Αρχική » Η συγκρότηση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου

Η συγκρότηση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 47, Ιούνιος 2004

ΟΜΩΣ, ΕΑΝ ΚΑΤΕΡΡΕΥΣΕ η ιδεολογία και οι πολιτικές προϋποθέσεις της μεταπολίτευσης, δεν σημαίνει ότι υπάρχουν και οι πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες για τη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού σκηνικού. Και το ίδιο φάνηκε και με τη δική μας απόπειρα να επισπεύσουμε την ανάδυση ενός νέου πολιτικού πόλου, μέσα από τις ευρωεκλογές, με επίκεντρο το ιστορικό ΟΧΙ, η οποία προσέκρουσε στη γενικευμένη αδυναμία των υπαρχουσών πολιτικών δυνάμεων που αποδείχθηκαν κατώτερες των περιστάσεων.

Οι δυνάμεις του λεγόμενου “αριστερού ΠΑΣΟΚ”, που αποτέλεσαν για πολλά χρόνια την δεξαμενή των “πατριωτικών” απόψεων, το ΔΗΚΚΙ, ο Στέλιος Παπαθεμελής, η “ομάδα Χαραλαμπίδη”, και η “αριστερά” που εξακολουθεί να βρίσκεται στο ΠΑΣΟΚ, απέδειξε πως έχει πλέον απολέσει κάθε δυνατότητα να συγκροτήσει μια οποιαδήποτε αξιόπιστη πρόταση. Ο ιστορικός κύκλος του “πατριωτικού ΠΑΣΟΚ” έχει κλείσει [και όσες αυθεντικές δυνάμεις εξακολουθούν να υπάρχουν σε αυτόν το χώρο ασφυκτιούν σε αναξιόπιστα ή ανίκανα πολιτικά σχήματα]. Οι ευρωεκλογές, αμέσως μετά το ιστορικό ΟΧΙ και το πολιτικό κενό που υπήρξε, αποτελούσαν την τελευταία ευκαιρία αυτού του χώρου, και αυτοί την κατέστρεψαν.

0 Δ. Τσοβόλας απεχώρησε από το ΔΗΚΚΙ με τρόπο μυστηριώδη και οι επίγονοι του -που επιχείρησαν να εκπροσωπήσουν αυτό το σχήμα- φέρουν σημαντική ευθύνη για την αδυναμία συγκρότησης ενός αξιόπιστου ψηφοδελτίου, παίζοντας ταυτόχρονα σε πολλά ταμπλό, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση και απογοήτευση όλων όσων πίστευαν στην ανάγκη παρέμβασης στις ευρωεκλογές. 0 Σ. Παπαθεμελής βρέθηκε -έστω πρόσκαιρα- έξω από το παιγνίδι, μετά τη σύμπραξη με τη Ν.Δ. στις εκλογές, ενώ ο Μ. Χαραλαμπίδης ακολουθεί μια πορεία αδιέξοδου απομονωτισμού. Όσο για τις “εντός ΠΑΣΟΚ” δυνάμεις, έχασαν την τελευταία ευκαιρία για μια αξιόπιστη έξοδο.

Το ΚΚΕ, συνεχίζει στη μοναχική πορεία του, ελπίζοντας να αποσπάσει ένα υψηλότερο ποσοστό ψηφοφόρων, δεδομένου ότι εμφανίζεται ως η μοναδική πολιτική δύναμη του Κοινοβουλίου που τάχθηκε ανοικτά με το ΟΧΙ έστω και εάν το έκανε χωρίς να κινητοποιήσει ιδιαίτερα τις δυνάμεις του γύρω από ένα ζήτημα “εθνικιστικό”. Και όσο και εάν στο εσωτερικό του πραγματοποιούνται γόνιμες και ενδιαφέρουσες διεργασίες, μετά την εγκατάλειψη της ξύλινης διεθνιστικής αντίληψης, η πορεία που πρέπει να διαγράψει είναι πολύ μεγάλη για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις σημερινές πολιτικές απαιτήσεις. Και προφανώς δεν είναι έτοιμο για να πάρει την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση ενός τρίτου πόλου στην ελληνική πολιτική ζωή, που θα συνδυάζει την εθνική, την κοινωνική και την οικολογική διάσταση, παράλληλα με τις δημοκρατικές λειτουργίες και διαδικασίες.

Σε ό,τι αφορά, τέλος, την υπόλοιπη Αριστερά, εξακολουθεί να την βαραίνει η υποθήκη που αντιπροσωπεύει ο “Συνασπισμός”, ως ο κατ’ εξοχήν ιδεολογικός χώρος που εξέφρασε τη μετατόπιση της μεταπολίτευσης από την αντιμπεριαλιστική ρητορεία της δεκαετίας του 1970, στην παγκοσμιοποιητική και φιλοαμερικανική στροφή της εκσυγχρονιστικής εποχής. Ο ιδεολογικός πυρήνας του Συνασπισμού, το ΚΚΕ Εσωτερικού, πέτυχε τον στόχο του: με την κυβέρνηση Σημίτη και το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου, η ιδεολογία του κατέστη η ηγεμονική ιδεολογία των ελίτ της παγκοσμιοποίησης, και “πήρε την εξουσία” στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους [Πανεπιστήμιο, ΜΜΕ, Πολιτισμικοί θεσμοί και Οργανισμοί]. Ωστόσο πολιτικά απέτυχε να υπερφαλαγγίσειτο ΠΑΣΟΚ, απλώς το εκπόρθησε ιδεολογικά.

Με τον Γιώργο Παπανδρέου αυτή η διαδικασία ολοκληρώνεται. Η Δαμανάκη, ο Μπίστης, ο Ανδρουλάκης κ.λπ., δείχνουν το δρόμο. Ο Κωνσταντόπουλος είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει με τον ένα ή άλλο τρόπο. Ο “Συνασπισμός”, εδώ και μερικά χρόνια, δεν έχει πλέον άλλο λόγο ύπαρξης, παρά μόνο να εμποδίζει την ανάδυση ενός άλλου πολιτικού πόλου, πράγμα που για μια τελευταία -ελπίζουμε- φορά μπόρεσε να επιτύχει: Διέστρεψε την έννοια του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος στην Ελλάδα, [δήθεν εναντίον της παγκοσμιοποίησης στη διεθνή σκηνή, υπέρ των σχεδίων της Παγκοσμιοποίησης στην Ελλάδα – Σχέδιο Ανάν, Ελληνοτουρκικά, αποσύνθεση του ελληνικού έθνους-κράτους] και το περιόρισε οργανωτικά σε μικρές ομάδες του πληθυσμού. Κατόρθωσε να δεσμεύσει και να εξαπατήσει πολλές ειλικρινείς -μαζί με λιγότερο ειλικρινείς— δυνάμεις, ώστε να συμπαραταχθούν μαζί του και να τον ψηφίσουν στις εθνικές εκλογές, να διασώσει την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση και να ταχθεί στη συνέχεια υπέρ του σχεδίου Ανάν, παρά τη βούληση των ίδιων των ψηφοφόρων του. Τέλος, με ευθύνη και των “συμμάχων” του, πέτυχε να καθυστερήσει ένα μήνα σχεδόν τις διαπραγματεύσεις για το ευρωψηφοδέλτιο και να εμποδίσει τη συγκρότηση ενός εναλλακτικού ψηφοδελτίου, γελοιοποιώντας και την έννοια της διαπραγμάτευσης.

Όσο για τους “συμμάχους” του Συνασπισμού, αποτελούσαν μια ετερόκλιτη και ευκαιριακή συμμαχία γύρω από αυτόν, η οποία έχει οριστικώς εκμετρήσει το ζην. Η ετερόκλιτη φύση αυτών των δυνάμεων αποδείχτηκε και από την αδυναμία τους να συγκροτήσουν αυτόνομα ή να συμμετάσχουν σε ένα εναλλακτικό ευρωψηφοδέλτιο “του Όχι”. Στο εξής, χωρίς την ελκτική ισχύ του Συνασπισμού -που οδηγείται πιθανότατα σε διάσπαση ή συρρίκνωση- και αυτές οι δυνάμεις θα διαχωριστούν με βάση τις διαφορετικές αντιλήψεις τους και ένα μέρος τους θα αποτελέσει συστατικό στοιχείο μιας μελλοντικής σύνθεσης.

Τέλος, θα έπρεπε να αναφερθούμε και σε μια τελευταία συνιστώσα -σημαντική- τον ίδιο τον ευρύτερο χώρο μας, ο οποίος απέδειξε με τη σειρά του την αδυναμία του να είναι η γέφυρα για τη συγκρότηση μιας εναλλακτικής πρότασης: Εκείνον των “ανέντακτων προσωπικοτήτων”, συγγραφέων, Πανεπιστημιακών, διανοουμένων, κ.λπ., όλων αυτών που κατόρθωσαν να επιβιώσουν από την ιδεολογική λαίλαπα της μεταπολίτευσης, όλων αυτών που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο τα προηγούμενα χρόνια, στην τηλεόραση, τα ραδιόφωνα, τις εφημερίδες, τα Πανεπιστήμια, για να ακούγεται η φωνή της πλειοψηφίας του λαού μας, όλων αυτών οι οποίοι υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι συνεργάτες του “Άρδην”. Είναι φανερό ότι και γι’ αυτούς το Κυπριακό “όχι”, το οποίο στήριξαν ποικιλότροπα, αποτελούσε μια “τελευταία” ευκαιρία για να θέσουν τις βάσεις ενός εγχειρήματος που θα υπερέβαινε τα παραδεδομένα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν δηλώσει σε αναρίθμητες περιπτώσεις τη βούλησή τους να συγκροτηθεί μια εναλλακτική πολιτική δύναμη, την οποία και θα υπεστήριζαν αν υπήρχε ανάγκη. Και όμως, όταν ήρθε η στιγμή, και αυτή ήταν μετά το μεγάλο “Όχι” των Κυπρίων, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, ολιγώρησαν. Θα ήθελαν, ειλικρινώς, μια

άλλη πολιτική πρόταση, αλλά σε καμία περίπτωση να συμμετάσχουν ενεργά στη διαμόρφωση της. Γιατί επάνω τους βαραίνουν πολλαπλές εξαρτήσεις και δουλείες. Γιατί έχουν τη θέση τους στην εφημερίδα ή το Πανεπιστήμιο, γιατί έχουν το “όνομά” τους να διαφυλάξουν, γιατί, εν μέρει, συμμετέχουν στην “καλή κοινωνία” και το κατεστημένο, γιατί είναι ιδιόμορφοι χαρακτήρες, γιατί ίσως τους βαραίνουν τα χρόνια και οι απογοητεύσεις, γιατί είναι φίλος τους ο… Γιώργος, ο… Κωνσταντόπουλος, η …Αλέκα ή ο… Ράμφος, γιατί, κ.λπ. κλπ. Όλοι αυτοί οι λόγοι μπορεί να έχουν κάποια βάση, ή καμία, να είναι συγγνωστοί ή όχι, ωστόσο σημασία έχει ότι δεν απέτυχε μόνο το παλιό πολιτικό προσωπικό, αλλά απεδείχθη και η αδυναμία εκείνων των δυνάμεων που στην προηγούμενη περίοδο λειτούργησαν ως το “οιονεί κόμμα” του χώρου μας, ελλείψει πολιτικής εκπροσώπησης. Δυστυχώς, η κρίση της μεταπολίτευσης συμπαρασύρει εν μέρει και τις δυνάμεις που αντιστρατεύονταν την ιδεολογία και τις πρακτικές της.

Το λαϊκό αίτημα για μια νέα πολιτική και ιδεολογική πορεία μπόρεσε να το εκφράσει, μερικώς, μόνον η Νέα Δημοκρατία και ακόμα λιγότερο το ΚΚΕ, και δυστυχώς όχι οι δυνάμεις με τις οποίες συμπορευόμαστε ιδεολογικά εδώ και αρκετά χρόνια.

Εισερχόμεθα έτσι στη νέα περίοδο χωρίς να διαθέτουμε τις προϋποθέσεις για να εκφράσουμε ολοκληρωμένα τη λαϊκή βούληση της αλλαγής, του νέου ιστορικού κύκλου. Διαθέτουμε κομμάτια ενός νέου πόλου, διαθέτουμε μια επαρκή, ίσως, ιδεολογική αφετηρία, αλλά οργανωτικά είμαστε πολύ καθυστερημένοι. Και βέβαια, δεν εμφανίζονται πάντοτε οι ιστορικές ευκαιρίες για αστραπιαίες συγκροτήσεις, όπως ήταν η πρόσφατη περίοδος. Στο εξής, το κύριο βάρος, μετά από μια μακρά περίοδο ιδεολογικής συγκροτήσεως, θα πρέπει να πέσει στη δημιουργία των οργανωτικών προϋποθέσεων για την στοιχειώδη ανταπόκριση στο λαϊκό αίτημα μιας νέας πορείας.

Και μιλούμε προφανώς για μια μακρά περίοδο οργανωτικής συγκρότησης, που ίσως απαιτήσει μερικά χρόνια και οπωσδήποτε την είσοδο νέων, φρέσκων, δυνάμεων στην πολιτική κονίστρα. Οι παλιές έχουν εξαντληθεί και είναι ανεπαρκείς. Αυτή η διαμόρφωση των οργανωτικών προϋποθέσεων σημάνει τη διάλυση, ή τη διάσπαση παλαιών πολιτικών σχηματισμών, πι, ανάπτυξη νέων, νεολαιίστικων δυνάμεων, τον μετασχηματισμό κομμάτων, οργανώσεων και νοοτροπιών, κ.λπ. κ.λπ.

Σε ό,τι μας αφορά, ως μέρος ενός συνολικότερου μετασχηματισμού, εκτός από την κωδικοποίηση και συστηματοποίηση των ιδεολογικών αναπτύξεων που έχουμε πραγματοποιήσει μέχρι σήμερα, θα πρέπει να κάνουμε ένα ακόμα βήμα, να προχωρήσουμε στη συγκρότηση ενός πανελλαδικού δικτύου πολιτών, που θα φέρει σε επαφή άτομα, κινήσεις, έντυπα, κ.λπ. και θα συμμετέχει ενεργότερα στην οργανωτική συγκρότηση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου.

Έτσι ώστε, να επιταχύνουμε αυτή τη συγκρότηση και, την επόμενη φορά της επιτάχυνσης, να μην εξαρτιόμαστε από διστακτικές, δειλές, ή ανάξιες ομάδες και ηγεσίες για να παρέμβουμε. Για να μεταβάλουμε τη λαϊκή βούληση σε υπαρκτό πολιτικό υποκείμενο.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ