ο’ ολόκληρη την Ανατολή».10

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα που σφραγίζεται από τον άγριον ανταγωνισμό, διαμορφώνονται οι όροι για την ανάπτυξη, άνδρωση και συμμετοχή του ελληνικού παράγοντα στο διεθνές αποικιοκρατικό εμπόριο. Η ανάπτυξή του, εξαιρετικά εντυπωσιακή, φαντάζει μετέωρη και εξωπραγματική, στον βαθμό που δεν θα συνδεθεί οργανικά με τα στοιχεία της συγκυρίας της περιόδου εκείνης και ιδιαίτερα το στοιχείο της, κάτω από το βάρος των αγγλικών πιέσεων, σημαντικής υποχώρησης των Γάλλων από την περιοχή. Γιατί είναι γεγονός έξω από κάθε αμφισβήτηση άτι η ρωσική σημαία, οι ναπολεόντειοι πόλεμοι και ο αγγλικός αποκλεισμός συνέβαλαν «ορθόδοξα»-«ανορθόδοξα» στην κορύφωση της ελληνικής ναυτεμπορικής παρουσίας.

Η ελληνική λοιπόν ναυτεμπορική τάξη αναδύεται στο επίπεδο που προκύπτει από την διεθνή συγκυρία, ιδιαίτερα ευνοϊκή γι’ αυτήν, στην συγκεκριμένη περίοδο που εξετάζουμε. Περίοδο, που, ας μην ξεχνάμε, χαρακτηρίζεται από την μείωση της σημασίας των εμπορικών λιμένων της Συρίας και Αιγύπτου και την άνοδο της Θεσσαλονίκης, της Σμύρνης, της Σύρου, της Πελοποννήσου, της Δ. Ηπείρου και της Στερεάς. Χάρη ο’ αυτήν την ιδιαίτερη κατάσταση, που κορυφαία της στιγμή υπήρξεν η μετά την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή περίοδος, μπόρεσε να διευρύνει τις ναυτεμπορικές της δραστηριότητες και να επεκτείνει την διείσδυσή της στην γειτονική Ευρώπη, διαμορφώνοντας ένα νέο σύνθετο πλαίσιο συναρτημένης-εξαρτημένης συνεργασίας με τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες. Χαρακτηριστικό της όλης ανόδου είναι το πέρασμα του συνολικού εσωτερικού εμπορίου και του μεγαλύτερου μέρους από το εξωτερικό, στα ελληνικά χέρια.11

Η σημαντική ώθηση που δόθηκε στην ελληνική ναυτιλία και τις ευρύτερες ελληνικές εμπορικές δραστηριότητες στην αμέσως μετά την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή περίοδο, αποτελεί μια πραγματικότητα που ευσύνοπτα περιγράφει ο Φάνης Μιχαλόπουλος, επισημαίνοντας ότι: «Διά της Συνθήκης αυτής -θαύματος μοσχοβίτικης και φαναριώτικης επιτηδειότητας- εδημιουργείτο ιδιαίτερο σχεδόν δίκαιο για τους Ραγιάδες. Όχι μόνο χορηγήθηκε αμνηστεία στους Έλληνες, αλλά ως πλήρης εμπορική ελευθερία παραχωρήθηκε σ’ αυτούς, εκείνη που τόσο συνετέλεσε στην πρόοδο της ελληνικής ναυτιλίας κατά τις επόμενες δεκαετηρίδες. Στην προκήρυξη του Καπετάν Πασά αναφερόταν ρητώς: «Εσείς οι Ραγιάδες όλων των νήσων της άσπρης θάλασσας, πταίσται και άπταιστοι ομοίως Μωράϊτες και παν άλλο γένος να είσθε συχωρεμένοι από μέρους της βασιλείας μας. Να ησυχάσετε όλοι κοινώς εις τα κατοικητήριά σας, ως και πρότερον, χωρίς υποψίες, πραγματευόμενοι με ελευθερίαν ομοίως εις τα καΐκια σας»… Διά των προνομίων τούτων, που χορηγήθηκαν στους Έλληνες, σε μικρό διάστημα η Μεσόγειος κι η Μαύρη Θάλασσα καλύφθηκαν από καράβια ελληνικά. Ναυπηγεία πλοίων ιδρύθηκαν στην Ύδρα τα 1746,

στις Σπέτσες τα 1783, στα Ψαρρά τα 1782 και στο Γαλαξείδι και το ελληνικό ναυτικό προ της Γαλλικής Επαναστάσεως περιλάμβανε τετρακόσια μεγάλα πλοία».12

Κι αυτό δεν είναι μια post festum αυθαίρετη διαπίστωση Ελλήνων ιστορικών, αλλά συνάγεται από την έρευνα των άμεσων και έμμεσων πηγών της περιόδου. Ο πολύ προσεκτικός στις παρατηρήσεις του Φελίξ Μπωζούρ διαπιστώνει την ελληνική κυριαρχία πάνω στην ρωσική, γαλλική, γερμανική και ολλανδική εμπορική δραστηριότητα, κυριαρχία που ισοδυναμούσε ουσιαστικά με τον έλεγχο του 60% του εξαγωγικού αλλά και εισαγωγικού εμπορίου της Θεσσαλονίκης. Κι είναι ανάλογης υφής οι εναγώνιες επιστολές των Γάλλων προξένων της Άρτας, Ντυμπροκά και Μπούΐγ, που συστηματικά παρακολουθούν και καταγράφουν την ανοδική πορεία της ελληνικής ναυτεμπορικής δραστηριότητας στην Δ. Ήπειρο, Στερεά και Πελοπόννησο.

Η αντίδραση τους, πολύ φυσική, αποτυπώνει την πραγματικότητα ότι τα ελληνικά, αλλά υπό ρωσικήν -κυρίως- σημαία πλοία ήλεγχαν τα δύο τρίτα έως και τα τρία τέταρτα του εμπορίου της ανατολικομεσογειακής λεκάνης, (δύο, μόλις δεκαετίες πριν τα τέλη του 18ου αιώνα, η κυρίαρχη θέση του ελληνικού στοιχείου στο διαμετακομιστικό εμπόριο της Αλεξάνδρειας αποτελούσε γεγονός), συμπεριλαμβανομένου και του Ευξείνου (όπου το παράνομο εμπόριο σιτηρών, μονοπωλούμενο κατ’ ουσίαν από τους Έλληνες ναυτεμπόρους «έδινε και έπαιρνε» προσκομίζοντας πελώρια κέρδη), διευρύνοντας -κατ’ επέκτασιν-την σφαίρα δράσης της και στην κεντροευρωπαϊκή και την ανατολικοευρωπαϊκή οικονομική ενδοχώρα.13

Είναι, λοιπόν, απολύτως ερμηνεύσιμο γιατί η όλη κατάσταση και ιδιαίτερα η ρωσική στάση προκάλεσε την αντίδραση της Γαλλίας που συστηματικά επί ολόκληρη σειρά ετών παρακολουθούσε με αγωνία μέσω των προξένων της την ραγδαία άνοδο του ελληνικού ναυτεμπορικού στόλου. Στον βαθμό που οι ρωσικές φιλοδοξίες για κάθοδο στον Νότο συνέπιπταν με τα ελληνικά συμφέροντα, οι Γάλλοι κατέβαλαν γενναίες προσπάθειες για να ανακόψουν με κάθε τρόπο την σύγκλιση αυτή, όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνεται στο απόσπασμα της αναφοράς του Γάλλου προξένου των Επτα-νήσων στον Τούρκο ναύαρχο που παραθέτει ο Σαιν Σω-βέρ.14

Οι θετικές επιπτώσεις της κατάστασης αυτής επιδρούν στο σύνολο της παραγωγικής δραστηριότητας συντελώντας στην ενδυνάμωση της βιοτεχνικής και στην ποσοτική και ποιοτική καλυτέρευση της αγροτικής παραγωγής.15

Η επίμονα βαθύτερη προσέγγιση του ιδιόμορφου, μοναδικού στην περίπτωσή του, τρόπου διαμόρφωσης-συγκρότησης του ελληνικού εμποροναυτικού κεφαλαίου, είναι φρονούμε, ο μόνος ουσιαστικός δρόμος που μπορεί να φωτίσει την πραγματικότητα της σημερινής ιδιόρρυθμα μητροπολιτικής ελληνικής κοινωνίας.

Όπως και άλλη φορά τονίσαμε16, η ελληνική αστική τάξη αρχίζει να μορφοποιείται και να δρα μ’ ένα τρόπο διαφορετικό από αυτόν που πραγματοποίησαν οι αντίστοιχες δυτικοευρωπαϊκές. Κι αυτό οφείλεται, πέρα από τις άλλες ιδιορρυθμίες, στο γεγονός ότι γεννήθηκε και διαμορφώθηκε κάτω από ένα καθεστώς έλλειψης κρατικής υπόστασης, μια και η υποταγή του ελλαδικού γεωγραφικού

χώρου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ενέτασσε την όλη οικονομική διάρθρωση του στις γενικές συντεταγμένες που επέβαλε ο οθωμανικός «φεουδαρχισμός».

Αυτό φυσικά, δεν αναιρεί το γεγονός εμφάνισης και ανάπτυξης των αστικών στοιχείων, έστω και σ’ έναν χώρο ασφυκτικά υποτελή. Απλά και μόνο καταδεικνύει τους αργούς και βασανιστικούς ρυθμούς μέσα από τους οποίους πέρασε η ανάπτυξη αυτή, όπως και τις αναγκαιότητες που επέβαλαν την εκμετάλλευση κάθε ρήγματος (διομολογήσεις, ξένες σημαίες, διαμετακόμιση, πειρατεία1 κ.λπ.) που οδηγούσε στην όποια συσσώρευση κεφαλαίου.

Οι απόψεις εκείνες που λειτουργούν με το όραμα μιας «χημικά καθαρής» καπιταλιστικής ανάπτυξης, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον κατεξοχήν στην οικονομία, φοβούμαστε ότι κατά κανόνα αγνοούν ή υποτιμούν την ίδια την οικονομία. Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί η λογική απαξίωσης που έχουν για τον κλάδο των μεταφορών που είναι, όπως ορθά το θέτει ο Καρλ Μαρξ, ένας αυτοτελής βιομηχανικός κλάδος18. Ο κλάδος λοιπόν αυτός ήταν εκείνος που κυρίως συγκέντρωνε την «δύναμη πυρός» του ελληνικού κεφαλαίου και αυτός ο κλάδος είναι που σχεδόν αγνοείται από ένα μεγάλο μέρος των αναλυτών της οικονομικής μας ιστορίας.

Αυτή λοιπόν ακριβώς η θέση της στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, που κατοχυρώθηκε μέσω της δυναμικής ανάδειξής της στην βιομηχανία των μεταφορών, είναι το στοιχείο που οδηγεί την αστική μας τάξη σ’ αυτόν τον τρόπο ιδιόρρυθμης-μονόπλευρης ανάπτυξης. Αυτός, ο οικονομικός και ιστορικός λόγος, είναι που μέχρι και σήμερα την «σπρώχνει» να αναπτύσσεται κατά πρώτο λόγο στον βιομηχανικό τομέα των θαλάσσιων μεταφορών κι όχι η «κακή» της επιλογή, το «αντεθνικόν» του χαρακτήρα της, το «περιπλανώμενον του Έλληνος», η «εξαρχής» αντιδραστικότητά της και άλλα τέτοια ιδεολογήματα που ενδέχεται, ίσως, να αποτελούν στοιχεία κρίσης της συμπεριφοράς ενός ατόμου όχι όμως και μιας τάξης.

Η εκμετάλλευση της πολιτικής λοιπόν συγκυρίας, που κορυφαία της περίπτωση ήταν η συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, όπως αναλυτικότερα αναφερθήκαμε πιο πάνω, αλλά και της καθόλου οικονομικοκοινωνικής συγκυρίας, που κορυφαίες περιπτώσεις ήταν η ύπαρξη πλεονάσματος αγροτικών προϊόντων και η ζήτηση τους από την Δύση, σε συνδυασμό με την εξόχως ανταγωνιστική διαμετακομιστική δυνατότητα της ελληνικής εμποροναυτικής αστικής τάξης, αποτελούν ένα ικανό, κατά την γνώμη μου εργαλείο για να ερμηνεύσουμε την αδιαμφισβήτητη ελληνική οικονομική παρουσία και ισχύ σε ολόκληρη την νοτιοανατολική μεσογειακή λεκάνη.

Χαρακτηριστικό όλης αυτής της ιστορίας, είναι ότι το ναυτεμπορικό ελληνικό κεφάλαιο, δρώντας με κριτήριο την επιδίωξη του μέγιστου δυνατού κέρδους, πραγματοποίησε το μεγαλύτερο μέρος της συσσώρευσής του έξω από τον κυρίως ελληνικό χώρο (στις παροικίες και αλλού). Λίγο μετά την απελευθέρωση θα εισβάλει ολοκληρωτικά με την μορφή -κυρίως- του τραπεζικού και θα επιβάλει τους «ρυθμούς» του στο ισχνό νεοελληνικό κρατίδιο.

Το ελληνικό κεφάλαιο δεν πραγματοποιεί λοιπόν την πρωταρχική του συσσώρευση στηριζόμενο αποκλειστικά στην καταστροφή της αγροτικής τάξης, αλλά -ταυτόχρονα- και στην διεθνή αποικιοκρατική του δράση, κομίζοντας πελώρια κέρδη που πραγματικά δεν αντιστοιχούν στην ισχνή εσωτερική πολιτικοστρατιωτική του βάση.

Η ιδιόρρυθμη λοιπόν αυτή αφετηριακή διαμόρφωση είναι που προσδιορίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής αστικής τάξης. Είναι αυτή που προσδιορίζει την αδυναμία, αντιφατικότητα και ενδοτικότητα της στις «διεθνείς» της σχέσεις. Είναι εκείνη που προσδιορίζει τον συμβιβασμό της με τους «κοτζαμπά-σηδες», συμβιβασμό που οδήγησε στο συγκεκριμένο μεταπελευθερωτικό συγκρότημα εξουσίας.

Χ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

/. «”Οι δώδεκα ήμερες αγγαρείας του οργανικού κανονισμού”, αναφώνησε ένας μεθυσμένος από τη νίκη μπογιάρος, “βαστούν 365 ήμερες το χρόνο”». Για περ. βλέπε το 8ο Κεφάλαιο «Η ημέρα εργασίας» στο Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. Α’,μτφ. Γιάννη Δ. Σκουριώτη, Αθήνα 1954-7

σελ. 234.

3. Για περ. βλέπε Νικολάι Τοντόροφ, Η Βαλκανική πόλη 75ος-79ος αιώνας, τόμ. Α’-Β”, μτφ. Ε. Αβδελά – Γ. Παπαγεωργίου, εκδ. «θεμέλιο», Αθήνα 1986, τόμ. Α’, σελ. 101 επ. και Jacques Le

Goff, «The Town as an agent of civilization 1200-1500», στον συλλογικό τόμο The Fontana Economic History of Europe. The Middle Ages, ed. Carlo M. Cipolla, εκδ. «Collins/Fontana Books». Gr.Britain, 1972, σελ. 71 επ.

3.        Για περ. βλέπε Σπύρου Ασδραχά, «Εισαγωγικό σημείωμα: προβλήματα οικονομικής ιστορίας της Τουρκοκρατίας», στον τόμο Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, ΙΕ’-ΙΘ’ αιώνας, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα 1979, σελ. 33. Οι υπογραμμίσεις είναι

δικές μου.

4.        Για περ. βλέπε Σεραφείμ Μάξιμου, Το ελληνικό εμπορικό ναυτικό κατά τον XVIII αιώνα, εισα-

γωγή – επιμ.. Λουκάς Αξελός, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1976, σελ. 51.

5.        Για περ. βλέπε Φελίξ Μπωζούρ, Πίνακας εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία (1787-1797), εισαγωγή – επιμ. Τάσου Βουρνά, μτφ. Ελένης Γαρίδη, εκδ. «Αφοι Τολίδη», Αθήνα 1974, σελ. 41, Σεραφείμ Μάξιμου, Η αυγή του Ελληνικού καπιταλισμού, Γ’ έκδοση, εισαγωγή – επιμ.

Λουκάς Αξελός, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1973, σελ. 16 επ., Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Τουρκοκρατία 1661-1812 Η οικονομική άνοδος και ο φωτισμός του Γένους, τόμ. Δ’, θεσσαλονίκη 1973, σελ. 467 επ. και Κωστή Μοσκώφ, Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα 1830-1909. Ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου, Αθήνα 1972, σελ. 75 επ.

6.        Για περ.βλέπε Νίκου Ψυρούκη, Το νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο, εκδ. «Επικαιρότητα». Αθήνα 1974, Απόστολου Βακαλόπουλου, «Ο Ελληνισμός της διασποράς», στον ΙΑ’ τόμο της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, εκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα [1975], σελ. 231 επ. και I. Κ.

Χασιώτη, Επισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνικής διασποράς, εκδ. «Βάνια», Θεσσαλονίκη

1993.

7.        Για περ. βλέπε Ιωάννη Γιαννόπουλου, «Κοινότητες», στον ΙΑ’ τόμο της Ιστορίας του Ελληνικού Εθνους, εκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα [1975] σελ. 134 επ., Νικολάου Πανταζοπού-λου, Ο ελληνικός κοινοτιαμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση, εκδ. «Παρουσία», Αθήνα

1993, Θεοδώρου Ε. Θεοδώρου, Η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση, (Η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση κατά την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση του 1821) τόμ. Α’, εκδ. «Αφων Τολίδη», Αθήνα 1996 και Νεοκλή Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα. Συστημική παράθεση δομών και λειτουργιών I. Το δεσποτικό κράτος, II. Η δοσιματική διοίκηση, τόμ. Α’-Β’. εκδ. «Ι.Δ. Αρσενίδης κ Σια», Αθήνα χ.χ. έκδ., τόμ.Β’, σελ. 337 επ. 8. Για\ερ. βλέπε ολόκληρο το Γ’ μέρος από το βιβλίο του Ηλία I. Νικολόπουλου, Δομές και θεσμοί στήν^Τουρκοκρατία. Τα θεσσαλικά Αμπελάκια (1770-1820), εκδ. «Κάλβος», Αθήνα 1988, σελ. 281 επ./ΰπίος και Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου, ό.π., σελ. 495-548 και

ειδικότερα 531 επ. 9. Για περ. βλέπε Κ. Μοσκώφ, Η εθνική και κοινωνική, ό.π., σελ. 84. 10. Για περ. βλέπε Σεραφείμ Μάξιμου, Η αυγή, ό.π., σελ. 27 επ. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές

μου.

//. Για περ. βλέπε Σεραφείμ Μάξιμου: Το ελληνικό εμπορικό ναυτικό και Η αυγή του ελληνικού καπιταλισμού, ό.π.,Ν. Σβορώνου, Το εμπόριο της Θεσσαλονίκης τον 18° αιώνα, εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 1996 και Γ. Λεονταρίτη, Ελληνική εμπορική ναυτιλία (1453-1850), εκδ. Ε.Μ.Ν.Ε. –

Μνήμων», Αθήνα 1981.

13.      Για περ. βλέπε Φάνη Μιχαλόπουλου, Ρήγας Βελεστινλής (1757-1798), τυπ. «Π.Δ. Σακελλά-ριος», Αθήνα 1930, σελ. 24 επ., όπου και αναλυτικότερα παρατίθενται οι πηγές άντλησης των

στοιχείων.

13. Για περ. βλέπε Σ. Μάξιμου, Το ελληνικό εμπορικό και Η Αυγή, Ν. Σβορώνου, Το εμπόριο, και Γ. Λεονταρίτη, Ελληνική εμπορική, όπου και πλήθος στοιχείων και πινάκων ενισχυτικών της

παραπάνω άποψης.

14.      Για περ. βλέπε Π.Σ. Μαγιάκου, Ρήγας Βελεστινλής ο Θεσσαλός, 1757-1798, τυπ. «Ν.Τιλπέ-

ρο-γλου», Αθήνα 1935, σελ. 9 επ. IS. Για περ. βλέπε και Φ. Μπωζούρ, Πίνακας εμπορίου, ό.π., σελ. 27. ία. Για περ. βλέπε Λουκάς Αξελός, «Ο Μάξιμος και τα προβλήματα γέννησης και διαμόρφωσης του ελληνικού αστισμού», περ. «Αντί», τεύχος 75, Αθήνα 1977, σελ. 40 επ. 17. Για περ. βλέπε και Δημοσθένη Δανιηλίδη, Νεοελληνική κοινωνία και οικονομία, εκδ. «Γ. Σαμαρόπουλος», Αθήνα 1934, σελ. 236 επ.

15.      «Υπάρχουν όμως αυτοτελείς κλάδοι της βιομηχανίας, όπου το προϊόν του προτσές παραγωγής δεν είναι ένα καινούργιο υλικό προϊόν, δεν είναι εμπόρευμα. Οικονομική σπουδαιότητα ανάμεσα σ’ αυτούς έχει μόνο η βιομηχανία επικοινωνίας, είτε πρόκειται για πιν καθαυτό βιομηχανία

μεταφορών εμπορευμάτων και ανθρώπων, είτε… Εκείνο όμως που πουλάει η βιομηχανία μεταφορών είναι αυτή η ίδια η μετακίνηση. Το επιτευγμένο ωφέλιμο αποτέλεσμα συνδέεται αδιάσπαστα με το προτσές της μεταφοράς, δηλ. με το προτσές παραγωγής της βιομηχανίας μεταφορών… Η ανταλλαχτική αξία αυτού του ωφελίμου αποτελέσματος, καθορίζεται, όπως και η ανταλλαχτική αξία κάθε άλλου εμπορεύματος από την αξία των στοιχείων παραγωγής που έχουν καταναλωθεί σ’ αυτό (εργατική δύναμη και μέσα παραγωγής) συν την υπεραξία που έχει δημιουργηθεί από την υπερεργασία των εργατών που εργάζονται στην βιομηχανία μεταφορών». Για περ. βλέπε Καρλ Μαρξ Το Κεφάλαιο, τόμ. Β’, έκδοση εξωτερικού 1956, σελ. 53-54 επ. Οι υπογραμμίσεις είναι

δικές μου.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ